ΑΦΗΝΩΝΤΑΣ ΠΙΣΩ του ένα γενναιόδωρο σημείωμα συγχώρεσης ο Τσέζαρε Παβέζε, μία από τις σπουδαιότερες μορφές των ιταλικών γραμμάτων, θα έβαζε τέλος στη ζωή του στα σαράντα δύο του χρόνια ένα ζεστό πρωινό του Αυγούστου του 1950, σε ένα φτηνό ξενοδοχείο στην άκρη της πόλης του Τορίνο. Με μοναδικό πρότυπο τον ασυμβίβαστο ποιητή Μαγιακόφσκι, έμελλε να έχει ένα εξίσου τραγικό τέλος, μην μπορώντας να αντέξει τη σκληρή πραγματικότητα μιας παρατεταμένης απομάγευσης.
Πρόλαβε, ωστόσο, να κληροδοτήσει στο αναγνωστικό κοινό μια σειρά από αδαμάντινα κείμενα. Στο αριστούργημά του Το φεγγάρι και οι φωτιές, σε ωραία μετάφραση Άννας Παπασταύρου, ο πρωταγωνιστής, γνωστός με το ψευδώνυμο «Χέλι», που του κόλλησε η φίλη του Εμιλία, θα επέστρεφε αμέσως μετά την απελευθέρωση στο χωριό του στην Ιταλία, ύστερα από πολλά χρόνια παραμονής στην Αμερική, αναζητώντας, εις μάτην, πίσω από τις μεγάλες πλαγιές της Γκαμινέλα και του Σάλτο, τη χαμένη του ταυτότητα και τη δικαιοσύνη.
Οι μάχες και οι προδοσίες, οι δεισιδαιμονίες και οι προκαταλήψεις, ο εμφύλιος, οι έντονες αντιθέσεις μεταξύ της αθωότητας των ανθρώπων του χωριού και της βαναυσότητας του πολέμου περιγράφονται ανάγλυφα στο βιβλίο.
Ο Τσέζαρε Παβέζε ορίζει με εντυπωσιακή αναλογία τις ομοιότητες μεταξύ των ηλιόλουστων πεδιάδων της Καλιφόρνιας και των κοιλάδων του Μπέλμπο αλλά και μεταξύ των ανθρώπων της γης και του μόχθου στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, στους οποίους πίστευε βαθιά.
Σε αυτό το κλίμα ματαίωσης, ο καλός φίλος του πρωταγωνιστή, Νούτο, τον οδηγεί στα μέρη της παιδικής του ηλικίας και τον βοηθάει να καταλάβει όλες τις αλλαγές που επήλθαν λόγω του πολέμου, ενόσω εκείνος απουσίαζε στην Καλιφόρνια. Έτσι, η πρότερη ζωή του καταλήγει να συγκρουστεί έντονα με αυτές τις ακραίες βιαιοπραγίες και να συσκοτιστεί σε μια παράλογη εναλλαγή αλήθειας και ψεύδους, ραφιναρισμένης νοσταλγίας και μαρτυρικής ζωής που ωστόσο δεν ακυρώνει την αναγκαιότητα της ποίησης:
«Αναγνώριζα τη λευκή, ξερή γη, το πατικωμένο, γλιστερό χορτάρι των μονοπατιών κι εκείνη την αψιά μυρωδιά του λόφου και του αμπελιού, που ήδη μυρίζει τρύγο κάτω από τον ήλιο. Στον ουρανό υπήρχαν μακριές λουρίδες ανέμου, ξέφτια λευκά, που έμοιαζαν με την ουρά που φαίνεται τη νύχτα στα σκοτεινά πίσω από τ’ αστέρια. Εγώ σκεφτόμουν πως την επομένη θα βρισκόμουν στη λεωφόρο Κόρσικα και αντιλαμβανόμουν εκείνη τη στιγμή πως και η θάλασσα έχει φλέβες, έχει τις γραμμώσεις των ρευμάτων, και πως από παιδί, κοιτάζοντας τα σύννεφα και τον δρόμο των αστεριών, χωρίς να το ξέρω, είχα ήδη αρχίσει τα ταξίδια μου».
Γνωρίζοντας καλά, όπως ο πρωταγωνιστής του, τη γεωγραφία και τις συνήθειες τόσο της Ιταλίας όσο και της Αμερικής, ο Τσέζαρε Παβέζε ορίζει με εντυπωσιακή αναλογία τις ομοιότητες μεταξύ των ηλιόλουστων πεδιάδων της Καλιφόρνιας και των κοιλάδων του Μπέλμπο αλλά και μεταξύ των ανθρώπων της γης και του μόχθου στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, στους οποίους πίστευε βαθιά.
Άλλωστε, τους είχε ζήσει από κοντά όταν, λόγω της αντιφασιστικής του δράσης, είχε αναγκαστεί να παραμείνει ως πολιτικός εξόριστος για τρία χρόνια στο Μπρανκαλεόνε, ένα χωριουδάκι έξω από το Ρέτζιο της Καλάμπρια, έχοντας περάσει εν τω μεταξύ αρκετά βράδια στη φυλακή της Νάπολης. Κατάφερε, ωστόσο, μετατρέποντας τις απανωτές διώξεις σε αφορμή για δημιουργία, να γράψει μια σειρά από ποιητικές συλλογές και μυθιστορήματα αλλά και να μεταφράσει κορυφαία έργα της αμερικανικής λογοτεχνίας (Φόκνερ, Στάινμπεκ και φυσικά Χένρι Μέλβιλ), καθώς υπήρξε ο μνημειώδης μεταφραστής του Μόμπι Ντικ στην ιταλική γλώσσα.
Η μοναδική ισορροπία ανάμεσα στο ρομαντικό ιδεώδες για το άπιαστο της φύσης, που του έμαθαν ο Στάινμπεκ και ο Μέλβιλ, αλλά και ο Γουίτμαν, στον οποίο είχε κάνει το διδακτορικό του, και στον πολιτικό αγώνα, στον οποίον είχε αφιερώσει τη ζωή του ως αντιφασίστας, υπό την καταλυτική πάντοτε επίδραση του Αουγκούστο Μόντι, στενότατου φίλου του Γκράμσι, δεν φάνηκε να βρίσκει ανάλογο αντιστάθμισμα στην προσωπική του ζωή.
Η βιαιότητα που γνώρισε από μια σειρά προσωπικές ακυρώσεις στη σχέση του με τις γυναίκες και οι φρούδες προσδοκίες του για δικαιοσύνη στον ολοένα και πιο παρηκμασμένο, στα μάτια του, κόσμο τον οδήγησαν τελικά στο απονενοημένο διάβημα, το οποίο είχε, κατά κάποιον τρόπο, προεξαγγείλει με το ποίημά του «Ο θάνατος θα ’ρθει και θα ’χει τα μάτια σου» (μτφρ. Σωτήρης Τριβιζάς):
«Για όλους ο θάνατος έχει ένα βλέμμα. Ο θάνατος θα ’ρθει και θα ’χει τα μάτια σου. Θα ’ναι σαν ν’ αφήνεις μια συνήθεια, σαν ν’ αντικρίζεις μέσα στον καθρέφτη να αναδύεται ένα πρόσωπο νεκρό, σαν ν’ ακούς ένα κλεισμένο στόμα. Θα κατεβούμε στην άβυσσο βουβοί».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.