— Αλήθεια, κ. Σκαμπαρδώνη, είναι η «Εποχιακή διέλευση βατράχων» το πιο διονυσιακό, ξέφρενο και απενοχοποιημένο βιβλίο σας; Το πανηγύρι της ζωής μπροστά στις απειλές του Χάροντα;
Ο βασικός του άξονας μάλλον είναι αυτός. Αλλά υπάρχουν κι άλλες εσωτερικές διαδρομές στα διηγήματα, μοτίβα, ροές και αντανακλάσεις με παράπλευρα αινίγματα και έμμεσους υπαινιγμούς. Νομίζω πως γενικά κάθε διήγημα και κάθε συλλογή περιέχει εξέχοντες άξονες, αλλά εκπέμπει πολλές ή πολλαπλές σημάνσεις. Αυτές εσωτερικεύονται διαφορετικά από κάθε αναγνώστη, ανάλογα με τη διάθεση, τη στιγμή και τις προσλαμβάνουσες που έχει. Γιατί και ο αναγνώστης δεν είναι ανάλλαχτος και μονόγνωμος αλλά εν ροή. Οπότε κι αυτός, σε διαφορετικές στιγμές, είναι πιο δεκτικός σε απρόσμενες αναγνώσεις και συγκινείται ή βλέπει διαφορετικά πράγματα σε κάθε αφήγηση.
— «Ο διάβολος είναι κρυμμένος μέσα στην ομορφιά» διαβάζουμε στον «Διάδρομο», το διήγημα για τον γέροντα από το Άγιο Όρος, που αντικατέστησε τις υπαίθριες βόλτες με... έναν διάδρομο γυμναστικής, για να αποφύγει τον πειρασμό που του προκαλούσε η ομορφιά του φυσικού τοπίου. Έχει κανείς την αίσθηση ότι οι περισσότεροι από τους ήρωες σε αυτές τις ιστορίες είναι ανυπεράσπιστοι απέναντι στην ομορφιά. Είναι όντως έτσι;
Όλοι είμαστε στο έλεός της. Η ομορφιά, το κάλλος σε οποιοδήποτε εκδοχή του, είναι υπέρτατη αξία, υπεράνω πολιτευμάτων, κοινωνικών ιεραρχιών και συγκυρίας. Ένας πολύ όμορφος άντρας ή μια πολύ ωραία γυναίκα είναι κάτι το συντριπτικό σε παγκόσμιο επίπεδο. Όπου και να φανούν, λύνουν γόνατα. Παντού. Καίνε καρδιές, που λέμε.
Στην περίπτωση του διηγήματος, ο καλόγερος νιώθει πως η αβάσταχτη ομορφιά της φύσης γύρω απ’ το μοναστήρι τού κλέβει τους λογισμούς και ξαστοχάει την πίστη. Αποπλανείται. Γι’ αυτό παίρνει διάδρομο γυμναστικής μέσα στο κελί του και κάνει έγκλειστος επιτόπιο, επίμονο, εμμονικό βάδην, ώστε μέσα στην απόλυτη μοναξιά, χωρίς περισπασμούς και μουρμουροψέλνοντας, να αποπνευματωθεί, να φτάσει στην απόλυτη έξαρση, να εξαϋλωθεί, να αγγίξει το φόρεμα της Παναγιάς.
Όλοι είμαστε στο έλεός της. Η ομορφιά, το κάλλος σε οποιοδήποτε εκδοχή του, είναι υπέρτατη αξία, υπεράνω πολιτευμάτων, κοινωνικών ιεραρχιών και συγκυρίας.
— Κι αυτό σίγουρα εκφράζει μια μορφή αθωότητας, για την οποία μιλάτε πολύ στα διηγήματά σας. Λέτε, άλλωστε, κάπου ότι είναι πιο σημαντική από την εξυπνάδα. Σας έλκει αυτό το γνώρισμα στους ανθρώπους;
Όταν βλέπεις τα πράγματα, τα ζώα και τους ανθρώπους με αθώο τρόπο, με παιδικό βλέμμα, φτάνεις στο θάμβος και σε μια αίσθηση ιερότητας της ύπαρξης, σε ένα είδος πανθεϊσμού. Αν δεν υπάρχει ιδιοτέλεια, αν δεν κοιτάς τους άλλους προς χρήση, τότε αποκαθίσταται ο αρχικός μύθος τους. Αστραφτογεννιούνται πάλι όλοι και όλα.
Από κει προκύπτει και η ποίηση, δηλαδή η όραση που φωταγωγεί το σύνηθες ή το ασήμαντο, δίνοντάς του διαστάσεις μεγαλείου, υπεραξίες που περιέχει, αλλά δεν τις βλέπουμε όταν το κοιτούμε με κοινόχρηστο βλέμμα. Όπως ένα παιδί που ανακαλύπτει έκθαμβο τον κόσμο γιατί αγνοεί τη χρησιμότητα, άρα δεν έχει και οπισθοβουλία ‒ τρελαίνεται με ένα κουτάβι, ή μια καραμέλα. Αν μεγαλώσει και βάλει μυαλό, η καραμέλα τού φαίνεται ασήμαντη. Αγοράζει μόνο του πάστα ή λουκουμάδες, αλλά έχει χαθεί εκείνη η αρχική επιθυμία, η αποκάλυψη, το πάθος της γεύσης χωρίς λεφτά.
Στους ανθρώπους μού αρέσει όταν νιώθω πως δεν με βλέπουν χρησιμοθηρικά, με ιδιοτέλεια – και σε ποιον δεν αρέσει; Αλλά δεν με πειράζει και όταν με εκμεταλλεύονται. Μακάρι να έχουμε εμείς, να φορολογούν και οι άλλοι. Ή, το αντίστροφο. Μπερεκέτ. Μην πέσουμε στην ανάστροφη μικρότητα.
— Σε μικρότητα πέφτουν όλοι πάντως, κανείς δεν φαίνεται να ξεφεύγει. Ακόμα και οι άγιοι και οι γέροντες του Όρους. Αλήθεια, μήπως βρεθήκατε κι εσείς, όπως ένας ήρωάς σας, σε κάποια μονή όταν ξέσπασε η καραντίνα ή είχατε την τύχη να επισκεφθείτε τον Άθω πρόσφατα;
Τρία διηγήματα από τα είκοσι πέντε εξελίσσονται στον Άθω. Όλα κινούνται μεταξύ πραγματικότητας, φαντασίας και επινόησης. Έχω πάνω από δέκα χρόνια να μπω στο Αγιονόρος. Συνδύασα μνήμες, έμπνευση, περιστατικά, και παλαιούς, βυζαντινούς και πρόσφατους χρόνους. Αν αφηγηθείς μια ιστορία για την πανούκλα του τάδε αιώνα, είναι σαν να μιλάς για τον κορωνοϊό.
Οι αντιδράσεις των ανθρώπων σε κάθε επιδημία είναι σχεδόν ίδιες. Στο κείμενο μετράνε πάντα η μυθοποίηση, η γλώσσα, οι τροπισμοί της αφήγησης, όχι η πραγματικότητα καθαυτή, όπως στο ρεπορτάζ. Το διήγημα αποτελεί ένα μικροσύμπαν εν εαυτώ. Είναι μια άλλη, αυτογενής και αυτάρκης πραγματικότητα, με αισθητική αξίωση και τα δικά της μυστικά.
— Αφού μιλήσατε για διηγήματα, έχει κανείς την αίσθηση ότι πολλές ιστορίες της «Εποχιακής διέλευσης βατράχων» είναι φορτισμένες με παραπάνω δόσεις συγκίνησης: η λάμπα από το Πέραν, τα άλογα. Συγκινείστε περισσότερο από παλιότερα ή έχετε απενοχοποιηθεί σε σχέση με τη συγκίνηση, που σαν να τη φοβούνται οι συγγραφείς;
Και ο Αισχύλος και ο Ευριπίδης προκαλούν συγκίνηση και συγκλονισμό. Όχι όμως με τη χρήση τεχνικής μελό. Η συγκίνηση δεν είναι ποτέ ένοχη. Ένοχος είναι ο συγγραφέας που πασχίζει να την προκαλέσει με γνωστά κλισέ, χρησιμοποιημένες σύριγγες, λαϊκιστικά μοτίβα, με τραβηγμένους γκαϊλέδες ή σε στυλ Καζαντζίδη.
Το ελληνικό ήθος, όπως το διδαχτήκαμε από τους τραγικούς, δεν αποδέχεται την ανατολίτικη κλαψομουνιά. Προκαλεί τη συγκίνηση, τον σπαραγμό, το μειδίαμα ή το γέλιο με τη λεγόμενη στεγνή ή σκληρή αφήγηση. Είναι ο παντοτινός, ωραίος και σκληρός ελληνισμός. Ο θρήνος της Εκάβης δεν έχει σχέση με τη Χούλια Κότσιγιτ.
Όσον αφορά εμένα, ναι, νιώθω πως, όσο μεγαλώνω, γίνομαι πιο ευαίσθητος. Πιο ευπαθής. Χάνω κλιμακωτά την αλαζονεία και τον κυνισμό της νεότητας. Ίσως γιατί νιώθω πιο αδύναμος. Πιο ευάλωτος. Εύθραυστος. Και εγώ εάλων – όπως όλοι, σιγά σιγά και ανεπαισθήτως. Αλλά η τέχνη εκφράζει όλα τα συναισθήματα. Το θεληματικό ντεκαφεϊνέ είναι πόζα.
— Είναι, τελικά, η φαντασία του συγγραφέα που καθιστά έμψυχα τα αντικείμενα; Σαν να τα πιάνει με αυτό το αγλάισμα της γλώσσας και να τους δίνει ψυχή;
Προέχει καταρχάς η ηδονιστική όραση. Ο τρόπος να βλέπει κανείς τα πράγματα (αν μπορεί να τα δει) σε μια στιγμή έμπνευσης, με βλέμμα που κάνει τα πάντα να αναλάμπουν. Να φωσφορίζουν. Αυτός φωταγωγεί και νοηματοδοτεί αλλιώς τα πάντα σε ώρες έλλαμψης, τα υποστασιοποιεί με προσωπικό τρόπο, τα μεγεθύνει στα όρια του θρύλου ή τα υπονομεύει και τα σχετικοποιεί, απομυθοποιώντας τα.
Μετά έρχεται η γλώσσα, η βάσανος της γλώσσας, η πιο κατάλληλη, καρφωτή λέξη στην πιο κατάλληλη θέση –όταν αυτό συμβαίνει–, για να αποδώσει φραστικά την αφηγηματική βούληση, μετατρέποντας το κοινό περίτριμμα σε είδωλο οράματος.
— Πάντως, δεν φοβάστε για τις ανάγκες της ιστορίας «Οι χιονόδρομοι του Λαϊλιά» να γίνετε μια επίδοξη μπαλαρίνα ‒ μάλιστα μιλάτε σε πρώτο πρόσωπο. Πόσο εύκολη ήταν αυτή η ταυτοπροσωπία;
Η ταυτοπροσωπία ή ετεροπροσωπία, η πρωτοπρόσωπη ή τριτοπρόσωπη αφήγηση, είναι κοινές τεχνικές στο γράψιμο. Και κυρίως προσχηματικές. Κάθε συγγραφέας, από πνευματική άποψη, στερείται, ή οφείλει να στερείται φύλου. Ο Ρίτσος στον Επιτάφιο αρχίζει πρωτοπρόσωπα, ως μάνα που μονολογεί: «Γιε μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου κ.λπ.».
Κάθε δημιουργός μπορεί να πλάσει έναν ήρωα, άντρα, ή γυναίκα με την ίδια δυσκολία, ή ευκολία, και να αφηγείται την ιστορία σε πρώτο ή τρίτο πρόσωπο για λόγους θερμοκρασίας του κειμένου, θέλησης, πειθούς, αληθοφάνειας ή για πολλούς άλλους λόγους που δεν είναι της στιγμής. Κάθε επιλογή και κάθε τρόπος είναι δύσκολος ή εύκολος – αυτό κρίνεται εκ του αποτελέσματος και στη νεκροψία. Δηλαδή από το πόσο δραστικό αποδεικνύεται, τελικά, το κείμενο πάνω στον αναγνώστη – αν και δεν υπάρχει ένα μοντέλο αναγνώστη.
— Επίσης, ένας παντοδύναμος ήρωάς σας, κ. Σκαμπαρδώνη, ένας σύγχρονος Ηρακλής, φαίνεται, ακόμα κι αυτός, να φοβάται το νερό και τους θορύβους. Εσείς, τι φοβάστε περισσότερο;
Το νερό δεν το φοβάμαι, έχω πάθος με τη θάλασσα και τις μεγάλες διαδρομές. Οι θόρυβοι μ’ ενοχλούν, διότι προφανώς έχω γεράσει. Τα μπιτ με τρελαίνουν. Εκείνο που φοβάμαι δεν έρχεται απ’ το μυαλό ή την ψυχή, αλλά απ’ τα έγκατα της σάρκας. Είναι φυσικός φόβος, απ’ τη φθορά, πολύ διακριτικός, σαν αντίβροντος από μακρινές ντουφεκιές. Ένας διαλείπων υπαινιγμός. Ασυναίσθητος και όχι συνεχής. Τον απωθώ. Συνήθως τον ξεχνώ. Συνειδητά (και ενίοτε) φοβάμαι μόνο το Silver Alert. Το να επιβιώσει, δηλαδή, η σάρκα του μυαλού. Το να περιφέρεται, πλέον, κανείς σαν ακέφαλος πετεινός. Γιατί χειρότερος απ’ την οδύνη είναι ο εξευτελισμός.
Κατά βάση, βέβαια, δεν πρέπει να φοβόμαστε τίποτε. Έτσι κι αλλιώς, κάποτε θα μας πακετάρουν. Αλλά, σε κάθε περίπτωση, και προς το παρόν όλα συνεχίζονται. Στη γραφή και στην νταλίκα νέος μπήκα, γέρος βγήκα.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.