«Η παρακμή της Ρώμης ήταν το φυσικό και αναπόφευκτο αποτέλεσμα του άμετρου μεγαλείου… μόλις ο χρόνος ή η τύχη αφαίρεσε τα τεχνητά στηρίγματα, το πελώριο υφαντό κατέρρευσε από το ίδιο του το βάρος», έγραφε τον δέκατο έβδομο αιώνα ο Έντουαρντ Γκίμπον. Δεν ήταν μόνο οι εξωτερικές εισβολές, οι εσωτερικοί ανταγωνισμοί, οι αποσχιστικές τάσεις και η διαφθορά: «Σε κλίμακες που ούτε οι ίδιοι οι Ρωμαίοι μπορούσαν να φανταστούν, η πτώση της αυτοκρατορίας τους ήταν ο θρίαμβος της φύσης έναντι των ανθρώπινων φιλοδοξιών. Η μοίρα της Ρώμης κρίθηκε από αυτοκράτορες και βαρβάρους, συγκλητικούς και στρατηγούς, στρατιώτες και δούλους. Κρίθηκε όμως εξίσου από βακτήρια και ιούς, ηφαίστεια και ηφαιστειακούς κύκλους. Μόλις τα τελευταία χρόνια έχουμε βρει τα επιστημονικά εργαλεία που μας επιτρέπουν να αντιληφθούμε, συχνά με τρόπο φευγαλέο, το μεγάλο δράμα της περιβαλλοντικής αλλαγής στο οποίο οι Ρωμαίοι έγιναν άθελά τους πρωταγωνιστές», αναφέρει ο Harper στον πρόλογο του εν λόγω πονήματος που απέσπασε διθυραμβικές κριτικές όταν πρωτοεκδόθηκε (2017), αποτελεί δε και μια τρόπον τινά εισαγωγή στο ανέκδοτο ακόμη στα ελληνικά έργο του «Plagues upon the earth: Disease and the course of human history» (2021).
Το κλίμα, το ανθρώπινο περιβαλλοντικό αποτύπωμα με το οποίο αλληλεπιδρά και ο ρόλος των ασθενειών στην ιστορία του είδους μας και στην εξέλιξη του πολιτισμού ήταν επί μακρόν παράγοντες παραγνωρισμένοι. Τα τελευταία χρόνια, με την κλιματική κρίση σε εξέλιξη, με την πρώτη μεγάλη πανδημία του εικοστού πρώτου αιώνα –που ο συγγραφέας δεν είχε υπόψη, αφού το παρόν βιβλίο κυκλοφόρησε το 2017, μοιάζει ωστόσο να την «προέβλεψε»– να παραμένει απειλητική αλλά και χάρη στις πιο εξελιγμένες ερευνητικές μεθόδους, αυτό άλλαξε. Προς τούτο ο Kyle Harper, καθηγητής Κλασικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο της Οκλαχόμα, επιχείρησε μια σύνοψη της ρωμαϊκής ιστορίας, εστιάζοντας καταρχάς στον ρόλο του κλίματος, των γεωλογικών φαινομένων και των ασθενειών στην άνοδο και στην πτώση αν όχι της μεγαλύτερης, σίγουρα της μακροβιότερης και πλέον επιδραστικής αυτοκρατορίας που υπήρξε ποτέ. Μια σύνοψη διαφωτιστική όσο και διδακτική που απέσπασε διθυραμβικές κριτικές, καθώς η Ιστορία αγαπά να επαναλαμβάνεται και ο παγκοσμιοποιημένος πλανήτης μας, στη δυτική τουλάχιστον εκδοχή του, έχει αρκετές ομοιότητες με το Imperium Romanum.
Η Ρώμη, που τον καιρό του Αυγούστου είχε κοντά ένα εκατ. ψυχές, μπορεί να διέθετε ένα προηγμένο για την εποχή υδρευτικό και αποχετευτικό σύστημα, μέχρι και δημόσια αποχωρητήρια, όμως οι ακαθαρσίες ανθρώπων και ζώων και τα απόνερα, τόνοι ολόκληροι καθημερινά, δεν απομακρύνονταν σωστά και όχι σπάνια μόλυναν τον υδροφόρο ορίζοντα.
Η αυτοκρατορία, διαβάζουμε, έφτασε στη μέγιστη ακμή της εν μέσω μιας κλιματικής περιόδου του Ολόκαινου (η τρέχουσα γεωλογική περίοδος που ξεκινά το 12.000 π.Χ. με τη λήξη της τελευταίας μεγάλης Εποχής των Παγετώνων), που ονομάζεται Ρωμαϊκό Κλιματικό Βέλτιστο (ΡΚΒ), ήτοι μια φάση θερμού, υγρού και σταθερού κλίματος στο μεγαλύτερο μέρος της μεσογειακής λεκάνης. Από τα μέσα, όμως, του 2ου μ.Χ. αιώνα ξεκινά μια δραματική αλληλουχία κλιματικών αλλαγών που κράτησε τρεις αιώνες και ύστερα από ένα μικρό διάλειμμα κατέληξε κατά τον 5ο αιώνα στη Μικρή Εποχή των Παγετώνων της Ύστερης Αρχαιότητας, που συνοδεύτηκε με μια έξαρση της ηφαιστειακής δραστηριότητας παγκοσμίως αλλά και με την εμφάνιση της σοβαρότερης γνωστής πανδημίας που έπληξε τον ρωμαϊκό κόσμο, της πανώλης, που ενέσκηψε στα χρόνια του Ιουστινιανού. Ερήμωσε ολόκληρες πόλεις, ανέκοψε την ανακατάληψη των εδαφών της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και επηρέασε ποικιλότροπα το πολιτικοκοινωνικό, οικονομικό και θρησκευτικό οικοδόμημα της Ανατολικής.
«Η ιστορία των λοιμωδών νόσων ειδικά διαμορφώνεται πολύ έντονα από την ανθρώπινη παρέμβαση, καθώς οι κοινωνίες μας δημιουργούν εμπράκτως τις οικολογίες μέσα στις οποίες ζουν, κινούνται και επενεργούν θανατηφόρα μικρόβια και ιοί. Οι Ρωμαίοι συνέργησαν εν αγνοία τους ώστε να παραχθούν οικολογίες ασθενειών που στοίχειωσαν το δημογραφικό τους καθεστώς», λέει ο Harper. Η στενή επαφή με εξημερωμένα ζώα λόγω της εντατικοποίησης της γεωργίας και της κτηνοτροφίας, η αποψίλωση των δασών, τα πολύπλοκα εμπορικά δίκτυα από τη Βρετανία μέχρι τον Ινδικό Ωκεανό και από τον Ατλαντικό μέχρι τη Μεσοποταμία, η πληθυσμιακή έκρηξη, οι μακρινές εκστρατείες, η υψηλή κινητικότητα, τα μεταναστευτικά ρεύματα, η ραγδαία ανάπτυξη των πόλεων και η αστυφιλία, σε συνδυασμό με τις πρωτόγονες συνθήκες υγιεινής και συντήρησης τροφίμων που επικρατούσαν ακόμα και στην ίδια την Αιώνια Πόλη, αποτέλεσαν ιδανικό περιβάλλον για την ανάπτυξη και τη διάδοση μολυσματικών ασθενειών, επισημαίνει. Παθήσεις όπως οι γαστρεντερίτιδες και κυρίως οι διάρροιες ήταν συνήθεις και συχνά θανατηφόρες, όπως και τα χειμωνιάτικα κρυολογήματα. Οι επιδημίες σε τοπικό επίπεδο ήταν τακτικές, ενώ από τύχη αγαθή η Ρώμη δεν βίωσε περισσότερες φονικές πανδημίες από τις τρεις μεγαλύτερες που καταγράφηκαν στη μακραίωνη ιστορία της.
Αυτές ήταν κατά σειρά ο λοιμός των Αντωνίνων (165 μ.Χ.), ο λοιμός του Κυπριανού (249-262 μ.Χ.) και ο φοβερότερος όλων λοιμός του Ιουστινιανού, ο οποίος παραλίγο να αποβεί μοιραίος και για τον ίδιο τον αυτοκράτορα. Ο τελευταίος αυτός λοιμός, αφού έκανε ένα πρώτο μεγάλο ξέσπασμα το 541-543 μ.Χ., συνέχισε να «επιστρέφει» περιοδικά έως τουλάχιστον το 749 μ.Χ. Τις περισσότερες γνώσεις μας για τις εν λόγω πανδημίες τις οφείλουμε στον Γαληνό, στον Άγιο Κυπριανό καθώς επίσης στον Προκόπιο, τον Ιωάννη της Εφέσου και τον Γρηγόριο τον Μέγα αντίστοιχα, ενώ πολύτιμες μαρτυρίες δίνουν και οι πρόοδοι στη μελέτη των οστών, του γενετικού υλικού αλλά και των σωζόμενων ταφικών επιγραφών. Παρότι ειδικά στην περίοδο του ΡΒΚ υπήρχε σε γενικές γραμμές διατροφική επάρκεια, αναλογικά ικανοποιητικό βιοτικό επίπεδο, υπήρχαν επίσης, ειδικά στις μεγάλες πόλεις, γιατροί και θεραπευτήρια (με τις προτεινόμενες γιατρειές να είναι ωστόσο ρίσκο, καθότι αγνοούνταν ακόμα βασικές υγειονομικές γνώσεις και αρχές, μέχρι και η αξία του πλυσίματος των χεριών), οι ασθένειες θέριζαν, κόντρα στη διαδεδομένη άποψη ότι οι πρόγονοί μας ήταν πολύ πιο ανθεκτικοί οργανισμοί. Εντούτοις οι Ρωμαίοι είχαν κάπως αντιληφθεί την ανάγκη αποφυγής της στενής σωματικής επαφής και του συνωστισμού όταν ξεσπούσαν επιδημίες – όταν ο Κόμμοδος, γιος και διάδοχος του Μάρκου Αυρηλίου, κόλλησε ευλογιά, ο πατέρας του τον έβαλε προληπτικά σε καραντίνα.
Το πρόβλημα ήταν εντονότερο στα αστικά κέντρα εξαιτίας της πληθυσμιακής πυκνότητας και της συσσώρευσης σκουπιδιών και αποβλήτων, καθιστώντας τα «υγειονομικές βόμβες» που απειλούσαν να εκραγούν ανά πάσα στιγμή. Η Ρώμη, που τον καιρό του Αυγούστου είχε κοντά ένα εκατ. ψυχές, μπορεί να διέθετε ένα προηγμένο για την εποχή υδρευτικό και αποχετευτικό σύστημα, μέχρι και δημόσια αποχωρητήρια, όμως οι ακαθαρσίες ανθρώπων και ζώων και τα απόνερα, τόνοι ολόκληροι καθημερινά, δεν απομακρύνονταν σωστά και όχι σπάνια μόλυναν τον υδροφόρο ορίζοντα. Στις ιδανικές συνθήκες για να αναπτυχθούν και να διαδοθούν παθογόνοι ιοί και μικρόβια συνέβαλλαν «πρόθυμοι» ξενιστές, όπως οι αρουραίοι και τα αρθρόποδα, ιδίως τα κουνούπια. Με αυτά και με εκείνα, το μέσο προσδόκιμο ζωής δεν ξεπερνούσε τα 25-30 έτη το πολύ. Ούτε οι ανώτερες τάξεις ούτε οι αυτοκράτορες ξέφευγαν από τον γενικό κανόνα. Πολύ υψηλά ήταν και τα ποσοστά της βρεφικής και της παιδικής θνησιμότητας, τα οποία «ισοφάριζε» ο υψηλός αριθμός γεννήσεων, όταν όμως αυτός μειωνόταν εξαιτίας πολέμων, λοιμών, φυσικών καταστροφών κ.λπ., παρουσιαζόταν δημογραφικό πρόβλημα.
Ο συγγραφέας δεν κρύβει τον θαυμασμό του για το πώς η πολυεθνική Ρώμη, την οποία παρακολουθεί μέχρι τα χρόνια του Ηρακλείου, αδικώντας κάπως, είναι αλήθεια, τη μετέπειτα συνέχεια του Ανατολικού Ρωμαϊκού Κράτους, επιβίωσε τόσους αιώνες κόντρα σε κάθε λογής αντιξοότητες χάρη στον πολιτισμό, τις παραδόσεις, τους θεσμούς και βέβαια την παροιμιώδη στρατιωτική της ισχύ. Αναφέρεται επανειλημμένα στα θαυμαστά επιτεύγματα, την οργάνωση και τις διοικητικές ικανότητες των Ρωμαίων, στη μέγιστη ακμή των οποίων ο κοσμοπολιτισμός και η παγκοσμιοποίηση έγιναν απτή πραγματικότητα για το ¼ του γήινου πληθυσμού. Όμως «οι δρόμοι της αυτοκρατορίας δεν μετέφεραν μόνο ανθρώπους, ιδέες και αγαθά αλλά και μικρόβια… βραδυκίνητοι φονιάδες όπως η φυματίωση και η λέπρα εξαπλώνονταν με αργούς ρυθμούς, σαν λάβα. Όταν, εν τέλει, γοργά μεταδιδόμενες νέες λοιμώξεις (όπως η ευλογιά επί Αντωνίνων και η βουβωνική πανώλη επί Ιουστινιανού) μπήκαν στον μεγάλο κυλιόμενο διάδρομο της ρωμαϊκής συνδεσιμότητας, οι συνέπειες ήταν φοβερές», γράφει. Tα θύματα του «ήπιου» λοιμού των Αντωνίνων μόνο εκτιμάται ότι έφτασαν τα επτά εκατομμύρια.
Οι λοιμώδεις νόσοι, πάντοτε παρούσες στη σκιά της ανθρώπινης ιστορίας, καθώς οι παθογόνοι μικροοργανισμοί προϋπήρχαν αυτής, ευνοήθηκαν από την εκρηκτική αύξηση του μεγέθους και της πολυπλοκότητας των πληθυσμών που αξιοποίησαν τη γεωργία και τον νομαδισμό, καθώς και τη διασύνδεση μεταξύ τους και με μέρη του πλανήτη που είναι «διακεκαυμένες ζώνες εξελικτικής ζύμωσης». Σε συνδυασμό με άλλες συγκυρίες, οι επιδημίες και πανδημίες φαίνεται ότι έπαιξαν βασικό ρόλο στην επικράτηση του χριστιανισμού αρχικά, του Ισλάμ μετά τον 6ο αιώνα στην Ανατολή. Επιβεβαίωναν το τελολογικό τους όραμα και καταδείκνυαν την ανεπάρκεια των αρχαίων θεών αφενός –ακόμα και η λατρεία του Απόλλωνα, που είχε ευνοήσει ο λοιμός των Αντωνίνων, δεν γοήτευε πια και μάταια ο Πορφύριος μεμφόταν τους «ασεβείς» χριστιανούς για τις επιδημίες–, κέρδιζαν σε δημοφιλία με τη φροντίδα που οι πιστοί όφειλαν να παρέχουν στους φτωχούς και τους ασθενείς αφετέρου, αφού ακόμα κι ένα πιάτο φαΐ έκανε τη διαφορά ανάμεσα στη ζωή και τον θάνατο για χιλιάδες ανθρώπους.
Όπως είπαμε, όμως, δεν ήταν μόνο οι αρρώστιες. Ήδη κατά τον 3ο μ.Χ. αιώνα και ενώ η ενωμένη ακόμα Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία είχε καταφέρει προσωρινά να ανακάμψει από τις εσωτερικές έριδες και εξωτερικές επιθέσεις, ένας νέος απειλητικός «εχθρός» εμφανιζόταν κι αυτός δεν αντιμετωπιζόταν με λεγεώνες. Ο λόγος για την κλιματική αστάθεια που έγινε αισθητότερη στην Ανατολική Μεσόγειο, κάνοντας άλλες περιοχές ξηρότερες και άλλες υγρότερες, ευνοώντας την ερημοποίηση στη Βόρεια Αφρική και φέρνοντας ανομβρία και λιμούς. Στον συνδυασμό αυτών των παραγόντων φαίνεται ότι οφειλόταν η έλλειψη τροφίμων που έπληξε την Καππαδοκία το 368-9 μ.Χ. Τα γεγονότα περιγράφει γλαφυρά ο Μέγας Βασίλειος, ο οποίος ίδρυσε προς τούτο στην Καισάρεια ένα πρότυπο φιλανθρωπικό ίδρυμα, τη Βασιλειάδα. Θα ακολουθούσαν μεγαλύτεροι και πιο εκτεταμένοι λιμοί ειδικά στον Νότο, με παγανιστές και χριστιανούς να αλληλοκατηγορούνται για το κακό. Όπως όμως είπαμε, το ποτάμι δεν γύριζε πίσω και η νέα θρησκεία φάνταζε αν όχι πιο αξιόπιστη, τουλάχιστον πιο φροντιστική και παρηγορητική. Η κλιματική αλλαγή δεν επηρέαζε μόνο τον ρωμαϊκό κόσμο, ανάλογα φαινόμενα είχαν αναφερθεί την ίδια εποχή στην Κίνα των Χαν, σημειώνει ο Harper, αν και παραλείπει να πει ότι πρώτοι οι Κινέζοι κατέγραψαν συστηματικά επιδημίες και πανδημίες. Το σίγουρο είναι ότι οι κλιματικές μεταπτώσεις προκάλεσαν μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών και ήταν πιθανότατα η κυριότερη αιτία των μαζικών εισβολών βαρβαρικών φύλων από τις στέπες της Ανατολής, που θα κατέληγαν προοδευτικά στη διάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού Κράτους, δοκιμάζοντας σκληρά και τις αντοχές του Ανατολικού. Αν, πάντως, η Ρώμη γλίτωσε από τον Αττίλα το 452 μ.Χ., το οφείλει όχι μόνο στο κύρος και τη διαπραγματευτική ικανότητα του Πάπα Λέοντα αλλά –ίσως και περισσότερο– στην επιδημία ελονοσίας που έπληξε τον στρατό του έξω από τα τείχη της.
Σε αυτό το δυσοίωνο σκηνικό ήρθε να προστεθεί μια έκρηξη της ηφαιστειακής δραστηριότητας στα μέσα του 5ου αιώνα που προκάλεσε, μεταξύ άλλων, μείωση της ηλιοφάνειας, καταστροφή σε πολλές σοδειές αλλά και μια σειρά υλικές καταστροφές, ανάμεσά τους η κατάρρευση από σεισμό του πρώτου θόλου της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη (557 μ.Χ.). Το δε σωτήριον έτος 536 μ.Χ. έμοιαζε πολύ με το 1816 (έκρηξη ηφαιστείου Κρακατόας), ούσα κι αυτή μια «χρονιά χωρίς καλοκαίρι», ενώ η δεκαετία που ακολούθησε ήταν η πιο κρύα στην ευρωπαϊκή ιστορία από πολλούς αιώνες, πρελούδιο της Μικρής Εποχής των Παγετώνων που ακολούθησε. Την κατάσταση εκτράχυναν τα περιοδικά κύματα της πανώλης που είχαν αποτέλεσμα την παρακμή πολλών αστικών κέντρων, ιδίως παραθαλάσσιων, καθώς τα λιμάνια θεωρούνταν (και σωστά) ύποπτα ως κατεξοχήν εστίες μόλυνσης. Κάτι ο φόβος των μεταδοτικών ασθενειών, κάτι οι συχνές εχθρικές επιδρομές, η τάση πλέον ήταν μικρότερες, πιο απομονωμένες και καλύτερα οχυρωμένες πόλεις στην ενδοχώρα, κατά προτίμηση σε κάποιο υψόμετρο.
Ο 6ος αιώνας θεωρείται σημείο καμπής, με τις σχετικές αρχαιολογικές μαρτυρίες να είναι πολλές, ιδιαίτερα στον ελλαδικό χώρο. Μάλιστα ο συγγραφέας συμπεραίνει ότι στην ταραγμένη εκείνη περίοδο οφείλεται η μεγάλη άνθηση τόσο της λατρείας της Παρθένου Μαρίας ως «επικουρικής» θείας δύναμης, με τον Ιουστινιανό να καθιερώνει τη γιορτή της Υπαπαντής, όσο και της εικονολατρίας, που έναν αιώνα αργότερα θα πυροδοτήσει έναν από τους μεγαλύτερους θρησκευτικούς, εν μέρει και πολιτικούς διχασμούς, που γνώρισε ο χριστιανικός κόσμος. Γεγονός παραμένει ότι «ένας από τους μεγαλύτερους πολιτισμούς της Ιστορίας ήρθε αντιμέτωπος με τη σωρευτική βία της φύσης, αντέχοντας για αιώνες, αλλά τελικά υποκύπτοντας. Το παράδειγμα της Ρώμης είναι μια επίκαιρη υπενθύμιση ότι η κλιματική αλλαγή και η μικροβιακή εξέλιξη έχουν διαμορφώσει τον κόσμο μας με τρόπους αναπάντεχους και καθοριστικούς», όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στο οπισθόφυλλο της έκδοσης που περιλαμβάνει επεξηγηματικούς χάρτες και φωτογραφίες από αρχαιολογικά ευρήματα, ενώ αξιέπαινη είναι και η μετάφραση του Γιώργου Καράμπελα.