1.
Επινοητικότητα. Σαν ένας Μπόρχες που έχει εγκατασταθεί σε ελληνικούς τόπους και τρόπους ή ένας Άρθουρ Κόναν Ντόιλ που αιφνιδίως άφησε την εγγλέζικη τσάκιση στη λογική του και υιοθέτησε μια πιο νουάρ οπτική, όχι στερημένη από χιούμορ, και όχι απομακρυσμένη από κάποιες ερωτοτροπίες με το τραγικό. Κυρίως, σαν ένας ποιητής της λεπταισθησίας – πολλάκις έχω μιλήσει για τους τρεις σωματοφύλακες και παίκτες/ρέκτες της λεπταισθησίας: τον Αχιλλέα Κυριακίδη, τον Κώστα Μαυρουδή και τον σημερινό μου καλεσμένο, τον Γιάννη Ευσταθιάδη (Αθήνα, 1946). Τα έργα τους, και των τριών, είναι πάντοτε καλώς συγκερασμένα, πλασμένα με σκακιστική ακρίβεια, με τρυφερή και πάντα έλλογη μεθοδικότητα. Στο Μαύρο Εκλεκτό (εκδ. Μελάνι), ο Ευσταθιάδης εμμένει στα γνωστά του μοτίβα, στις αναπάντεχες, αλλά πάντα ευπρόσδεκτες, ανατροπές των καταστάσεων, στις ξαφνικά εύφλεκτες στιγμές, σε μιαν αποστασιοποίηση από την οποία, πάντως, δεν λείπει η ζεστασιά, σε ένα λεκτικό θάμβος που ξέρει να συνδυάζεται με ένα ψυχικό θάλπος. Δεκατέσσερα διηγήματα στεγάζονται στο κομψό τομίδιο, δεκατέσσερα χτυπήματα ευφυΐας που κερδίζουν τους πάντες και τα πάντα, όπως το λεγόμενο «μαξιλαράκι του δεκατέσσερα» στο γνωστό χαρτοπαίγνιο. Διαβάζοντας το Μαύρο Εκλεκτό, μπαίνω στην αίθουσα με τα αλλεπάλληλα κάτοπτρα της επινοητικότητας που πολλαπλασιάζουν τις λέξεις, τις σελίδες, τις ιδέες.
2.
Συνειρμοί. Διαβάζουμε το «Μαύρο Κουτί» (σσ. 18-22) και μας καταπλήσσει όχι μόνον η ιδέα –το μαύρο κουτί του αεροσκάφους που φλέγεται και πέφτει στην Ινδονησία στις 26 Σεπτεμβρίου του 1997 δίνει τη θέση του στο μυαλό του πιλότου που ζει τις τελευταίες στιγμές της ζωής του– αλλά και η αψεγάδιαστη υλοποίηση της ιδέας: με έναν κοφτό, παραληρηματικό τρόπο, τίγκα στα cut-ups, όπως στην περίπτωση του έργου Οι τελευταίες λέξεις του Ντατς Σουλτς του Ουίλιαμ Μπάροουζ, ο Ευσταθιάδης μας μεταφέρει δυναμικά στον φλεγόμενο νου του κυβερνήτη που κατακλύζεται από απανωτές μνήμες: «Πάρτι. Cinzano soda. Ήχος του hammond. Ημίφως. Σ' αγαπώ. Κι εγώ σ' αγαπώ. Love, love me do. Oxford Aviation. Η καλύτερη σχολή του κόσμου. [...] Χαράματα και δειλινά. Χρόνια του ρόδου και χρόνια της φωτιάς. Όλα οικεία και όλα ξένα [...] Ήλιος. Ριπές φθινοπώρου. Καταιγίδα καλοκαιρινή. Χιόνι. Μέσα στα σύννεφα μια ομοιοκαταληξία για τη λύπη. Ίχνη αγάπης σαπισμένης [...] Μόνο στο απέραντο μπλε, σε μακρινούς αστέρες το βλέμμα σου αναπαύεται. Εκεί όπου δεν υπάρχει θλίψη ή στεναγμός, εκεί όπου θάλλει η χρυσαύγεια του μη χρόνου». Δυο λόγια για το τραγικό δυστύχημα που ενέπνευσε το διήγημα: στις 26 Σεπτεμβρίου 1997, η πτήση 152 της Garuda Indonesia Airlines ταξίδευε από την Τζακάρτα προς την πόλη Μεντάν. Κάνοντας την τελική προσέγγιση, ο πιλότος ζήτησε βοήθεια από το αεροδρόμιο του Μεντάν εξαιτίας της κακής ορατότητας που είχε λόγω των δασικών πυρκαγιών στην περιοχή. Οι πυρκαγιές είχαν προκαλέσει καθυστερήσεις και τρία αεροπλάνα ήδη περίμεναν για να προσγειωθούν, με τα δύο από αυτά να έχουν τον ίδιο αριθμό πτήσης! Αυτή η σύγχυση με τους αριθμούς αλλά και μια λάθος οδηγία του ελεγκτή εδάφους να στρίψει το αεροπλάνο δεξιά αντί για αριστερά ήταν αρκετά για να καταδικάσουν την πτήση 152. Το Airbus A300 συνετρίβη σε ορεινό έδαφος, σκοτώνοντας και τους 234 επιβάτες. Διαβάζοντας το Μαύρο Εκλεκτό, μπαίνω στο night-club των συνειρμών και ανακαλώ δύο κινηματογραφημένους θανάτους: αυτό στο Επάγγελμα Ρεπόρτερ του Μικελάντζελο Αντονιόνι και εκείνον στο Post Mortem του Πάμπλο Λαραΐν.
3.
Αντιστροφές. Θυμάμαι ένα παλαιότερο διήγημα του Ευσταθιάδη, όπου μια γυναίκα μονόχνοτη, καταβεβλημένη, με κότσο και παρουσιαστικό θεούσας, με ουλές από βασανιστήρια που υπέστη λόγω της συμμετοχής της στον αντιδικτατορικό αγώνα, τρώει την ίδια πάντα ώρα, καθημερινά, σε ένα μικρό, μουντό φαγάδικο, πάντα μόνη, πάντα αμίλητη, πάντα θαμπή. Αποδεικνύεται, με μιαν απρόσμενη αντιστροφή, ότι η γυναίκα αυτή βγάζει το ψωμί της αφήνοντας, πειστικότατα, αγκομαχητά/βογγητά/ουρλιαχτά ηδονής προορισμένα για την ηχητική μπάντα πορνοταινιών! Και στο «Εκλεκτό Μαύρο» απολαμβάνουμε τέτοιες αντιστροφές. Στο διήγημα «Rewind» (σσ. 32-41), ένα βίντεο που, φυσιολογικά, θα προκαλούσε ανεξέλεγκτες σκηνές απολύτως δικαιολογημένης ζήλιας και το αναπόφευκτο διαζύγιο, απεναντίας οδηγεί βαθμιαία σε μιαν ερωτική έξαρση. Στο «Επ' αμοιβή» (σσ. 42-46), ένα θρίλερ μπονζάι, το τέλος είναι τόσο ακαριαίο, που, αν πω λέξη γι' αυτό, θα πρόκειται για spoiler. Ο «Σιωπηλός Μάρτυυς» (σσ. 47-57) είναι μια αθηναϊκή εκδοχή της πασίγνωστης υπέροχης ταινίας του Άλφρεντ Χίτσκοκ. Στην «Τρίλια του Διαβόλου» (σσ. 65-74) ο Ευσταθιάδης παίζει πανέξυπνα με το νουάρ του Γιάννη Μαρή, κλείνοντας το μάτι σε όσους έχουν δει εκείνη την απίθανη ταινία με τον Βίνσεντ Πράις, τον μετρ του μακάβριου, στην οποία ένας αδιανόητα κακός ηθοποιός ξεπαστρεύει, και θάβει, τους κριτικούς που τον έχουν θάψει. Διαβάζοντας το Μαύρο Εκλεκτό, μπαίνω σε μια λονδρέζικη παμπ και συναντώ τον Τόμας ντε Κουίνσι, τον οποίο πείθω με αλλεπάλληλες μαλαγανιές να μου υπογράψει ένα αντίτυπο του περιλάλητου πονήματος Η απλή τέχνη του φόνου.
σχόλια