O Gabriel Garcia Marquez γεννήθηκε στην Κολομβία στις 6 Μαρτίου του 1928. Ο πατέρας της μητέρας του ήταν συνταξιούχος συνταγματάρχης με ισχυρές πολιτικές απόψεις υπέρ της αριστεράς. Ο πατέρας του είχε παρατήσει την ιατρική σχολή και κρατούσε μια πολύ συντηρητική στάση. Ο Gabriel ήταν το πρώτο από δώδεκα παιδιά. Αργότερα, η ερωτική ιστορία των γονιών του θα αποτελούσε έμπνευση για το μυθιστόρημα «Ο Έρωτας στα Χρόνια της Χολέρας».
Μέχρι τα οχτώ του χρόνια ο Marquez ζούσε με τους γονείς της μητέρας του. Η γιαγιά του, Tranquilina Iguarán Cotes, ήταν μια ακούραστη αφηγήτρια. Οι ιστορίες της ήταν η δεξαμενή γνώσης σχετικά με τις λαϊκές δεισιδαιμονίες, τους οιωνούς, τα μηνύματα από τους νεκρούς προγόνους και τα φαντάσματα. Ο σοβαρός τρόπος με τον οποίο έλεγε τις ιστορίες της επηρέασαν βαθιά τα ώριμα γραπτά του, πολλά χρόνια μετά. Ο παππούς του, Ricardo Marquez Mejia, είχε πολεμήσει σε τουλάχιστον δύο εμφύλιες συγκρούσεις στην Κολομβία και οι δικές του ιστορίες από τις μάχες εμπλούτισαν τη φαντασία του εγγονού του.
Το 1936 οι παππούδες του πέθαναν και ο μικρός Gabriel επέστρεψε στους γονείς του. Όταν έγινε 14 χρονών έλαβε μια υποτροφία από το Liceo Nacional και στο τέλος της σχολικής του θητείας, είχε αποφασίσει να γίνει δημοσιογράφος. Όμως, μετά από πιέσεις της οικογένειας του, ξεκίνησε να σπουδάζει νομική στο Πανεπιστήμιο της Cartagena. Μίσησε τις σπουδές του και κατά τη διάρκεια του ξεκίνησε να γράφει δημοσιογραφικά κείμενα – τελικά δεν τις ολοκλήρωσε ποτέ.
Όταν έγραφε τις στήλες του για την εφημερίδα El Heraldo, στην Barrangulla, ζούσε σε ένα μικρό δωμάτιο που βρισκόταν σε ένα τετραώροφο πορνείο. Παρά τους περιορισμένους του πόρους, η λογοτεχνική του ζωή άρχισε να ανθίζει. Διάβασε όλους τους συγγραφείς που επηρέασαν το μεταγενέστερο έργο του: Βιρτζίνια Γουλφ, Σοφοκλή, Γουίλιαμ Φώκνερ, Φραντς Κάφκα, Τζέιμς Τζόις και Έρνεστ Χέμινγουεϊ.
Το 1954 ήταν στη Μπογκοτά ως ρεπόρτερ και κριτικός κινηματογράφου για την El Espectadoras. Το 1958 παντρεύτηκε την Mercedes Barcha και ένα χρόνο μετά γεννήθηκε ο γιος τους.
Ο Márquez είχε επί πολλά χρόνια τον σκοπό να γράψει ένα μυθιστόρημα βασισμένο στο σπίτι των παππούδων του, όπου μεγάλωσε. Όμως πάλευε να βρει τον σωστό τόνο και το ανέβαλλε, μέχρι που μια μέρα, οδηγώντας με την οικογένεια του προς το Ακαπούλκο, βρήκε την απάντηση. Έκανε αμέσως μεταστροφή και στρώθηκε στο γράψιμο. Πούλησε το αυτοκίνητο ώστε η οικογένεια να έχει χρήματα κατά τη διάρκεια της συγγραφής, αλλά το γράψιμο κράτησε περισσότερο καιρό από όσο περίμενε, και έγραφε καθημερινά επί δεκαοχτώ μήνες. Η γυναίκα του είχε ζητήσει πίστωση από τον χασάπη και τον φούρναρη και είχε αφήσει εννιά μήνες απλήρωτα ενοίκια. Ευτυχώς, όταν το βιβλίο κυκλοφόρησε, έγινε η μεγαλύτερη του εμπορική επιτυχία: ήταν το «Εκατό Χρόνια Μοναξιά».
Αυτό το μυθιστόρημα τον κατέταξε ανάμεσα στους πιο σημαντικούς πεζογράφους στην ισπανική γλώσσα και του χάρισε τον τίτλο "ο πατριάρχης του λατινοαμερικάνικου μαγικού ρεαλισμού". Ο Κάρλος Φουέντες υποστήριξε ότι ο Márquez ήταν ο δεύτερος πιο σημαντικός συγγραφέας μετά τον Θερβάντες, αλλά τα βιβλία του έχουν προ πολλού ξεπεράσει τα σύνορα της Λατινικής Αμερικής. Σήμερα θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους συγγραφείς του 20ου αιώνα. Το 1982 πήρε το Νόμπελ Λογοτεχνίας «για τα μυθιστορήματα και τα διηγήματά του στα οποία το φανταστικό και το ρεαλιστικό παντρεύονται σε έναν πλούσιο, περίπλοκο κόσμο φαντασίας, αντανακλώντας τη ζωή και τις συγκρούσεις μιας ηπείρου», όμως ο ίδιος έβλεπε το έργο του ως μέρος της παράδοσης των συγγραφέων της Λατινικής Αμερικής και πίστευε ότι το βραβείο Νόμπελ ήταν η επιβεβαίωση του μεγαλείου της λατινοαμερικανικής λογοτεχνίας.
σχόλια