ΓΙΑΤΙ ΠΗΡΕ ΤΟ International Booker το μυθιστόρημα του Βούλγαρου συγγραφέα Γκεόργκι Γκοσποντίνοφ, Χρονοκαταφύγιο; Η ερώτηση μοιάζει πολύ αφελής, αν και νομίζω ότι είναι χρήσιμη. Το πήρε γιατί το Χρονοκαταφύγιο είναι ένα μυθιστόρημα με οικουμενικό θέμα. Είναι το θέμα της μνήμης και της νοσταλγίας για τον χρόνο που έχει περάσει.
Το πήρε, γιατί ο Γκοσποντίνοφ έχει δημιουργήσει μια συναρπαστική, πρωτότυπη πλοκή με έναν ήρωα που θα μπορούσε να ανήκει στον κόσμο του Μαρσέλ Προυστ αλλά και στον κόσμο της πιο προωθημένης fantasy λογοτεχνίας. Το πήρε, γιατί το Χρονοκαταφύγιο κινείται ανάμεσα στο ιδιωτικό και στο δημόσιο, ανάμεσα στον κόσμο των ατόμων και στον κόσμο των εθνών, φτιάχνοντας μια πολιτική αλληγορία για τους εθνικισμούς αλλά και για το μέλλον της Ευρώπης. Το πήρε, γιατί το οικουμενικό συμβιώνει αξεδιάλυτα με το τοπικό, με τη Βουλγαρία του Γκοσποντίνοφ, την ιστορία της, τις παραδόσεις της, τα τραγούδια της, τους ποιητές της, το κομμουνιστικό παρελθόν της, τα εθνικιστικά της φαντάσματα αλλά και το… ιμάμ μπαϊλντί της.
Ο Γκοσποντίνοφ έχει δημιουργήσει μια συναρπαστική, πρωτότυπη πλοκή με έναν ήρωα που θα μπορούσε να ανήκει στον κόσμο του Μαρσέλ Προυστ αλλά και στον κόσμο της πιο προωθημένης fantasy λογοτεχνίας.
Το πήρε, γιατί σε αυτή την αναζήτηση του χρόνου έχουν θέση ο Μάρκες, ο Όντεν, οι Μπιτλς, οι Ντορς, ο Χέρμαν Μέλβιλ, ο Κανέτι, ο Τζόις, ο Ντίρενματ, ο Μαξ Φρις, ο Τόμας Μαν και τόσοι άλλοι. Το πήρε, γιατί μας οδηγεί βαθιά στη συγγραφική συνθήκη: για να δημιουργήσεις τον χρόνο πρέπει να ξέρεις τις ιστορίες των ανθρώπων που έζησαν σ’ αυτόν. Κι αν δεν μπορέσεις να τις συλλέξεις, πρέπει να τις γράψεις. Το πήρε για την τεράστια πραγματολογική έρευνα στην Ευρώπη και στην Αμερική, σε βάθος πολλών δεκαετιών. Το πήρε για τη λογοτεχνική αναζήτηση της υπαρξιακής κρίσης. Σε όλα τα έπη υπάρχει ένα τέρας με το οποίο έρχεται αντιμέτωπος ο ήρωας, μας λέει ο Γκοσποντίνοφ.
Στα σημερινά μυθιστορήματα τα τέρατα, όπως ο Κύκλωπας στην Οδύσσεια, έχουν εξαφανιστεί, και μαζί τους έχουν εξαφανιστεί οι ήρωες. Το τέρας όμως υπάρχει. Και δεν περιμένει τον έναν και μοναδικό ήρωα. Περιμένει όλους εμάς. Και το τέρας αυτό ονομάζεται γήρας. Αυτή είναι η πραγματική μάχη που δίνουμε όλοι μας, προορισμένη όμως να αποτύχει. Είναι μια επική μάχη, χωρίς έπος. Το πήρε, γιατί είναι παράδειγμα μιας λογοτεχνίας του αλλόκοτου, πώς μπορείς να κάνεις σήμερα μια στέρεη weird μυθοπλασία.
Την ιστορία αφηγείται ένας συγγραφέας που μόλις έχει αρχίσει να γράφει ένα μυθιστόρημα με θέμα «το διακριτικό θαύμα του παρελθόντος», για το τι θα συνέβαινε αν επιστρέφαμε στο παρελθόν για ποικίλους θεραπευτικούς λόγους. Ο συγγραφέας αυτός μοιάζει πάνω κάτω με τον Γκοσποντίνοφ, είναι το alter ego του. Έχει πάνω κάτω την ίδια ηλικία, γεννημένος το 1968, φυσικά είναι Βούλγαρος και το όνομά του στα βουλγαρικά σημαίνει «του κυρίου» ‒ γκοσποντίν είναι ο κύριος. Σε αυτό το πρώιμο στάδιο της συγγραφής, ο αφηγητής συναντάει έναν αλλόκοτο τύπο, έναν ψυχίατρο που έχει την ικανότητα να ταξιδεύει στον χρόνο. Τον λένε Γκαουστίν.
Σε ένα κτίριο κάπου έξω από τη Ζυρίχη ο Γκαουστίν έχει δημιουργήσει ένα «χρονοκαταφύγιο», μια κλινική για το παρελθόν, προορισμένη για ανθρώπους που πάσχουν από Αλτσχάιμερ, βοηθώντας τους να ανακτήσουν τις αναμνήσεις τους. Κάθε είδους ανακτημένη ανάμνηση είναι σημαντική. Αυτή η θεραπεία επιτυγχάνεται με την αναπαράσταση των εποχών. Το ισόγειο του κτιρίου είναι ο χρόνος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Το υπόγειο, από κάτω, θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί σαν καταφύγιο, σε περίπτωση βομβαρδισμών, κάνοντας την ανασυγκρότηση της δεκαετίας του 1940 απολύτως αυθεντική.
Ανεβαίνοντας στους ορόφους υπάρχουν οι επόμενες δεκαετίες. Για παράδειγμα, η δεκαετία του 1950, για τη Δύση, είναι ο κόσμος του Έλβις Πρίσλεϊ, του Φρανκ Σινάτρα, του Χίτσκοκ, του Κάρι Γκραντ, του Φελίνι, του Μαστρογιάνι, της Μπριζίτ Μπαρντό, του Κριστιάν Ντιόρ. Υπάρχει όμως και ο κόσμος του 1950 για την Ανατολική Ευρώπη και τη Σοβιετική Ένωση. Ένας διάδρομος ανάμεσα στη Δύση και στην Ανατολή ήταν χωρισμένος στη μέση με μια ξύλινη πόρτα, κάτι σαν «σιδηρούν παραπέτασμα» που μπορούσε να το περάσει μόνο το προσωπικό της κλινικής.
Ο καθένας δικαιούται να βρει τις αναμνήσεις του. Ο Γκαουστίν διάλεξε τη Ζυρίχη για να κάνει την κλινική του παρελθόντος επειδή είναι η πόλη για τα γεράματα. Άλλωστε η Ελβετία είναι η χώρα όπου ο Αϊνστάιν συνέλαβε τη θεωρία της σχετικότητας και ο Τόμας Μαν το Μαγικό Βουνό. Και τα δύο συνδέονται άμεσα με τον χρόνο.
Στην ευρωπαϊκή γεωγραφία της ηλικίας, το Παρίσι, το Βερολίνο, το Άμστερνταμ είναι για τα νιάτα. Για την ύστερη νεότητα είναι η Ρώμη, η Βαρκελώνη, η Μαδρίτη αλλά και η Νέα Υόρκη που μπορούμε να τη δούμε ως ευρωπαϊκή πόλη η οποία «λόγω συνθηκών μετατοπίστηκε πίσω από τον ωκεανό». Για την ωριμότητα είναι η Βιέννη και οι Βρυξέλλες. Και για τα γεράματα, αναμφισβήτητα η Ζυρίχη.
Η κλινική του Γκαουστίν αποκτούσε οπαδούς. Αποφάσισε να ανοίξει κλινικές και για τους συγγενείς των αρρώστων. Αλλά και στη συνέχεια για ανθρώπους που δεν ένιωθαν καλά με τον παρόντα χρόνο τους. Παρήγαγε ασταμάτητα παρελθόν. Και μαζί με αυτό, κρίσιμες ερωτήσεις: Πού πάει το προσωπικό μας παρελθόν; Πού πάνε οι αρχινισμένες και ανολοκλήρωτες ιστορίες, οι σχέσεις που διακόπηκαν και αιμορραγούν ακόμη; Μένουν πάντα στο παρελθόν ή ανακυκλώνονται για κάποιο μέλλον;
Το παρελθόν μεταδιδόταν τελικά από άνθρωπο σε άνθρωπο, έγινε επιδημία, κάτι σαν την ασιατική γρίπη. Η επιδημία απλώθηκε γρήγορα από τους ανθρώπους στα έθνη, που ήθελαν κι αυτά να βρουν το δικό τους παρελθόν, τους διαφορετικούς χρόνους, τους δικούς τους εθνικισμούς και τους δικούς τους χρόνους ευτυχίας. Τότε, στην Ευρωπαϊκή Ένωση οργανώνεται ένα τεράστιο δημοψήφισμα. Οι λαοί αποφασίζουν για το παρελθόν που τους ταιριάζει. Το εγχείρημα δεν είναι και τόσο εύκολο, γιατί η υπερπαραγωγή της μνήμης πάει πάντα μαζί με τις συλλογικές αμνησίες.
Τι παρελθόν ψηφίζουν οι Βούλγαροι; Μήπως το κομμουνιστικό; Μήπως έναν συνδυασμό κομμουνισμού και εθνικισμού; Τι παρελθόν ψηφίζουν οι Γάλλοι; Οι Ιταλοί; Οι Γερμανοί; Τι ψηφίζουν οι Ιταλοί, οι Ισπανοί, οι Πορτογάλοι, οι Σουηδοί, οι Δανοί, οι Ανατολικοευρωπαίοι; Τι παρελθόν ψηφίζει η Ελβετία, που μολονότι δεν ανήκει στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ζήτησε να πάρει μέρος στο δημοψήφισμα. Η Ελβετία ψήφισε τελικά το παρελθόν της ουδετερότητας. Μα αυτό δεν είναι χρόνος, αντέταξαν οι άλλοι Ευρωπαίοι. Κι όμως, είναι ο χρόνος του κανενός.
Τελικά, υπάρχει πολύ χιούμορ, μαζί με ειρωνεία, σε αυτό το πολύ πρωτότυπο μυθιστόρημα του Γκοσποντίνοφ που μας κάνει να συνειδητοποιήσουμε ότι δεν είναι μόνο το μέλλον αβέβαιο, είναι και το παρελθόν.
*Το Booker International είναι και χρηματικό βραβείο. Πενήντα χιλιάδες στερλίνες που τις μοιράζονται εξίσου ο συγγραφέας και ο μεταφραστής, στη συγκεκριμένη περίπτωση η μεταφράστρια Άντζελα Ροντέλ. Η ελληνική μετάφραση της Αλεξάνδρας Ιωαννίδου αξίζει όχι μόνο τις 25.000 λίρες, αλλά πολύ περισσότερα.
Η Βουλγαρία είναι μια χώρα που δεν έχει παράδοση στο μυθιστόρημα, σε αντίθεση με την ποίηση και το διήγημα. Η Ροντέλ πιστεύει ότι το Booker που δόθηκε στον Γκοσποντίνοφ θα ανοίξει τον δρόμο στη σύγχρονη βουλγαρική πεζογραφία. Μένει να το δούμε. Άλλωστε αυτή είναι η συμβολή των διεθνών βραβείων στις λογοτεχνίες μικρών γλωσσών που δεν έχουν την ορατότητα των γλωσσικών αυτοκρατοριών.
Αναρωτιέμαι ποιο σύγχρονο ελληνικό μυθιστόρημα θα μπορούσε να ήταν σοβαρά υποψήφιο για το διεθνές Booker. Ειλικρινά, δυσκολεύομαι να βρω.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.