«Ένας επαναστάτης δεν γίνεται να ’ναι συνάμα και κλασικός, αλλά με τον Τσαρούχη γίνεται», έγραφε ο Οδυσσέας Ελύτης για τον ζωγράφο που τόλμησε, όπως τόνιζε ο ποιητής, να αναζητήσει τον Ερμή όχι στον Όλυμπο αλλά στο καφενείο με το ίδιο όνομα, ατενίζοντας με το ανοιχτό του βλέμμα τον κόσμο στη συγχρονική και διαχρονική του αλήθεια. Είναι πραγματικά εκπληκτικό, διαβάζοντας τα Μαθήματα Ζωγραφικής που έδωσε ο σπουδαίος ζωγράφος και δάσκαλος σε ώριμη πια ηλικία στο Ιωνικό Κέντρο Επιστημονικών και Πνευματικών στη Χίο, να βλέπεις το ελληνικό σύμπαν να μετατρέπεται σε έναν ζωντανό οργανισμό γεμάτο από αντιθέσεις που μόνο ο Τσαρούχης μπορεί να συμφιλιώνει με τέτοια αμεσότητα.
Σε αυτό το τσαρούχειο εικονοστάσι θα δεις, για παράδειγμα, ποιητές σαν τον Όμηρο να εμπνέουν άγνωστους Αρχαίους δημιουργούς, οι οποίοι τολμούν να κάνουν πιο όμορφους από τους θεούς τους τα σκυλιά και τα πουλιά, βγάζοντας δημιουργικά τη γλώσσα στο θείο ή που μπορούν, σαν τον Απελλή, να διορθώνουν ακόμα και τον Μέγα Αλέξανδρο για τα χρώματα (περιπτώσεις που ο Τσαρούχης θυμάται από στήθους από τον Πλίνιο τον Πρεσβύτερο), επηρεάζοντας δημιουργικά τους κατοπινούς ομότεχνούς τους. Αυτοί είναι που έδωσαν δημιουργικά το δικαίωμα σε λαϊκούς ζωγράφους σαν τον Θεόφιλο να σκαλίζουν στα γείσα των σπιτιών ροζ ψάρια και κίτρινες σκιές και εν τέλει να διαμορφώνουν ένα ελληνικό σύμπαν που, μέσα από τις όψεις του ατελούς, έκανε την τέχνη να προχωράει. Γιατί ο Έλληνας καλλιτέχνης, παρασυρμένος από την ελευθερία του –και εδώ φαίνεται να ξεχωρίζει από τους ζωγράφους της Δύσης–, δεν είναι υποχρεωμένος να φτιάχνει τέλεια, μαθηματικά εξακριβωμένα σχέδια ή να μαθαίνει τις ανατομίες, κάνοντας επιστημονικά πειράματα όπως ο Μιχαήλ Άγγελος, αλλά να αφουγκράζεται τα πάθη και τις αρετές των καθημερινών ανθρώπων.
Ο ίδιος, πάντως, δεν έπαψε ποτέ να εμφορείται από αυτή την ένθεη δύναμη του έρωτα και του πάθους όσον αφορά την τέχνη του και αυτό φαίνεται σε κάθε του φράση, σε κάθε πινελιά και εξιστόρηση.
Μιλώντας με τη σοφία του δασκάλου και το φιλοπερίεργο ένστικτο του μαθητή, ο Τσαρούχης κρατάει από την αρχαιοελληνική υψηλή τέχνη το γεγονός ότι τόλμησε να βάλει τον άνθρωπο στον επίκεντρο γι’ αυτό τον έφτιαξε γυμνό, για να ξεχωρίζει «έξω από τα ζώα, έξω από τα αντικείμενα», και από τη λαϊκή τέχνη το ότι άγγιξε, όπως οι καλλιτέχνες της δημοτικής ποίησης, έστω στο περιορισμένο περιβάλλον της επαρχίας ή του χωριού, «αλήθειες ανθρώπινες και είχε το θάρρος να τις πει στους χωρικούς, οι οποίοι, κρυμμένοι πίσω απ’ την εκκλησία, κρυμμένοι πίσω από τα κουστούμια τους τα βαριά και τα φλουριά τους, όσα αρνούνται να ομολογήσουνε». Γιατί ο λαϊκός καλλιτέχνης και ο λαϊκός ποιητής, «όντας ειλικρινής, αποκαλύπτει στους άλλους το ένστικτό τους».
Εξού και το ότι η ζωγραφική για τον Τσαρούχη δεν είναι ο στείρος ακαδημαϊσμός των σχολών ή της τέλειας τεχνικής αλλά η ψυχή του καλλιτέχνη που αντικατοπτρίζεται σε κάθε λεπτομέρεια, στον τρόπο που κάνει να μιλήσει το χρώμα, «διότι είναι κατιτί που μπορεί να υπάρχει ασχέτως της νοοτροπίας. Είναι η βαθιά γνώσις και αίσθησις των χρωμάτων». Τα χρώματα είναι που μιλάνε και όχι το σχέδιο. Και αυτό έχει να κάνει με τις συνθήκες της εκάστοτε εποχής.
Στα μαθήματα αυτά προς τους φιλότεχνους σπουδαστές του Ιωνικού Κέντρου της Χίου ο Τσαρούχης αιτιολογεί με κάθε λεπτομέρεια την άμεση σχέση του δημιουργού με το περιβάλλον του, εξηγώντας, για παράδειγμα, γιατί οι κλίμακες της αρχαιοελληνικής ζωγραφικής είναι πιο χαρούμενες σε σχέση με αυτές των Αιγυπτίων ή πώς οι ιστορικές αλλαγές που εξακριβώνει στον Ηρόδοτο και στον Θουκυδίδη επηρέασαν την αρχαία τέχνη, η οποία έπαψε σταδιακά να είναι γυναικοκρατούμενη, καθώς, σύμφωνα με τη δική του ερμηνεία, λόγω της καθόδου των Δωριέων, με την επικράτηση του Απόλλωνα και του Δία, οι οποίοι εξοβέλισαν τις γυναικείες θεότητες, επικράτησαν οι ανδρικές φιγούρες και το φιλοπολεμικό τους σύμπαν – και αυτό, μας θυμίζει, το βλέπουμε με ενάργεια στην Ορέστεια του Αισχύλου που δηλώνει το πέρασμα από τη γυναικεία απελευθέρωση στην επικράτηση του φιλοπολεμικού κόσμου του άνδρα. Η ελευθερία, ωστόσο, παρέμεινε, για να φτάσουμε στον Ερμή του Πραξιτέλη, που είναι ένα μείγμα του ιωνικού και του μινωικού πολιτισμού σε συνδυασμό με τη γεωμετρική αυστηρότητα που έφεραν οι Δωριείς.
Αυτό, όμως, που κυρίως προσέφερε η ελληνική τέχνη, εκτός από τη βιωματική και εμπειρική επισκόπηση, είναι ο έρως, που για τον Τσαρούχη είναι ταυτόσημος με τον ενθουσιασμό που αποτελεί προϋπόθεση για κάθε καλλιτέχνη: «Η δυτική τέχνη πολλές φορές ελευθερώνεται απ’ τον έρωτα και τον αντικαθιστά με την ακρίβεια της μετρήσεως. Ο έρως είναι σαν ένας ενθουσιασμός, σαν ένα φίλτρο που μπαίνει στο μάτι και βλέπεις τα πράγματα διαφορετικά. Μπορεί να πούμε ότι αυτό γελάει τον άνθρωπο, τον κάνει ανίκανο να δει την αντικειμενικότητα, αλλά τη βλέπει ίσως όπως είναι στο βάθος, καλύτερη και πιο ευχάριστη και πιο αθάνατη κυρίως».
Ο ίδιος, πάντως, δεν έπαψε ποτέ να εμφορείται από αυτή την ένθεη δύναμη του έρωτα και του πάθους όσον αφορά την τέχνη του και αυτό φαίνεται σε κάθε του φράση, σε κάθε πινελιά και εξιστόρηση. Μιλάει με πάθος για τα μινωικά έργα που συνομιλούν άμεσα με τα αιγυπτιακά, για τα μυστικά των βυζαντινών εικόνων που εμφάνιζαν ίδια τεχνοτροπία όσον αφορά την έκφραση της δημοκρατικότητας, ώστε να μπορεί να τα ζωγραφίζει και ένας ζωγράφος με λαϊκά μέσα, με την τεχνική του αυγού. Έχοντας επίγνωση της βαρύτητας που πρέπει να δώσει, εκτός από τις ιστορικές εξηγήσεις, στις αισθητικού τύπου αναλύσεις του αφιερώνει, για παράδειγμα, ελάχιστο χρόνο στη στυλιζαρισμένη Σχολή του Μονάχου για να μιλήσει με κάθε λεπτομέρεια για μωσαϊκά που ανακάλυψε στο δάπεδο του σπιτιού του Λυκομήδους στη Σπάρτη με τον Αχιλλέα ντυμένο γυναίκα και με τις γυμνές κόρες που τις πιάνει επ’ αυτοφώρω ο Οδυσσέας ή για κάποιο άλλο μωσαϊκό σε άλλο σπίτι, λίγο πιο δίπλα, με τον Ορφέα που μαγεύει τα ζώα, ή για εκείνο το επιβλητικό μωσαϊκό της Μέδουσας από το Εθνικό Μουσείο που τον σημάδεψε για πάντα, όταν στη μάταιη προσπάθειά του να το αντιγράψει, ανακάλυψε ότι το κεφάλι της ήταν ολόιδιο με ενός νεαρού που στήθηκε για να τον ζωγραφίσει – αλλά δεν κατάφερε να το ολοκληρώσει γιατί το μοντέλο του έφυγε για φαντάρος στον Πόλεμο της Αλβανίας. «Ήταν η στιγμή που συνειδητοποίησε ότι η τελειότητα της αρχαίας τέχνης οφείλεται ακριβώς στην πιστή αντιγραφή της πραγματικότητας», γράφει στην κατατοπιστική της εισαγωγή η Ευφροσύνη Δοξιάδη, η οποία ανέλαβε και τη φροντίδα του πολύτιμου αυτού τόμου.
Πάντα η πραγματικότητα και οι αστοχίες δείχνουν τη μεγάλη κλίμακα των πραγμάτων και μάλλον έχουν μεγαλύτερη βαρύτητα στο ένδοξα ηττημένο ελληνικό σύμπαν του Τσαρούχη από τις νίκες. Γι’ αυτό ελάχιστη σημασία έχει αν το έργο του για τη Μέδουσα έμεινε ατελές ή αν ολοκληρώθηκε, αφού στα μάτια του οι κατεστραμμένες σχεδόν τοιχογραφίες στον Μυστρά ενδέχεται να είναι πιο σημαντικές από τις τέλειες ελαιογραφίες των πιο διάσημων έργων της μοντέρνας ζωγραφικής. «Σημασία έχει να ξυπνήσεις τον άλλο κόσμο και να παλέψεις με τους δυνατούς, όχι να μιμηθείς τους δυνατούς. Αν δεν μπορείς να παλέψεις, γιατί να παλέψεις, περιττό να είσαι μεγάλος άνθρωπος όταν το ιδανικό σου περιορίζεται στο να μιμηθείς καλά ό,τι έχει γίνει ήδη. Ως μαθητεία είναι καλό αυτό, αλλά δεν μπορείς να εξακολουθήσεις αιωνίως. Πρέπει να γυρίζει κανείς στον εαυτό του και στον τόπο του».
Το παν για εκείνον είναι, επομένως, να μπορείς να αντιληφθείς την αλήθεια του τόπου σου χωρίς διάθεση προγονοπληξίας και να αντιλαμβάνεσαι τις ρίζες σου, που πρέπει να είναι ελεύθερες για να παίρνουν αέρα και όχι να σαπίζουν από το βαρύ κλίμα της συντηρητικότητας. Και ο μόνος τρόπος συνολικής απελευθέρωσης είναι η αμεσότητα της τέχνης: στο θέατρο –και από σκηνοθεσίες γνωρίζει πολύ καλά– των δικών του ζωγράφων-ηρώων πρωταγωνιστικό ρόλο δεν παίζουν οι καλλιτέχνες πρώτης γραμμής με τον πειραματισμό των χρωμάτων που είχαν στην πλούσια παλέτα τους από τα δώρα της Ανατολής αλλά ο Πολύγνωτος, που χρησιμοποιούσε μόνο τέσσερα χρώματα ή πιο πρόσφατα ο Θεόφιλος που ανακάτευε με τον δικό του τρόπο χρώματα με διάφορες ουσίες, ακόμα και με τα ούρα, για να αντέξουν, αποκαλύπτοντας μια αλήθεια που τον έκανε ανθεκτικό στο χρόνο. Γιατί ποιος είναι μεγάλος ζωγράφος και ποιος δεν είναι δεν μπορεί να το εξηγήσει, κατά τον Τσαρούχη, κανείς ακαδημαϊκός, καμία λογική και καμία επιστήμη, μόνο η ανθεκτικότητα στον χρόνο και/ή η μυστηριακή μαγεία της τέχνης. Ακόμα και αν φτάσαμε να μάθουμε τα πάντα και αν κατακτήσαμε τη σελήνη, λοιπόν, «η αίσθηση που μας δίνει το σεληνόφως είναι μια ανθρώπινη υπόθεσις, άσχετη τελείως με τις γνώσεις τις επιστημονικές». Είναι, προφανώς, ο δικός μας ατελής, ελληνικός τρόπος να υπάρχουμε στο σύμπαν.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.