Το καλοκαίρι του 1933 η απλή κατοχή ενός αντίτυπου του 'Οδυσσέα' του Τζέιμς Τζόις ήταν αδίκημα που οδηγούσε σε σύλληψη. Δέκα χρόνια πριν το τμήμα Ηθών της Νέας Υόρκης είχε καταδικάσει τους εκδότες του περιοδικού Little Review επειδή είχε δημοσιεύσει το βιβλίο σε συνέχειες. Οι εκδότες συνελήφθησαν και το δικαστήριο απαγόρεψε περαιτέρω εκδόσεις, αποσπασματικές ή όχι. Το βιβλίο ήταν απαγορευμένο και στην Αγγλία. Τη δεκαετία του '20 το ταχυδρομείο ήταν υποχρεωμένο να αναζητά και να καίει τα αντίτυπα που έβρισκε.
Η φήμη του για τα σκανδαλώδη αποσπάσματα είχε διαπεράσει όλο το βιβλίο, και στα μάτια του κόσμου ήταν ένα πορνογράφημα. Το δικαστήριο θα ακολουθούσε κατά πάσα πιθανότητα το αίσθημα που συνόδευε το βιβλίο, και όχι την ουσία του. Οι δύο άντρες αποφάσισαν να αναγκάσουν το δικαστήριο να λάβει υπόψη του το συνολικό έργο.
Εκείνο το καλοκαίρι ένας άντρας περίμενε στην ουρά του τελωνείου της Νέας Υόρκης για να μπει στην Αμερική, με το απαγορευμένο βιβλίο στις αποσκευές του. Ήταν πολύ αγχωμένος και ίδρωνε, αλλά όχι για το λόγο που θα περίμενε κανείς. Ακολουθούσε συγκεκριμένες οδηγίες: πήρε ένα συγκεκριμένο πλοίο από την Ευρώπη και περίμενε σε ένα συγκεκριμένο τελωνείο. Η ζέστη ήταν αφόρητη. Οι υπάλληλοι του τελωνείου, βιαστικοί να τελειώσει η βάρδια και να πάνε σπίτι τους, περνούσαν τον κόσμο χωρίς έλεγχο. Αυτό ήταν αντίθετο με τις επιθυμίες εκείνου του άντρα, γιατί αυτό που ήθελε, ήταν να τον πιάσουν με το απαγορευμένο μυθιστόρημα!
Αυτό ήταν το τέχνασμα ενός αμερικανού εκδότη, του πανέξυπνου και μερικές φορές αμφιλεγόμενου Bennett Cerf. Ο Cerf ήταν συν-ιδρυτής το Random House και αποφασισμένος να εκδώσει τον 'Οδυσσέα' στην Αμερική. Ένα μέρος του σχεδίου ήταν η κατάσχεση του βιβλίου στα σύνορα, αλλά ακόμη πιο σημαντικό ήταν τι άλλο υπήρχε ανάμεσα στις σελίδες του βιβλίου.
Ο Cerf θα μπορούσε να εκδώσει το βιβλίο, να περάσει από το δικαστήριο σε μια μεγάλη δίκη και να υπολογίσει τα πρόστιμα και το κόστος έκδοσης, αν έχανε τη δίκη. Όμως ήξερε, μαζί με τον δικηγόρο του, Ernst, ότι η κριτική κατά του βιβλίου ήταν αποσπασματική, και κυρίως από ανθρώπους που δεν το είχαν διαβάσει. Η φήμη του για τα σκανδαλώδη αποσπάσματα είχε διαπεράσει όλο το βιβλίο, και στα μάτια του κόσμου ήταν ένα πορνογράφημα. Το δικαστήριο θα ακολουθούσε κατά πάσα πιθανότητα το αίσθημα που συνόδευε το βιβλίο, και όχι την ουσία του. Οι δύο άντρες αποφάσισαν να αναγκάσουν το δικαστήριο να λάβει υπόψη του το συνολικό έργο. Έτσι σχεδιάστηκε η υπόθεση στα σύνορα: εκείνο το αντίτυπο, που κατασχέθηκε από τις αρχές, ήταν γεμάτο με θετικές κριτικές από έγκυρες και αξιοσέβαστες μορφές, όπως του Ford Madox και του Ezra Pound. Ήταν τόσες πολλές, που το βιβλίο είχε σχεδόν διπλασιαστεί σε βάρος.
Το πανέξυπνο σχέδιο, μαζί με την προσεκτική επιλογή ενός δικαστή που είχε αγάπη για τα γράμματα, έφερε το αποτέλεσμα που ήθελαν οι δύο άντρες. Το δικαστήριο αναγκάστηκε να αντιμετωπίσει το βιβλίο ως συνολικό έργο και η λογοτεχνία κατάφερε να νικήσει. Ο δικαστής αποφάσισε ότι το βιβλίο ήταν «μια ειλικρινής και σοβαρή προσπάθεια για μια νέα λογοτεχνική μέθοδο για την παρατήρηση και την περιγραφή της ανθρωπότητας» και ότι «γι' αυτό το λόγο, επιτρέπεται η κυκλοφορία του στις Ηνωμένες Πολιτείες». Δέκα λεπτά μετά, ο πανέτοιμος Cerf έδωσε εντολή για εκτύπωση του βιβλίου. Στις μελλοντικές ανατυπώσεις συμπεριλήφθηκε και η απόφαση του δικαστή.
σχόλια