Η ΑΘΗΝΑ ΤΩΝ ΠΟΛΛΑΠΛΩΝ ΤΑΥΤΟΤΗΤΩΝ με αυτό το παλίμψηστο διαφορετικών εποχών και επιρροών δεν είναι μόνο μια χαοτική πόλη χτισμένη πάνω στα κατάλοιπα της αρχαιοελληνικής της δόξας, με την Ακρόπολη να δεσπόζει μέχρι σήμερα στο κέντρο της. Είναι μια πόλη που ακόμα και όταν έπαψε να είναι η Αθήνα του Περικλή, που τόσο δόξασε ο Θουκυδίδης, συνέχισε να συνιστά το κέντρο βάρους και κυρίως της φαντασίωσης όλων των ηγεμόνων και των αυτοκρατόρων, οι οποίοι, στην προσπάθειά τους να την καθυποτάξουν, έρχονταν πάντοτε αντιμέτωποι με την εικόνα που οι πολίτες της δεν σταμάτησαν ποτέ να έχουν για εκείνη, περήφανοι που μπορούσαν να αποκαλούνται Αθηναίοι.
Παραμένοντας σε μεγάλο βαθμό άγνωστη σ’ εμάς σήμερα, η Αθήνα αποτέλεσε το κέντρο συγκλονιστικών εξελίξεων για αρκετούς αιώνες μετά την περίφημη μάχη της Χαιρώνειας το 338 π.Χ. και τη νίκη των Μακεδόνων, γεγονός που σήμανε τη μεταφορά του κέντρου από τον αττικό Νότο στον μακεδονικό Βορρά.
Σε αντίθεση με την επικρατούσα άποψη ότι μετά από αυτήν τη συντριπτική ήττα, που όρισε την αρχή της μακεδονικής ηγεμονίας, επήλθε σταδιακά η παρακμή ή ότι η πόλη της Αθήνας υπήρξε η σκιά του προηγούμενου κλασικού εαυτού της, καταδικασμένη να τελεί αρχικά υπό μακεδονική και κατόπιν ρωμαϊκή αυτοκρατορία, ιστορικοί όπως ο καθηγητής Ίαν Γουόρθινγκτον, μέλος της Βασιλικής Ιστορικής Εταιρείας του Λονδίνου με πολλά βραβεία και σημαντικό συγγραφικό έργο, υποστηρίζουν ακριβώς το αντίθετο, θεωρώντας ότι δεν υπήρξε καμία τέτοια ρήξη.
Το άκρως ενδιαφέρον βιβλίο του Αθήνα - Η άγνωστη πόλη από τον Μέγα Αλέξανδρο έως τον Αδριανό, που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ψυχογιός σε μετάφραση Μενέλαου Αστερίου και με πρόλογο του Νίκου Βατόπουλου, έχει σκοπό να αποκαταστήσει τη χαμένη αίγλη της Αθήνας, αντικρούοντας τις διάφορες θεωρίες περί παρακμής και εντρυφώντας σε άγνωστα αρχεία και πηγές, προκειμένου να υποστηρίξει ότι η πόλη τα ελληνιστικά χρόνια όχι μόνο διατήρησε σε μεγάλο βαθμό τη δόξα της αλλά υπήρξε πολιτικά και πολιτιστικά αυτόνομη.
Έβαφε επιδεικτικά τα μαλλιά του και μακιγιαριζόταν, μια συνήθεια που διατηρούσαν οι άνδρες τότε, ενώ ήταν εξαρτημένος από διάφορες εταίρες, η διασημότερη εκ των οποίων υπήρξε η Λάμια, μεταγενέστερη ερωμένη του Δημήτριου Πολιορκητή – άλλος ένας λόγος της μεταξύ τους έριδας και χρόνιας έχθρας.
Ως εκ τούτου ο Γουόρθινγκτον δεν θεωρεί τυχαίο το γεγονός ότι οι Αθηναίοι της ελληνιστικής περιόδου εξακολουθούσαν να διατηρούν τις ίδιες συνήθειες και τους ίδιους θεσμούς, προκρίνοντας, για παράδειγμα, ως σπουδαίο θεσμό την Εκκλησία του Δήμου, δίνοντας πάντα διάσταση σε γιορτές όπως τα Παναθήναια και τα Μεγάλα Διονύσια, τιμώντας με τον ίδιο τρόπο τους Ολύμπιους θεούς και, φυσικά, θεωρώντας ύψιστη αξία την κατάκτηση της αθηναϊκής ταυτότητας για έναν πολίτη, σε τέτοιο σημείο μάλιστα, ώστε πολλές φορές να φτάνουν να την εκμεταλλεύονται οικονομικά για να μπορέσουν να αντέξουν τις οικονομικές συμφορές ή την πείνα.
Ανοιχτή σε έξωθεν επιρροές, η Αθήνα ενσωμάτωσε ξένες επιδράσεις, ακόμα και θεούς, και εκμεταλλεύτηκε μάλλον, παρά υποτάχθηκε, όπως επιμένει ο Γουόρθινγκτον, τόσο στους Ρωμαίους αυτοκράτορες όσο και στους Μακεδόνες κατακτητές, ανάλογα με τις εκάστοτε επιδιώξεις της. Ο συγγραφέας, μάλιστα, επιμένει ότι διατηρώντας την αυτονομία της, παρά τους πολλούς επιδρομείς, η Αθήνα παρέμεινε ένα υπόδειγμα διπλωματικής πολιτικής αλλά και realpolitik αναλγησίας, εφόσον θεωρούσε ότι έπρεπε να προασπιστεί τα συμφέροντά της.
Όσο για τους κατοίκους της, παρότι σε πολλές περιπτώσεις παρασύρθηκαν από διαφόρους γοητευτικούς στρατηγούς και δεινούς πολιτικούς και ρήτορες, τιμούσαν και σέβονταν τους απλούς πολίτες που προασπίζονταν την ελευθερία της, όπως ο Χαίριππος, ένας απλός στρατιώτης που σκοτώθηκε το 281 π. Χ. στην προσπάθειά του να ανακτήσει τον Πειραιά. Το επίγραμμά στον τάφο του λέει ότι «περιφρουρούσε την αγαπημένη του πατρίδα από τη δουλεία».
Μάλιστα, ο Γουόρθινγκτον φτάνει να καταθέσει μια διαφορετική άποψη από τους υπόλοιπους ιστορικούς, καθώς υποστηρίζει ότι οι τιμές που φάνηκαν να αποδίδουν οι Αθηναίοι σε διάφορους κατακτητές, όπως ο Δημήτριος ο Πολιορκητής ή οι Αντιγονίδες, δεν ήταν επειδή τους εκτιμούσαν πραγματικά ή τους αναγνώριζαν ως θεούς αλλά επειδή πίστευαν ότι μπορούν να εξυπηρετούν τα συμφέροντά τους.
Ο συγγραφέας στήνει με ψυχραιμία το προφίλ των διαφόρων αυτοκρατόρων και κατακτητών, όπως αυτό του εραστή των χρημάτων αλλά και των τεχνών Δημήτριου Φαληρέα, ο οποίος φρόντιζε να είναι γεμάτα τα ταμεία της πόλης και αποκατέστησε τον ρόλο του Αρείου Πάγου στις δημόσιες υποθέσεις, αλλά ήταν κυριαρχικός και υπερφίαλος. Έβαφε επιδεικτικά τα μαλλιά του και μακιγιαριζόταν, μια συνήθεια που διατηρούσαν οι άνδρες τότε, ενώ ήταν εξαρτημένος από διάφορες εταίρες, η διασημότερη εκ των οποίων υπήρξε η Λάμια, μεταγενέστερη ερωμένη του Δημήτριου Πολιορκητή ‒ άλλος ένας λόγος της μεταξύ τους έριδας και χρόνιας έχθρας.
Ο τελευταίος, μάλιστα, όπως πληροφορούμαστε από τον Γουόρθινγκτον, μετέτρεψε τον Παρθενώνα σε οίκο ανοχής(!), ενώ άλλοι επίδοξοι κατακτητές τον χρησιμοποίησαν ως προσωπική τους οικία.
Ωστόσο, κανείς δεν κατάφερε να εξαλείψει την αυτόνομη σκέψη και τους θεσμούς της πόλης ή να εναντιωθεί στο υψηλό φρόνημα που έκανε πάντα τους Αθηναίους να προκρίνουν εαυτούς ως προασπιστές του πολιτεύματος και ιδανικούς μεσάζοντες μεταξύ θεών και ανθρώπων (γιατί ποιος ιερότερος θεσμός υπήρξε ποτέ από τα Ελευσίνια Μυστήρια, τα οποία διατήρησαν την ισχύ τους, καθώς δέχονταν μόνο μυημένους καθ’ όλη την ελληνιστική περίοδο;).
Μοναδική εξαίρεση, κατά τον Γουόρθινγκτον, ήταν ο Σύλλας, ο οποίος δήωσε την πόλη το 85 π.Χ., αλλά ο ιστορικός αμφιβάλλει για το αν ενήργησε με τις ευλογίες της Ρώμης, καθώς όλοι οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες σεβάστηκαν την Αθήνα. Μάλιστα, ως κορυφαίο παράδειγμα φέρνει τον Αύγουστο, ο οποίος, εκτός των άλλων ευεργετημάτων, δημιούργησε το Πανελλήνιον, την ένωση των πόλεων που έθεσε και πάλι στο κέντρο την Αθήνα, όπως ακριβώς στην εποχή του Περικλή.
Δεν υπάρχει, εξάλλου, επίσημος ή ανεπίσημος θεσμός που να μην ανέδειξε, κατά τον συγγραφέα, το μεγαλείο της πόλης ‒ σχετικό παράδειγμα αποτελεί ο κορυφαίος θεσμός των εφήβων. Ακόμα και η υπεροψία των Αθηναίων και οι εσφαλμένοι υπολογισμοί τους σε σχέση με τις προθέσεις των αντιπάλων τους, στην περίπτωση του Χρεμωνίδειου Πολέμου π.χ., ο συγγραφέας θεωρεί ότι οφείλονται στο άσβεστο μεγαλείο της πόλης.
«Κανένας δεν θα μπορούσε να κατηγορήσει τους Αθηναίους ότι αγνόησαν την όποια ευκαιρία, όσο απίθανη κι αν ήταν, να επαναφέρουν την ελευθερία και τη δόξα των προγόνων του», γράφει χαρακτηριστικά ο Γουόρθινγκτον. «Η ανθεκτικότητά τους είναι εντυπωσιακή, αλλά λόγω της ιστορίας τους δεν θα ’πρεπε να μένουμε σε κάτι λιγότερο. Για παράδειγμα, στη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου υπέφεραν από έναν φονικό λοιμό, ο οποίος εξόντωσε το ένα τέταρτο του πληθυσμού, αλλά μέσα σε μια δεκαετία είχαν ορθοποδήσει και πάλι, ενώ, αφού έχασαν τα πάντα σε αυτόν τον πόλεμο, συγκρότησαν μια νέα αυτοκρατορία σε λιγότερο από τρεις δεκαετίες. Σε όλη τη διάρκεια της μακεδονικής και αργότερα της ρωμαϊκής εξουσίας οι Αθηναίοι αγωνίζονταν πάντα για την ελευθερία τους».
Φρόντιζαν να τιμούν με κάθε τρόπο τους μεγάλους ευεργέτες τους και να αναδεικνύουν τους τυραννοκτόνους, όπως ο Αρμόδιος και ο Αριστογείτονας. Γνώριζαν, φέρ’ ειπείν, καλά ότι χάριζαν ύψιστη διάκριση στον Αδριανό όταν τον παρομοίαζαν με τον Θησέα, τον ιδρυτή της πόλης τους, απόδειξη του ότι είχαν συνείδηση της ιστορίας τους και της σημαίνουσας θέσης που διαδραμάτιζαν στο πέρας των αιώνων.
Σημαντική πηγή, μεταξύ άλλων και για τη γενικότερη ατμόσφαιρα και τα ήθη της πόλης, θεωρεί ο συγγραφέας τις κωμωδίες, ειδικά του Μενάνδρου, που μας αποκαλύπτουν σε μεγάλο βαθμό τον τρόπο που σκέφτονταν οι Αθηναίοι της εποχής και όχι μόνο συγγραφείς όπως ο Πλούταρχος, τον οποίο ο Γουόρθινγκτον διορθώνει σε αρκετά σημεία.
Άπλετο φως ρίχνει και στις αναλύσεις των στωικών φιλοσόφων της εποχής, μελετά εξονυχιστικά τα κείμενα των περιηγητών, ακολουθεί τις διαδρομές των Ρωμαίων, που έκαναν τις ίδιες βόλτες με τον Σωκράτη στον πλατωνικό Φαίδρο δίπλα στο ποτάμι, θαυμάζει τα έργα που διατήρησαν την κραταιά εικόνα της πόλης, όπως η Ρωμαϊκή Αγορά ή το Μνημείο των Αέρηδων στην Πλάκα, και μάλιστα φροντίζει να τα απαθανατίσει κατά τις επισκέψεις του στην Αθήνα, παραθέτοντας εμβόλιμα τις φωτογραφίες του στο βιβλίο.
Εν ολίγοις, παρότι κι άλλοι ιστορικοί έχουν προσεγγίσει με ανάλογο τρόπο την ελληνιστική Αθήνα, π.χ. ο κορυφαίος Κρίστιαν Χάμπιχτ, το βιβλίο του Γουόρθινγκτον είναι γραμμένο με τρόπο εύληπτο, απενοχοποιημένο και παραστατικότατο, ώστε να διαβάζεται απ’ όλους, ακόμα και από τους κατοίκους της πόλης που σίγουρα αγνοούν όλα αυτά τα τόσο ζωντανά και αναπόσπαστα συνδεμένα με τον μύθο της κεφάλαια του τεράστιου ιστορικού, πολιτικού και πολιτιστικού της πλούτου.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.