Ο καλαισθητος τομος των εκδόσεων Γαβριηλίδη με τις επιστολές προς τη Φελίτσε (δίγλωσση έκδοση, εκλογή επιστολών για την ακρίβεια, την οποία επιμελήθηκε η Στέλλα Κουνδουράκη) αφήνει το καφκικό χρηματοκιβώτιο ανοικτό· παρότι λείπουν οι επιστολές προς την Γκρέτε Μπλοχ (επιστήθια φίλη της Φελίτσε – επιστολές που διαβάσαμε στη δίτομη έκδοση του Γκαλιμάρ), ο επιστολιμαίος τρύγος που φτάνει στα χέρια μας αρκεί για να εισδύσουμε στα άδυτα του καφκικού εργαστηρίου. Πόσο μάλλον που ο ίδιος ο Κάφκα, ως μανιώδης επιστολογράφος, προτιμά την αλληλογραφία από τη συνομιλία, την ελεγχόμενη απόσταση από την εγγύτητα, ένα κλίμα αγωνιώδους και οξύμωρης ανησυχίας μήπως πάψει να τη βλέπει ή μήπως σπάσει ο διάβολος το ποδάρι του και την έχει συνεχώς «μέσα» στα πόδια του. Πηγαίνοντας στο Βερολίνο, το μόνο που τον απασχολούσε ήταν η σκέψη: «Δεν μπορώ να ζήσω χωρίς αυτή, ούτε μαζί με αυτή».
Το ζήτημα, βέβαια, δεν αφορούσε κάποια άλλη εκλογή· αντίθετα, η απόλυτη αφοσίωση στη γραφή κατέστησε όλα τα άλλα δευτερεύοντα ή ανύπαρκτα. «Η λαχτάρα να εκφράσω την εσωτερική μου ζωή, που συγγενεύει με όνειρο, αφαίρεσε την αξία από τα πάντα». Επ’ αυτού, ο Κάφ- κα γράφει μια απ’ τις εξοχότερες σελίδες του:
«Όποιος γράφει δεν είναι ποτέ αρκετά μόνος, γι’ αυτό δεν είναι ποτέ αρκετή η ησυχία που περιβάλλει όποιον γράφει, ακόμα και η νύχτα δεν είναι αρκετά νύχτα. (…) Έχω σκεφτεί πολλές φορές ότι ο καλύτερος τρόπος ζωής για μένα θα ήταν να βρισκόμουνα κλειδαμπαρωμένος στα έγκατα ενός ευρύχωρου υπογείου με τα σύνεργα της γραφής και με μια λάμπα. Θα μου έφερναν φαγητό, θα το άφηναν πάντα μακριά απ’ τον χώρο μου, πίσω απ’ την τελευταία πόρτα του υπογείου προς τα έξω. Η διαδρομή προς το φαγητό, καθώς θα διέσχιζα με τη ρόμπα τους θολωτούς διαδρόμους του υπογείου, θα ήταν ο μοναδικός μου περίπατος. Έπειτα, θα γυρνούσα πίσω στο γραφείο μου, θα έτρωγα αργά και προσεκτικά και θα ξεκινούσα αμέσως ξανά το γράψιμο. Και τι δεν θα έγραφα τότε! Από ποια βάθη θα ανέσυρα το καθετί! Χωρίς μόχθο! Διότι η υπέρτατη αυτοσυγκέντρωση δεν έχει καμιά σχέση με τον μόχθο. (…) Ποια είναι η γνώμη σου, πολυαγαπημένη; Μην αποφεύγεις τον κάτοικο του υπογείου!».
Με κάποια δυσεξήγητη κατάπληξη ο αναγνώ- στης αρχίζει ν’ ανακαλύπτει ότι η απόσταση που εσκεμμένα ή όχι κρατάει ο «ερωτευμένος» Κάφκα απέναντι στην «πολυαγαπημένη» του δεν οφείλεται σε εξωτερικούς παράγοντες, παρά στο ζωοποιό σύμπλεγμα του Φραντς, ο οποίος δεν νιώθει ανεξαρτησία, παρά πολύτιμο ή περιφρονητέο ενεργούμενο κάποιας «ανώτερης δύναμης»: «Αν, λοιπόν, υπάρχει μια ανώτερη δύναμη που θέλει να με χρησιμοποιήσει ή με χρησιμοποιεί ήδη, τότε βρίσκομαι στα χέρια της σαν ένα εργαλείο που έχει δουλευτεί στην εντέλεια· αν δεν υπάρχει, τότε είμαι ένα τίποτα και θ’ απομείνω ξαφνικά σ’ ένα τρομακτικό κενό».
Δεν μπορούμε να ξέρουμε τους τρόπους με τους οποίους η Φελίτσε αντιδρούσε ή ενέδιδε στα ιδιοφυή καπρίτσια του Φραντς για τον απλούστατο λόγο ότι η επιστολογραφία της δεν διασώθηκε (άγνωστοι οι λόγοι)· πλην όμως, μπορούμε, κρυφοπαρακολουθώντας τις εντάσεις του Κάφκα, να μαντέψουμε τα ναι και τα όχι της Φελίτσε.
Όταν, κατά σύμπτωση, της εκφράζει τη δυσαρέσκειά του για την εξωτερική του εμφάνιση (πράγμα που δεν τού κόστιζε ιδιαίτερα), πιστεύει ότι θα τον περιγελάσει - αν μάλιστα λάβει ένα τηλεγράφημα με τη φράση «Είσαι πανέμορφος», τότε το μόνο που θα του απομείνει θα είναι να χωθεί κάτω απ’ το τραπέζι! Μ’ έναν λόγο, ο Κάφκα δεν μπορεί να υπάρχει με επιχείρημα τη χειροπιαστή του ύπαρξη· το πάθος του αφορά τη γραφή, η οποία ανακαλύπτει ένα κάτοπτρο πάνω στο οποίο αχνοφέγγει κάτι συμβολικό. Όσο ο ίδιος αυτομηδενίζεται (εγώ δεν είμαι τίποτα, απολύτως τίποτα…), τόσο οι συγγραφικές σκιές αρχίζουν να ζωοποιούνται.
Όταν διατείνεται ότι είναι γεννημένος για τη μοναξιά, δεν εννοεί βέβαια την απομόνωση, τη στείρα φυγανθρωπία, τη φοβία ή κάποιο άλλο «κενό» δαιμόνιο. Προβάλλει μόνο τη γραφή (το γράψιμο είναι ο πραγματικά καλός εαυτός μου). Και τον παραλογισμό που χαρακτηρίζει κάποιον ο οποίος ζει ανώφελα (διότι ζει μονάχα γράφο- ντας), πιο σωστά, το μόνο που προσφέρει είναι «να τρέχει γύρω από μια τρύπα και να τη φρουρεί· άνθρωπος είναι αυτός ή δόλιο πνεύμα;».
Στον νου του Κάφκα, ο οποίος ακατάπαυστα μεταπλάθει τις διαθέσεις του με άξονα τη μόνωση, τη δημιουργικότητα, τη μεταλλαγή των οικείων καταστάσεων σε λογοτεχνικά ευρήμα- τα πρώτης τάξεως (η πνιγηρή ατμόσφαιρα της οικογένειας γεννά τη Μεταμόρφωση· η δίκη για τον αρραβώνα με τη Φελίτσε παρέχει υλικό για τη Δίκη· το μίσος για τον πατέρα Χέρμαν εμπνέει το Γράμμα στον πατέρα), το βιωμένο ελάχιστα επιβιώνει μέσα στο προϊόν της φαντασίας. Άρα, δανείζεται από τους γύρω του, κλέβει διαρκώς μπροστάντζες, αλλά δεν τους επιστρέφει τίποτα. Χρωστάει στην τέχνη, όσο για τη ζωή, ο ίδιος έχει δηλώσει απότακτος. Όπου δει, δεν αποφεύγει τα βαριά λόγια. «Για το γράψιμό μου χρειάζομαι απομόνωση, όχι όπως ένας ερημίτης, αυτό δεν θα αρκούσε, αλλά όπως ένας νεκρός. Το γράψιμο υπ’ αυτή την έννοια είναι ένας βαθύτατος ύπνος, δηλαδή θάνατος, κι όπως δεν μπορείς ούτε πρόκειται να τραβήξεις τον νεκρό απ’ τον τάφο του, έτσι δεν μπορείς να τραβήξεις ούτε κι εμένα απ’ το γραφείο μου τη νύχτα».
Τα μικρά σκίτσα -σκαλαθύρματα που σκάρωνε ο Κάφκα στα περιθώρια των χειρογράφων- έχουν κάτι να ‘μολογήσουν για το παράταιρο συναίσθημα που συντηρούσε αυτός ο άνθρωπος για τη σωματική του υπόσταση, για την κίνηση, την κοιναισθησία, τη μονοκόκαλη κορμοστασιά, τις γωνιώδεις στάσεις, γενικά ένα απόσταγμα μαζοχισμού, αιφνίδιας βίας και παθητικότητας.
Δεν διστάζει να πάρει τη θέση της Φελίτσε και… να σπάσει πάνω του την ομπρέλα, μπροστά στο κρεβάτι του, από θυμό κι απελπισία. Ανάλογη σύλληψη σωματικού βασάνου και πλήρους διαλύσεως είναι κι αυτή η σκηνή ευχή: «Περνώντας μπροστά απ’ το παράθυρο ενός ισογείου, ένα σχοινί δεμένο γύρω απ’ το λαιμό μου να με τραβήξει μέσα και, δίχως καμιά προσοχή, σαν να με σέρνει ασυλλόγιστα κάποιος από πάνω, να διαπεράσω με φόρα όλα τα ταβάνια, τα έπιπλα, τους τοίχους και τις σοφίτες ματωμένος και καταξεσκισμένος, ώσπου να φανεί πάνω στη στέγη η άδεια θηλιά, απ’ την οποία θα έχουν μόλις αποκολληθεί τα τελευταία υπολείμματά μου καθώς αυτή διαπέρασε τα κεραμίδια».
Ο Κάφκα σώθηκε κυριολεκτικά και μελλοντο-ιστορικά απ’ την επίνοια του Μαξ Μπροντ, ο οποίος άνοιξε τη διαθήκη του φίλου του, διάβασε τα δύο σημειώματα όπου ο αποθανών συγγραφέας ζητούσε να καταστραφούν όλα τα αδημοσίευτα χειρόγραφα και να μην επανεκδοθούν τα ήδη εκδοθέντα βιβλία του και αποφάσισε τελικά, σταθμίζοντας τα πράγματα -τι πράγματα!-, να πράξει το ακριβώς αντίθετο. Ο Κάφκα ζητούσε, τη μεσολαβήσει του Μαξ Μπροντ, να συντελεστεί μια μεταθανάτια συγγραφική αυτοκτονία. Να παραδοθεί, δηλαδή, το πνεύμα του στην πυρά, όπως και το σώμα του. Ο Μπροντ επέτυχε, αποφάσκοντας στη μεταθανάτια βούληση του Κάφκα, την παγκόσμια αναγνώριση του έργου του. Όλα αυτά συνέβηκαν τα χρόνια της ανόδου του ναζισμού - όταν οι τρεις αδελφές του Κάφκα πέθαναν στα γερμανικά κρεματόρια.
σχόλια