ΦΕΛΙΤΣΙΤΑ ΕΙΝΑΙ ΤΟ όνομα μιας καλοθρεμμένης, ασπρόμαυρης γάτας που ζει στην οδό Αιόλου· το όνομά της δίνει στον τίτλο του νέου μυθιστορήματος της Μάρως Δούκα. Η Φελιτσιτά δεν είναι άστεγη. Ζει σε εκδοτικό οίκο της περιοχής. Και παρόλο που είναι ακατάδεκτη, καταδέχεται να δείξει τη συμπάθειά της και την αγάπη της σ’ έναν άστεγο που ζει γύρω από την Αγία Ειρήνη.
«Χώνεται στη σκέψη του και τον αναστατώνει με το μακρόσυρτο νιαούρισμά της η Φελιτσιτά, μη δίνεις σημασία σε όλα αυτά, σαν να θέλει να του πει, καλύτερα να αφεθείς στο ζωογόνο γουργουρητό μου, εφόσον το ξέρεις, δεν το ξέρεις; Άβυσσος το μέσα του ανθρώπου». Η Φελιτσιτά δεν θα αφήσει ποτέ τον άστεγο φίλο της, μέχρι την τελευταία σελίδα του μυθιστορήματος, και το όνομά της και η παρουσία της θα λειτουργούν πάντα ως ειρωνεία για το τι είναι τελικά η ευτυχία.
Η Μάρω Δούκα έγραψε ένα μυθιστόρημα για το τι είναι αυτή η ευτυχία, έτσι όπως την ψάχνουν όμως τα μέλη μιας καθημερινής, μικροαστικής πενταμελούς οικογένειας που μένουν κάπου στα Σεπόλια. Τι είναι η ευτυχία; Ένα μπολ με κεράσια; Η ελευθερία που σου δίνει ο δρόμος χωρίς να έχεις καμία υποχρέωση, ούτε και απέναντι στην ίδια σου τη ζωή; Ένα σπίτι στην Κηφισιά ή ένα δυάρι κάπου στον Αρδηττό; Ένα πιάτο φρικασέ με καλοφτιαγμένο αυγολέμονο και ζωντανά αντίδια; Ένας μικρός κήπος με μυρωδικά; Η καλοσύνη που κουβαλάς εντός σου και μοιάζει ή είναι γιατρικό;
Η Μάρω Δούκα φτιάχνει μια καταιγιστική, πολυφωνική αφήγηση, όπως ήδη είπαμε, που κινείται στη λεπτή γραμμή όπου η ευτυχία συναντάει τη δυστυχία, η ζωή τον θάνατο, η αγάπη το μίσος, ο φόβος το θάρρος, η συμπάθεια την απάθεια, το ενδιαφέρον την αδιαφορία, το άτομο την κοινωνία.
Αυτή η αναζήτηση περνάει μέσα από το ξεγύμνωμα της οικογένειας, της αγίας οικογένειας, μέσα από τις παράλληλες σκέψεις και δράσεις των πέντε μελών της που μιλούν για τον εαυτό τους αλλά και για τους άλλους. Πέντε διαφορετικές οπτικές, πέντε διαφορετικές ταυτότητες που αλλάζουν διαρκώς, αποκτούν νέες αποχρώσεις μέσα στην καταιγιστική αφήγηση της Μάρως Δούκα (χωρίς καμία τελεία), σαν εκείνο το σύνδρομο Ράσομον, όπου ο καθένας βλέπει και νιώθει κάτι διαφορετικό σε σχέση με κάποιον άλλον, με τον οποίο μοιράζονται όμως την ίδια εμπειρία. Κάθε μέλος της οικογένειας Καβουράκη έχει τη δική του εκδοχή για τη ζωή του αλλά και για τις ζωές των άλλων μέσα στην οικογενειακή τους ιστορία.
Ο Κώστας Καβουράκης ή Κάβουρας, η γυναίκα του Ελένη Βασιλάκη-Καβουράκη και τα τρία παιδιά τους, ο Βαγγέλης, ο Στέλιος και η Βούλα, αποτελούν τα μέλη της οικογένειας. Ο Κώστας μεγάλωσε ορφανός. Η μητέρα του πέθανε είκοσι ετών, αφήνοντας τον ίδιο και τον αδελφό του μωρά. Ο πατέρας του ξαναπαντρεύτηκε μια καλή γυναίκα, με δικό της σπίτι στο Μοσχάτο. Μαζί της έζησε ο Κώστας και ο αδελφός του Στέλιος, ο οποίος σκοτώθηκε όμως σε τροχαίο. Ο Κώστας, που είχε όνειρο να σπουδάσει ή να μπει στη Σχολή Αστυνομικών, γνώρισε πολύ νωρίς την Ελένη.
Ερωτευτήκανε, η Ελένη έμεινε έγκυος στον τρίτο μήνα της γνωριμίας τους, παντρεύτηκαν και ο Κώστας βρήκε δουλειά σε μια αποθήκη χαρτικών. Έκαναν τρία παιδιά, και η Ελένη, με τη βοήθεια ενός θείου τους, βρήκε επίσης δουλειά, ως θυρωρός στο υπουργείο Ανάπτυξης. Τα παιδιά μεγάλωσαν. Κατά τον χρόνο της μυθιστορηματικής αφήγησης –μερικοί μήνες σχεδόν στο σήμερα– ο πρωτότοκος Βαγγέλης, φοροτεχνικός στο επάγγελμα και ανύπαντρος, πλησιάζει τα σαράντα, ο δεύτερος, Στέλιος, φιλόλογος σε σχολείο, παντρεμένος με την Αγγέλα, πανεπιστημιακό γλωσσολόγο, πλησιάζει τα τριάντα έξι, και η μικρότερη, η Βούλα, κομμώτρια στο επάγγελμα, με δικό της κομμωτήριο στο Παγκράτι, πανύψηλη, στο 1.85, είναι γύρω στα τριάντα τέσσερα.
Η Ελένη καμαρώνει στη γειτονιά για την οικογένειά της, για τα τρία καλά και ταχτοποιημένα παιδιά της, πράγμα που δεν είναι αυτονόητο σε τόσο δύσκολους καιρούς, αλλά δεν είναι όλα ρόδινα σε αυτήν την αγία οικογένεια των Σεπολίων. Πολλές φορές αναγκάζεται να δικαιολογηθεί στις γειτόνισσές της όταν οι φωνές και τα ουρλιαχτά που βγαίνουν από το σπίτι τους ακούγονται έως το επόμενο τετράγωνο.
Ο Κώστας συνήθιζε να δέρνει την Ελένη σε στιγμές μεγάλης έντασης ή και για ασήμαντη αφορμή. Και μια μοιραία Κυριακή την έπιασε από τα μαλλιά και την έσυρε με βία από ένα άκρο της κουζίνας στο άλλο. Παρενέβη ο μεγάλος τους γιος, ο Βαγγέλης, κι έσπασε τον πατέρα του στο ξύλο. Το σπίτι δεν κρατούσε πλέον τον Κώστα. Εκείνο το απόβραδο της Κυριακής άνοιξε την πόρτα κι έφυγε. Βρήκε ένα πεζούλι στην Αιόλου και εγκαταστάθηκε εκεί.
Από τις είκοσι οκτώ παράλληλες αφηγήσεις του μυθιστορήματος, δεκαπέντε ανήκουν στον Κωνσταντίνο Καβουράκη ή Κάβουρα, τρεις στην Ελένη Βασιλάκη-Καβουράκη, τρεις στον Ευάγγελο ή Βαγγέλη Καβουράκη, τρεις στον Στέλιο Καβουράκη και τέσσερις στη Βούλα Καβουράκη. Ο Κώστας Καβουράκης είναι προφανώς ο βασικός ήρωας, και όχι μόνο για ποσοτικούς λόγους. Σκέφτεται τον εαυτό του, την κατάντιά του αλλά και την τύχη του, σκέφτεται τη δουλειά του και το αφεντικό του που τον περιφρονούσε και τον κορόιδευε, σκέφτεται την Ελένη, που την αγάπησε και εξακολουθεί να την αγαπάει, σκέφτεται τα παιδιά του, ιδιαίτερα τη Βούλα, που τη λέει νταρντάνα λόγω του ύψους της, πιστεύοντας ότι μπορεί να μην είναι δική του κόρη.
Ταυτόχρονα, ζει στο κέντρο της Αθήνας, την «παλιά πόλη», Αιόλου, Μοναστηράκι, Θησείο, «αλλαγμένος και τρισάθλιος», μέρος ενός ορατού-αόρατου κόσμου των αστέγων και των ζητιάνων. Συγκατοικεί στο πεζοδρόμιο με μια Όλγα και γίνονται τρίο με τον επίσης άστεγο Γεράσιμο που παίζει φυσαρμόνικα. Γνωρίζει και τον μαγαζάτορα, αφεντικό της Φελιτσιτά, που του προτείνει να κοιμάται το βράδυ έξω από το μαγαζί του, σαν νυχτοφύλακας, με αντάλλαγμα φαγητό. Δεν δέχεται. Θέλει την ελευθερία του.
Τα άλλα μέλη της οικογένειάς του σκέφτονται τον πατέρα τους με αμφιθυμία, με αγάπη αλλά και με μίσος, σκέφτονται τους ίδιους τους εαυτούς τους, σκέφτονται τα αδέλφιά τους και τη μητέρα τους με αγάπη αλλά και με αμφισβήτηση, ίσως και με ζήλια. Η Ελένη αγαπάει τον άντρα της, κι ας μην τον άντεχε. Και θα τον ξαναδεχόταν στο σπίτι μόνο αν της ζητούσε συγγνώμη.
Καθώς διαβάζουμε το βιβλίο, αναρωτιόμαστε αν θα υπάρξει χάπι έντ, αν ο Κώστας θα γυρίσει στο σπίτι του κι αν όλα ξαναρχίσουν, αλλά κάπως διαφορετικά. Φτάνουμε στο τέλος και συγκλονιζόμαστε. Είναι αυτό χάπι έντ; Μπορεί. Η Μάρω Δούκα φτιάχνει μια καταιγιστική, πολυφωνική αφήγηση, όπως ήδη είπαμε, που κινείται στη λεπτή γραμμή όπου η ευτυχία συναντάει τη δυστυχία, η ζωή τον θάνατο, η αγάπη το μίσος, ο φόβος το θάρρος, η συμπάθεια την απάθεια, το ενδιαφέρον την αδιαφορία, το άτομο την κοινωνία.
Μία απλή κίνηση σε οδηγήσει από τη μία στην άλλη πλευρά, από οικογενειάρχη στα Σεπόλια άστεγο στην Αιόλου. Ταυτόχρονα, μέσα από τις ιστορίες της οικογένειας Καβουράκη βλέπουμε την Αθήνα, την γεωγραφία της, τις κοινωνικές συνθήκες της και το περιθώριό της, αλλά με τρόπο ειρωνικό, έτσι που ο ρεαλισμός να μη μοιάζει με ρεπορτάζ. Αισθάνομαι ότι σε αυτό το εξαιρετικό μυθιστόρημα η Μάρω Δούκα δούλεψε πάνω στην παράδοση του μελοδράματος, την οποία υπονομεύει όμως διαρκώς και την κομματιάζει.