Είναι λογικό να απορεί κανείς πώς ένα βιβλίο για τα χέλια μπορεί να γίνει διεθνές μπεστ σέλερ μέσα στην καραντίνα και ο συγγραφέας του από τους πιο δημοφιλείς παγκοσμίως. Μόλις ξεκινήσεις να το διαβάζεις, όμως, καταλαβαίνεις γιατί το «Βιβλίο των χελιών» είναι ένα από τα πιο συναρπαστικά βιβλία που κυκλοφόρησαν τους τελευταίους μήνες και γιατί προκαλεί τόσο μεγάλο ενδιαφέρον σε όποια χώρα κι αν κυκλοφορεί.
Επειδή το χέλι είναι ίσως το πιο μυστηριώδες (και άγνωστο) πλάσμα στον πλανήτη, με έναν κύκλο ζωής που απασχολεί εδώ και αιώνες επιστήμονες και φιλοσόφους, από τον Αριστοτέλη μέχρι τον Φρόιντ, και ακόμα και στη σύγχρονη εποχή της αλματώδους τεχνολογικής και επιστημονικής ανάπτυξης αφήνει αναπάντητα ερωτήματα: γιατί δεν έχει δει ποτέ κανείς δύο χέλια να ζευγαρώνουν; Πώς είναι δυνατό να περιμένουν σχεδόν έναν αιώνα για να αναζητήσουν ταίρι, φτάνοντας γι' αυτό στα βάθη του ωκεανού; Και γιατί γεννιούνται (και επιστρέφουν να πεθάνουν) μόνο στη Θάλασσα των Σαργασσών, και πουθενά αλλού;
Ο Σουηδός δημοσιογράφος Πάτρικ Σβένσον στο πρώτο του βιβλίο επιχειρεί να κάνει μια μελέτη για το αινιγματικό αυτό ψάρι και καταφέρνει κάτι μοναδικό, να συνδυάσει την αυτοβιογραφία και την προσωπική του σχέση με το χέλι με τη φυσική ιστορία, την έρευνα, τη φιλοσοφία και τη λογοτεχνία σε ένα γοητευτικό υβριδικό αφήγημα που σου υπενθυμίζει πόσο θαυμαστός (αλλά και πόσο άγνωστος) είναι ο κόσμος που ζούμε. Το «Βιβλίο των χελιών» τού χάρισε πρόσφατα το August Prize, ένα βραβείο υψηλού συγγραφικού κύρους και το πιο σημαντικό λογοτεχνικό βραβείο στη Σουηδία.
Η Θάλασσα των Σαργασσών είναι το μέρος όπου γεννιούνται τα χέλια ολόκληρης της γης, κάθε ποταμιού και κάθε λίμνης στον πλανήτη. Και εδώ καταλήγουν για να πολλαπλασιαστούν κάθε άνοιξη τα αναπαραγωγικά ώριμα χέλια, εδώ γεννούν και γονιμοποιούν τα αυγά τους.
«Έγραψα το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου σε έξι μήνες, σε κατάσταση παραληρήματος» λέει. «Το να βρω τις σωστές πηγές, τις αυθεντικές, ήταν μία από τις πιο μεγάλες προκλήσεις. Αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να ψάξω σε πολλά επιστημονικά άρθρα και εργασίες. Πέρασα όλη την παιδική μου ηλικία ψαρεύοντας χέλια με τον πατέρα μου και πάντα με γοήτευαν, τα θεωρούσα συναρπαστικά πλάσματα από μικρό παιδί. Το πρώτο πράγμα που θυμάμαι είναι το μέρος όπου πηγαίναμε να τα ψαρέψουμε, σε ένα μικρό ποτάμι. Ήταν ένα πολύ ξεχωριστό μέρος, πολύ όμορφο, από το οποίο έχω πολύ έντονες αναμνήσεις. Ήμασταν πάντα μόνο οι δυο μας, αργά τις καλοκαιρινές νύχτες, ψαρεύοντας μαζί, σιωπηλά.
Τώρα καταλαβαίνω ότι εκείνες οι νύχτες ήταν πολύ σημαντικές για μας, μας έφεραν πολύ κοντά κατά κάποιον τρόπο. Μπορεί να μην είχαμε τίποτε άλλο κοινό, αλλά πάντα είχαμε, τουλάχιστον, το ψάρεμα των χελιών. Ο πατέρας μου μού είπε σε πόσο μεγάλη ηλικία μπορούν να φτάσουν, ότι μπορούν να επιβιώσουν για ώρες στη στεριά, ότι μπορούν να περάσουν από διαφορετικά στάδια μεταμόρφωσης, ότι αλλάζουν σχήμα. Μου είπε επίσης ότι όλα τα χέλια γεννιούνται στη Θάλασσα των Σαργασσών, πολύ μακριά, στον Ατλαντικό Ωκεανό. Τη θεωρούσα ένα παραμυθένιο μέρος».
Με τη Θάλασσα των Σαργασσών συμβαίνει ό,τι με τα όνειρα: σπάνια μπορείς να πεις με σιγουριά πότε μπαίνεις και πότε βγαίνεις. Απλώς ξέρεις ότι βρέθηκες εκεί. Εκτείνεται στα ανατολικά των βορειοαμερικανικών ακτών, κάπου στα βορειοανατολικά της Κούβας και των νησιών Μπαχάμες, όμως ταυτόχρονα βρίσκεται σε αέναη κίνηση. Αυτή η κινητικότητα σχετίζεται με το ότι η Θάλασσα των Σαργασσών δεν οριοθετείται από ακτογραμμές αλλά προσδιορίζεται μόνο από τέσσερα δυνατά ρεύματα: το ζωογόνο Ρεύμα του Κόλπου στα δυτικά, το σύμπλεγμα υδάτινων μαζών που φέρει το όνομα «Βορειοατλαντικό Ρεύμα» στα βόρεια, το Ρεύμα των Καναρίων στα ανατολικά και το Ισημερινό Ρεύμα του Βόρειου Ατλαντικού στα νότια.
Στη Θάλασσα των Σαργασσών πέντε εκατομμύρια κυβικά χιλιόμετρα αργοσαλεύουν μέσα στον κλειστό κύκλο των ρευμάτων σαν ζεστός στρόβιλος. Ό,τι εισέρχεται εκεί δεν εξέρχεται το ίδιο εύκολα. Το νερό είναι βαθύ μπλε και διάφανο, ο βυθός φτάνει σε σημεία τα επτά χιλιάδες μέτρα και στην επιφάνειά του επιπλέουν τεράστια χαλιά από κολλώδη καφετιά φύκια. Τα λένε φύκια σάργασο και από αυτά έχει πάρει το όνομά της η θάλασσα. Η Θάλασσα των Σαργασσών είναι το μέρος όπου γεννιούνται τα χέλια ολόκληρης της γης, κάθε ποταμιού και κάθε λίμνης στον πλανήτη. Και εδώ καταλήγουν για να πολλαπλασιαστούν κάθε άνοιξη τα αναπαραγωγικά ώριμα χέλια, εδώ γεννούν και γονιμοποιούν τα αυγά τους.
«Τα χέλια γεννιούνται ως μικρές προνύμφες που ονομάζονται "λεπτοκέφαλοι" στη Θάλασσα των Σαργασσών» εξηγεί ο Πάτρικ. «Παρασύρονται από τα θαλάσσια ρεύματα, διασχίζοντας τον ωκεανό μέχρι την Ευρώπη, και μετατρέπονται σε "υαλόχελα". Τα υαλόχελα μεταναστεύουν στο γλυκό νερό και γίνονται κιτρινόχελα. Τα κιτρινόχελα στη συνέχεια περνούν την πιο μεγάλη περίοδο της ζωής τους σε μια λίμνη ή ένα ποτάμι, μένοντας σε μια κατάσταση παθητικότητας σε ένα μέρος για πολλά χρόνια. Αλλά μετά, ένα φθινόπωρο, το κιτρινόχελο βγαίνει κολυμπώντας ξανά στον ωκεανό, μετατρέπεται στο ασημόχελο και κάνει όλη τη διαδρομή προς τη Θάλασσα των Σαργασσών, ζευγαρώνει και μετά πεθαίνει. Αυτός είναι ο κύκλος ζωής ενός χελιού και από μόνος του είναι μια απίθανη ιστορία.
Το ευρωπαϊκό χέλι Ανγκουίλα Ανγκουίλα είναι ένα ψάρι που ζει και στο θαλασσινό και στο γλυκό νερό. Και μπορεί να ζήσει πολλά χρόνια. Οι επιστήμονες γνωρίζουν με σιγουριά περιπτώσεις χελιών που ξεπέρασαν τα 85 χρόνια. Και υπάρχουν ιστορίες για χέλια που έχουν ζήσει πάνω από 150 χρόνια. Απ' όσο ξέρουμε, όλα τα ευρωπαϊκά χέλια γεννιούνται στη Θάλασσα των Σαργασσών. Το πώς βρίσκουν τον δρόμο τους για εκεί και πώς οι προνύμφες βρίσκουν τον δρόμο για την Ευρώπη, διασχίζοντας τον Ατλαντικό Ωκεανό, είναι ένα μυστήριο, αλλά πιθανόν χρησιμοποιούν την όσφρησή τους και επίσης κάποιου είδους ηλεκτρομαγνητική αίσθηση.
Ο λόγος που τα χέλια πηγαίνουν στη Θάλασσα των Σαργασσών για να ζευγαρώσουν και δεν ζευγαρώνουν πουθενά αλλού δεν μπορεί ξεκάθαρα να απαντηθεί. Η θεωρία είναι ότι μόνο εκεί οι συνθήκες –περιεκτικότητα σε αλάτι, πίεση, θερμοκρασία‒ είναι τέλειες για την αναπαραγωγή των χελιών».
Το κιτρινόχελο ανεβαίνει ρυάκια, ποταμούς και χειμάρρους και ελίσσεται εξίσου εύκολα στα ρηχά και πλέον δύσβατα νερά, όπως και στα πιο δυνατά ρεύματα. Μπορεί να κολυμπήσει σε θολές λίμνες και ήρεμα ποτάμια, σε άγριους χειμάρρους αλλά και σε ζεστά, μικρά φράγματα. Αν χρειαστεί, μπορεί να συρθεί σε βάλτους και χαντάκια. Δεν επιτρέπει στον εαυτό του να περιορίζεται σε εξωτερικές παρεμβολές. Όταν όλες οι εναλλακτικές έχουν εξαντληθεί, μπορεί να περιπλανηθεί ακόμα και στη στεριά: να συρθεί μέσα σε πυκνή βλάστηση και στο γρασίδι και να περιπλανηθεί ώρες μέχρι να φτάσει σε καινούργια ύδατα. Έτσι, λοιπόν, το χέλι υπερβαίνει τα όρια του ψαριού.
Μπορεί να διασχίσει εκατοντάδες χιλιόμετρα, ακούραστα και αγόγγυστα, παλεύοντας με ό,τι παρουσιαστεί στον δρόμο του, μέχρι να αποφασίσει ξαφνικά να εγκατασταθεί κάπου. Δεν έχει υψηλές απαιτήσεις από το σπίτι του, η κατοικία του είναι απλώς ένα περιβάλλον στο οποίο θα προσαρμοστεί, θα σκληραγωγηθεί και θα το γνωρίσει καλύτερα: ένα ποτάμι ή μια λίμνη με λασπώδη βυθό, που καλό θα ήταν να έχει μερικές πέτρες και κοιλότητες, για να κρύβεται, και αρκετό φαΐ.
Όταν βρει το σπίτι του, κάθεται εκεί χρόνια ολόκληρα και κινείται περιμετρικά σε απόσταση εκατό μέτρων. Εάν ανώτερες εξωτερικές δυνάμεις το αναγκάσουν να μετακινηθεί, επιστρέφει το συντομότερο στο μέρος που έχει διαλέξει για σπίτι του. Χέλια που κατά καιρούς χρησιμοποιήθηκαν σε πειράματα εξοπλίστηκαν με ραδιοπομπούς και αφέθηκαν ελεύθερα αρκετά χιλιόμετρα μακριά από τα μέρη στα οποία αιχμαλωτίστηκαν. Μέσα σε μία εβδομάδα επέστρεψαν ακριβώς στα σημεία απ' όπου τα αλίευσαν. Κανείς δεν γνωρίζει πώς βρήκαν τον δρόμο τους.
Το κιτρινόχελο είναι μοναχικό ον. Συνήθως ζει μόνο του και οι δραστηριότητές του εξαρτώνται από τις εποχές του έτους. Όταν κάνει κρύο, μπορεί για πολύ καιρό να κάθεται εντελώς ακίνητο στον βυθό ή κάπου κάπου να σχηματίζει με άλλα χέλια ένα μπερδεμένο κουβάρι. Έτσι, ζει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του με την καφεκίτρινη περιβολή του, σε μια κατάσταση μεταξύ ενεργητικότητητας και παθητικότητας, και δείχνει να μην έχει κάποιον ιδιαίτερο στόχο, εκτός από την καθημερνή αναζήτηση τροφής και στέγης. Λες και η ζωή είναι πρωτίστως η αναμονή, λες και το νόημα βρίσκεται στο μεσοδιάστημα ή σε ένα αφηρημένο μέλλον, που μόνο η υπομονή μπορεί να επισπεύσει.
Αυτή η ζωή είναι μεγάλη. Ένα χέλι που θα έχει την ευτυχία να μη βιώσει ασθένειες και ατυχήματα μπορεί να ζήσει πενήντα χρόνια στο ίδιο μέρος. Υπάρχουν σουηδικά χέλια που σε συνθήκες αιχμαλωσίας έζησαν πάνω από ογδόντα χρόνια. Όσο δεν εκπληρώνει τον σκοπό της ύπαρξής του, δηλαδή την αναπαραγωγή, μπορεί θεωρητικά να ζήσει άπειρα χρόνια. Λες και θα μπορούσε να περιμένει για πάντα.
Κάποια στιγμή, όμως, συνήθως μετά τα δεκαπέντε και μέχρι τα τριάντα του χρόνια, το χέλι που ζει την άγρια αυτή ζωή αποφασίζει να αναπαραχθεί. Από πού πηγάζει αυτή η απόφαση δεν έχουμε ιδέα – όταν όμως ληφθεί, η παθητική ύπαρξη του χελιού τερματίζεται βίαια και η ζωή του παίρνει εντελώς διαφορετική τροπή. Αρχίζει να κατευθύνεται προς τη θάλασσα και υφίσταται την τελευταία του μεταμόρφωση. Η μουντή και κάπως θολή καφεκίτρινη αμφίεσή του εξαφανίζεται, οι αποχρώσεις του δέρματός του τονίζονται και αστράφτουν, η ράχη του μαυρίζει, τα πλευρά του ασημίζουν και το περίγραμμά του διαγράφεται με σαφείς γραμμές – λες και όλη η ύπαρξή του αντανακλά ξαφνικά τη συνειδητοποίηση ενός σκοπού. Το κιτρινόχελο μεταμορφώνεται σε ασημόχελο. Αυτό είναι το τέταρτο στάδιο του χελιού.
Ο νεαρός Ζίγκμουντ Φρόιντ έδωσε μάχη με το ζήτημα των χελιών. Το 1878 πήγε στην Τεργέστη και προσπάθησε να αποδείξει ότι τα χέλια έχουν σεξουαλικές διαφορές. Ήθελε να βρει ένα αρσενικό χέλι με ανεπτυγμένα γεννητικά όργανα, έναν όρχι. Μελέτησε περισσότερα από 400 χέλια για έναν μήνα, αλλά δεν κατάφερε να εντοπίσει σε αυτά ούτε έναν μικρό όρχι. Ίσως από κει να γεννήθηκε η θεωρία του για τον «φθόνο του πέους».
«Τα χέλια ζευγαρώνουν μόνο μία φορά στη ζωή τους» λέει ο Πάτρικ. «Στην ουσία γίνονται ώριμα σεξουαλικά ως ασημένια χέλια, στον δρόμο της επιστροφής στη Θάλασσα των Σαργασσών».
Όταν φτάνει το φθινόπωρο με τα προστατευτικά σκοτάδια του, το ασημόχελο παίρνει τον δρόμο για τον Ατλαντικό Ωκεανό και από κει για τη Θάλασσα των Σαργασσών. Τότε, και αυτό φαίνεται να γίνεται εντελώς συνειδητά, το σώμα του προσαρμόζεται απόλυτα στις προϋποθέσεις του ταξιδιού: τα αναπαραγωγικά του όργανα ωριμάζουν, τα πτερύγια μακραίνουν και δυναμώνουν, ώστε να κολυμπάει ταχύτερα, τα μάτια μεγαλώνουν και παίρνουν μπλε χρώμα για να μπορεί να βλέπει καλύτερα μέσα στα σκοτεινά βάθη της θάλασσας, το πεπτικό σύστημα σταματάει εντελώς να λειτουργεί, το στομάχι διαλύεται.
Όλη η απαιτούμενη ενέργεια προέρχεται από τα αποθέματα λίπους του. Το σώμα γεμίζει γόνο ή σπέρμα. Κολυμπάει πέντε μίλια τη μέρα, συχνά σε βάθος χιλίων μέτρων κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας. Γι' αυτό το ταξίδι ο άνθρωπος γνωρίζει ελάχιστα. Ίσως διαρκεί έξι μήνες, ίσως το χέλι κάπου σταματάει να ξεχειμωνιάσει. Είναι ένα μακρύ και ασκητικό ταξίδι. Έχει αποδειχτεί ότι ένα ασημόχελο σε συνθήκες αιχμαλωσίας μπορεί να ζήσει μέχρι και τέσσερα χρόνια χωρίς τροφή.
«Πάντα με ενδιάφεραν οι φυσικές επιστήμες, στη διαδικασία παραγωγής της γνώσης» λέει ο Πάτρικ, εξηγώντας τους λόγους που ξεκίνησε να γράφει το βιβλίο, το οποίο, πέρα από τις γνώσεις που σου προσφέρει, έχει και λογοτεχνική αξία. Είναι ένα βιβλίο που δύσκολα αφήνεις από τα χέρια σου αν ξεκινήσεις να το διαβάζεις, ένα βιβλίο για τον ίδιο και την οικογένειά του, που του δίνει μια ελευθερία να αφηγηθεί όσα δεν θα έλεγε ποτέ σε μια αυτοβιογραφία.
«Τα χέλια μού έδωσαν κάτι για να καλυφθώ και να μπορώ να πω πράγματα προσωπικά, που διαφορετικά δεν θα τα έλεγα» εξηγεί. «Θέλω να κατανοήσω πώς δουλεύει η επιστήμη, πώς γνωρίσαμε τα πράγματα που γνωρίζουμε και γιατί είναι σημαντικό να προσπαθούμε συνεχώς να καταλάβουμε τον κόσμο γύρω μας. Η μέθοδος που είχα στο γράψιμό μου ήταν να μη ρωτάω μόνο "τι γνωρίζουμε για τα χέλια;" αλλά επίσης και "πώς γνωρίσαμε τα πράγματα που γνωρίζουμε;". Κι όταν βρεις τις ιστορίες και τους χαρακτήρες, αυτές οι απαντήσεις είναι που μετατρέπουν την επιστημονική ιστορία σε φανταστική αφήγηση.
Με ιντρίγκαρε το γεγονός ότι είναι ιδιαίτερα δύσκολο για την επιστήμη να κατανοήσει τα χέλια. Για εκατοντάδες χρόνια οι επιστήμονες έχουν προσπαθήσει να καταλάβουν το χέλι, αλλά τις πιο πολλές φορές απέτυχαν. Φυσικά, έχει να κάνει με τον ξεχωριστό κύκλο ζωής του χελιού. Πρόκειται για ένα ζώο που είναι δύσκολο να το μελετήσεις και να το παρατηρήσεις. Αλλά το μυστήριο που το περιβάλλει είναι επίσης αυτό που κάνει το χέλι γοητευτικό και δικαιολογεί το γιατί τόσοι άνθρωποι έχουν προσπαθήσει να το καταλάβουν.
Εδώ και πολύ καιρό οι επιστήμονες μιλούν για το "ζήτημα των χελιών". Στην πραγματικότητα, είναι διαφορετικά τα ερωτήματα μέσα στα χρόνια. Τι είναι τα χέλια; Έχουν σεξουαλικές διαφορές; Υπάρχουν αρσενικά και θηλυκά; Πώς αναπαράγονται; Πού αναπαράγονται; Αυτές είναι οι ερωτήσεις που έχουν αποδειχτεί εξαιρετικά δύσκολο να απαντηθούν από τους επιστήμονες κι έτσι το χέλι έχει γίνει σχεδόν κάτι σαν θρύλος. Το ζήτημα του χελιού για κάποιους επιστήμονες έχει γίνει κάτι σαν το ιερό δισκοπότηρο.
Ο Αριστοτέλης μελέτησε τα χέλια και προσπάθησε να εξηγήσει πώς αναπαράγονται. Αλλά αφού δεν αναπτύσσουν γεννητικά όργανα μέχρι να βρεθούν στον δρόμο της επιστροφής, στη Θάλασσα των Σαραγασσών, δεν βρήκε καμία εξήγηση. Τότε έφτασε στο συμπέρασμα ότι τα χέλια δεν αναπαράγονται καθόλου. «Γεννιούνται από το τίποτα, μέσα στη λάσπη» είπε. Και αυτή ήταν μια ιδέα που επιβίωσε μέχρι τη μοντέρνα εποχή. Μέχρι το 1800 που, επιτέλους, η επιστήμη εξήγησε τελικά πώς αναπαράγονται.
Ο νεαρός Ζίγκμουντ Φρόιντ ήταν ένας από τους ανθρώπους που έδωσε μάχη με το ζήτημα των χελιών. Το 1878 πήγε στην Τεργέστη και προσπάθησε να αποδείξει ότι τα χέλια έχουν σεξουαλικές διαφορές. Ήθελε να βρει ένα αρσενικό χέλι με ανεπτυγμένα γεννητικά όργανα, έναν όρχι. Μελέτησε περισσότερα από 400 χέλια για έναν μήνα, αλλά δεν κατάφερε να εντοπίσει σε αυτά ούτε έναν μικρό όρχι. Ίσως από κει να γεννήθηκε η θεωρία του για τον «φθόνο του πέους».
Ανάμεσα στα διάφορα που σπούδασε ο Φρόιντ από την ηλικία των 17 ετών στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης (Ιατρική, Φιλοσοφία και Φυσιολογία) ήταν και η Ζωολογία, με καθηγητή τον διάσημο Καρλ Κλάους, έναν δηλωμένο δαρβινιστή και ειδικό στη θαλάσσια ζωολογία. Μέχρι τότε ήταν αδύνατο να ξεχωρίσεις ποιο χέλι ήταν αρσενικό και ποιο θηλυκό, αφού τα δύο φύλα, μέχρι να καταλήξουν ξανά στη Θάλασσα των Σαργασσών, λίγο πριν από το τέλος τους, δεν έχουν εξωτερικές βιολογικές διαφορές. Για να αποδειχτεί ότι έχουν βιολογικές διαφορές ο μόνος τρόπος ήταν να τα ανοίξει με νυστέρι ένας ειδικός στην ανατομία.
Αυτό έκανε ο Φρόιντ όταν μετακόμισε στην Τεργέστη: συναντούσε κάθε πρωί τους ψαράδες που έφταναν στο λιμάνι, προμηθευόταν χέλια και μετά τα άνοιγε με το νυστέρι για να ανακαλύψει το φύλο τους. Και επειδή θηλυκά άτομα είχαν εντοπιστεί ήδη και πιστοποιηθεί ανατομικά, έκανε σκοπό της ζωής του τον εντοπισμό όρχεων, καρατομώντας εκατοντάδες χέλια. Δυστυχώς, δεν κατάφερε ποτέ να βρει τον όρχι που έψαχνε, ωστόσο συνειδητοποίησε πόσο βαθιά κρυμμένες είναι κάποιες αλήθειες ‒ στα χέλια και στους ανθρώπους. Αυτός ήταν ο τρόπος με τον οποίο το χέλι έμελλε να επηρεάσει την σύγχρονη ψυχανάλυση.
«Ο Johannes Schmidt ήταν μία από τις πιο γοητευτικές φιγούρες στην επιστημονική ιστορία του χελιού» συνεχίζει ο Πάτρικ. «Στην αρχή του 1900 ήταν γνωστό ότι τα κιτρινόχελα μετατρέπονται σε ασημόχελα, ότι γίνονται σεξουαλικά ώριμα και μεταναστεύουν στον ωκεανό και εξαφανίζονται. Ήταν γνωστό επίσης ότι δεν επιστρέφουν ποτέ. Αλλά πού πηγαίνουν; Αυτή ήταν η μεγάλη ερώτηση για τα χέλια εκείνη την εποχή.
Ο Johannes Schmidt ήθελε να το ανακαλύψει και ανέπτυξε γι' αυτό μια μέθοδο. Ταξίδεψε με πλοίο στον Ατλαντικό Ωκεανό για να πιάσει τις νεογέννητες προνύμφες και το μέρος στο οποίο βρίσκονταν οι μικρότερες ‒όπου άρα είχαν εκκολαφθεί πιο πρόσφατα‒ θα μπορούσε να είναι και το μέρος όπου γεννήθηκαν, το μέρος όπου τα χέλια αναπαράγονται. Το μόνο πρόβλημα ήταν ότι αυτές οι προνύμφες ήταν πολύ μικρές και ο Ατλαντικός Ωκεανός πολύ μεγάλος. Έτσι, ο Schmidt έκανε ταξίδια για σχεδόν είκοσι χρόνια, πιάνοντας προνύμφες, πριν φτάσει στο μέρος που ήταν μόνο μερικά χιλιοστά σε μήκος και μπορούσε να πει: "Εδώ είναι που συμβαίνει, εδώ είναι το μέρος όπου αναπαράγονται τα χέλια". Και αυτή ήταν η Θάλασσα των Σαργασσών.
Έτσι το μάθαμε κι εμείς. Η γνώση γι' αυτό βασίζεται ολοκληρωτικά στην έρευνα του Schmidt. Ωστόσο, το μυστήριο παραμένει, γιατί ακόμη και σήμερα κανείς δεν έχει δει δύο χέλια να ζευγαρώνουν. Κανείς επίσης δεν έχει δει ένα χέλι στη Θάλασσα των Σαργασσών, ζωντανό ή νεκρό, έχουν δει μόνο τις μικρές προνύμφες.
Πολύ σημαντικό, επίσης, είναι ότι κανείς δεν έχει καταφέρει να ζευγαρώσει χέλια στην αιχμαλωσία. Επίσης, τα χέλια δεν εκτρέφονται, δεν μπορούμε να τα μεγαλώσουμε σε ιχθυοτροφεία, όπως κάνουμε π.χ. με τον σολομό».
Τη δεκαετία του 1980 Αμερικάνοι επιστήμονες έκαναν ένα πείραμα που θεώρησαν ότι θα λύσει το μυστήριο της αναπαραγωγής των χελιών. Πήραν 100 θηλυκά χέλια, τους χορήγησαν ορμόνες για να προκαλέσουν σεξουαλική ωριμότητα και τα προετοίμασαν για το ταξίδι στη Θάλασσα των Σαργασσών. Τα κουβάλησαν μέχρι εκεί με πλοίο και σχεδίαζαν να τα βάλουν σε κλουβιά με σημαδούρες και να τα παρακολουθούν συνεχώς, για να καταφέρουν να εντοπίσουν τα αρσενικά που θα προσέλκυαν. Δυστυχώς, τα 95 από αυτά πέθαναν κατά τη μεταφορά, πριν φτάσουν στη θάλασσα, και τα πέντε που απέμειναν, μόλις έριξαν τις σημαδούρες στο νερό, εξαφανίστηκαν μαζί με τα κλουβιά και τον εξοπλισμό που κουβαλούσαν.
Πριν τελειώσουμε την πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση, ο Σβένσον αναφέρει ότι το χέλι, παρότι υπάρχει παντού στον κόσμο και δεν το αντιλαμβάνεται εύκολα κανείς, είναι ένα είδος υπό εξαφάνιση.
«Οι επιστήμονες υπολογίζουν ότι ο αριθμός των χελιών έχει ελαττωθεί κατά 95% από τη δεκαετία του '70» λέει. «Και υπάρχουν αρκετοί λόγοι γι' αυτό: η κλιματική αλλαγή, η υπεραλίευση, τα φυτοφάρμακα, τα υδροηλεκτρικά εργοστάσια, οι νέες ασθένειες. Δεν γνωρίζουμε, στ' αλήθεια, ποιο πρόβλημα είναι πιο σοβαρό. Χρειάζεται να καταλάβουμε το χέλι καλύτερα για μπορέσουμε να το σώσουμε. Κι αυτό είναι το μεγαλύτερο ζήτημα με το χέλι σήμερα».
Η Σουηδία βλέπει τον αριθμό των χελιών να μειώνεται δραματικά τα τελευταία χρόνια. Παρότι το ψάρεμά τους είναι μακραίωνη παράδοση, σήμερα έχει περιοριστεί πολύ και η σωτηρία των χελιών είναι από τα βασικά θέματα που απασχολούν τις οργανώσεις για την προστασία του περιβάλλοντος. Ο Σβένσον έχει σταματήσει εδώ και χρόνια να ψαρεύει χέλια.
«Η ασχολία μου με τα χέλια νομίζω ότι με δίδαξε πολλά για την ανθρώπινη ανάγκη να καταλάβουμε τον κόσμο γύρω μας» λέει. «Αυτή την περιέργεια, που είναι μια απίστευτα μεγάλη δύναμη στην ιστορία της φυσικής επιστήμης. Την περιέργεια που ανάγκασε έναν Δανό επιστήμονα, όπως ο Johannes Schmidt, να κάνει ταξίδια παντού στον Ατλαντικό Ωκεανό για σχεδόν είκοσι χρόνια μόνο και μόνο για να καταφέρει να πει πού γεννιούνται τα χέλια. Αυτοί είναι οι χαρακτήρες που με γοητεύουν πραγματικά και νομίζω ότι είναι σημαντικό να λες την ιστορία αυτών των ανθρώπων...»