Η Φερνάντα Μελτσόρ μας υποδέχεται στην ταράτσα του ξενοδοχείου όπου μένει στην πλατεία Θεάτρου με θέα την Ακρόπολη. Είναι εξαντλημένη από την περιοδεία (αυτή είναι η ογδοηκοστή συνέντευξη που δίνει σε μέσα ολόκληρου του κόσμου από τότε που κυκλοφόρησε η «Εποχή των Τυφώνων»!), ωστόσο είναι χαμογελαστή και δεν δυσανασχετεί ούτε στιγμή με τις απανωτές ερωτήσεις που γίνονται βιαστικά, γιατί η κούραση είναι εμφανής στο πρόσωπό της, όσο κι αν προσπαθεί να την κρύψει. Το βιβλίο της, που μόλις κυκλοφόρησε στις ΗΠΑ, έχει δημιουργήσει ένα κύμα ενθουσιασμού στα αγγλόφωνα μέσα.
Στο «New Yorker» ο Juan Gabriel Vásquez γράφει για χάρη της ένα συναρπαστικό long story, χαρακτηρίζοντάς την «τη σπουδαιότερη νέα συγγραφέα του Μεξικού». «Με μια αέρινη μαεστρία όσον αφορά τις τεχνικές δυνατότητες του μυθιστορήματος ως φόρμας και μια μυστήρια κατανόηση των ανορθόλογων δυνάμεων που ενεργούν πάνω στην κοινωνία, τα βιβλία της Μελτσόρ εξερευνούν μια πραγματικότητα διαιρεμένη από τη βία, τους φυλετικούς και ταξικούς διαχωρισμούς και το σεξ», γράφει. «Οι ήρωες της Μελτσόρ είναι ηττημένοι, κατακτημένοι, υπόδουλοι, δεν έχουν ποτέ τον έλεγχο της ύπαρξής τους, είναι διαρκώς θύματα της βίας, ενώ πολύ συχνά (και υπερβολικά εύκολα) μετατρέπονται κι οι ίδιοι σε πρόθυμους θύτες. Οι βαθύτερες δυνάμεις που ενεργούν εδώ είναι, μεταξύ άλλων, ένας βαθύρριζος machismo κι ένας συστημικός μυσογυνισμός – και είναι σχεδόν αδύνατο για κάποιον να ξεφύγει από αυτές». Την ίδια μέρα είναι το κύριο πρόσωπο στο περιοδικό των «New York Times», σε μια επίσης πολυσέλιδη συνέντευξη με τίτλο «Η Φερνάντα Μελτσόρ εξερευνά τη δυνατότητα του ανθρώπου για βία και μεγαλείο».
Αυτήν τη στιγμή είναι ίσως η πιο περιζήτητη συγγραφέας παγκοσμίως, σταρ χωρίς να το συνειδητοποιεί. Ή, τουλάχιστον, δείχνει ότι αυτή η επιτυχία δεν σημαίνει και πολλά για την ίδια, πέρα από την αποδοχή του έργου της.
Αυτή η συνέντευξη είναι και η τελευταία που έχει επιλέξει να δώσει· μετά τη στάση στην Αθήνα αποφάσισε να διακόψει την περιοδεία της και ενημέρωσε τους επόμενους προορισμούς της ότι θα επιστρέψει «στη βάση της». «Όσο και να μου αρέσει η επαφή με τον κόσμο, δεν πάει άλλο», λέει, «γυρνάω το βράδυ στο δωμάτιο του ξενοδοχείου και με πιάνει κατάθλιψη. Κι αυτό γιατί δεν έχω χρόνο να ασχοληθώ με το νέο βιβλίο που έχω στο μυαλό μου».
Γίνεται ένας βιασμός και θυματοποιείται το θύμα ξανά και ξανά, χωρίς να αποδίδεται δικαιοσύνη. Αυτό είναι απόλυτα αληθινό και από τα πράγματα που πρέπει ν’ αλλάξουν στο Μεξικό. Και το θέμα είναι πολύ απλό, όλα οφείλονται σε έναν βαθιά εδραιωμένο μισογυνισμό και machismo αλλά και σε μια αδυναμία του κρατικού μηχανισμού. Δεν υπάρχει το απαραίτητο προσωπικό για να ασχοληθεί με τόσες κακοποιήσεις, εξαφανίσεις, γυναικοκτονίες κ.λπ.
«Δεν σας ευχαριστούν τόσα βραβεία, μεταφράσεις σε τριάντα εφτά χώρες, δύο υποψηφιότητες για Μπούκερ, τόσα άρθρα σε μεγάλα έντυπα, το ότι η “Εποχή των Τυφώνων” γίνεται σειρά στο Νέτφλιξ;» Η απάντηση είναι «ρωτήστε τον σύζυγό μου. Δύο χρόνια τώρα είμαι στον δρόμο και μιλάω σε όλο τον κόσμο για τα βιβλία μου σε δημοσιογράφους, σε παρουσιάσεις και συζητήσεις. Ποτέ δεν πίστευα, όταν έγραφα την “Εποχή των Τυφώνων”, πως θα ήταν φιναλίστ για το διεθνές βραβείο Μπούκερ (για το οποίο είναι υποψήφια για δεύτερη φορά φέτος, με το νέο της βιβλίο, το “Paradais”), ελπίζω όμως να επιστρέψω το συντομότερο στο Μεξικό και να ξεκινήσω το νέο μου βιβλίο. Γιατί ο συγγραφέας αυτό κάνει. Γράφει».
Ετοιμάζεται να φύγει για ένα διήμερο στην Ύδρα με τον σύζυγό της, για να ξεκουραστούν, και μετά θα επιστρέψουν στην πατρίδα τους.
— Γιατί γράψατε αυτό το βιβλίο (την «Εποχή των Τυφώνων»);
Αυτή είναι μια δύσκολη ερώτηση. Δεν νομίζω ότι όταν έγραφα το βιβλίο ήξερα το γιατί, μετά το κατάλαβα. Διαισθητικά να πω ότι έγραψα την «Εποχή των τυφώνων», ενώ ήμουν σε μια συναισθηματικά περίπλοκη κατάσταση, όχι απλώς για να εμβαθύνω στη βία ενός συστημικού μισογυνισμού και ενός βαθύρριζου machismo, σε συνδυασμό με μια ταυτόχρονη έξαρση του οργανωμένου εγκλήματος (των νάρκος) και της κρατικής βίας, αλλά για να την εμπεδώσω, να την κατανοήσω με όλες μου τις αισθήσεις. Και για να σπάσω αυτόν τον τοίχο αδιαφορίας.
— Πόσο άλλαξε το βιβλίο όσο καιρό το γράφατε;
Η «Εποχή των Τυφώνων» ξεκίνησε το 2015, μετά το αρχικό σκαρίφημα της πλοκής, που πήρε γύρω στους εφτά με οχτώ μήνες. Χρειάστηκα άλλους έξι για να κατασταλάξει η ιστορία στην πρώτη μορφή της. Και μέχρι το 2016 έγινε η τελική επεξεργασία, το φινίρισμα.
— Η γλώσσα πόσο καιρό χρειάστηκε για να φτάσει σ’ αυτό το στάδιο;
Η γλώσσα υπήρχε εξαρχής. Είναι ο προφορικός λόγος της Βερακρούς. Λόγος ποιητικός, με κακοφωνίες, διακοπές, εντάσεις και φλασμπάκ που αναδιπλώνεται και λειτουργεί σαν σπιράλ, όχι για να θαμπώσει τον αναγνώστη με δυνατές εικόνες, μα για να τον παγιδεύσει στο κέντρο ενός τυφώνα…
Ήθελα η πλοκή να ξεκινάει δυνατά. Μια παρέα παιδιών βρίσκει το σάπιο πρόσωπο ενός πτώματος ανάμεσα στα ζαχαροκάλαμα και στις πλαστικές σακούλες που είχε σκορπίσει ο άνεμος απ’ τον δρόμο, μια σκοτεινή μάσκα που εξείχε ανάμεσα σε μυριάδες μαύρα φίδια και χαμογελούσε. Λες και η αρχή της πλοκής σημαίνει το τέλος της αθωότητας. Την αρχή μιας τελετουργίας. Η γλώσσα και ο τόπος είναι κι αυτοί χαρακτήρες του βιβλίου. Και ο αφηγητής, ένας ακόμα από τους χαρακτήρες-θύματα μιας μόνιμης βίας, που συχνά μετατρέπονται σε θύτες.
Η «Εποχή των Τυφώνων» ξεκίνησε από ένα πραγματικό έγκλημα. Μια είδηση του αστυνομικού δελτίου. Μια γυναίκα βρέθηκε νεκρή σ’ ένα κανάλι της Βερακρούς και ο δράστης αιτιολόγησε την πράξη του λέγοντας ότι ήταν πρώην εραστές και του είχε κάνει μάγια. Η Μελτσόρ διαβάζει την είδηση και έχει έντονη επιθυμία να πάει στη Βερακρούς και να πάρει συνεντεύξεις από όλους τους εμπλεκόμενους και τον δράστη. Ζει στην Πουέμπλα στο μεταξύ, στον Βορρά, και στη Βερακρούς ο πόλεμος των ναρκοτράφικος μαίνεται. Η Μελτσόρ δεν παραιτείται, όμως, και καταφεύγει στη μυθοπλασία. Το δικό της «Εν Ψυχρώ» μυθιστόρημα γίνεται ένας καταιγιστικός τυφώνας λέξεων χωρίς τελείες, σημεία στίξης ή παραγράφους, που παγιδεύει τον αναγνώστη σ’ έναν ίλιγγο βίας, ατιμωρησίας και διαφθοράς. Τα πρόσωπα του βιβλίου, όλοι νέοι, σχεδόν εικοσάρηδες, ο κακοφτιαγμένος Λουίσμι που εκδίδεται σε άθλια δωμάτια ξενοδοχείων, η άσχημη Λαγκάρτα, η ξαδέλφη του, που κακοποιείται από τη γιαγιά τους, η 14χρονη Νόρμα που, έγκυος από τον πατριό της (τον Πέπε), το σκάει από το σπίτι της για να αυτοκτονήσει, ο καταπιεσμένου Μπράντο που στρέφεται στο αλκοόλ, τα ντραγκς και την πορνεία, η Τσαμπέλα, μητέρα του Λουίσμι και φιλενάδα ενός από τους κάπος των νάρκος, και ο πατριός του, ο Μούνρα, μας δίνει ο καθένας τη δική του εκδοχή του φόνου της αποτρόπαιης και συμπονετικής μάγισσας, με τον οποίο ξεκινάει η δράση του βιβλίου.
— Η βία είναι παντού γύρω μας, μεγαλώσαμε με βία στις ειδήσεις, στο σινεμά, στα κόμικς, στα παιχνίδια. Γιατί μας σοκάρει ακόμα;
Ο καθένας πάντα εντοπίζει ευκολότερα τη βία «κάπου αλλού». Στην Ευρώπη, για παράδειγμα, όταν διαβάζουν την «Εποχή των τυφώνων», θεωρούν ότι η βία έχει να κάνει αποκλειστικά με το Μεξικό και όχι ότι οι ρίζες της είναι οικουμενικές.
— Είναι περίεργο γιατί σοκάρει η βία σε ένα βιβλίο ή σε ένα τραπ ή ντριλ κομμάτι που μιλάει για ναρκωτικά και όπλα, όταν υπάρχουν κλασικές ταινίες που δείχνουν τη βία σε πολύ πιο ακραία μορφή της. Έχει γίνει πιο πουριτανική η κοινωνία μέσα σε όλο αυτό το πέπλο της προόδου που υποτίθεται ότι κυριαρχεί τα τελευταία χρόνια σε κοινωνικό επίπεδο και του political correct;
Αυτή είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα ερώτηση. Νομίζω ότι στις μέρες μας έχουμε την τάση να κρίνουμε την τέχνη με ηθικά κριτήρια. Τα νέα παιδιά κρίνουν πολύ ευκολότερα τόσο τους καλλιτέχνες όσο και τα έργα τους. Τώρα, ως προς τη βία και τις αθέατες γωνιές της ανθρώπινης καρδιάς, είναι σαφώς ικανή τόσο για τα καλύτερα όσο και για τα χειρότερα.
— Μπορείς να διαχωρίσεις τον καλλιτέχνη από το έργο του;
Καταρχάς, ίσως θα έπρεπε να κρίνουμε το έργο ως προς την καλλιτεχνική του αξία. Κανείς δεν είναι τέλειος, υπήρξαν και καλλιτέχνες που διέπραξαν εγκλήματα, όμως νομίζω ότι κρίνουν πλέον κυρίως τον χαρακτήρα ενός δημιουργού και όχι το έργο του. Ίσως αυτό να είναι πιο έντονο τώρα γιατί ο καθένας έχει πρόσβαση στην προσωπική ζωή και στην καθημερινότητα του καλλιτέχνη, ασκώντας ίσως έτσι μία πίεση.
— Είναι πολύ άμεση η επαφή που έχεις με τον καλλιτέχνη, τόσο εύκολο να τον προσεγγίσεις, που ξέρεις τα σχεδόν τα πάντα για την προσωπική του ζωή, τη ζωή του γενικά.
Ακριβώς. Εγώ αναγκάστηκα να εγκαταλείψω τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, παρόλο που δεν είμαι διάσημη, διάσημοι είναι οι ποδοσφαιριστές λ.χ., παρ' όλα αυτά δεν μπορώ πλέον να είμαι ο εαυτός μου, είμαι η φωνή τάδε, και μια λάθος δήλωση, άποψη, αρκεί! Οπότε, δεν είμαι πια ούτε στο Twitter ούτε σε όλα τα υπόλοιπα, πλην του Instagram, αλλά το Instagram είναι… nice. Όλοι μπορούμε να έχουμε.
Και για έναν συγγραφέα είναι προτιμότερη η απομόνωση, για να μπορεί ν’ ακούει την εσωτερική φωνή του, γιατί αν είσαι συνέχεια στην τσίτα να δεις τι γράφουν ή τι λένε οι άλλοι για σένα, δεν μπορείς να την ακούσεις.
— Τι έρευνα κάνατε για να γράψετε την «Εποχή των Τυφώνων»; Πόσο δύσκολο ήταν να προσεγγίσετε τα γεγονότα σε μια περιοχή με τόσο μεγάλη εγκληματικότητα;
Η είδηση του αστυνομικού δελτίου ανέφερε τον εντοπισμό του πτώματος ενός άνδρα σ’ ένα κανάλι έξω από την Βερακρούς. Ο δολοφόνος, που είχε σχέση με το θύμα, παντρεύτηκε στο μεταξύ και ισχυρίστηκε πως αναγκάστηκε να το σκοτώσει γιατί του έκανε μάγια για να γυρίσει. Η πρώτη μου αντίδραση ήταν να γράψω non fiction, κάτι σαν το «Εν Ψυχρώ» του Τρούμαν Καπότε. Η περιοχή όπου εντοπίστηκε το πτώμα, όμως, είχε μετατραπεί σε πεδίο μαχών αντίπαλων συμμοριών εμπόρων ναρκωτικών. Ένα από τα πιο ερεθιστικά πράγματα στη δημοσιογραφία είναι όταν κάνεις επί τόπου ρεπορτάζ και μοιάζεις με ντετέκτιβ που διερευνά και παίρνει συνεντεύξεις, προσπαθώντας να φτάσει στην καρδιά του εγκλήματος. Θα ήταν πολύ επικίνδυνο όμως να βρεθώ εκεί και κανείς δεν μου εξασφάλιζε ότι οι μαρτυρίες θα ήταν αληθινές. Αρχικά αυτό με χάλασε πολύ, αλλά μετά στράφηκα στη μυθοπλασία, σίγουρη ότι μπορούσα να βρω μια άλλου είδους αλήθεια. Έπλασα τους χαρακτήρες και την πλοκή και έγραψα την «Εποχή των Τυφώνων».
— Πώς ήταν Η Βερακρούς εκείνη την εποχή που συνέβησαν όσα περιγράφετε στο βιβλίο;
Εγώ τότε έμενα στην Πουέμπλα, ήταν όμως οι γονείς μου εκεί και μάθαινα τι συνέβαινε. Η βία κάλπαζε. Ήταν το 2015, την εποχή που ανακαλύφθηκαν κοινοί τάφοι με εκατοντάδες ακρωτηριασμένα πτώματα, θύματα αλλά και συμμετέχοντες-θύτες αυτού του πολέμου. Κοινοί τάφοι γεμάτοι πτώματα, εξαφανισμένα εδώ και χρόνια, ακρωτηριασμένα, αποκεφαλισμένα, διαμελισμένα, όπως γίνεται συνήθως στη μαφία.
— Υπάρχουν άλλα βιβλία που είναι πρωταγωνίστρια η Βερακρούς; Υπάρχει στη λογοτεχνική ιστορία των Μεξικανών;
Η Βερακρούς πρωταγωνιστεί κυρίως σε ιστορικά βιβλία, γιατί υπήρξε σκηνικό πολλών ιστορικών γεγονότων. Την κατέλαβαν οι πειρατές, δύο φορές οι Αμερικανοί, οι Ισπανοί, οι Γάλλοι… Αλλά ποτέ δεν υπήρξε βιβλίο ή μυθιστόρημα που να μιλάει για έναν τόπο τόσο ρυπαρό όσο η Λα Ματόσα. Τα βιβλία είχαν μια τουριστική και εξωτική οπτική του τροπικού.
— Κι εμείς την ίδια εντύπωση είχαμε. Ότι ήταν ένα ωραίο μέρος, όμορφο.
Όχι, όχι, είναι ωραίο, αλλά και πριν από τους νάρκος ήταν τόπος τεράστιων αντιφάσεων, γεμάτος κιαροσκούρα. Ωραίο, αλλά ρυπαρό. Μοιάζει λίγο με τη Νέα Ορλεάνη, αυτός ο συνδυασμός από διαφορετικές ράτσες, θρησκείες, φαγητό.
— Θα μου πείτε μερικά πράγματα για το décimas;
Αυτή είναι μια πολύ καλή ερώτηση. Γιατί στη Βερακρούς η λογοτεχνία δεν θεωρείται πολύ σημαντική. Η λογοτεχνία είναι πάντα προφορική και η ποίηση αυτοσχεδιαστική. Και οι ποιητές αυτοσχεδιάζουν décimas, μοιάζουν λίγο με τους ράπερ. Πρόκειται για μια μορφή ποίησης που υπήρχε από τον καιρό της αποικιοκρατίας και συνήθως στις γιορτές υπάρχει πάντα κάποιος, ένας σενιόρ ή μια γυναίκα, που θα πει décimas πολύ ποιητικά, ή πολύ χυδαία, ή που θα καταφέρονται εναντίον κάποιου, είτε για να τον πειράξουν είτε για να τον βρίσουν. Είναι πολύ διασκεδαστικό.
— Μπορεί η δημοσιογραφία να είναι υψηλή λογοτεχνία;
Κι αυτό ωραίο ερώτημα. Εγώ δεν τις βλέπω ανταγωνιστικές, αλλά μάλλον συμπληρωματικές, η μία τροφοδοτεί την άλλη. Νομίζω ότι η τέχνη κερδίζει από αυτή την τριβή γιατί όλοι χρειαζόμαστε ιστορίες, γιατί η πραγματικότητα έχει ανάγκη από σχήμα. Γι' αυτό λέμε ιστορίες, για να της δώσουμε ένα νόημα αυτής της πραγματικότητας.
— Σήμερα όμως, κυρίως στη δημοσιογραφία, αποφεύγονται τα μακροσκελή κείμενα. Η ίδια τάση επικρατεί συχνά και στο μυθιστόρημα, της συντομίας.
Υπάρχει αυτή η τάση. Ο κόσμος προτιμάει πιο σύντομα βιβλία και αληθινές ιστορίες. Ίσως να είναι και λίγο θέμα τεμπελιάς, γιατί δεν έχουμε υπομονή με τα μεγάλα κείμενα, αν όμως πεις «αυτή είναι μια πραγματική ιστορία», ο αναγνώστης δεν δυσκολεύεται διόλου να ταυτιστεί με τους ήρωες. Γιατί, λέει, «είναι αλήθεια».
— Έχω προσέξει ότι οι συγγραφείς προτιμούν να γράφουν μικρά κείμενα –μιλάω για την Ελλάδα–, ελάχιστοι γράφουν μυθιστόρημα, οι πιο πολλοί προτιμούν τα διηγήματα. Το ίδιο συμβαίνει και στον Τύπο. Δηλαδή, αν εξαιρέσουμε τα αμερικανικά μέσα, έχει μειωθεί πολύ ο αριθμός των λέξεων στα κείμενα που δημοσιεύονται.
Η αλήθεια είναι ότι και στο Μεξικό έχουμε μια μεγάλη παράδοση στο διήγημα και το σύντομο μυθιστόρημα. Κι αυτό επειδή στη χώρα μου η λογοτεχνία γεννήθηκε ταυτόχρονα με τη δημοσιογραφία. Εγώ γράφω μυθιστόρημα γιατί είναι η φόρμα που προτιμώ, αλλά νιώθω ότι το να γράψεις διήγημα είναι πολύ δύσκολο, δεν είναι καθόλου ευκολότερο από το μυθιστόρημα, αντίθετα είναι σαν να γράφεις ποίηση. Πρέπει να είναι πιο συμπυκνωμένο το κείμενο, οι εικόνες πιο έντονες.
Η Φερνάντα Μελτσόρ γεννήθηκε το 1982 στη Βερακρούς, σε μία από τις χειρότερες κρίσεις του Μεξικού. Η κοσμοπολίτικη Βερακρούς, με το μεγαλύτερο καρναβάλι του Μεξικού, τα τελευταία τριάντα χρόνια, έχει μετατραπεί σε πεδίο μαχών μεταξύ των Zetas (του Καρτέλ του Κόλπου) και της Νέας Γενιάς (του Καρτέλ του Χαλίσκο) που έφεραν τα ναρκωτικά, μεταμορφώνοντας την πόλη σ’ ένα αποτρόπαιο σκηνικό όπου ο φόβος, η βία και η έλλειψη οποιουδήποτε ορίζοντα είναι κοινός τόπος. Μιλάμε για ακρωτηριασμένα πτώματα, τουλάχιστον δέκα γυναικοκτονίες τη μέρα, διαφθορά της αστυνομίας και των πολιτικών και είκοσι μία εκκαθαρίσεις δημοσιογράφων τα τελευταία εφτά χρόνια, στη διάρκεια της κυβέρνησης ανομίας του Χαβιέρ Ντουάρτε Οτσόα. Η «Εποχή των Τυφώνων» καταγράφει αυτή την αγωνία: να ζεις υπό αυτές τις συνθήκες και να επιβιώνεις!
«Σύμβολο της γενιάς μας ήταν η πτώση του Τείχους του Βερολίνου και οι μαραθώνιες Live Aid συναυλίες», λέει. «Στο μυαλό μου, στην πτώση του Τείχους ήταν και ο Φρέντι Μέρκιουρι, τραγουδώντας δίχως αύριο. Παιδί έφτιαχνα κόμικς, συνήθως σχεδίαζα σκηνές από τον Πόλεμο του Κόλπου, που με άγχωνε. Στα έντεκα-δώδεκα διάβαζα ένα βιβλίο τη βραδιά. Όταν μου δάνεισαν τη «Νύχτα του Τλατελόλκο» της Ελένα Πονιατόφσκα έχασα τον ύπνο μου· συνειδητοποίησα ότι το χειρότερο έγκλημα στο Μεξικό ήταν να είσαι νέος, να έχεις ιδέες και να θέλεις ν’ αλλάξεις τον κόσμο. Στα δεκαέξι-δεκαεφτά έβγαινα με μια παρέα που κάπνιζε χόρτο. Ήξερα τι σημαίνει να βρίσκεσαι στον δρόμο και στα καλά καθούμενα να πλακώνει η αστυνομία, να σου κάνει σωματική έρευνα και άμα έχεις κάνα τσιγαριλίκι, να βρίσκεσαι στη στενή, αφού σε έχουν ξυλοφορτώσει πρώτα άσχημα. Μία από τις εντονότερες μνήμες της εφηβείας μου είναι η άγρια αστυνομική καταστολή.
Το 2000, όταν μπήκα στο πανεπιστήμιο, είχα δικαίωμα ψήφου. Η πίεση να ψηφίσουμε τον Φοξ ήταν τεράστια. Δεν με έπεισε και το ίδιο συνέβη και με τον Κάρδενας, αργότερα. Δεν είδα καμία αλλαγή. Στις τελευταίες εκλογές πολλοί ψήφισαν Λόπες Ομπραδόρ. Ακούς μεγάλα λόγια και υποσχέσεις, μα όταν προέρχεσαι από δυσλειτουργική οικογένεια, με πατέρα αλκοολικό, ξέρεις ότι οι υποσχέσεις δεν τηρούνται. Μετά τις σπουδές δημοσιογραφίας, ανακάλυψα ότι οι λέξεις δεν με χωρούσαν, τις ίδιες μεταχειριζόταν η αστυνομία, το κράτος και το οργανωμένο έγκλημα. Ήταν «λίγες» οι λέξεις, δεν κατάφερναν να σπάσουν το τείχος της απάθειας μέσα στο οποίο μεγάλωσα. Στα βιβλία μου περιγράφω ένα σύμπαν χαρακτήρων που βιώνουν μια υλική, ηθική και πνευματική ένδεια με δικά τους λόγια, για να σοκάρω τον αναγνώστη, να τον εμπλέξω και, γιατί όχι, να τον κάνω να νιώσει ακόμα και ενοχή. Στην «Εποχή των Τυφώνων» η ωμότητα της γλώσσας ήταν μια απόφαση τόσο αισθητική όσο και πολιτική.
— Με τι λογοτεχνία μεγαλώσατε;
Διάβαζα πολύ Μαρκ Τουέιν: Τομ Σόγιερ, Χάκλμπερι Φιν, βιβλία περιπέτειας. Και κόμικς: Γκάρφιλντ, εγκυκλοπαίδειες, μυθολογία ελληνική και αιγυπτιακή.
— Ποια ήταν τα πρώτα βιβλία που αγοράσατε;
Τα πρώτα βιβλία που αγόρασα ήταν πιο βίαια. Ιστορίες του Ε. Α. Πόε, το «Άρωμα» του Πάτρικ Ζίσκιντ, η «Σιωπή των Αμνών» του Τόμας Χάρις. Όλα βίαια και περιέργως γραμμένα από την οπτική του εγκληματία. Εμένα μου αρέσει να γράφω για ανθρώπους. Και πολλές φορές οι συγκεκριμένοι άνθρωποι κάνουν φριχτά πράγματα. Άλλοι συγγραφείς προτιμούν να γράφουν για τέρατα ή ήρωες, εγώ όμως προτιμώ του ανθρώπους.
— Σε τι διαφέρει η «Εποχή των Τυφώνων» από τα υπόλοιπα βιβλία για τη ναρκο-λογοτεχνία του Μεξικού;
Αυτή είναι μια πολύ καλή ερώτηση. Εγώ δεν διάβαζα ποτέ τέτοιου είδους λογοτεχνία, παρότι υπάρχουν πολλά τέτοια βιβλία, εκ των οποίων κάποια είναι ενδιαφέροντα και κάποια χρησιμοποιούν επίτηδες αυτό το θέμα για να πουλήσουν. Εμένα με ενδιέφερε πάντα τι συμβαίνει γύρω από αυτή την ιστορία, στις κοινότητες των ανθρώπων, ποτέ δεν επεδίωξα να μιλήσω για τα καρτέλ των ναρκεμπόρων και τους κάπος.
— Σας είναι εύκολο ή δύσκολο να χειριστείτε τις λέξεις; Πόσο εναντίον σου μπορούν να στραφούν;
Η γλώσσα πάντα στρέφεται εναντίον σου. Πάντα. Είναι δίκοπο μαχαίρι. Και η γραφή είναι πάντα ένας αγώνας κόντρα σε αυτή την αοριστία, επιλέγοντας τις κατάλληλες λέξεις για να έχεις ένα αποτέλεσμα. Μην ξεχνάμε ότι ήταν συμβαίνει κάτι, η πρώτη μας αντίδραση είναι «έμεινα άφωνος!», δηλαδή ξέμεινα από λέξεις. Συνέχεια αυτό λέμε. Και ο συγγραφέας καλείται να δουλέψει με αυτό, να γεμίσει το κενό. Η εντύπωση που έχει η Δύση για το Μεξικό περνάει μέσα από τη βία, τα καρτέλ των ναρκωτικών και τις δολοφονίες αλλά και τις εξαφανίσεις και τους φόνους γυναικών.
— Ποια είναι η θέση της γυναίκας στην μεξικάνικη κοινωνία σήμερα;
Όλο αυτό είναι πολύ περίπλοκο γιατί το Μεξικό έχει πολλά και διαφορετικά πρόσωπα. Δεν είναι το ίδιο να είσαι γυναίκα πανεπιστημιακός στην πόλη του Μεξικού με το να είσαι μια ιθαγενής στην Τσιάπας. Και παρόλο που δεν είμαι κοινωνιολόγος, μπορούμε να πούμε ότι οι ανισότητες των φύλων και η κουλτούρα του βιασμού υπήρχαν ανέκαθεν, παρότι οι νέες γενιές παλεύουν να το αλλάξουν αυτό,
— Γιατί είναι τόσο σεξιστική η κοινωνία μας; Γιατί φοβούνται οι «παραδοσιακές» κοινωνίες τις γυναίκες; Δεν είναι πολύ διαφορετικά τα πράγματα στην Ελλάδα, ήταν και είναι και εδώ πάρα πολλές οι γυναικοκτονίες.
Είναι οικουμενικό το θέμα, συμβαίνει παντού, τώρα το γιατί είναι ένα μυστήριο και αυτός είναι ο λόγος που γράφουμε γι’ αυτό, γιατί προσπαθούμε να το καταλάβουμε. Αυτό αναρωτιόταν και η Σιμόν ντε Μποβουάρ, γιατί συμβαίνει αυτό; Γιατί η κοινωνία θέλει να υποτάξει τη γυναίκα; Και η ίδια έλεγε ότι κρύβουμε κάποια δύναμη, τόσο μεγάλη που θα πρέπει να τιθασευτεί.
— Είναι εντυπωσιακό το ότι σκοτώνονται τόσες γυναίκες και σε πολλές περιπτώσεις δεν υπάρχουν συνέπειες.
Είναι τρομερό. Κι αυτό είναι μια αθλιότητα, γίνεται ένας βιασμός και θυματοποιείται το θύμα ξανά και ξανά, χωρίς να αποδίδεται δικαιοσύνη. Αυτό είναι απόλυτα αληθινό και από τα πράγματα που πρέπει ν’ αλλάξουν στο Μεξικό. Και το θέμα είναι πολύ απλό, όλα οφείλονται σε έναν βαθιά εδραιωμένο μισογυνισμό και machismo αλλά και σε μια αδυναμία του κρατικού μηχανισμού. Δεν υπάρχει το απαραίτητο προσωπικό για να ασχοληθεί με τόσες κακοποιήσεις, εξαφανίσεις, γυναικοκτονίες κ.λπ. Δεν επαρκεί για να χειριστεί όλον αυτόν τον όγκο. Δεν ξέρω ακριβώς τους αριθμούς, αλλά το νούμερο είναι φρικτό.
— Είναι όντως τόσο συνδεδεμένη η μαγεία με την καθημερινότητα των ανθρώπων όσο φαίνεται στο βιβλίο σας;
Ναι, αυτό ισχύει. Στη Βερακρούς υπάρχει ένα φοβερό μείγμα θρησκειών, καθολικισμού, πρακτικών των ιθαγενών και αφρικανικής μαγείας. Γιατί υπάρχουν πολλοί Αφρικανοί στη Βερακρούς, που έχουν συγχωνευτεί ήδη με τον ντόπιο πληθυσμό. Οπότε έχουμε μια θρησκεία συγκριτική που πιστεύει σε πνεύματα, σε εξορκισμούς από τον διάβολο και εξαγνισμούς. Είναι πολύ ενδιαφέρον αυτό. Στη Βερακρούς είναι αλήθεια ότι αυτό είναι κομμάτι της καθημερινής ζωής. Τα ίδια πρόσωπα που πάνε στην εκκλησία πάνε και στον κουραντέρο. Αυτό είναι απολύτως φυσιολογικό. Δεν υπάρχει καμία απολύτως αντίφαση σε αυτό.
— Γιατί χρησιμοποιήσατε έναν transgender χαρακτήρα;
Όταν έφτιαχνα αυτό τον χαρακτήρα σκεφτόμουν μια λευκή οθόνη όπου οι πάντες προβάλλουν τους φόβους τους, τα άγχη τους. Ήθελα η Μάγισσα να είναι στο επίκεντρο, κάτι σαν ένας αποδιοπομπαίος τράγος όλου του μίσους της κοινωνίας κόντρα στις γυναίκες αλλά και σε οτιδήποτε διαφορετικό. Οπότε δοκίμασα πολλές φόρμες, έπαιξα με την ιδέα ότι η Μάγισσα ήταν άντρας και αυτό που τελικά λειτούργησε ήταν το να είναι κάτι απροσδιόριστο.
— Μιλήστε μου και για την ομοφοβία. Είναι κι αυτό συνέπεια της φαλλοκρατίας και της ανισότητας. Είναι όλα θέμα καταπιεσμένης σεξουαλικότητας ή της ηθικής που επιβάλλει η θρησκευτική κοινωνία όπου ζούμε;
Είναι ένας συνδυασμός πουριτανισμού, καθολικισμού και του φόβου για το διαφορετικό. Αν και στη Βερακρούς το ενδιαφέρον είναι ότι το διαφορετικό είναι επιτρεπτό, δεν λέω ότι δεν υπάρχουν ανισότητες. Υπάρχουν, λοιπόν, πολλοί τρανς που είναι ενταγμένοι στην κοινωνία και αποδεκτοί. Κι εμένα με ενδιέφερε να μιλήσω γι' αυτές τις ανορθόλογες δυνάμεις που επενεργούν στην κοινωνία και εξερευνούν μια πραγματικότητα διαιρεμένη από τη βία, τους φυλετικούς και ταξικούς διαχωρισμούς και το σεξ.
Για παράδειγμα, η παρουσία των gay είναι τόσο έντονη στη Βερακρούς, που εδώ και πολλά χρόνια, όταν ένας άνδρας θέλει να κάνει εγχείρηση για να γίνει γυναίκα, αυτή η εγχείρηση ονομάζεται Jarocha. Λένε «θα κάνεις τη Χαρότσα;» και εννοούν ότι ετοιμάζεσαι να γίνεις γυναίκα τώρα.
— Λύνει κανένα πρόβλημα η θρησκεία ή μόνο δημιουργεί;
Ωχ (γελάει), αυτό κι αν είναι ενδιαφέρον. Εμένα δεν μου έλυσε και πολλά προβλήματα, μάλλον μου δημιούργησε κι άλλα. Αλλά δεν μπορώ να μιλήσω για τους άλλους, νομίζω ότι στα βιβλία μου η θρησκεία είναι μάλλον βάρος παρά λύτρωση.
— Είναι μόνο διεφθαρμένη, άκαρδη και σκληρή η εξουσία; Γιατί στο βιβλίο σας αυτό φαίνεται.
Η εξουσία διαφθείρει, είμαι σίγουρη γι’ αυτό. Νομίζω ότι στο Μεξικό είχαμε μια παράδοση πολιτικών που υπήρξαν εκμεταλλευτές, χρησιμοποίησαν τους πολίτες και στην «Εποχή των Τυφώνων» είναι όλοι διεφθαρμένοι.
— Αισθάνεστε ευθύνη ως συγγραφέας για την κατάσταση που βιώνουμε;
Ως άτομο ναι, ως συγγραφέας απλώς πιστεύω ότι είναι αδύνατο να μη φανούν η ιδεολογία σου και οι ανησυχίες σου στα βιβλία σου, αλλά αν κάποιος γράφει σκεπτόμενος το μήνυμα που θα μεταφέρει, αυτό δεν είναι καλή λογοτεχνία. Πιστεύω ότι ο συγγραφέας πρέπει να περιορίζεται στο να αφηγείται ιστορίες, όχι να στέλνει μηνύματα. Δεν είναι αυτή η δουλειά του.
— Έχει τη δύναμη η λογοτεχνία, η τέχνη γενικά, να αλλάξει τις αντιλήψεις και την κοσμοθεωρία των ανθρώπων όσο παλιότερα;
Πότε συνέβη αυτό; (γελάει) Η λογοτεχνία δεν είχε ποτέ ιδιαίτερη δύναμη, γιατί ενεργεί αρκετά αργά, ένα βιβλίο το διαβάζει ένας άνθρωπος κάθε φορά. Και νομίζω ότι αυτή είναι και η ομορφιά της, ότι αφήνει έντονο αποτύπωμα, αλλά πάντα σε επίπεδο ατομικό.
— Ποιο είναι το πιο ενδιαφέρον σχόλιο που έχετε ακούσει για την «Εποχή των Τυφώνων»;
Ενδιαφέρον ως προς τι; Καλό ή κακό; (γελάει) Στο Μεξικό οι αναγνώστες ήταν πολύ ενθουσιώδεις, όπως και στο εξωτερικό. Οι άνθρωποι που απολαμβάνουν τα βιβλία μου δηλώνουν συνταραγμένοι από την «Εποχή των Τυφώνων», μου λένε ότι το βιβλίο τούς πήγε σε μέρη που ούτε καν είχαν φανταστεί. Αυτό είναι το καλό. Το κακό μού το έγραψε ένας Ισπανός σε σχόλιο: ότι το βιβλίο είναι φανταστικό, γι’ αυτό είναι κρίμα που δεν είναι γραμμένο στα καστιλιάνικα. (Εννοεί τα επίσημα ισπανικά, μια και το συγκεκριμένο βιβλίο είναι γραμμένο στη διάλεκτο της Βερακρούς και στην προφορική γλώσσα κυρίως των νέων σήμερα.)
— Τι ηλικίας είναι το κοινό που έρχεται στις παρουσιάσεις σας;
Κυρίως νεότεροι από μένα, millennials. Αλλά έρχονται και μεγαλύτεροι άντρες και γυναίκες. Και πολλοί από την κοινότητα LGBTQ.
— Είναι μόνο σκληρή η ζωή; Έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον να γράφεις (και να διαβάζεις) για τον ανθρώπινο πόνο;
Νομίζω ότι αυτή είναι μία από τις επιταγές (αποστολές) της λογοτεχνίας. Η λογοτεχνία μάς μαθαίνει ότι τα πράγματα δεν είναι εύκολα για κανέναν –σε αντίθεση με όσα μας μαθαίνουν– και να μπαίνουμε στη θέση ανθρώπων που υπήρξαν πιο άτυχοι από μας.
— Κυρία Μελτσόρ, πού είναι η αγάπη σε όλα αυτά που περιγράφετε στο βιβλίο σας;
Εγώ πάντα θεωρούσα ότι η «Εποχή των τυφώνων» είναι ένα βιβλίο που μιλάει για την αγάπη, μόνο που στις σελίδες του ο έρωτας είναι φασματικός, ένα φάντασμα. Και ότι οι ήρωές του είναι ευάλωτοι και τρωτοί γιατί η έλλειψη της αγάπης τούς σπρώχνει να κάνουν φριχτά πράγματα. Νομίζω ότι το φάντασμα της αγάπης, η έλλειψή της, διαπνέει όλο το βιβλίο, ακόμα και αν βγάζει ματσίλα σε πολλές περιπτώσεις (βλέπε Μπράντο και όλα αυτά τα νεαρά αγόρια που ψωνίζονται, αλλά επειδή είναι ενεργητικοί, θεωρούν ότι είναι ο σούπερμαν). Αυτή είναι όλη η ιστορία στην «Εποχή των Τυφώνων»: οι άνθρωποι, και κυρίως οι νέοι άνδρες, τρέμουν μην τυχόν και φανούν ευάλωτοι και θέλουν να αποδείξουν τον ανδρισμό τους. Όταν τελείωσα το βιβλίο, σκέφτηκα «γαμώτο, άλλο ένα βιβλίο για αγριεμένα αγόρια, δεν μπορούσα να γράψω κάτι άλλο; Καλά, είσαι σοβαρή;» είπα στον εαυτό μου. Και μετά σκέφτηκα ότι δεν υπάρχει τίποτα πιο φεμινιστικό από το να γράφεις ό,τι ακριβώς θέλεις.
— Πόσο διαφορετικό είναι το «Paradais»;
Το «Paradais» είναι διαφορετικό, μιλάει για τη σεξουαλική επιθυμία που μπορεί να γίνει κάτι πολύ σκοτεινό. Είναι επίσης μια ιστορία ανισότητας ανάμεσα σε εφήβους, όπου ο χοντρός Φράνκο, μέσα στον ιδιωτικό πολυτελή οικισμό όπου μένει, και ο κηπουρός Πόλο, ξαφνικά συναντιούνται, μεθάνε, πίνουν κρυφά και ονειρεύονται ο πρώτος μια όμορφη και ώριμη γειτόνισσα (ο Φράνκο) και ο δεύτερος να γίνει σικάριο για να ξεφύγει από τη μάνα του, τη φτώχεια και τη μιζέρια στο Προγκρέσο. Αυτό το βιβλίο το έγραφα τρία χρόνια και θέλω να πω μόνο το εξής: όταν γράφω ένα βιβλίο, συνήθως το μόνο που δεν ξέρω είναι το τέλος. Στο «Paradais» το τέλος γράφτηκε τρεις φορές, και τις τρεις με Μεσκάλ. Έγραφα τότε το «Somos» για το Νέτφλιξ, δούλευα εννιά-πέντε, γυρνούσα στο σπίτι, έπαιρνα έναν υπνάκο, τσιμπούσα κάτι, έγραφα ως τα μεσάνυχτα, έπαιρνα ένα Ζάναξ και κοιμόμουν. Είναι καλή συνταγή, δουλεύει, μόνο μην τη δοκιμάστε μαζί με Μεσκάλ!
Δεν είναι η πρώτη φορά που έρχεται στην Ελλάδα. Πριν από δέκα χρόνια, όταν ήταν με Εράσμους στη Γαλλία, ήρθε με έναν θείο της μέσω Ιταλίας, από Ανκόνα. Όταν ήρθαν στην Αθήνα τους προσέγγισε ένας άγνωστος που μιλούσε όμως ισπανικά, τους καλωσόρισε και τους πρότεινε να μείνουν στο ξενοδοχείο του, το οποίο αποδείχθηκε ένα μισοχτισμένο κτίριο κάπου στο κέντρο της Αθήνας, πολύ κρύο – ήταν Φεβρουάριος και η Φερνάντα κοιμήθηκε με τα παπούτσια. Δεν θυμάται πολλά από κείνο το ταξίδι. «Tο βράδυ ο κύριος μας είπε ότι έχει ένα καλό κρασί από το χωριό, το οποίο μάς βάρεσε στο κεφάλι, περάσαμε τέλεια και ξεχάσαμε οτιδήποτε είχε σχέση μ' εκείνη την επίσκεψη στην Αθήνα» λέει και ξεκαρδίζεται.