Ο Φίλιπ Ροθ ήταν ο πεζογράφος που συνέλαβε την ανθρώπινη κατάσταση ως μαύρη κωμωδία – μια κωμωδία που συστατικά της είναι ο ερωτισμός, η σκληρότητα, ο μηδενισμός, η υπαρξιακή αγωνία, η σαρκαστική αδιαφορία, η αποστασιοποίηση.
Συνομιλώντας με την μεγάλη παράδοση του σατιρικού μυθιστορήματος, εν όπλοις αδελφός ενός Κάφκα, ενός Σελίν, ενός Μπέκετ (αν και ιδιοσυστασιακά πολύ διαφορετικός) ο Ροθ δεν προκρίνει την ευθυμία, αλλά τις σκοτεινές αποχρώσεις και τα συνένοχα χαμόγελα.
Το εκκεντρικό του χιούμορ είναι η τέχνη της πρόκλησης και της αποφυγής του πλήγματος, ένας τρόπος αφοπλισμού του άγχους. Γιατί στα έργα του η αρρώστια και ο θάνατος είναι πανταχού παρόντα, τα βάσανα του σώματος και της ψυχής αδρά αποτυπωμένα, ο πόνος της απώλειας έντονος.
Ο Ροθ είναι ένας συγγραφέας που συνδυάζει μιαν εν εξελίξει «εθνική» λογοτεχνική ταυτότητα με την προσπάθεια να εγγραφεί στον κανόνα, να συνδεθεί με την αμερικανική λογοτεχνική γενεαλογία. Να ενταχθεί στην παράδοση ενός Χώθορν, ενός Μέλβιλ, ενός Γουίτμαν, αποδομώντας ταυτόχρονα τον εθνικό κανόνα που διαιωνίζει την ιδέα κάποιας εφικτής και μοναδικής «αμερικανικότητας».
Στον Ροθ οι ήρωες γελάνε και για να μη ξεσπάσουν σε θρήνο∙ ο σαρκασμός εδώ δεν είναι παρά μια έκκληση προς τον αναγνώστη να συμφιλιωθεί με την οικτρή ανθρώπινη συνθήκη, να αποδεχθεί τον κόσμο όπως είναι.
Αυτόν τον οιονεί πραγματικό κόσμο στον οποίο βρεθήκαμε να ζούμε, και κυρίως την αμερικανική κοινωνία του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα, την οποία ο Ροθ δεν έπαψε να ξεγυμνώνει, να αποκαλύπτει μέσα στην επιτήδευση, την αδικία και τον παραλογισμό της.
Είπαν ότι ο Ροθ υπήρξε ένας κατ' εξοχήν αυτοαναφορικός συγγραφέας. Θεωρώ ότι η αποτίμηση αυτή αστοχεί και τον περιορίζει. Τα μεγάλα του έργα (κυρίως η Τριλογία του (Αμερικανικό ειδύλλιο, Παντρεύτηκα έναν κομμουνιστή, το Ανθρώπινο στίγμα) αλλά και Η συνωμοσία εναντίον της Αμερικής ή τα δοκίμιά του) τον απομάκρυναν, αρκετά νωρίς, από τις κοινωνικές, ψυχολογικές, πολιτικές συμπαραδηλώσεις της φυλετικής καταγωγής του.
Ο Ροθ είναι ένας συγγραφέας που συνδυάζει μιαν εν εξελίξει «εθνική» λογοτεχνική ταυτότητα με την προσπάθεια να εγγραφεί στον κανόνα, να συνδεθεί με την αμερικανική λογοτεχνική γενεαλογία.
Να ενταχθεί στην παράδοση ενός Χώθορν, ενός Μέλβιλ, ενός Γουίτμαν, αποδομώντας ταυτόχρονα τον εθνικό κανόνα που διαιωνίζει την ιδέα κάποιας εφικτής και μοναδικής «αμερικανικότητας».
Προβάλλοντας και ταυτόχρονα αμφισβητώντας τους αμερικανικούς μύθους και συμβολισμούς, ο Ροθ έβαλε τους ήρωές του να ξαναδιαβάσουν την αμερικανική ιστορία, τους ανάγκασε να την δουν όχι ως έναν υπερβατικό, ουτοπικό μύθο, αλλά ως μια ιδεολογική κατασκευή που προδιαγράφει την κατάλυση παλαιότερων εθνικών αφηγήσεων. Και κατά τούτο είναι μεγάλος.
Ωστόσο, αν αποτολμούσα να πω κάτι πιο προσωπικό, για ένα συγγραφέα που γνώρισα καλά, γιατί τον μετέφρασα, αλλά που τον αγάπησα πολύ πριν καν διανοηθώ να τον μεταφράσω, διαβάζοντας στα τέλη της δεκαετίας του 70 τον Πορτνόι του, είναι γιατί ταυτίζομαι με τον τρόπο που αυτοχαρακτηρίστηκε ο ίδιος πριν από δεκαετίες μιλώντας στην Τζόυς Κάρολ Όουτς: «Η άκρατη φιλοπαιγμοσύνη και η θανάσιμη σοβαρότητα είναι οι πιο στενοί μου φίλοι».