Σαν την ηδονιστική ζωγραφική του Γκογκέν, όπου τα νωχελικά και λυμένα σώματα μοιάζουν απροετοίμαστα γι' αυτό που πρόκειται να ενσκήψει, μοιάζουν οι σελίδες του Σόμερσετ Μωμ στην τόσο όμορφη συλλογή Χονολουλού και άλλα διηγήματα που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άγρα σε μετάφραση Παλμύρας Ισμυρίδου. Χρώματα ανάγλυφα σε νοτισμένες στη ζέστη και στην υγρασία ατμόσφαιρες περιγράφουν το φόντο όπου κινούνται οι απεγνωσμένοι χαρακτήρες, θυμίζοντας πως στις μακρινές αποικίες τα πράγματα και τα πρόσωπα δεν θα μπορούσαν, σχεδόν ποτέ, να είναι αλλιώς. Εδώ η αργή ζωή φέρνει στο φως όλη την έξαψη των συναισθημάτων, καθώς οι ήρωες, ζώντας μακριά από το ασφυκτικό περιβάλλον της αγγλοσαξονικής αγωγής, μπορούν, σχεδόν απενοχοποιημένα, να αφεθούν σε ό,τι αγαπούν και σε ό,τι τους πληγώνει. Πάθη και μίση ανακύπτουν με τρόπο κραταιό, με τις εμμονές να φαντάζουν εξίσου επιβλητικές με το τοπίο. Σημαντικό ρόλο ως εκ τούτου διαδραματίζουν οι περιγραφές που μεταφέρουν τον αναγνώστη με ακρίβεια στα πέρατα των βρετανικών αποικιών: Μαλαισία, Βόρνεο και Χαβάη συνιστούν ένα ατελείωτο ταμπλό βιβάν που απλώνεται ειρωνικά φωτεινό πάνω στο ψυχικό έρεβος. Όχι τυχαία και πάλι έρχονται στον νου οι φιγούρες του Γκογκέν –του οποίου τη βιογραφία, παρεμπιπτόντως, είχε γράψει ο Μωμ– που φαντάζουν αβοήθητες στην εσωτερική τους γύμνια: σαν εκείνες τις χαραγμένες στον μπλε, απόκοσμο φόντο εξωτικές μορφές που υπενθυμίζουν τον κύκλο της ζωής και του θανάτου (στον πίνακα με τον γνωστό τίτλο «Από πού ερχόμαστε; Τι είμαστε; Πού πάμε;). Ποτέ, άλλωστε, η χαρά στα μέρη αυτά δεν έχει διάρκεια: είναι απολύτως εφήμερη και επίπλαστη. Κι ο θάνατος επικρατεί συντριπτικά στο τέλος.
Η περιέργειά μου για τους ανθρώπους αποτελεί κομμάτι του επαγγέλματός μου: αναρωτήθηκα, λοιπόν, με ποιον τρόπο το γαλήνιο περιβάλλον, το φορτισμένο, παρ' όλα αυτά, με νοήματα υποφώσκοντα και σκοτεινά, επηρέαζε τον Φέδερστοουν στην καθημερινότητά του.
Ίσως αυτή να είναι η αποτρόπαια κατάληξη του αυτοκρατορικού κλέους της Μεγάλης Βρετανίας, με τις αποικίες να εμφανίζουν ήδη στις ιστορίες του Μωμ σαφή δείγματα κατάπτωσης και τους ήρωές τους να μοιάζουν τσακισμένοι και κενοί. Άλλοι δράττονται προσώρας του εξουσιαστικού πλαισίου που τους χαρίζει η ζωή στην αποικία ή στην ασφάλεια των όποιων τελετουργιών, όπως ο ξεπεσμένος σνομπ που βρίσκει καταφύγιο στην ανάγνωση της εφημερίδας στον «Απομακρυσμένο Σταθμό», ενώ άλλοι απλώς ακκίζονται στο μούχρωμα της ημέρας – όλοι όμως κατακρημνίζονται με τρόπο συντριπτικό. Σχεδόν άπαντες, πάλι, πίνουν τζιν πάχι ή παίζουν μπριτζ και δεν διστάζουν να ομολογήσουν την αγάπη τους για τους αγγλικούς κήπους σε σχέση με τα αδιαπέραστα μονοπάτια της ζούγκλας. Ενίοτε τα εκμεταλλεύονται κιόλας, όπως αυτό το διαβολικό ζευγάρι που κατάφερε να κρύψει τα ίχνη ενός ανεξιχνίαστου εγκλήματος στα «Χνάρια στη Ζούγκλα» – ιδού ένα ζεύγος δολοφόνων που κατά τα άλλα μπορεί να φαντάζει στα μάτια ενός ξένου καλόβολο, με αβρούς τρόπους και συμπαθητικό. Η μοχθηρία, άλλωστε, είναι πολύ καλά κρυμμένη για τον συγγραφέα Μωμ, ο οποίος φροντίζει να στήσει πάντα έναν καλά επεξεργασμένο χαρακτήρα, προκειμένου να αποκαλύψει, σαν κωδικοποιημένο γρίφο, τη διάρθρωση της κάθε ιστορίας. Διαβάζοντας, φέρ' ειπείν, τα «Χνάρια στη Ζούγκλα», που συνιστούν έναν ύψιστο φόρο τιμής στα αστυνομικά αναγνώσματα, ο αναγνώστης καλείται να μαντέψει τόσο τα απωθημένα ένστικτα όσο και το τραγικό τέλος. Ο θάνατος επιβάλλεται στους ήρωες με τον ίδιο σχεδόν τελετουργικό τρόπο που ένα κρις –εγχειρίδιο των ντόπιων– καρφώνεται στην καρδιά του καταραμένου λευκού, ο οποίος αδυνατεί να ξεφύγει από τον φαύλο κύκλο της μοίρας του ή να γλιτώσει από τον αδυσώπητο χαρακτήρα του. Οι εσωτερικοί κόσμοι δείχνουν έτσι να επιβάλουν στα πρόσωπα την κατάληξη που τους αρμόζει, σύμφωνα με τους άγραφους κανόνες των σαιξπηρικών τραγωδιών που διαμόρφωσαν το βρετανικό ασυνείδητο, αψηφώντας το εξωτερικό τοπίο. Αντίστοιχα, πάλι, το πανηγυρικό θάμβος της φύσης μοιάζει να ειρωνεύεται την αποτρόπαια έκβαση. Επενεργώντας με τρόπο αντιθετικό στον ταραγμένο ψυχισμό, οδηγεί τους μοναξιασμένους ήρωες σε σκιές αλλόκοτης έξαψης και σε ένα οδυνηρό τέλος: «Η αντίθεση ανάμεσα στο περιποιημένο γκαζόν, το τόσο ιδιότυπα εγγλέζικο, και την άγρια βλάστηση της ζούγκλας στο βάθος διήγειρε ευχάριστα τη φαντασία. Καθόμουν εκεί, διαβάζοντας και καπνίζοντας. Η περιέργειά μου για τους ανθρώπους αποτελεί κομμάτι του επαγγέλματός μου: αναρωτήθηκα, λοιπόν, με ποιον τρόπο το γαλήνιο περιβάλλον, το φορτισμένο, παρ' όλα αυτά, με νοήματα υποφώσκοντα και σκοτεινά, επηρέαζε τον Φέδερστοουν στην καθημερινότητά του. Το γνώριζε σε όλες τις εκφάνσεις του: την αυγή, όταν η ομίχλη σηκωνόταν από το ποτάμι, σαβανώνοντάς το με πέπλο φασματικό: μες στη λάμψη του μεσημεριού: και τέλος, όταν το σκιώδες δειλινό πρόβαλλε αργά από τη μεριά της ζούγκλας, σαν στρατιά που διεισδύει προσεκτικά σε ξένο έδαφος, προτού η νυχτερινή σιγαλιά σκεπάσει σε χλοερά λιβάδια τα πελώρια ανθισμένα δέντρα και τις περήφανες κυματίζουσες κάσιες. Διερωτήθηκα κατά πόσον η τρυφερή κι ωστόσο αλλόκοτα ζοφερή όψη του σκηνικού επηρέαζε ανεπίγνωστα το νευρικό του σύστημα και τη μοναξιά του, εμπνέοντάς του κάποιας λογής μυστικισμό, σε σημείο που η ίδια η ζωή του, η ζωή του ικανού διοικητή, του σπόρτσμαν και του ευχάριστου συντρόφου να φαντάζει ενίοτε στα μάτια του εξωπραγματική».
Και όντως, μπορεί να είναι αρκούντως εξωπραγματική στους Δυτικούς αναγνώστες, οι οποίοι νιώθουν να παρασύρονται από τις καλοστημένες ιστορίες για άνδρες που ανταγωνίζονται ο ένας τον άλλο σε ατέρμονες σχέσεις επικράτησης ή για αλλοτριωμένους πρωταγωνιστές, μπλεγμένους σε αδυσώπητους έρωτες. Η άγραφη αρχή που συνταράσσει τις ψυχρές πεποιθήσεις του Αγγλοσάξονα αποικιοκράτη αποδεικνύεται, ωστόσο, στα μέρη αυτά πολύ πιο δυνατή από οποιαδήποτε επιβαλλόμενη ποινή. Κι αυτό γιατί οι ντόπιοι μπορεί να αναγνωρίζουν το πλαίσιο της αποικιοκρατικής υποτέλειας, αλλά αρνούνται κατηγορηματικά να παραχωρήσουν στον κυρίαρχο την αξιοπρέπεια και την περηφάνια τους. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του πρωτόγονου Ουώκερ «με τη ζωτικότητα κτηνώδη, πληθωρική», από την αριστουργηματική ιστορία «Μάκιντος» που ανοίγει τη συλλογή, ο οποίος, όσο βάρβαρος και αν φαντάζει στο εξουσιαστικό παιχνίδι, φαίνεται να γνωρίζει σε βάθος τους άγραφους κανόνες. Αφήνεται, άλλωστε, στον θάνατο, όταν ακριβώς πιστεύει ότι τους παρέβη: κι είναι άκρως αμεσοδημοκρατικός ο τρόπος που οι ντόπιοι χειρίζονται την αποδιδόμενη δικαιοσύνη. Ενσωματώνοντας με τρόπο αριστουργηματικό και συμβολικό στις ιστορίες του όλα αυτά τα δεδομένα, ο Μωμ δεν διστάζει να παρασυρθεί ακόμα και στον μυστικισμό που χαρακτηρίζει τις περιοχές εκείνες – χαρακτηριστικό είναι το διήγημα «Οι Τέσσερις Ολλανδοί», βγαλμένο από τους πιο παραστατικούς στίχους του Καββαδία. Αν θέλεις να αναπαραστήσεις τη ζωή στην αποικία, δεν αρκεί να αποδώσεις με παραστατικά χρώματα τον μελαγχολικό καμβά της, αλλά καλείσαι να εισχωρήσεις στον κύκλο της ζωής και του θανάτου, επιτρέποντας μόνο στα πλάσματα που ακροβατούν σε αυτά τα όρια να στολίσουν αριστουργηματικά τις ιστορίες σου. Ίσως γι' αυτό ο ίδιος ο Μωμ επέλεξε συνειδητά να στρέψει την πλάτη στα νεωτερικά τερτίπια που ήταν τόσο της μόδας όταν έγραφε τα διηγήματά του –από τη δεκαετία του '20 έως του '40–, διατηρώντας τα σκήπτρα του επαρκούς παραμυθά που στήνει με αυστηρότητα και συνέπεια τα αφηγηματικά παιχνίδια του. «Όμως η ανθρώπινη φύση είναι απρόβλεπτη, και είναι ανόητος όποιος ισχυρίζεται ότι τη γνωρίζει», ενώ τα υπόλοιπα είναι απλώς «η δουλειά του Κυρίου, την Ημέρα της Κρίσεως». Ωστόσο, ένας φλεγματικός Ιρλανδο-βρετανός όπως ο Μωμ δεν θα μπορούσε να βάζει σε αυτό το δραματικό σημείο την οριστική τελεία του: «Να λείπει το βύσσινο» είναι η τελική απάντηση που έρχεται ειρωνικά να επιβεβαιώσει πως ο μοναδικός που έχει καταφέρει να κοιτάξει κατάματα τον Θεό είναι τελικά ο ίδιος ο συγγραφέας.