Όνειρο και πραγματικότητα. Εκεί όπου η πραγματικότητα χωλαίνει, έρχεται το όνειρο αρωγός και λυτρωτής. Άλλοτε πάλι, όταν το όνειρο είναι κακό, άσχημο, σκληρό, λαχταρούμε διακαώς η πραγματικότητα να μας βγάλει απ' αυτό, να μας φέρει ξανά στο επιθυμητό θάλπος, κι ας έχουμε να αντιμετωπίσουμε έτσι αντιξοότητες και ζόρια. Ο Ηλ, ο ήρωας του θαυμάσιου και θαυμαστού μυθιστορήματος Φαρμακείον Εκστρατείας (εκδ. Μεταίχμιο) που μας δωρίζει γενναιόψυχα ο ποιητής Μάνος Ελευθερίου (Ερμούπολη Σύρου, 12/03/1938), κινείται διαρκώς ανάμεσα στο όνειρο και την πραγματικότητα για να συναντήσει όσους αγάπησε, για να θυμηθεί όσα λησμονούμε μες στη φούρια της καθημερινότητας, για να μιλήσει για εκείνα που ορίζουν και λαμπρύνουν την Τέχνη, για εκείνα που ορίζει και λαμπρύνει η Τέχνη. Αλλά και για να αποκαλύψει πράγματα που κρατούσε φυλαγμένα στο σεντούκι με τα τιμαλφή που είναι η ψυχή κάθε ακραία, και πολύτιμα, ευαίσθητου ανθρώπου. Τα μάτια των άλλων διαπερνούν, μέσα στο όνειρό του, τον παλλόμενο από ευαισθησία Ηλ κι εκείνος αρχίζει να φανερώνει πρόσωπα και πράγματα, σκέψεις και καταστάσεις, μνήμες και ιστορίες. Αυτό το κράμα ηδονής και οδύνης, που είναι όλων μας η ζωή, αρχίζει να ξετυλίγεται και να οδοιπορεί στη μεθόριο ονείρου και πραγματικότητας. «Η οικογένειά του κοιτάζει τον Ηλ εξεταστικά», γράφει ο Ελευθερίου, «και τα μάτια τους, χωρίς να το θέλουν, ανοίγουν τρύπες στο σώμα του. Κάθε τρύπα κι ένα μυστικό, λένε. Τι μυστικά; Η δική του ζωή είναι διάφανη και λάμπει. Δεν έχει να κρύψει τίποτα κι από κανέναν. Τα μόνα μυστικά που κρύβει είναι οι ήρωες των βιβλίων του».
2.
Πάθη και πόθοι. Ένας φύλακας-κηπουρός θ' αρχίσει να μιλάει στο όνειρο που Ηλ, που τον ονειρεύεται ο Μάνος Ελευθερίου, και θα του μιλήσει για αλλόκοτες κηδείες που είναι γιορτές του απονενοημένου έρωτος, θα του μιλήσει για φέρετρα που είναι θήκες αντικειμένων, τα οποία συμβολίζουν μια μοιραία έλξη δίχως ανταπόκριση. Πρόκειται για φαινομενικά ασήμαντα πραγματάκια, για ένα κουτάκι σπίρτα, για ένα άδειο πακέτο τσιγάρων, για μια απόδειξη αγοράς μιας λεμονάδας ή ενός κονιάκ, παρατημένη στο σταχτοδοχείο ενός καφενείου. Ας θυμηθούμε εδώ την περιλάλητη «Στήλη» του Γερμανού ζωγράφου και ντανταϊστή Kurt Schwitters, μια πολυεπίπεδη ξύλινη κατασκευή που αναπτυσσόταν με τα χρόνια και μέσα της ο δημιουργός της έκρυβε μικροαντικείμενα φίλων του, ένα καθρεφτάκι, μια γόπα, το απομεινάρι από ένα μολύβι. Ο κηπουρός-φύλακας θυμίζει στον Ηλ ότι ο θάνατος ελλοχεύει παντού και πάντα, αλλά και ότι η ζωή είναι ένα γλέντι. Θυμίζει τον ήχο του θανάτου, έναν ήχο που είναι αδυσώπητος και φριχτός μέσα στη βουβαμάρα των ζωντανών. «Ο χειρότερος ήχος που ακούγεται στον κόσμο δεν είναι μήτε από κανόνι μήτε του σεισμού. Είναι ο ήχος απ' τα ελάχιστα χώματα και τα χαλίκια που ρίχνουν οι συγγενείς κι οι φίλοι πάνω στο φέρετρο του αγαπημένου προσώπου καθώς το κατεβάζουν στον τάφο». Ο κηπουρός-φύλακας, αμέσως μετά, μιλάει για τους χρυσούς κήπους της θάλασσας, για τους ήχους και τη μουσική της σιωπής των υδάτων, θυμίζοντας τον Νίκο Καρούζο όταν έγραφε: «Αφηγήθηκα βάσανα σαν κήπους να αφηγήθηκα». Ο κηπουρός-φύλακας μιλάει στον Ηλ για τα ανθρώπινα πάθη, για τις φιλοδοξίες και τους φθόνους, για τις ματαιοδοξίες και τα μίση, για τραγικούς τραβεστί και τραγωδούς τρανσέξουαλ, για κακόμοιρα κορίτσια που πια κανείς δεν τα θυμάται και κανείς ποτέ δεν εκθείασε, για κοπέλες που εργάστηκαν σε κομμωτήρια και εμπορικά καταστήματα μια ζωή για να χαθούν στης λήθης τη λίμνη.
3.
Ένα σκοτάδι που δεν λέγεται. Ο Ηλ θα στοχαστεί, στο γέρμα της ζωής, για το νόημα του εφήμερου, για τη δόξα που είναι κάθε δευτερόλεπτο, για την περιπέτεια της συγγραφής, για το μεγαλείο της δημιουργικότητας, έστω κι αν όλα ναυαγούν στο Μέγα Τίποτα. Θα απαθανατίσει τις «κόκκινες σκιές των λησμονημένων», γιατί καθήκον του δημιουργού είναι να παλεύει με τη λησμοσύνη, να δίνει φωνή στους αφανείς, να σαμποτάρει τη δουλειά και την επέλαση της φθοράς. Επιμένει, έστω με ένα τόσο ταπεινό κεράκι, όπως είναι ένα ποίημα, ένα τραγούδι, ένα θεατρικό έργο, ένα μυθιστόρημα, να ρίχνει φως στο σκότος. «Υπάρχει στους ανθρώπους ένα σκοτάδι που δεν λέγεται» γράφει στη σελίδα 89 ο Ελευθερίου. Και επανέρχεται στη σελίδα 170: «Πράγματι, υπάρχει μέσα μας ένα σκοτάδι που δεν λέγεται». Και η γραφή, από τα φαντάσματα των ονείρων, περνάει, ανεπαισθήτως, στους πραγματικά πραγματικούς ανθρώπους, στη συγκλονιστική τραγουδίστρια Μαρία Δημητριάδη, στην ποιήτρια Αγγελική Ελευθερίου, στον ποιητή Κωστή Παλαμά, στον «άνθρωπο με το γαρίφαλο», τον Νίκο Μπελογιάννη, στον επαναστάτη Λέοντα Τρότσκι, στον αγωνιστή Μπόμπι Σαντς και σ' εκείνον τον φοιτητή που στάθηκε όρθιος και σταμάτησε τα άρματα μάχης στην πλατεία Τιεν Αν Μεν. Και ο Ηλ γίνεται, στη σελίδα 202, Εμμανουήλ και ακούμε τότε καθαρά τη μελωδική φωνή του Μάνου. Ναι, του Μάνου Ελευθερίου.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO
σχόλια