Όταν συμβαίνει κάτι μνημειώδες, οι σχολιαστές σπεύδουν να το εξηγήσουν· ανάγοντας το άγνωστο στο γνωστό και το νεοφανές στο παλαιό, η γνώση στεριώνει την εμπιστοσύνη στον εαυτό της και την αισιοδοξία για το μέλλον.
Πράγματι, όταν εμφανίστηκε το μέγα παραμύθι Η Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων (1865), μετά την κατάπληξη, οι κριτικοί στράφηκαν στη ζωή του Τσαρλς Λάτουιτζ Ντότζσον (που ψευδονομάστηκε Λιούις Κάρολ) και βρήκαν πειστικά επιχειρήματα στην αφόρητη βραδυγλωσσία του συγγραφέα, που προτιμούσε να διαλέγεται με τα παιδιά -είχε επτά μικρότερα αδέλφια- και να μελετά μαθηματικά (συνέγραψε και μια Σύνοψη αλγεβρικής επιπεδομετρίας). Το εξάχρονο παιδί ενός φίλου του, όταν του διάβασαν το παραμύθι, είπε «θα ήθελα να έχει ακόμη 60.000 τόμους».
Άρα η ψυχοσύνθεση εξηγεί το αφήγημα; Απαντώντας, αρχίζουν τα παράδοξα: ένας κεκές έγραψε την Αλίκη αλλά κάθε κεκές δεν γράφει μιαν Αλίκη. Όπως, π.χ., κάθε φορά που πηγαίνω στο κέντρο της πόλης νιώθω δυσαρέσκεια, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οσάκις νιώθω δυσαρέσκεια βρίσκομαι στο κέντρο της πόλης. Υπάρχει δίκη «αμφιμερής» όπου κάθε διάδικος είναι ενάγων και συνάμα εναγόμενος.
«Τρώνε οι γάτες νυχτερίδες;», αναρωτιέται η Αλίκη, για να συμπληρώσει στη στιγμή: «Τρώνε οι νυχτερίδες γάτες;». Η λογική θεμελίωση αρνείται την αντιστροφή της πρότασης (το γεγονός ότι τρώγω πουλιά δεν σημαίνει ότι με τρώνε και τα πουλιά - ωστόσο το νόημα παραμένει ανυπάκουο και μπορεί να διαπλάθεται παραπειστικά άνευ δεσμεύσεων και ορίων). Μπορεί κανείς να πνιγεί στα δάκρυά του; Και βέβαια μπορεί, διότι τα πολλά δάκρυα καταλήγουν σε λίμνη. Όταν βρίσκεσαι με ένα φίλο σου έξω από μια πόρτα, μπορείς να χτυπήσεις για να σου ανοίξει; Βλέπεις αυτό που τρως ή τρως αυτό που βλέπεις;
«Δεν είμαι η ίδια με κείνη που σηκώθηκε το πρωί, αλλά ποια είμαι τέλος πάντων;» αναρωτιέται η Αλίκη, θέτοντας εξ απαλών ονύχων το πρόβλημα της χρονικότητας του εγώ και της ταυτότητας μέσα από τη διαφορά. Μιλώντας με την αυστηρή κάμπια, απολογείται: «Ξέρω ποια ήμουνα όταν σηκώθηκα από το κρεβάτι μου σήμερα το πρωί, αλλά έχω αλλάξει πολλές φορές, φοβάμαι λοιπόν ότι δεν είμαι ο εαυτός μου». Δεν είμαι η ίδια - ποια είμαι;
«Δεν είμαι η ίδια με κείνη που σηκώθηκε το πρωί, αλλά ποια είμαι τέλος πάντων;» αναρωτιέται η Αλίκη, θέτοντας εξ απαλών ονύχων το πρόβλημα της χρονικότητας του εγώ και της ταυτότητας μέσα από τη διαφορά. Μιλώντας με την αυστηρή κάμπια, απολογείται: «Ξέρω ποια ήμουνα όταν σηκώθηκα από το κρεβάτι μου σήμερα το πρωί, αλλά έχω αλλάξει πολλές φορές, φοβάμαι λοιπόν ότι δεν είμαι ο εαυτός μου». Δεν είμαι η ίδια - ποια είμαι;
Η απορία γίνεται πιο κρίσιμη όταν μαθαίνει από την κάμπια ότι τρώγοντας κι από τις δυο μεριές του μανιταριού θα ψηλο-κοντύνει: «Η μια πλευρά θα σε κάνει να ψηλώσεις κι η άλλη πλευρά θα σε κάνει να κοντύνεις». Αλλόκοτη πρόταση που καθίσταται σαφής αν τη δούμε σε σχέση με το τέρμα του βίου. Όσο μακραίνουμε από τη γέννηση, κονταίνει ο δρόμος προς το θάνατο. Το μεσημέρι ο ίσκιος μας είναι μικρός, το απομεσήμερο μεγάλος, αλλά χωρίς το διάβα του χρόνου δεν καταλαβαίνουμε γιατί μεγαλώνει ο ίσκιος όσο μικραίνει η μέρα.
Στην ουσία δεν πρόκειται για λογικά παράδοξα, αλλά για τα παιχνίδια που παίζει με το νου μας το νόημα. Μόνο αν κάθε πράγμα έχει «ένα» αποδεχτό νόημα, η φρόνηση πιάνει δουλειά, αλλά αν το νόημα διασπείρεται, τότε ο πρωινός άνθρωπος δεν είναι ο βραδινός, ο χορτάτος δεν είναι ο πεινασμένος, ο πρωτύτερος δεν είναι ίδιος με τον κατοπινό - ο «παρά πέντε» δεν ξέρει τον «και πέντε».
Ο αδικοχαμένος Ζιλ Ντελέζ έχει γράψει έξοχες σελίδες για τη σχέση της Αλίκης με τους στωικούς, τον αντι-πλατωνισμό, τη θεωρία του σημείου και την κυριαρχία της επιφάνειας στο παραμύθι του Κάρολ. Ωστόσο καταστρέφουμε το παραμύθι αν το φορτώσουμε με όλα αυτά τα υλικά. Κρατάμε μόνο την έννοια της επιφάνειας, διότι έχει ειδικό ρόλο μέσα στην αφήγηση. Η λέξη δεν σημαίνει κάτι επίπεδο, αλλά αρχικά αυτό που φαίνεται. Συνάμα η λέξη «επιπόλαιος» δηλώνει ό,τι επιπολάζει, ό,τι βρίσκεται πάνω-πάνω. Αν ισχύει η ταυτότητα και η αιτιακή σχέση των πραγμάτων, τότε αυτές θα πρέπει να βρίσκονται στα βάθη της πραγματικότητας, στο πίσω μέρος του καθρέφτη.
Εντούτοις, ο Κάρολ θέλει να καταργήσει την πίσω διάσταση, να χωρίσει την ενότητα της λέξης από την ενότητα του πράγματος, την ταυτότητα του εγώ από τη ροή και τη μεταλλαγή του χρόνου, με ένα λόγο προτιμά την αντινομική λειτουργία του νοήματος από το εδραιωμένο καθεστώς της πάγιας σημασίας. Γι' αυτό επιπολάζει εξ επαγγέλματος θα λέγαμε, γι' αυτό η μεταμφίεση και η μεταμόρφωση του είναι τόσο εύκολη και τόσο απολαυστική. Στην επιφάνεια κινούνταν και ο αρχαίος σοφιστής που, όταν του ζήτησαν τα χθεσινά δανεικά, απάντησε φυσικότατα: άλλος ήμουν εχθές, άλλος είμαι σήμερα. (Άρα ψάξε τον χθεσινό εαυτό μου για να πληρωθείς!).
Περιττό θα ήταν να λέγαμε ότι, αν ο Κάρολ είχε προλάβει τα κινούμενα σχέδια, θα ένιωθε στο στοιχείο του. Τυχαία μήπως αυτός ο απελευθερωμένος κόσμος επέλεξε τα ζώα ως πρωταγωνιστές; Γάτες, σκυλιά, ποντίκια, πάπιες μιλούν χωρίς γλωσσολογία, ζουν χωρίς λογικές αρχές και δρουν χωρίς έννοια του χρόνου και βέβαια χωρίς ενοχή. Ό,τι φαίνεται είναι το άπαν. Όταν η βασίλισσα ξεστομίζει τη βαριά φράση «Αυτός δολοφονεί τον χρόνο! Κόφτε του το κεφάλι!», ξέρουμε ότι μόνο άνθρωπος θα μπορούσε να διατυπώσει αυτήν τη διαταγή (αποδέκτης της οποίας δεν είναι ζώο αλλά ο καπελάς). Η σάτιρα, όπου εμφανίζεται, φυσικότατα απευθύνεται σε ανθρώπους και στην αυλή. Επίσης και το συμπέρασμα:
«Ποτέ μη φανταστείς πως είσαι οτιδήποτε άλλο από αυτό που πιθανόν νομίζουν οι άλλοι ότι είσαι ή πως θα μπορούσες να ήσουνα οτιδήποτε άλλο από αυτό το οποίο ήσουνα και που δεν ήταν διαφορετικό από αυτό το οποίο νόμιζαν οι άλλοι πως είσαι».
Info
Λιούις Κάρολ - Οι περιπέτειες της Αλίκης στη χώρα των θαυμάτων
Mε εικόνες του Ρόμπερτ Ίνγκπεν
Μετάφραση: Μάρα Μοίρα
Εκδόσεις: Πατάκης
σχόλια