«Συγγραφέας, σου λέει ο άλλος! Που δεν είχες γράμματα από προσωπικότητες να σου λένε το ένα και τ' άλλο, επαίνους φυσικά. Δεν είχες τα λεγόμενα "κατάλοιπα", δεν έχεις κληρονόμους, να σε τυπώνουν μετά θάνατον. Δηλαδή φύλακες πιστοί της μνήμης σου, των θησαυρών του μυαλού σου. Και τα λοιπά. Δεν είχες τίποτα. Τι θα μπορείς να γίνεις όταν δεν θα είσαι πια άνθρωπος; Τίποτα το εγκόσμιο. Ένα μικρό μαμουνάτο στην ακρογιαλιά, απολιθωμένο, που θα το βρει τυχαία κανένα παιδί...».
Ο παραπάνω καημός ξεχύνεται από την «Κάδμω», το κύκνειο άσμα της Μέλπως Αξιώτη, και είναι απ' αυτούς που συμμερίζονται, είτε το παραδέχονται είτε όχι, πολλοί συγγραφείς. Θα μνημονεύεται το έργο τους όταν δεν θα υπάρχουν; Θα δώσει καρπούς η κληρονομιά τους ή θα ξεχαστεί; Ταυτισμένη με τις περιπέτειες της Αριστεράς, η Αξιώτη πέθανε στα 70 της, το 1973, πριν αρχίσουν να πολλαπλασιάζονται εκείνοι που τη συγκρίνουν με τη Βιρτζίνια Γουλφ. Κηδεύτηκε με έξοδα της εκδότριάς της, της Νανάς Καλλιανέση, και στις εφημερίδες της εποχής η είδηση του θανάτου της δεν πέρασε ούτε στα ψιλά. Κι όμως, οι «Δύσκολες Νύχτες», το πρώτο της μυθιστόρημα, η βράβευση του οποίου έβγαλε από τα ρούχα της την Πηνελόπη Δέλτα, συνεχίζει να βρίσκει αναγνώστες. Οι θησαυροί του μυαλού της τροφοδοτούν έργα ζωής για φιλολόγους και ιστορικούς. Στο Facebook, τις προάλλες, μια νέα πεζογράφος, η Μάρτυ Λάμπρου, αναρτούσε: «Η Αξιώτη μου μεταδίδει ελευθερία. Όταν τη διαβάζω, συναντώ τον άνθρωπο που έχουμε ξεχάσει να είμαστε». Και τώρα, τη στιγμή που ο Κέδρος επανεκδίδει την «Κάδμω» σε μια πολύ φροντισμένη έκδοση από τη Μαρία Κακαβούλια, ένας τόμος της Άγρας, επιμελημένος από τη Μαίρη Μικέ, με τα γράμματα που αντάλλαξε η ίδια με τον Ρίτσο στις αρχές της δεκαετίας του '60, στρέφει και πάλι την προσοχή μας πάνω της.
Στις αρχές της δεκαετίας του '30 παρακολουθεί μαθήματα σχεδίου στη Σιβιτανίδειο και ανοίγει έναν οίκο ραπτικής που αποδείχτηκε βραχύβιος, συναναστρέφεται ανθρώπους όπως ο Εγγονόπουλος, ο Θεοτοκάς, ο Νίκος Καββαδίας, και το '36 προσχωρεί στο ΚΚΕ, απόφαση πολύ καθοριστική για τη μετέπειτα πορεία της. Τότε εφορμά και στη λογοτεχνία, χωρίς θεωρητικά θεμέλια, οπλισμένη γερά, όμως, «με την καρδιά, το προσωπικό μου γούστο και το ένστικτο», όπως έλεγε. Ήταν γεννημένη δεξιοτέχνης του εσωτερικού μονολόγου, αλλά η σχέση της με τον μοντερνισμό θα περνούσε από χίλια κύματα.
Αν συναντούσαμε την Αξιώτη προς το τέλος της ζωής της, όπως την πρωτοαντίκρισε ο Μένης Κουμανταρέας στην Αθήνα, το φθινόπωρο του '68, θα βλέπαμε μια ψηλή, γεροδεμένη γυναίκα, με την ευγένεια παλιάς αρχόντισσας και την κοκεταρία Παριζιάνας, με μάτια σκούρα, γεμάτα περιέργεια, καταχωνιασμένα στις κόγχες τους, και με λόγο στακάτο, «που δεν χαρίζει κάστανα, τα λέει χύμα». Τα χρόνια της προσφυγιάς, μετά τον Εμφύλιο, και της αναγκαστικής περιπλάνησης στις χώρες του Ανατολικού Μπλοκ ήταν πια πίσω της. Ζούσε ολομόναχη, με τη φροντίδα λίγων φίλων, σε μια πανσιόν στην οδό Ηρακλείτου, μεταφράζοντας διηγήματα του αγαπημένου της Τσέχοφ. Ωστόσο, μέχρι να τσακιστούν τα νεύρα της και να αρχίσει η μνήμη της να την εγκαταλείπει, υπό τη συνεχή παρότρυνση του Ρίτσου θα ολοκλήρωνε ένα πεζό ακόμα, την «Κάδμω», προβάλλοντας τα του βίου της πάνω σ' ένα ονειρικό πλάσμα που της έμοιαζε σαν μια σταγόνα νερό.
«Τα ελληνικά της είναι άψογα, από τα καλύτερα που έχω διαβάσει, αλλά έχουν εκείνο το βαθύ ένστικτο και τη σοφία της λαϊκής γλώσσας» σημείωνε αργότερα ο Κουμανταρέας στο κείμενο που της αφιέρωσε στον «Πλανόδιο Σαλπιγκτή»: «Σκέφτομαι πως μόνο οι παλιοί λογοτέχνες κατόρθωσαν να πιάνουν τη γλώσσα σε βάθος, κι ότι εμείς οι νεότεροι αγωνιζόμαστε να την κερδίσουμε μέσα από τα μπαλώματα της γυμνασιακής μας μόρφωσης και του αστικού πολιτισμού. Πολλές φορές μας φαίνεται ότι αυτό που έχουμε να πούμε είναι σημαντικότερο από το πώς θα το πούμε, ξεχνώντας ίσως πως όλο το πρόβλημα του περιεχομένου είναι σε άμεση συνάρτηση με το παίδεμα της έκφρασης».
Αυτό η Αξιώτη δεν το ξεχνούσε ποτέ. Οι εμπειρίες, οι ιδέες, οι αναμνήσεις, οι ονειροπολήσεις, τα συναισθήματά της, όλα τους δένονταν άρρηκτα με το γλωσσικό της ιδίωμα. Σήμερα, όσοι ενδιαφέρονται γι' αυτό που λέμε νεοελληνική λογοτεχνία ξέρουν πως η αυθόρμητη, προφορική, συνειρμική γραφή της, μια γραφή που ήρθε σε ρήξη με το κατεστημένο της Γενιάς του '30, άνοιξε δρόμους. Μέσα απ' τη δική της γλώσσα άντλησε ο Ταχτσής την αμεσότητα που χρειαζόταν για το «Τρίτο Στεφάνι» κι αυτήν κρατούσε για πυξίδα της η Μάρω Δούκα όταν ξεκινούσε την «Αρχαία Σκουριά». Η Αξιώτη, πάντως, δουλεύοντας την «Κάδμω», καθώς ανακαλούσε σαν ταινία τα περασμένα κι έβλεπε τις ηρωίδες των βιβλίων της να ζωντανεύουν και να την τριγυρίζουν, έγραφε: «Όλα γεννιούνται, ζουν, κι έπειτα εξαφανίζονται. Ευτυχώς που υπάρχουν κι αυτοί που γράφουν, κι έτσι οι επόμενες γενεές τα μαθαίνουν... Όταν θα είμαι νεκρή, θα μιλούν ίσως για μένα. Αλλά τι να το κάμεις όταν θα είσαι μες στη γη, τυφλή, κουφή, αναίσθητη, χωρίς αναπνοή»...
Στο αμέσως προηγούμενο έργο της, το «Σπίτι μου», που το 'χε γράψει εκπατρισμένη ακόμα, η Αξιώτη ονειρευόταν τον τόπο της και το μυκονιάτικο πατρικό της, ανύποπτη για τη θλίψη που θα την έζωνε επιστρέφοντας. Όπως επισημαίνει η Κακαβούλια στο επίμετρο της «Κάδμως», ο γυρισμός έδωσε στη συγγραφέα άλλο ένα πλήγμα, την αίσθηση πως γύρισε σε μια πατρίδα άγνωστη. Χωρίς στενούς συγγενείς, χωρίς ιδιοκτησία και σκληραγωγημένη από τη μοναξιά του ανθρώπου που «πρέπει να τα συλλογίζεται όλα μόνος του χωρίς αντίλαλο», η Αξιώτη είναι καταδικασμένη να νιώθει διαρκώς εξόριστη. Στις «Δύσκολες Νύχτες» και στο «Θέλετε να χορέψομε, Μαρία;», που είχαν δημοσιευτεί πριν από τον πόλεμο, μιλούσε για την αθωότητα και την επώδυνη ωρίμανση, για τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα, για το μεγάλο ταξίδι της ζωής που ανοιγόταν μπροστά της. Στις εξομολογητικές σελίδες της «Κάδμως», όμως, μιλά κυρίως για την εγκατάλειψη, τη φθορά, τον θάνατο. Τον τόνο, εδώ, δίνει η πίκρα.
Παιδί χωρισμένων γονιών, μεγαλωμένο χωρίς μητέρα, η Αξιώτη έζησε για λίγο σαν αρχοντοπούλα στη Μύκονο –ο πατέρας της υπήρξε διευθυντής του Ωδείου Πειραιώς–, φοίτησε εσωτερική στις Ουρσουλίνες της Τήνου και μετά το τέλος ενός σύντομου γάμου, σαν φτερό στον άνεμο, χωρίς υπάρχοντα, πήγε να ζήσει και να γράψει στην Αθήνα. Στις αρχές της δεκαετίας του '30 παρακολουθεί μαθήματα σχεδίου στη Σιβιτανίδειο και ανοίγει έναν οίκο ραπτικής που αποδείχτηκε βραχύβιος, συναναστρέφεται ανθρώπους όπως ο Εγγονόπουλος, ο Θεοτοκάς, ο Νίκος Καββαδίας, και το '36 προσχωρεί στο ΚΚΕ, απόφαση πολύ καθοριστική για τη μετέπειτα πορεία της. Τότε εφορμά και στη λογοτεχνία, χωρίς θεωρητικά θεμέλια, οπλισμένη γερά, όμως, «με την καρδιά, το προσωπικό μου γούστο και το ένστικτο», όπως έλεγε. Ήταν γεννημένη δεξιοτέχνης του εσωτερικού μονολόγου, αλλά η σχέση της με τον μοντερνισμό θα περνούσε από χίλια κύματα.
Στη διάρκεια της Κατοχής οργανώνεται στο ΕΑΜ, δουλεύει σκληρά στον παράνομο Τύπο με την Έλλη Παππά, την Έλλη Αλεξίου, τη Διδώ Σωτηρίου, την Ηλέκτρα Αποστόλου –όλες φίλες της–, και μπαίνει στο πετσί του στρατευμένου συγγραφέα, δημοσιεύοντας κείμενα με αγωνιστικό περιεχόμενο που γίνονται ανάρπαστα και για τα οποία η ίδια θα είναι πάντα περήφανη. Την άνοιξη του '47, με τον φόβο ότι θα υποστεί διώξεις, βρίσκει καταφύγιο στο Παρίσι, όπου θα λάμψει στρέφοντας το διεθνές ενδιαφέρον προς την Ελλάδα, θα συγχρωτιστεί με μορφές όπως ο Νερούδα, ο Αραγκόν και ο Ελιάρ, θα δει το μυθιστόρημά της «Εικοστός Αιώνας» να μεταφράζεται και να συζητιέται, ενώ, ανάμεσα σε άλλα, θα γράψει στα γαλλικά το αυτοβιογραφικό «Republique-Bastille», που, μεταφρασμένο από την Τιτίκα Δημητρούλια, μόλις πρόσφατα εκδόθηκε στη χώρα μας.
Ο ελληνικός Εμφύλιος τελειώνει, αλλά στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου η Αξιώτη απελαύνεται από τη Γαλλία και μεταφέρεται απροειδοποίητα στην πρώην Ανατολική Γερμανία. Από το '50 ως τον επαναπατρισμό της, το '65, θα αλλάζει συνεχώς τόπους διαμονής –στη Βαρσοβία, στη Σόφια, ξανά στο Ανατολικό Βερολίνο– μετακινούμενη, έπειτα από κομματικές διαπραγματεύσεις, ως αριστερή εμιγκρές λογοτέχνις στις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού. Τώρα, πέρα από την έγνοια να κρατήσει ζωντανά τα ελληνικά της, πέρα απ' την αποξένωση και τη μοναξιά, θα 'χει να αντιμετωπίσει και τον «μαρξιστικό έλεγχο» πάνω στα γραπτά της, που θα την αποκαρδιώνει όλο και περισσότερο.
Σε αυτήν τη φάση πιάνει επαφή με τον παλιό της φίλο Γιάννη Ρίτσο, παρακαλώντας τον να τη βοηθήσει ώστε να εκδοθεί στην Ελλάδα το «Κοντραμπάντο», η πρώτη ποιητική της σύνθεση μετά την προπολεμική «Σύμπτωση». Κι εκείνος, όχι μόνο θα αναλάβει όλα τα πρακτικά ζητήματα για την κυκλοφορία της συλλογής της αλλά θα γίνει αποδέκτης όσων γράφει η Αξιώτη από δω και πέρα και θα φροντίζει να τονώνει συνεχώς το ηθικό της με ισχυρές δόσεις αγάπης, αισιοδοξίας και εκτίμησης. Όπως φαίνεται ξεκάθαρα από την αλληλογραφία τους («Καταραμένα και ευλογημένα χαρτιά»), στην αρχή η ίδια είναι πολύ κουμπωμένη. Τόσα χρόνια στην εξορία, έχει ξεμάθει ν' ανοίγεται και το στεγνό της ύφος προκαλεί στον ποιητή από αμηχανία μέχρι οργή. Σιγά-σιγά, όμως, υποχωρούν οι άμυνές της και ο διάλογός τους γίνεται όλο και πιο άμεσος, όλο και πιο ουσιαστικός.
«Δεν μας μένει πια παρά μόνο η δουλειά μας. Αν δεν μπορούμε να σωθούμε μ' αυτήν, τίποτα δεν μας σώζει» τη διαβεβαιώνει ο Ρίτσος. «Αυτός που έγραψε το "Κοντραμπάντο" δεν έχει φόβο – γλυτώνει απ' το ναυάγιο, γλυτώνει και τους ναυαγούς, αν όχι σήμερα, αύριο-μεθαύριο. Απ' τον καιρό που διάβασα αυτό το ποίημά σου δεν ανησυχώ πια για σένα και για την αντοχή σου. Ξέρεις να μεταβάλλεις την οδύνη, την παρεξήγηση, τη μόνωση, σε κατανόηση, σε δύναμη αποδοχής και σε ομορφιά, θα 'λεγα – δηλαδή σε ουσία ζωής. Άσ' τη την καημένη τη Γουλφ μες στο ποτάμι. Η Μέλπω θα μείνει όρθια πάνω στο γεφύρι που έχτισε με την τέχνη της για να περνοδιαβαίνει ανεμπόδιστα απ' το χτες στο σήμερα, απ' το σήμερα στο αύριο – όλο σε ένα μακρινότερο αύριο, ενώνοντας φιλικά τις εποχές, τους ανθρώπους, τα έργα τους, τα πράγματα». Έτσι ακριβώς!