Διαλέγεις ένα βιβλίο μόνο και μόνο από την εθνικότητα της συγγραφέως του; Φυσικά και το διαλέγεις, όταν διψάς να γνωρίσεις μια χώρα, τη Βόρεια Μακεδονία, που –τα γνωστά– κάποτε τη θεωρούσαμε (όχι εγώ) από ενοχλητική έως επικίνδυνη. Και παθαίνεις την πλάκα σου, οδηγεί και η καλή λογοτεχνία σε εξάρσεις και παιδικούς ενθουσιασμούς.
Και μετά, πλακώνεις το Google και αρχίζεις να ανακαλύπτεις πράγματα για τη συγγραφέα, ότι είναι νέα και όμορφη, ότι είναι πολύ αναγνωρισμένη στην υπόλοιπη Ευρώπη, στην κορυφή της πρωτοπορίας, και ότι –εδώ είναι που τα χάνεις εντελώς– έχει και ελληνικές ρίζες.
Διαθέτει, δηλαδή, όλα τα στοιχεία ενός συναρπαστικού θέματος η Ρούμενα Μπουζάροφσκα που μας σύστησε η καταπληκτική σειρά Aldina των εκδόσεων Gutenberg. Δίκαια η συλλογή διηγημάτων της «Ο άντρας μου» (σε μετάφραση της Αλεξάνδρας Ιωαννίδου) εμφανίστηκε γρήγορα σε λίστες ευπώλητων ψαγμένων βιβλιοπωλείων και αγαπήθηκε πολύ. Και είναι τόσο ωραία η είδηση ότι θα εκδοθεί ένα ακόμα βιβλίο της, η επίσης συλλογή διηγημάτων «Δεν πάω πουθενά».
Οι χαρακτήρες στο βιβλίο μου, όλοι γεμάτοι ψεγάδια, συνέχεια εκτοξεύουν κάθε είδους εθνικιστικές προκαταλήψεις, ειδικά για τους γείτονές τους. Και μετά από τόσα χρόνια διένεξης με την Ελλάδα, μπορείτε να φανταστείτε ή, μάλλον, γνωρίζετε κι εσείς καλά τι έλεγαν Έλληνες και Μακεδόνες ο ένας για τον άλλο. Ευτυχώς, αυτή η κατάσταση αλλάζει συνεχώς προς το καλύτερο.
Τα διηγήματα της Μπουζάροφσκα είναι σχεδόν σατανικά. Με έναν απίστευτα μοντέρνο ρυθμό και ύφος κάνει με τα κρεμμυδάκια την πατριαρχία της Βόρειας Μακεδονίας χωρίς ούτε στιγμή να χαϊδεύει πολιτικές ορθότητες και το ίδιο μας το φύλο. Ακριβώς το αντίθετο. Εκθέτει αμείλικτα όλες μας τις ανεπάρκειες και τις υποκρισίες, την υποδούλωση στους αγαπημένους μας συζύγους, τον μισογυνισμό που καταπίνουμε συχνά αμάσητο.
Τα λέμε στη συνέχεια, απαντάει σε όλα. Αλλά προτού καταγράψω την κουβέντα μας οφείλω να πω ότι σπάνια έχω αγαπήσει τόσο ένα βιβλίο του οποίου οι ηρωίδες με αρρώσταιναν. Ίσως να το είχα και ανάγκη σε εποχές φεμινισμού χωρίς αποχρώσεις και χιούμορ.
— Θα χαρακτηρίζατε το βιβλίο σας φεμινιστικό; Τι ρόλο παίζει ο προσωπικός σας φεμινισμός στη δημιουργική σας διαδικασία;
Ναι, είναι φεμινιστικό, έτσι πιστεύω. Κάνει κριτική στην πατριαρχία και στους ρόλους των γυναικών στην κοινωνία, άρα υποθέτω ότι μπορείς να το πεις «φεμινιστικό». Όσο για τη δημιουργική μέθοδο, νομίζω ότι από πάντα είχα το ενδιαφέρον και την τάση να παίρνω υπόψη μου την ανισότητα των φύλων και το πώς εκδηλώνεται κάθε μέρα στη ζωή μας. Πιστεύω ότι είναι η πιο παλιά, η πιο θεμελιώδης και κανονικοποιημένη μορφή ανισότητας, σε σημείο που παύουμε να της δίνουμε προσοχή.
— Πώς ξεκίνησε και εξελίχθηκε η συλλογή διηγημάτων «Ο άντρας μου»; Υπήρξε ένας στόχος καθαρός και επιτακτικός;
Προτού ξεκινήσω να γράφω ένα βιβλίο, ξεκαθαρίζω πάντα τις ιστορίες που θα αφηγηθώ, τους στόχους μου και τη δομή τους. Αυτό έκανα και για τον «Άντρα μου». Σιχαίνομαι να σπαταλάω τον χρόνο μου, γι’ αυτό ένα μεγάλο μέρος της διαδικασίας πριν από την καθαρή γραφή αφορά προσχέδια και κατασκευή.
Το βιβλίο αυτό ξεκίνησε όταν σε μια έκρηξη ενέργειας έγραψα το διήγημα «Ο άντρας μου, ο ποιητής». Eίχα συνειδητοποιήσει ότι, ούσα προγραμματισμένη να είμαι ευχάριστη και σιωπηλή, είχα ανεχτεί πολλούς κομπασμούς και μαθήματα από υπερσίγουρους και ατάλαντους άντρες, ακριβώς σαν τον ποιητή της ιστορίας μου. Πολύ γρήγορα κατάλαβα ότι θα μπορούσα να βάλω και τις υπόλοιπες ιστορίες στο ίδιο πλαίσιο, με μια γυναίκα-αφηγήτρια να μιλάει σε πρώτο πρόσωπο φαινομενικά για τον άνδρα της, στην πραγματικότητα, όμως, για τον εαυτό της.
Η αφηγήτρια είναι πάντα ασταθής, έτσι είναι δουλειά του αναγνώστη να καταλάβει τι συμβαίνει πίσω από τις λέξεις της. Την αγαπώ αυτού του είδους την εμπλοκή ως αναγνώστρια, αφήνει χώρο και για πολλή ειρωνεία.
— Οι ηρωίδες σας ανήκουν κυρίως σε προνομιούχα στρώματα της Βόρειας Μακεδονίας. Έχουν πανεπιστημιακά διπλώματα και καλές δουλειές, ακόμα κι αν οι ρίζες τους είναι αγροτικές και φτωχές, έχουν ανέβει κοινωνικά. Γιατί διαλέξατε να εστιάσετε σε αυτό το μάλλον μικρό γυναικείο δείγμα;
Θα έλεγα ότι πολλές από τις ηρωίδες μου ανήκουν μάλλον στην κατώτερη μεσαία και στη μεσαία τάξη και μόνο μερικές στην ανώτερη. Το να είσαι δασκάλα στη Βόρεια Μακεδονία, για παράδειγμα, σίγουρα δεν σημαίνει ότι είσαι προνομιούχα. Υπάρχουν και μερικές ηρωίδες μου, όπως αυτή στο διήγημα «Η Λίλι», που ξεκάθαρα προέρχονται από χαμηλά στρώματα και ίσως με τον γάμο τους να βρέθηκαν με κάπως περισσότερα χρήματα.
Παρ' όλα αυτά, νιώθω τώρα σαν να προσπαθώ να δικαιολογήσω γιατί γράφω για μια συγκεκριμένη τάξη. Γιατί να μη γράφω; Μήπως πρέπει να καταδικάζουμε και τους κριτικούς λογοτεχνίας που γράφουν για βιβλία και όχι για εργατικά δικαιώματα; Από τη μεσαία τάξη προέρχομαι κι εγώ. Γράφω κυρίως γι' αυτά που γνωρίζω καλύτερα, για όσα αντιλαμβάνομαι στον περίγυρό μου. Γιατί να είναι λάθος;
Ας πάρουμε, για παράδειγμα, τον Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ, γράφει μόνο για την ανώτερη τάξη, το ίδιο κάνει και ο Τζον Τσίβερ. Ως αναγνώστρια κανένα πρόβλημα δεν έχω, πόσο μάλλον που κρίνουν τη στενομυαλιά αυτής της τάξης, παρά τα προνόμιά της. Στη δική μου περίπτωση, νομίζω ότι μου αρέσει να δείχνω πώς η παιδεία και ο πλούτος δεν εγγυώνται τη γυναικεία χειραφέτηση.
— Όντως, πολλές από τις προνομιούχες ηρωίδες σας δεν είναι απλώς χειραφετημένες επιφανειακά αλλά είναι και αντιπαθέστατα φερέφωνα των ανδροκρατικών απόψεων και προκαταλήψεων. Μερικές φορές δεν μπορούσα καν να τις αντέξω. Σε μια εποχή που η ιδεολογική ατμόσφαιρα σχεδόν επιτάσσει μια τέχνη που να ανακαλύπτει και αναδεικνύει γυναίκες μαχήτριες με στόχο πάντα την ενδυνάμωση του φύλου μας, εσείς παίρνετε το ρίσκο να είστε σκληρή και ψυχρή μαζί τους. Γιατί;
Γιατί μου αρέσουν οι υπερεαλιστικές αφηγήσεις που έχουν και μια δόση γκροτέσκου. Έτσι, δεν θα σκεφτόμουνα ποτέ να γράψω μια ενθουσιώδη λογοτεχνία που εμψυχώνει και ενδυναμώνει τις γυναίκες. Ούτε να τη διαβάσω δεν μπορώ, φλερτάρει με την κλάψα, που την απεχθάνομαι.
Πιστεύω ότι η θέση του ακτιβισμού είναι στην κοινωνία, ότι οι γυναίκες ενδυναμώνονται μέσα από πολιτικές πράξεις. Η λογοτεχνία είναι ένας εντελώς ξεχωριστός χώρος, κριτικάρει την πραγματικότητα ζωγραφίζοντας την εικόνα της με ακρίβεια.
Το μόνο μυθιστόρημα που πραγματικά λατρεύω, κι ας θεωρείται εμψυχωτικά γυναικείο, είναι το «Πορφυρό Χρώμα» της Αλις Γουόκερ, γιατί είναι μια σκληρή αναπαράσταση της πραγματικότητας όχι μόνο γεμάτη ελπίδες.
Πέρα από αυτό, ειλικρινά βρίσκω πολλές από τις εμψυχωτικές αφηγήσεις προβληματικές. Όπως το ψέμα του «αμερικανικού ονείρου», έτσι και η ιδέα ότι οι γυναίκες μπορούν να κάνουν τα πάντα από μόνες τους, φτάνει να το θελήσουν, είναι πολύ επικίνδυνη. Υπάρχουν πολλές συνθήκες που εμποδίζουν τη γυναικεία χειραφέτηση, η τάξη, η φυλή, η σωματική ικανότητα, κι αυτές είναι μόνο μερικές. Και έτσι, αν οι γυναίκες δεν τα καταφέρουν σαν τις εξεγερμένες ηρωίδες των λογοτεχνικών αφηγήσεων που διαβάζουν, ίσως θεωρήσουν τον εαυτό τους υπεύθυνο. Ακριβώς όπως οι ιστορίες για το «αμερικανικό όνειρο» που φορτώνουν την ευθύνη για την ανθρώπινη φτώχεια στην έλλειψη θέλησης ή σκληρής δουλειάς.
— Το βιβλίο σας γνώρισε μεγάλη επιτυχία στην Ευρώπη; Πώς το υποδέχτηκαν στην Βόρεια Μακεδονία; Ποια ήταν η χειρότερη κριτική που δεχτήκατε;
Το βιβλίο μου είχε πολύ καλή υποδοχή, ξεπέρασε ήδη τις δέκα εκδόσεις. Μεταφέρθηκε και στο θέατρο το 2020, στα Σκόπια. Σε γενικές γραμμές, οι άνθρωποι το διαβάζουν και το σχολιάζουν θετικά. Πήρα, βέβαια, και κάποιες επιθετικές κριτικές από ηλικιωμένους άντρες που πιστεύουν ότι γράφω γυναικεία λογοτεχνία, η οποία είναι λιγότερο σημαντική από των ανδρών – αλλά αυτή είναι μια γερασμένη προκατάληψη, ποιος νοιάζεται;
Επίσης, κάποιοι άλλοι σχολίασαν ότι με διαβάζουν γιατί είναι της μόδας σήμερα να διαβάζεις γυναίκες, ότι με έκανε επιτυχημένη το «λόμπι των φεμινιστριών», όπως πριν από δέκα χρόνια το «γκέι λόμπι» επέβαλε γκέι καλλιτέχνες. Αλλά όλα αυτά ήταν μάλλον περιθωριακές κριτικές, έτσι δεν έχω παράπονο, ακριβώς το αντίθετο, είμαι πολύ ευτυχής για τον τρόπο που δέχτηκαν το βιβλίο οι συμπατριώτες μου.
— Τι ακριβώς συμβαίνει με τα γυναικεία δικαιώματα αλλά και το γυναικείο κίνημα στη χώρα σας; Δεν ξέρουμε πολλά πράγματα.
Πριν από περισσότερο από δέκα χρόνια είχαμε, ξέρετε, μια αυταρχική κυβέρνηση που προωθούσε τις «οικογενειακές αξίες» μέσα από ενοχλητικές καμπάνιες για περισσότερα παιδιά, που ήταν και εναντίον των εκτρώσεων – πέρασε έναν νόμο που έκανε τις εκτρώσεις πολύ δύσκολες. Όταν, όμως, αυτό το καθεστώς έπεσε το 2016 καταφέραμε να επαναφέρουμε τον νόμο που δίνει το δικαίωμα στις γυναίκες να ελέγχουν το σώμα τους.
Επίσης, επικυρώσαμε τη Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης και περάσαμε νόμο εναντίον των διακρίσεων, για την ώρα. Όπως βλέπουμε από τις ΗΠΑ, πάντα πρέπει να έχουμε τον νου μας, ένα πισωγύρισμα μπορεί να συμβεί.
Έχουμε, όμως, ένα πολύ ισχυρό γυναικείο κίνημα με πολλές φεμινιστικές οργανώσεις που συνεργάζονται και στηρίζουν η μία την άλλη. Επίσης, συμμετέχουν σε αυτές γυναίκες από διαφορετικές γενιές, έτσι υπάρχει ένα αίσθημα αλληλεγγύης και αδελφότητας. Η δουλειά που κάνουμε όλες μαζί γίνεται όλο και πιο εμφανής.
Πρόσφατα, για παράδειγμα, ένας πασίγνωστος, διεφθαρμένος, προπαγανδιστής της δεξιάς δημοσιογράφος πήγε στο talk show ενός διάσημου YouTuber, που περηφανεύεται ότι υποστηρίζει τις «οικογενειακές αξίες», κάτι που σημαίνει ότι πιστεύει στην υποδούλωση των γυναικών και μισεί τη ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα. Ο ηλικιωμένος δημοσιογράφος καυχήθηκε, λοιπόν, ότι η πρώτη του σεξουαλική εμπειρία ήταν με μια γυναίκα που δάρθηκε και στη συνέχεια βιάστηκε ομαδικά, και ο YouTuber γέλασε ενθουσιασμένος.
Οι συνέπειες του #MeToo και οι άλλες, αμέτρητες καμπάνιες και διαδηλώσεις που είχαμε οργανώσει γέννησαν τότε μια πρωτοφανή γυναικεία οργή.Και, για φανταστείτε το, σήμερα και οι δυο αντιμετωπίζουν κατηγορίες, ενώ τους απαγoρεύτηκε να εμφανίζονται στα μίντια. Ο YouTuber έχασε και όλους του τους σπόνσορες.
Αλλά αυτή είναι μια μικρή μόνο μάχη. Μια σημαντικότερη, που στέφθηκε μάλιστα και από μεγάλη νίκη, είναι ένας νόμος που πέρασε πρόσφατα εναντίον του εκφοβισμού και της παρακολούθησης των γυναικών. Το πρόβλημα, βέβαια, είναι ότι η αστυνομία αντιμετωπίζει ακόμα την κακοποίηση μέσα στην οικογένεια ως «οικογενειακή υπόθεση» και δεν κάνει απολύτως τίποτα σε περιπτώσεις που ξέρουμε πόσο συχνά καταλήγουν σε γυναικοκτονίες. Πρόσφατα, ένας ταξιτζής επιτέθηκε σεξουαλικά σε νεαρή γυναίκα που επέβαινε στο ταξί του και η αστυνομία τη στοχοποίησε ρωτώντας της γιατί φορούσε φούστα και τι δουλειά είχε σε ένα ταξί στις 4 τη νύχτα. Ο οδηγός δεν συνελήφθη και το 'σκασε από τη χώρα.
— Πώς βρήκατε τον δρόμο σας προς τη λογοτεχνία; Θέλατε από πάντα να γράψετε; Σας επηρέασαν οι σπουδές σας;
Διάβαζα από πολύ μικρή ηλικία και κρατούσα ημερολόγιο από τα 9 μέχρι τα 18 μου. Ταξίδευα πολύ με τους γονείς μου και έτσι έγραφα στους φίλους μου πολλά γράμματα – ήταν, πιστεύω, μια καλή εξάσκηση. Αλλά ποτέ δεν μου είχε περάσει από το μυαλό ότι η συγγραφή θα μπορούσε να είναι κάτι σαν επαγγελματική επιλογή, ειδικά για μια γυναίκα, ήταν για μένα περισσότερο μια προσωπική ασχολία. Μόνο όταν εξέδωσα τις πρώτες μου ιστορίες, την εποχή που σπούδαζα Αγγλική Γλώσσα και Λογοτεχνία, το πράγμα άρχισε να παίρνει μπρος.
Επίσης, θυμάμαι την ίδια εποχή να πέφτω τυχαία πάνω στο «Βίος και πολιτεία του Μαικλ Κ» του Τζ. Μ Κουτσί και να το λατρεύω τόσο που να θέλω να το μεταφράσω. Το έκανα, ήμουν 26 χρονών. Και από τότε έχω μεταφράσει περισσότερους συγγραφείς απ' όσους έχω αγαπήσει. Η μετάφράση είναι μια κοπιαστική, αλλά συναρπαστική διαδικασία και ως συγγραφέας έμαθα πολλά από αυτήν.
— Κάποιοι συγγραφείς που επηρέασαν και διαμόρφωσαν το μοντέρνο, επιθετικό σας ύφος;
Το ύφος μου διαμορφώθηκε κυρίως από τη ρωσική και αμερικανική λογοτεχνία. Λάτρευα τον Γκόγκολ και ενθουσιαζόμουν με την κωμική ιδιοφυΐα και την κριτική του στην κοινωνία. Αργότερα ανακάλυψα τη Φλάνερι Ο’Κόνορ, που είναι επίσης σκληρή και αστεία. Νομίζω ότι σαν αυτή ήθελα περισσότερο να γράψω. Το ίδιο με καθόρισε ο Ρέιμοντ Κάρβερ αλλά και η Άλις Μονρό, κι ας έχει μια πραότητα στην έκφρασή της. Τα τελευταία χρόνια θαυμάζω πολύ τον Τζορτζ Σόντερς.
— Γιατί διηγήματα;
Η απλή απάντηση είναι ότι μου άρεσε να διαβάζω διηγήματα και το αποτέλεσμα ήταν να θέλω κι εγώ να γράφω τέτοια. Μου άρεσαν όμως γιατί είναι γεμάτα συγκίνηση, συνοπτικά και δεν σπαταλάνε τον χρόνο τους. Ένα μυθιστόρημα μπορεί να με κάνει να βαρεθώ, ένα διήγημα ποτέ. Μια σπουδαία συλλογή διηγημάτων είναι μια συναρπαστική, πλούσια περιπέτεια συγκινήσεων και εμπειριών.
— Η σχέση σας με την Ελλάδα ήταν για μένα μια έκπληξη. Θα μας πείτε λίγα πράγματα για τις ελληνικές σας ρίζες;
O παππούς μου, ο Στέφανος, και η γιαγιά μου, η Χρυσούλα, ήταν πρόσφυγες του ελληνικού Εμφυλίου που κατέληξαν στην Τασκένδη, όπου γεννήθηκαν η μητέρα μου και η θεία μου. Τη δεκαετία του ’60 μετακόμισαν, όμως, στα Σκόπια, περιμένοντας να πέσει η χούντα για να μπορέσουν να επιστρέψουν στην πατρίδα τους. Η γιαγιά μου πέθανε από καρκίνο και δεν τα κατάφερε να γυρίσει στην πόλη της, τα Τρίκαλα, ο παππούς μου όμως επέστρεψε. Και όπως ήταν γιατρός άνοιξε ένα ιατρείο στη Θεσσαλονίκη, όπου και πέθανε το 1993.
Αυτός και η δεύτερη γυναίκα του, η γιαγιά μου η Μαρίκα, που ήταν από τα Γιαννιτσά, σλαβο-μακεδονικής καταγωγής, μου έμαθαν λίγα ελληνικά όταν ήμουν παιδί. Έγραψα γι’ αυτούς και τις ρίζες μου ένα κομμάτι στην «Εφημερίδα των Συντακτών», για όποιον ενδιαφέρεται γι' αυτήν τη μεγάλη ιστορία.
— Ένας από τους άντρες στα διηγήματά σας, που γενικά δεν πάει τους Έλληνες, λέει ότι εμείς οι Ελληνίδες έχουμε μεγάλα οπίσθια. Το βρήκα αστείο, αλλά η διαμάχη γύρω από το όνομα της χώρας σας μόνο αστεία δεν ήταν. Δόξα τω Θεώ, μάλλον τελείωσε. Πώς όμως τη ζήσατε εσείς προσωπικά; Πείτε μας καμιά ιστορία.
Α, ναι, οι χαρακτήρες στο βιβλίο μου, όλοι γεμάτοι ψεγάδια, συνέχεια εκτοξεύουν κάθε είδους εθνικιστικές προκαταλήψεις, ειδικά για τους γείτονές τους. Και μετά από τόσα χρόνια διένεξης με την Ελλάδα μπορείτε να φανταστείτε ή, μάλλον, γνωρίζετε κι εσείς καλά τι έλεγαν Έλληνες και Μακεδόνες ο ένας για τον άλλον. Ευτυχώς, αυτή η κατάσταση αλλάζει συνεχώς προς το καλύτερο.
Φυσικά και με επηρέασε προσωπικά αυτή η ένταση. Η ταυτότητά μου συνεχώς αμφισβητούνταν. Κάθε φορά που ερχόμουν στην Ελλάδα έπρεπε να λογοκρίνω τον εαυτό μου και να λέω ψέματα για το από πού είμαι. Για να μην αναγκαστώ να ξανακούσω κήρυγμα από κάποιον που θα προσπαθούσε να μου εξηγήσει ότι δεν υπάρχω ούτε εγώ ούτε η γλώσσα που μιλάω.
Θυμάμαι ότι πήγα κάποτε σε έναν φούρνο στη Θεσσαλονίκη να αγοράσω ψωμί και η πωλήτρια πρόσεξε ότι μιλάω ελληνικά με προφορά και με ρώτησε από πού είμαι. «Από τα Σκόπια», απάντησα. Και τότε με ρώτησε πώς λέγανε τη χώρα μου πριν αποφασίσει να ονομαστεί «Μακεδονία». «Δεν είχαμε άλλο όνομα», της είπα. «Όχι, είχατε», επέμεινε, «δεν θυμάμαι τώρα ποιο, αλλά είχατε». Αυτό ήταν.
Επίσης, μετά το κομμάτι που δημοσίευσα στην «ΕφΣυν» με τίτλο «Ένας γιατρός σε τρεις πολέμους», έλαβα αρκετά, μεγάλα, περίτεχνα μηνύματα από Έλληνες που μου εξηγούσαν γιατί αντιλαμβάνομαι εντελώς εσφαλμένα την ταυτότητα και την ιστορία μου. Φυσικά,δεν άντεξα να τα διαβάσω, ήταν τόσο βαρετά. Αλλά, τι αστείο, όλοι αυτοί οι mansplainers χρησιμοποιούν επίσημη, αφ’ υψηλού γλώσσα και καταλήγουν να ακούγονται σαν τα γελοία tweets του Άντριου Τέιτ.