H Άντζελα Δημητρακάκη είναι μία από τις πλέον σημαντικές σύγχρονες Ελληνίδες συγγραφείς, με ευρεία αναγνώριση. Άλλωστε, για το «Τέσσερις μαρτυρίες για την εκταφή του ποταμού Εριννύου» πήρε, πριν από δύο χρόνια, το βραβείο Ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών. Η παρούσα συνέντευξη έγινε με αφορμή την πρόσφατη κυκλοφορία του μυθιστορήματός της «Τίνα: Η ιστορία μιας ευθυγράμμισης».
— Ο Αλμπέρ Καμύ είχε ισχυρισθεί ότι το σημαντικότερο φιλοσοφικό πρόβλημα είναι ένα: εάν θέλει κανείς να συνεχίσει να ζει ή αν επιθυμεί να δώσει ένα τέλος, για να μην αναφερθούμε στον Σοπενχάουερ ή στο προαιώνιο δίλημμα του Αμλετ: «Να ζει κανείς ή να μη ζει;». Εσείς πώς αποφασίσατε να στραφείτε σε αυτό το τόσο δύσκολο θέμα, την αυτοκτονία, στο τελευταίο σας βιβλίο;
Το ερώτημα του Καμύ υπάρχει, πράγματι, στο μυθιστόρημα – άλλωστε, το σχολιάζει η κεντρική ηρωίδα, Τίνα, ένας άνθρωπος που έχει πάρει την απόφαση να αυτοκτονήσει,. Όμως, δεν ξέρει αν τελικά θα το κάνει. Αυτό, πάντως, το δράμα της απόστασης μεταξύ μιας απόφασης και της υλοποίησής της με καθήλωνε από παλιά. Το «Αεροπλάστ» που έγραψα το 2015, αναφέρεται επίσης στην απόσταση αυτή, αλλά την τοποθετεί σε ένα περίπλοκο πλαίσιο με πολλούς χαρακτήρες και συμβάντα.
Στο νέο μου μυθιστόρημα θέλησα να απομονώσω το θέμα και να το δω σε συνάρθρωση με μια απόλυτη πράξη. Στράφηκα στην αυτοκτονία, ακριβώς λόγω του πολυδιάστατου τραύματος που συνιστά. Επειδή δύσκολα θα βρεθεί άνθρωπος που –έστω, κάποια στιγμή– δεν έχει κάνει αυτή τη σκέψη. Επειδή υφίσταται στην υπαρξιακή φιλοσοφία ως ύστατη αυτοδιάθεση, ενώ η κοινωνία λέει ότι είναι κάτι άλλο: ψυχική ασθένεια, εγωισμός, δειλία, απόγνωση, ερωτική απογοήτευση – μεταξύ άλλων. Επειδή μπορεί κάποιος να εξαναγκαστεί στην αυτοκτονία, όπως οι πρόσφυγες ή κάποια θύματα της οικονομίας. Επειδή η σύγχρονη τεχνολογία καθιστά την αυτοκτονία θέαμα, αλλά και απόπειρα επικοινωνίας – όπως γίνεται με τις live αυτοκτονίες στο Ίντερνετ. Αλλά και επειδή στα χρόνια της κρίσης που δεν λένε να τελειώσουν, η αυτοκτονία αναδείχθηκε σε βαθιά πολιτικό θέμα.
Το μυθιστόρημα δεν καταπιάνεται μόνο με υπαρξιακά αδιέξοδα. Γράφτηκε κυρίως ως μία διερεύνηση της εμπλοκής πολιτικού και προσωπικού. Αυτό που ο φεμινισμός στα τέλη του '60 είπε «το προσωπικό είναι πολιτικό» ήθελα να το δω και ανάποδα: πώς, δηλαδή, το πολιτικό καταλήγει να γίνεται προσωπικό; Και τι συμβαίνει τότε;
— Η πρωταγωνίστρια του βιβλίου σας αισθάνεται να ασφυκτιά όχι μόνο απέναντι στα προσωπικά, αλλά και στα κοινωνικά και πολιτικά αδιέξοδα. Πώς συλλάβατε έναν τέτοιο χαρακτήρα που τα υπαρξιακά του προβλήματα μοιάζουν να ταυτίζονται με τα κοινωνικά και τα πολιτικά αδιέξοδα;
Η Τίνα έχει μια συγκεκριμένη ζωή και υπάρχουν κάποια γεγονότα που δεν μπορεί να τα υπερβεί: Η σχέση της με την από χρόνια δολοφονημένη φίλη της, Κρήνη –που θάβεται ως κάτι άλλο από την ταυτότητα μέσα από την οποία αυτοπροσδιορίζεται, την οποία δηλαδή την καταπίνει όχι μόνο η γη, αλλά και η κοινωνία– είναι το πιο σημαντικό γεγονός. Επιπλέον η Τίνα, που θα χαρακτήριζα διανοούμενη, ξέρει πολύ καλά το δόγμα ΤΙΝΑ, το οποίο δεν έχει να κάνει μόνο με ένα αφήγημα για την οικονομία, αλλά με ένα σύνθετο σύστημα καταπίεσης. Ένα σύστημα στο οποίο αντιτίθεται, παρόλο που η ίδια δεν βλέπει καμία διέξοδο.
Αλλά, το μυθιστόρημα δεν καταπιάνεται μόνο με υπαρξιακά αδιέξοδα. Γράφτηκε κυρίως ως μία διερεύνηση της εμπλοκής πολιτικού και προσωπικού. Αυτό που ο φεμινισμός στα τέλη του '60 είπε «το προσωπικό είναι πολιτικό» ήθελα να το δω και ανάποδα: πώς, δηλαδή, το πολιτικό καταλήγει να γίνεται προσωπικό; Και τι συμβαίνει τότε;
— Ποια ακριβώς ήταν η βαθύτερη πρόθεση, η ιδέα πίσω από το συγκεκριμένο μυθιστόρημα και ποια η φιλοδοξία σας μέσα από αυτό;
Φιλοδοξία μου ήταν η ανάγνωση ως αλληλεγγύη, αν μπορώ να το θέσω έτσι: η αλληλεγγύη προς την Τίνα και κάθε άνθρωπο που βρέθηκε σε αυτή τη θέση. Τείνουμε να βγάζουμε εύκολα συμπεράσματα ως κοινωνία, να τοποθετούμε τα πράγματα σε κουτιά, ειδικά όσα μας ταράζουν. Το μυθιστόρημα γράφτηκε ενάντια σε αυτή τη συνθήκη.
— Τα μυθιστορήματά σας είναι πάντοτε προσεκτικά δομημένα. Καταστρώνετε την πλοκή σας λεπτομερώς από την αρχή ή έχετε μία γενική ιδέα και ξεκινάτε να γράφετε αυτοσχεδιάζοντας;
Έχω συνήθως μια πολύ συγκεκριμένη ιδέα ή ακόμη και ένα συμβάν. Τα υπόλοιπα και η πλοκή πηγάζουν από αυτήν την ιδέα, την πλαισιώνουν, της δίνουν υπόσταση. Αλλά, δεν γνωρίζω εκ των προτέρων τι θα γίνει. Δεν ήξερα, για παράδειγμα, τι θα έκανε η Τίνα τελικά, αν θα υλοποιούσε την απόφασή της να αυτοκτονήσει ή όχι.
Η κάθε ιδέα επιβάλλεται, γίνεται επείγουσα σε τέτοιο βαθμό που μπορεί να με κάνει να διακόψω ένα μυθιστόρημα και να αρχίσω ένα άλλο! Όμως, η κάθε ιδέα-πυρήνας μπορεί να φανεί σε όποια σελίδα του εκάστοτε μυθιστορήματος. Δεν εμφανίζεται απαραίτητα στην αρχή ή στο τέλος. Συνήθως γράφω γρήγορα μέχρι εκείνο το σημείο που καταγράφεται, επιτέλους, η ιδέα-πυρήνας. Έπειτα από την πρώτη και γρήγορη πρώτη γραφή που μπορεί να γίνει παντού, σε δημόσιο χώρο, ταξιδεύοντας ή οπουδήποτε, οι επόμενες γραφές με βρίσκουν με βιβλία ανοιχτά και στο Ίντερνετ.
— Αλήθεια, πώς ξεκίνησε για εσάς η λογοτεχνική περιπέτεια; Υπάρχει κάτι που αισθάνεστε ότι σας καθόρισε ως συγγραφέα;
Έγραφα και διάβαζα λογοτεχνία από παιδί. Ήμουν αθώα σε σχέση με αυτήν, μέχρι τη στιγμή που η δασκάλα της τρίτης δημοτικού με κατηγόρησε μπροστά στην τάξη ότι είχα κλέψει το ποίημα για το «φεγγαράκι» που είχα γράψει – επειδή είχε ομοιοκαταληξία, ενώ των άλλων παιδιών δεν είχε. Το είχα διαβάσει όρθια, μπροστά στον πίνακα. Ήταν μια κινηματογραφική σκηνή: είχα γυρίσει προς την έδρα και δεν θυμάμαι καθόλου αν υπερασπίστηκα τον εαυτό μου.
Από τότε, σίγουρα δεν ξανάδειξα τίποτα σε κανέναν, ώσπου ολοκλήρωσα το πρώτο draft της «Ανταρκτικής», το 1997, το έδειξα στον φίλο μου και του άρεσε και μετά σε έναν φίλο μου που το έδωσε σε έναν εκδότη. Αλλά, εάν με ρωτάτε γιατί έγραψα το πρώτο μου μυθιστόρημα «Ανταρκτική», θα σας απαντήσω με ειλικρίνεια: Γιατί, εκείνη την εποχή, δεν έβρισκα να διαβάσω τίποτα στην ελληνική λογοτεχνία που να εκπροσωπεί εμένα και τον φιλικό μου περίγυρο. Διαβάζαμε όλο ξένη λογοτεχνία, η ελληνική μας αποξένωνε τότε, αλλά η αλήθεια είναι ότι δεν μας βρίσκαμε ούτε στην ξένη!
Και, εν τέλει, ό,τι έχω γράψει, για τον ίδιο λόγο το έχω γράψει: γιατί δεν βρίσκω να διαβάσω γι' αυτό που αποφάσισα να γράψω και σκέφτομαι ότι ίσως και άλλοι άνθρωποι δεν το βρίσκουν. Με άλλα λόγια, ως συγγραφέα με καθόρισε η ανάγκη για μια λογοτεχνία στην οποία έχει δικαίωμα ύπαρξης και η πιο περιθωριοποιημένη υποκειμενικότητα. Λέω ύπαρξης και όχι εκπροσώπησης, γιατί η λογοτεχνία συνιστά κατάδυση, είναι διερεύνηση βάθους, ενέχει αμφισβήτηση. Πιστεύω πραγματικά ότι η λογοτεχνία μπορεί να αποτελέσει μια μικρή, συμβολική επανάσταση απέναντι στην κάθε μορφή περιθωριοποίησης. Μικρή, αλλά όχι αμελητέα. Συμβολική, αλλά με επιπτώσεις στο πώς σκεφτόμαστε.
— Η λογοτεχνία ενέχει κινδύνους; Τι διακινδυνεύετε γράφοντας;
Φυσικά έχει, αφού μπορεί να συνιστά μία κατάδυση σε απόλυτα σκοτεινές περιοχές. Σε προσωπικό επίπεδο, ένας άνθρωπος που γράφει μπορεί να φτάσει σε σημεία-φραγμούς. Να δει τα όριά του – και αυτό δεν είναι ευχάριστο. Σε κοινωνικό επίπεδο, πάλι, μπορεί να έχουμε μια λογοτεχνία που αντί να λειτουργεί κριτικά, να επαναλαμβάνει ασφυκτικά στερεότυπα, να τα ενδυναμώνει, και τελικά να καθίσταται χειραγώγηση. Ας μην πάμε στην ιστορία της λογοκρισίας.
— Υπάρχει κάτι που σας αγχώνει στη διαδικασία συγγραφής ενός βιβλίου; Ποια είναι η μεγαλύτερη δυσκολία, τελικά, για έναν συγγραφέα;
Δεν μπορώ να μιλήσω εκ μέρους άλλων. Εμένα με αγχώνει, καταρχήν, η αναζήτηση ισορροπίας ανάμεσα στην πλοκή και στο φιλοσοφικό υπόβαθρο: πώς να μην αλληλοπροδοθούν. Και κατά δεύτερον, αν αυτό που γράφω αποκαλύπτει τελικά κάτι για το σήμερα, αν συνιστά μια επισήμανση, αν θέτει μία αμφισβήτηση.
— Έχετε καταλήξει έπειτα από τόσα χρόνια συγγραφικής εμπειρίας στο τι είναι η έμπνευση, εκείνη η μοναδική στιγμή από την οποία ξεκινούν όλα;
Ναι! Οι άλλοι άνθρωποι. Η έμπνευση είναι η στιγμή αναγνώρισης του «κοινού» (the common, λέγεται αγγλικά, και είναι πολιτικός και φιλοσοφικός όρος). Είναι η κλίση στην κοινοκτημοσύνη της εμπειρίας. Δεν είναι μία εύκολη διαδικασία: μπλοκάρεται συχνά από τον ναρκισσισμό, αλλά και από την διαδικασία εξατομίκευσης που η κοινωνία μάς φοράει σαν ψυχικό ζουρλομανδύα.
— Θα μπορούσατε να μας αποκαλύψετε ποιος είναι ο μεγαλύτερος μύθος για εσάς τους συγγραφείς;
Ότι γράφουμε μόνοι και μόνες.
— Ποιο είναι το όφελος που έχετε ως συγγραφέας σε σχέση με το πώς βλέπετε τα πράγματα στον κόσμο;
Νομίζω ότι είναι η μη αντιπαράθεση βεβαιότητας και αμφιβολίας, το ότι δεν αλληλοακυρώνονται. Μοιάζει παράδοξο, αλλά δεν είναι. Αναμφίβολα, είναι μια διαλεκτική με ανοιχτό ορίζοντα.
— Πώς βλέπετε τα πράγματα στις μέρες μας; Ποιο θεωρείτε ότι είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα της ελληνικής κοινωνίας σε αυτήν τη συγκυρία;
Η καλλιέργεια συντηρητικών προτύπων από τις ελίτ. Αυτήν τη στιγμή βιώνουμε μία ακόμη επαναφορά του «πατρίδα, θρησκεία, οικογένεια» η οποία ξεκίνησε τον 19ο αιώνα και μας έρχεται τώρα πακέτο με τις ιδιωτικοποιήσεις. Πρόκειται για το κερασάκι στην τούρτα της υποτέλειας. Είναι μια βαθιά υπόκλιση στην ιδεολογία τού «δεν υπάρχει εναλλακτική και άρα μάταιη η αντίσταση στο καθεστώς των τεράστιων ανισοτήτων». Και βρισκόμαστε στο 2019, 11 χρόνια μετά την παγκόσμια κρίση του 2008, όπου οι 26 πλουσιότεροι άνθρωποι έχουν τόσο πλούτο όσο η μισή ανθρωπότητα συνολικά. Την ίδια στιγμή, οι άντρες κερδίζουν 26% περισσότερο από τις γυναίκες και κατέχουν 50% περισσότερο πλούτο. Πώς και δεν γίνεται επανάσταση;
— Σας φοβίζει κάτι περισσότερο; Υπάρχουν περιθώρια για μία εμπράγματη αισιοδοξία;
Η καταστροφή του περιβάλλοντος από το κεφάλαιο. Αλλά και όλα τα παραπάνω. Είναι αλληλένδετα. Για αισιοδοξία; Δεν ξέρω. Ελπίδα υπάρχει. Υπάρχουν προοδευτικά κοινωνικά κινήματα, και ένα παγκόσμιο αντι-καπιταλιστικό φεμινιστικό κίνημα που μεγαλώνει. Με έναν συνάδελφο στη Βρετανία ετοιμάζουμε ένα τεύχος-αφιέρωμα στον αντιφασισμό στη σύγχρονη τέχνη και θεωρία. Ποτέ δεν περιμέναμε ότι θα ερχόταν η στιγμή τέτοιας ερευνητικής ανάγκης, αν και το 2006 έγραψα «Το Μανιφέστο της Ήττας», το οποίο πραγματεύεται ακριβώς την επιστροφή του φασισμού, ως συστήματος αξιών! Όχι ότι περίμενα, βέβαια, να δω αυτό που βλέπω να γίνεται σήμερα. Η λογοτεχνία, όπως και η θεωρία, ανήκει στον κόσμο του στοχασμού και της κριτικής: Υπάρχει επίδραση και γι' αυτό ευθύνη...
Info
Το βιβλίο της Άντζελας Δημητρακάκη με τίτλο «Τίνα: Η ιστορία μιας ευθυγράμμισης» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βιλιοπωλείον της Εστίας.
σχόλια