ΚΙΝΗΣΗ ΤΩΡΑ

Χάϊνριχ Μπελ: Η μοναχική περίπτωση ενός ουμανιστή και ακτιβιστή συγγραφέα

Χάϊνριχ Μπελ: Η μοναχική περίπτωση ενός ουμανιστή και ακτιβιστή συγγραφέα Facebook Twitter
Το εκτενέστερο και πιο φιλόδοξο έργο του Μπελ κατά τη δεκαετία του '50 είναι το "Μπιλιάρδο στις εννιάμιση" όπου σε έντονο ύφος αλλά και με τρυφερότητα και επιείκια, αφηγείται την ιστορία της εποχής του με τον πόνο, τις αυταπάτες και τις ελπίδες της, μέσα από το πρίσμα της ιστορίας μιας οικογένειας γερμανών αρχιτεκτόνων.
0

Ο γερμανός νομπελίστας Χάινριχ Μπελ –πεζογράφος που αγαπήθηκε πολύ και στη δική μας χώρα- ισχυριζόταν πως συγγραφέας δεν είναι παρά εκείνος που όσοι επιθυμούν να τον διαβάσουν το μπορούν, ανεξάρτητα από την εκπαίδευση που έχουν δεχτεί, ανεξάρτητα από τα προνόμιά τους. Διαφορετικά, έλεγε, δεν υπάρχει συγγραφέας. Αυτό ακριβώς ισχύει και στην περίπτωσή του. Ο δημιουργός του «Κλόουν» και της «Χαμένης τιμής της Καταρίνα Μπλουμ» δεν έκανε παραχωρήσεις στη λογοτεχνία του συρμού, δεν κολάκευσε το κοινό του. Τα βιβλία του όμως ήταν και παραμένουν προσβάσιμα σε όλους. Ουμανιστής, αντικομφορμιστής, άνθρωπος της δράσης, μολονότι δαφνοστεφανομένος και δημοφιλής έχτισε το έργο του μοναχικά, μακριά από μόδες, στρατευμένος στον αγώνα της αναθεώρησης των αξιών που είχαν προταθεί στους συμπατριώτες του επί ναζισμού, αποφασισμένος να καταδείξει τις μακροπρόθεσμες συνέπειες από την ανοχή στον Χίτλερ και το καθεστώς του. Ποιά ήταν η διαδρομή του; Ευκαιρία να το θυμηθούμε όχι μόνο επειδή φέτος συμπληρώνονται τριάντα χρόνια από τον θάνατό του, αλλά κι επειδή όπου να ΄ναι επανακυκλοφορεί στα ελληνικά ένα από τα κορυφαία έργα του, το «Ομαδικό πορτρέτο με μια κυρία» (μετ. Μ. Ζαχαριάδου, εκδ. Πόλις).

Γεννημένος στην Κολωνία το 1917 μέσα σε μια φιλότεχνη και φιλελεύθερη οικογένεια, ο Μπελ γαλουχήθηκε με τις αξίες του καθολικισμού κι επηρεάστηκε έντονα από την κουλτούρα και την παράδοση της πόλη του, της διχασμένης ανάμεσα στην καθολική αστική τάξη και το κόκκινο προλεταριάτο. Την εποχή που εισβάλλουν εκεί οι ναζί ο ίδιος πηγαίνει στο γυμνάσιο ακόμη και, σε αντίθεση με άλλους δεκαπεντάχρονους, αρνείται να ενταχθεί στη χιτλερική νεολαία. Όπως θα γράψει αργότερα σ' ένα αυτοβιογραφικό του δοκίμιο, οι λόγοι που πήρε τις αποστάσεις του, πέρα από ηθικοί και πολιτικοί ήταν κι αισθητικής φύσεως: ούτε η στολή τους του άρεσε, ούτε ενδιαφερόταν να παρελαύνει με το βήμα της χήνας. Είχε ήδη αρχίσει να γράφει (βλ. τα διηγήματα της συλλογής "Ο χλωμός σκύλος).

Με το που παίρνει απολυτήριο πιάνει δουλειά ως μαθητευόμενος σε βιβλιοπωλείο της Βόννης και το καλοκαίρι του 1939 γράφεται στο πανεπιστήμιο της Κολωνίας για να σπουδάσει γερμανική και κλασική φιλολογία. Ωστόσο, το φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς καλείται στο στρατό και για τα επόμενα έξι χρόνια οι ανάγκες του πολέμου θα τον οδηγήσουν στην Πολωνία, τη Γαλλία, τη Ρουμανία, την Ουγγαρία, τη Σοβιετική Ενωση, μέχρι που θα συλληφθεί από τους Αμερικανούς και θα οδηγηθεί σε στρατόπεδο αιχμαλώτων. Η Κολωνία που θ' αντικρύσει το '45 ο Μπελ είναι μια πόλη κατεστραμένη. Κι είναι μέσα σ' αυτό το ρημαδιό που σφυρηλατείται η συγγραφική ταυτότητά του.

Σημαντικό μέρος των χρημάτων που συνόδευαν το βραβείο, ο Μπελ θα τα διαθέσει για να βοηθήσει τις οικογένειες συγγραφέων άλλων χωρών που βρίσκονταν φυλακισμένοι για τις ιδέες τους, και στο δικό του σπίτι είναι που θα βρεί καταφύγιο ο Σολτσενίτσιν όταν αποπέμφθηκε από τη Σοβιετική Ένωση. Διόλου τυχαίο που, επί δικτατορίας, επισκέφτηκε και την Ελλάδα, προκαλώντας στο χουντικό καθεστώς τεράστια δυσφορία.

Από την ίδια χρονιά θ΄αρχίσει να δημοσιεύει σ' εφημερίδες και περιοδικά διηγήματα και νουβέλες που ανασυνθέτουν την ατμόσφαιρα της ανεπανόρθωτης καταστροφής, της ανημποριάς και της απελπισίας, υιοθετώντας συνειδητά την τεχνική της αποσπασματικής αφήγησης, κι ένα ύφος λιτό, επηρεασμένο από τον Χέμινγουέι, χωρίς στολίδια. Θα ξεκινήσει περιγράφοντας την άθλια ζωή των στρατιωτών κατά τη διάρκεια του πολέμου ("Το τρένο ήρθε στην ώρα του", "Αδάμ, πού ήσουν;"), κι αφού ζωντανέψει την ανέχεια της μεταπολεμικής περιόδου ("Το ψωμί των πρώτων χρόνων") στην πορεία θα στρέψει την κριτική του στις κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες της νεοσύστατης Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας αποτυπώνοντας το ηθικό κενό πίσω από το εντυπωσιακό οικονομικό της θαύμα.

Από τις αρχές της δεκαετίας του '50 ο Χάινριχ Μπέλ συμμετέχει στις συναντήσεις της λογοτεχνικής ομάδας "Γρούπα 47", στόχος της οποίας ήταν να μπολιάσει τη μεταχιτλερική κοινωνία με τις δημοκρατικές αξίες, γίνεται μέλος της γερμανικής Ακαδημίας για τη γλώσσα και τη λογοτεχνία όπως και του γερμανικού PEN, κι όχι μόνο βιοπορίζεται πια αλλά και διακρίνεται για τα γραπτά του. Η συγγραφή για τον ίδιο ήταν μάλλον αργή διαδικασία. Όπως εξηγούσε (σε συνέντευξή του που ενέταξε ο Αλέξης Ζήρας στο βιβλίο "Η τέχνη της γραφής στον 20ό αιώνα"), "μου έρχονται στο νου ορισμένες καταστάσεις, αρχίζω να τις απεικονίζω με λόγια κι έπειτα επινοώ τους χαρακτήρες. Η κατάσταση είναι εκείνη που δημιουργεί τους ανθρώπους, που καθοδηγεί τη συμπεριφορά τους και τα όσα λένε. Καμιά φορά, μια κατάσταση πραγμάτων είναι τόσο ενδιαφέρουσα ή ελκυστική, ώστε συσσωρεύονται πολύ περισσότερα πρόσωπα απ' όσα τελικά χρειάζονται για να γίνει ένα επιτυχημένο πάρτι. Το πάρτι γίνεται μεγάλο και υπάρχει πρόβλημα στην γνωριμία των ανθρώπων μεταξύ τους. Έτσι, αναγκάζομαι να πετάω έξω μερικούς. Δεν ξέρω αν το παράδειγμά μου είναι επιτυχημένο, το γράψιμο όμως για μένα είναι αυτό ακριβώς: μια δημοκρατική διαδικασία που την επινοώ στην πράξη...".

Χάϊνριχ Μπελ: Η μοναχική περίπτωση ενός ουμανιστή και ακτιβιστή συγγραφέα Facebook Twitter
Χάινριχ Μπελ και Nodar Kakabadze

Το εκτενέστερο και πιο φιλόδοξο έργο του Μπελ κατά τη δεκαετία του '50 είναι το "Μπιλιάρδο στις εννιάμιση" όπου σε έντονο ύφος αλλά και με τρυφερότητα και επιείκια, αφηγείται την ιστορία της εποχής του με τον πόνο, τις αυταπάτες και τις ελπίδες της, μέσα από το πρίσμα της ιστορίας μιας οικογένειας γερμανών αρχιτεκτόνων. Ένα μυθιστόρημα "ικανό να κάνει καλύτερους τους ανθρώπους", σύμφωνα με τον πάπα της γερμανικής κριτικής Μαρσέλ Ράιχ Ρανίτσκι. Στο "Μια ζωή", την αυτοβιογραφία του, ο τελευταίος αφιερώνει κάμποσες σελίδες στον Μπελ, ανακαλώντας λεπτομερώς την βοήθεια που του είχε προσφέρει την περίοδο που ο ίδιος αποφάσιζε να εγκαταλείψει την κομμουνιστική Πολωνία για την Δ. Γερμανία. Όπως μάλιστα αναφέρει, όταν το '72 ρωτήθηκε από την Σουηδική Ακαδημία σε ποιόν ανήκει το δικαιωματικά το Νόμπελ, δεν ταλαντεύτηκε πολύ: "Κατανόμασα τον Χάινριχ Μπελ", γράφει, "εκείνον, τον γερμανό ιεροκήρυκα με τα κλοουνίστικα χαρακτηριστικά και τον τρελό με την ιερατική αξιοπρέπεια, εκείνον που μέσα σε μια νύχτα σχεδόν έγινε ένας Praeceptor Germaniae, ένας διδάσκαλος, που όμοιόν του δεν είχε ποτέ η Γερμανία. Ωστόσο, δεν υπερεκτιμώ τη δική μου επιρροή: και να μην τον είχα προτείνει εγώ, υποθέτω πως το βραβείο θα του απένεμαν ούτως ή άλλως».

Γεγονός είναι πως, μέχρι να φτάσει εκείνη η στιγμή, το έργο του Μπελ, καταχωρημένο στις συνειδήσεις ως αντιπροσωπευτικό της «λογοτεχνίας των ερειπίων», θα έχει αποκτήσει μια νέα διάσταση, χάρη στις «Απόψεις ενός κλόουν» (1963). Πρωταγωνιστής εδώ είναι ένας γόνος πλούσιας και ισχυρής οικογένειας που έχει εγκαταλείψει το πατρικό του, αηδιασμένος από την υποκρισία και την ψευτιά των δικών του κι εκείνων που τους περιστοιχίζουν. Σ' αυτό το μυθιστόρημα ο Μπελ στέκεται κριτικά απέναντι στο κυρίαρχο πνεύμα της ανόρθωσης της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας και μέσω του ήρωά του, σατιρίζει από τον πνευματικό κομφορισμό των συγχρόνων του και το πολιτικό κατεστημένο μέχρι την επίσημη, συντηρητική ρωμαϊκαθολική Εκκλησία, με την οποία ο ίδιος, αν και βαθύτατα πιστός, θα έρθει σύντομα σε οριστική ρήξη.

Κι έπειτα, το 1971, ξαναπιάνοντας όλα τα θέματα που τον είχαν απασχολήσει ως τότε, δίνει το θεωρούμενο από πολλούς magnum opus του, ένα μυθιστόρημα που μοιάζει με ντοκιμαντέρ και το οποίο θα γυριστεί αργότερα σε ταινία με πρωταγωνίστρια τη Ρόμι Σνάιντερ, το "Ομαδικό πορτέτο με μια κυρία": μια τοιχογραφία της γερμανικής κοινωνίας από τις αρχές ως τα μέσα του 20ού αιώνα, δοσμένη μέσα από ένα κολάζ αναρίθμητων μαρτυριών γύρω από την ζωή και την προσωπικότητα μιας "σχεδόν τέλειας" ανθρώπινης ύπαρξης, της Λένι. Με επίκεντρο αυτήν την απλή, δίχως ίχνος ηρωισμού, εσωστρεφή γυναίκα που έζησε τη γιγάντωση του ναζισμού κι επέζησε του πολέμου, που υπέστη ένα σωρό φρικαλεότητες και απώλειες χωρίς να χάσει την δύναμη και την ανθρωπιά της, ο Χάινριχ Μπελ ζωντανεύει ένα πλήθος χαρακτήρων –μεγαλοβιομήχανους και μεγαλοεπιχειρηματίες, στρατιώτες, μετανάστες και εργάτες, πόρνες, νοσοκόμες και καλόγριες, επιτυχημένους κι ατιδραστικούς, αποτυχημένους και καιροσκόπους- φιλοτεχνώντας με φαινομενική αφέλεια αλλά και με απίστευση οξυδέρκεια το πορτρέτο ενός ολόκληρου λαού σε κρίση. Μετά από αυτό το μυθιστόρημα, το 1972, τιμήθηκε με Νόμπελ, παραλαμβάνοντας το πρώτο που δινόταν σε συγγραφέα της χώρας του έπειτα από εκείνο στον Τόμας Μαν το μακρινό 1929. Να πώς κατέληγε η ομιλία του γραμματέα της Σουηδικής Ακαδημίας κατά την τελετή απονομής του βραβείου: "Η ανανέωση στο χώρο της γερμανικής λογοτεχνίας, που έκφρασή της αποτελεί η πνευματική δημιουργία του Χάινριχ Μπελ και στην οποία συνέβαλε τόσο αποφασιστικά ο ίδιος, δεν είναι μορφικό πείραμα: όποιος απειλείται με πνιγμό δεν νοιάζεται πώς να κολυμπήσει περίτεχνα. Εδώ βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια ανανέωση που πηγάζει από την καταστροφή, με μια ζωή που ανασταίνεται, με μια πνευματική σπορά που τράφηκε από την νοσταλγία μέσα σε παγερές νύχτες, που φυτρώνει, βγαίνει στο φως και γεννάει καρπούς για να μας θρέψει και να μας ωφελήσει όλους. Τέτοιες προσφορές ήθελε να τιμήσει με το βραβείο του ο Αλφρεντ Νόμπελ".

Χάϊνριχ Μπελ: Η μοναχική περίπτωση ενός ουμανιστή και ακτιβιστή συγγραφέα Facebook Twitter
Oξύς θα σταθεί και με τον κίτρινο τύπο, οι πρακτικές του οποίου θα του εμπνεύσουν την «Χαμένη τιμή της Καταρίνα Μπλουμ». Μια νουβέλα για το πώς γεννιέται και για το πού μπορεί να οδηγήσει η βία, όπου υπογραμμίζεται ο ρόλος της γλώσσας ως εργαλείο δημαγωγίας και η οποία, χάρη και στην κινηματογραφική μεταφορά της από τον Φόλκερ Σλέντορφ, αποδείχτηκε το δημοφιλέστερο έργο του.

Σημαντικό μέρος των χρημάτων που συνόδευαν το βραβείο, ο Μπελ θα τα διαθέσει για να βοηθήσει τις οικογένειες συγγραφέων άλλων χωρών που βρίσκονταν φυλακισμένοι για τις ιδέες τους, και στο δικό του σπίτι είναι που θα βρεί καταφύγιο ο Σολτσενίτσιν όταν αποπέμφθηκε από τη Σοβιετική Ένωση. Διόλου τυχαίο που, επί δικτατορίας, επισκέφτηκε και την Ελλάδα, προκαλώντας στο χουντικό καθεστώς τεράστια δυσφορία. Πρόεδρος τώρα του διεθνούς PEN και πάντα έτοιμος ν' αναμιχθεί στα πολιτικά πράγματα –«ποτέ μου δεν ξεχώρισα την λογοτεχνία από την πολιτική, το κάθε τι που γράφεις, ακόμα κι ένα ποίημα, είναι μια πολιτική πράξη εφόσον κοινοποιείται»- ο Μπελ θα υποστηρίξει ανοιχτά τους Σοσιαλδημοκράτες χωρίς ωστόσο να μετριάσει την κριτική του για την στάση του κόμματος απέναντι στην άκρα αριστερά. Αντίστοιχα οξύς θα σταθεί και με τον κίτρινο τύπο, οι πρακτικές του οποίου θα του εμπνεύσουν την «Χαμένη τιμή της Καταρίνα Μπλουμ». Μια νουβέλα για το πώς γεννιέται και για το πού μπορεί να οδηγήσει η βία, όπου υπογραμμίζεται ο ρόλος της γλώσσας ως εργαλείο δημαγωγίας και η οποία, χάρη και στην κινηματογραφική μεταφορά της από τον Φόλκερ Σλέντορφ, αποδείχτηκε το δημοφιλέστερο έργο του.

Οι πρώτες μεταφράσεις του Μπελ στην Ελλάδα έγιναν αμέσως μετά τη βράβευσή του με Νόμπελ από τον Γιάννη Λάμψα και τις εκδόσεις Ζάρβανος, ενώ στη δεκαετία του '80 τη σκυτάλη πήραν οι εκδόσεις Γράμματα. Σήμερα, από τη βάση της Biblionet φαίνεται ότι βρίσκονται σε κυκλοφορία δεκατρία βιβλία του (από τα Γράμματα, τον Πατάκη, το Μεταίχμιο και τις εκδόσεις Πόλις) ανάμεσα στα οποία το προτελευταίο του μυθιστόρημα «Ασφυκτική προστασία» και το κύκνειο άσμα του «Γυναίκες σε τοπίο με ποτάμι». Στα χρόνια που μεσολάβησαν από τον θάνατό του, το 1985, η τέχνη της μυθοπλασίας σαν να έχασε μέρος του ειδικού της βάρους στην κοινωνία. Ο ίδιος ωστόσο επέμενε –και καλό είναι να το θυμόμαστε στη χρησιμοθηρική εποχή μας- ότι «συγκρίνοντας κανείς ένα βιβλίο ιστορίας μ' ένα καλό μυθιστόρημα που έχει γραφτεί την ίδια περίοδο, θα βρεί στο δεύτερο πολύ περισσότερες όψεις της πραγματικότητας απ΄ όσες στο πρώτο. Τα ιστορικά βιβλία προσφέρουν τις βασικές γραμμές, τα γεγονότα, αλλά αποσιωπούν τις λεπτομέρειες που δικαιολογούν τα όσα συνέβησαν. Ο ιστορικός βάζει στο ίδιο τσουβάλι φαινόμενα που έχουν μικρές ή μεγάλες διαφορές μεταξύ τους. Κανονικά οι διαφορές αυτές δεν θα έπρεπε να χάνονται, γιατί αναδεικνύουν την πολυμορφία μιας πραγματικότητας. Κι αυτήν την πολυμορφία καλείται να υπηρετήσει το μυθιστόρημα κι ο μυθιστοριογράφος».

Βιβλίο
0

ΚΙΝΗΣΗ ΤΩΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Ο Γκάρι Ιντιάνα δεν μένει πια εδώ 

Απώλειες / Γκάρι Ιντιάνα (1950-2024): Ένας queer ήρωας του νεοϋορκέζικου underground

Συγγραφέας, ηθοποιός, πολυτάλαντος καλλιτέχνης, κριτικός τέχνης, ονομαστός και συχνά καυστικός ακόμα και με προσωπικούς του φίλους, o Γκάρι Ιντιάνα πέθανε τον περασμένο μήνα από καρκίνο σε ηλικία 74 ετών.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Τζούλια Τσιακίρη

Οι Αθηναίοι / Τζούλια Τσιακίρη: «Οι ταβερνιάρηδες είναι ευεργέτες του γένους»

Με διαλείμματα στο Παρίσι και τη Νέα Υόρκη, έχει περάσει όλη της τη ζωή στο κέντρο της Αθήνας - το ξέρει σαν την παλάμη της. Έχει συνομιλήσει και συνεργαστεί με την αθηναϊκη ιντελεγκέντσια, είναι άλλωστε κομμάτι της. Εδώ και 60 χρόνια, με τη χειροποίητη, λεπτολόγα δουλειά της στον χώρο του βιβλίου και με τις εκδόσεις «Το Ροδακιό» ήξερε ότι δεν πάει για τα πολλά. Αλλά δεν μετανιώνει για τίποτα απ’ όσα της επιφύλαξε η μοίρα «εις τον ρουν της τρικυμιώδους ζωής της».
ΖΩΗ ΠΑΡΑΣΙΔΗ
«H woke ατζέντα του Μεσοπολέμου», μια έκδοση-ντοκουμέντο

Βιβλίο / Woke ατζέντα είχαμε ήδη από τον Μεσοπόλεμο

Μέσα από τις «12 queer ιστορίες που απασχόλησαν τις αθηναϊκές εφημερίδες πριν από έναν αιώνα», όπως αναφέρει ο υπότιτλος του εν λόγω βιβλίου που έχει τη μορφή ημερολογιακής ατζέντας, αποκαλύπτεται ένας ολόκληρος κόσμος βαμμένος στα χρώματα ενός πρώιμου ουράνιου τόξου.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Αθηναϊκές πολυκατοικίες: Η πιο ζωντανή ιστορία της πρωτεύουσας

Βιβλίο / Αθηναϊκές πολυκατοικίες: Η πιο ζωντανή ιστορία της πρωτεύουσας

Μια νέα ερευνητική έκδοση του Ιδρύματος Ωνάση, ευχάριστη και ζωντανή, αφηγείται την ιστορία της πολυκατοικίας αλλά και της πόλης μας με τις μεγάλες και τις μικρότερες αλλαγές της, μέσα από 37 ιστορίες.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Χυδαιότητα, ένα ελάττωμα της νεωτερικότητας

Βιβλίο / Χυδαιότητα, ένα ελάττωμα της εποχής μας

Το δοκίμιο «Νεωτερικότητα και χυδαιότητα» του Γάλλου συγγραφέα Μπερτράν Μπιφόν εξετάζει το φαινόμενο της εξάπλωσης της χυδαιότητας στην εποχή της νεωτερικότητας και διερευνά τη φύση, τα αίτια και το αντίδοτό της.
ΕΙΡΗΝΗ ΓΙΑΝΝΑΚΗ
«Μαθαίνεις να υπάρχεις μέσα στο γράψιμο και αυτό είναι επικίνδυνο»

Βιβλίο / «Μαθαίνεις να υπάρχεις μέσα στο γράψιμο και αυτό είναι επικίνδυνο»

Μια κουβέντα με τη Δανάη Σιώζιου, μία από τις πιο σημαντικές ποιήτριες της νέας γενιάς, που την έχουν καθορίσει ιστορίες δυσκολιών και φτώχειας και της οποίας το έργο έχει μεταφραστεί σε πάνω από 20 γλώσσες.
M. HULOT
«Τα περισσότερα περιστατικά αστυνομικής βίας εκδηλώνονται σε βάρος ειρηνικών διαδηλωτών»  

Βιβλίο / «Τα περισσότερα περιστατικά αστυνομικής βίας εκδηλώνονται σε βάρος ειρηνικών διαδηλωτών»  

Μια επίκαιρη συζήτηση με την εγκληματολόγο Αναστασία Τσουκαλά για ένα πρόβλημα που θεωρεί «πρωτίστως αξιακό», με αφορμή την κυκλοφορία του τελευταίου της βιβλίου της το οποίο αφιερώνει «στα θύματα, που μάταια αναζήτησαν δικαιοσύνη».
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΠΕΞ Η διαμάχη ανάμεσα στην Τζόαν Ντίντιον και την Ιβ Μπάμπιτζ συνεχίζεται και μετά θάνατον σε μια «διπλή» βιογραφία

Βιβλίο / Τζόαν Ντίντιον vs. Iβ Μπάμπιτζ: Μια διαμάχη που συνεχίζεται και μετά θάνατον

Η Ντίντιον και η Μπάμπιτζ πέθαναν με διαφορά έξι ημερών τον Δεκέμβριο του 2021: «Θέλω να πιστεύω ότι η Τζόαν Ντίντιον έζησε μια επιπλέον εβδομάδα από κακία», είχε γράψει τότε μια δημοσιογράφος σε ένα tweet που έγινε viral.
THE LIFO TEAM