Εκείνη την εποχή θα 'μουν δεκαεννιά ετών, γνώρισα μια μεγάλη ερωτική απογοήτευση. Αυτό πού λένε έναν άτυχο έρωτα, κι αποφάσισα ν’ αυτοκτονήσω σιγά σιγά, μη τρώγοντας καθόλου. Τσαρούχης αυτοβιογραφούμενος
Σε ένα παλιό τεύχος του περιοδικού Η Λέξη, δεκαετίες πριν, είχε δημοσιευτεί αυτό το σπάνιο κείμενο του Τσαρούχη. Αξίζει να αποθησαυριστεί, "προς παραμυθίαν" όπως ίσως θα έλεγε και εκείνος.
«ΕΝΤΥΠΩΣΗ μου 'χαν κάνει οι δυο μου επισκέψεις στο Δαφνί. Στη δεύτερη έκανα το αντίγραφο. Η ευχάριστη ταραχή που μου προξένησαν αυτά τα μωσαϊκά ήταν σαν μια πληγή που εδέχτηκα. Μια πληγή που ξαναμάτωσε όταν γνώρισα τον Κόντογλου και είδα τα εξαιρετικά αντίγραφα που είχε κάνει απ’ το Δαφνί και τον Όσιο Λουκά. Το 1927, ήδη μαθητής του Πολυτεχνείου, που αργότερα ονομάστηκε ΑΣΚΤ (Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών), πήγα να γνωρίσω τον Κόντογλου μαζί με την Κατίνα Λάσκαρη, σήμερα σύζυγο του Δημήτρη Φωτιάδη και τότε συμμαθήτριά μου. Μαζί μας ήταν και δύο άλλα παιδιά. Είχα πάρει μαζί μου να του δείξω μερικές ακουαρέλλες και σχέδια. Ο Κόντογλου με αποπήρε και μου 'πε καθαρά ότι τον απογοήτευσα: «Μου 'παν ένα παιδί γεννημένο στoν Πειραιά. Νόμιζα ότι ήσουν λαϊκό παιδί που σχεδιάζει καράβια και καραγκιόζηδες. Και βλέπω ένα πληροφορημένο παιδί που ξεσηκώνει τα φιγουρίνια του Παρισιού. Μέρες και μήνες βάσταξε η στεναχώρια μου γιατί εθαύμαζα πολύ τον Κόντογλου. Είχε καταρρακώσει όλη μου την αστική περηφάνια, που δεν ήταν και πολύ στερεή. Η οικογένειά μου και το περιβάλλον της ακολουθούσαν τα υποδείγματα της Ευρώπης. Στις μόδες, στα εσώρουχα, στα καπέλα, στην αρχιτεκτονική, στα έπιπλα, στη μουσική, στη φιλολογία, σε όλα. Όλα έπρεπε να είναι ευρωπαϊκά, παριζιάνικα ιδίως. Τα λόγια του Κόντογλου, γιατί μου είχε πει πολλά, ξύπνησαν μέσα μου αλλοτινές επαφές και συναντήσεις απ’ την παλιά Ελληνική Τέχνη. Εξήγειραν ζωηρές εντυπώσεις απ’ τις ρεκλάμες του Δεδούσαρου του Καραγκιοζοπαίχτη, την πληγή απ’ τις πρώτες εντυπώσεις του Δαφνιού. Θυμήθηκα τον παπά που ερχόταν κάθε πρώτη του μηνός να κάνει αγιασμό στο σπίτι ή παρακλήσεις στις δύσκολες στιγμές της οικογένειας ή κατά τον Δεκαπενταύγουστο. Άρχισα να δουλεύω διαφορετικά, να σκέπτομαι διαφορετικά, χωρίς ωστόσο να μαϊμουδίζω τον Κόντογλου. Αυτό θα γινόταν αργότερα. Εκείνη την εποχή γνώρισα τον Βέλμο, επισκεπτόμενος με τον αδελφό μου μια έκθεση γλυπτών και σχεδίων του Γ. Χαλεπά που 'χε διοργανώσει στην γκαλερί του «Άσυλον Τέχνης». Ο Βέλμος ήταν ηθοποιός στο Θέατρο Κοτοπούλη και τον είχα θαυμάσει ως κορυφαίο στην "Αντιγόνη", όπου τον αχάριστο ρόλο τον είχε ζωντανέψει και τον είχε κάνει μεγάλο ρόλο. Τον είχα δει ακόμα και ως ηθοποιό στον "Άμλετ", πάντα υπέροχο. Ήμουν 17 χρονών. Είπα δυο λόγια για τον Χαλεπά και με εξετίμησε και μου πρότεινε να κάνω σχέδια από την παλιά Αθήνα και να τα εκθέσω σε μια έκθεση που ετοίμαζε. Πριν απ' αυτή την έκθεση εξέθεσα σε μια άλλη που λεγόταν "Οι Ασπούδαχτοι Ζωγράφοι» καίτοι εγώ ήμουν πρωτοετής στο Πολυτεχνείο, μια μεγάλη μακέτα για τις "Φοίνισσες" του Ευριπίδου. Ο Κόντογλου εκείνο τον καιρό ήταν τσακωμένος με τον Βέλμο εξαιτίας μιας εικόνος του Άγιου Γιαννιού που ήθελαν να την πουλήσουν συνεταιρικώς. Τον ίδιο περίπου καιρό ο Κόντογλου έχανε την πρώτη έκθεση στην Αθήνα, στο Λύκειο των Ελληνίδων.
Πήγα να την δω με φόβο και τρόμο ύστερα απ’ αυτά που μου 'χε πει. Είχα άδικο να φοβάμαι. Είχε δει στην εφημερίδα "Εστία" μια φωτογραφία απ’ τις "Φοίνισσες" του Ευριπίδου και στο "Φραγγέλιο", περιοδικό που έβγαζε ο Βέλμος, ένα άλλο σχέδιό μου κι ήταν ενθουσιασμένος με τας προόδους μου. "Θα 'θελα να γίνεις βοηθός μου και μαθητής μου, αλλά θα 'πρεπε να μην ξαναδείς τον Βέλμο. Ή εμένα ή αυτόν. Δεν μπορείς να βλέπεις και τους δυο μαζί".
Αργότερα η σκηνογραφία των "Φοινισσών" δημοσιεύτηκε εγχρώμως στο Λεξικό Ελευθερουδάκη, όπου ο Κόντογλου επεμελείτο την εικονογράφηση. Όλες οι σκηνογραφίες που υπάρχουν σ’ αυτήν τη σελίδα είναι αντιγραμμένες από μένα από διάφορα ξένα περιοδικά και βιβλία, κι έτσι γίνηκε ένας σουλουπωμένος πίνακας που εστάλη στη Γερμανία να γίνει κλισέ. Αντέγραφα πολύ εύκολα και το Λεξικό μού ανέθεσε να κάνω και τον πίνακα με τα διάφορα σταφύλια, παρμένα από διάφορα βιβλία.
Η απόφαση να εργαστώ στον Κόντογλου πάρθηκε αργότερα.
Εκείνη την εποχή θα 'μουν δεκαεννιά ετών, γνώρισα μια μεγάλη ερωτική απογοήτευση. Αυτό πού λένε έναν άτυχο έρωτα, κι αποφάσισα ν’ αυτοκτονήσω σιγά σιγά, μη τρώγοντας καθόλου. Στους γονείς μου, που τους παραξένευε το γεγονός πως δεν καθόμουν στο τραπέζι, έλεγα πως είχα φάει πριν. Σιγά σιγά άρχισα να αδυνατίζω και να γεμίζω σπυριά, από αβιταμίνωση νομίζω. Το 1930 αποφάσισα να σταματήσω την αυτοκτονία με την πείνα και πήγα να δουλέψω στον Κόντογλου, όπως πάν' στο Μοναστήρι για να ξεχάσουν τα πριν. Γίνηκα ένας καλός βοηθός και ένας πειθαρχικός μαθητής. Συμμετείχα στους ενθουσιασμούς και στις δυσκολίες του —κι είχε πολλές— χωρίς να πάψω να φοιτώ στο Πολυτεχνείο. Με τον καιρό άρχιζα να τον κρίνω πιο γαλήνια, να βλέπω πιο καθαρά την προσπάθειά του, να τον κριτικάρω, αλλά πάντα να τον σέβομαι και να τον θαυμάζω. Εκείνη την εποχή βρήκα κι ένα γέρο Αϊβαλιώτη για να μάθω να διαβάζω παρασημαντική. Ήταν πολύ καλός ψάλτης και συγχρόνως πουλούσε στην παράγκα του στον Βύρωνα κάρβουνα και ξύλα. Είχε δυο γιούς, ο ένας ήταν αστυφύλακας κι ο άλλος κλέφτης φυλακισμένος στη Θεσσαλονίκη. Η γυναίκα του, από σεμνοτυφία ίσως, τη βυζαντινή μουσική την έλεγε βαζαντινή.
Ο ίδιος το 1931 εκτιμούσε πολύ τον Hitler κι' όταν του 'φερνα αντιρρήσεις μού απαντούσε: "Μωρό μου, μην κρίνεις απερίσκεπτα τη Γερμανία. Αυτή είναι μεγάλο βασίλειο, δεν είναι σαν κι εμάς. Δεν έχουμε το δικαίωμα να τη κρίνομε". Έφτασα ως το πλάγιο πρώτου και δυστυχώς σταμάτησα. Είχα πολλή δουλειά στον Κόντογλου και στο Πολυτεχνείο. Στο τέλος κάθε μαθήματος συνήθιζε, αν είχα ψάλει καλά, να μου λέει: "Μπράβο, μωρό μου, ν’ αξιωθείς να πεις και Χερουβικό».
Έλεγε ακόμα: "Όταν το μάθεις όπως είναι γραμμένο, να τ’ αλλάξεις μετά όπως σου αρέσει. Μην κάνεις σαν τους δασκάλους του Ωδείου". Και προσέθετε ένα ρητό άγνωστο από πού προερχόμενο: "Τις εστίν ο ποιών το Θέλημά μου, ο εκπλήττων μου τας ακοάς". Να βάζεις ατζέμια, να το γλυκαίνεις, έτσι κάνει ο καλός ψάλτης".
Τον Πικιώνη και τον Παπαλουκά καθώς και τον Στρατή Δούκα τούς γνώρισα μέσω του Βέλμου. Και οι τρεις βρισκόντουσαν πάντα σε διαμάχη με τον Κόντογλου. Τον Παπαλουκά τον γνώρισα λίγο. Τον Πικιώνη και τον Δούκα πολύ περισσότερο, ιδίως τον Πικιώνη. Όλοι αυτοί ήταν δάσκαλοί μου που συχνά διαφωνούσαν μεταξύ τους και με τον Κόντογλου. Ο Πικιώνης με συμβούλεψε να πάω στο εργαστήριο του Παρθένη στο Πολυτεχνείο, ενώ ως τότε πήγαινα στου Βικάτου, από αντίδραση για τον ομόθυμο θαυμασμό στον Παρθένη. Είχα ως δασκάλους, πριν πάω στα εργαστήρια, τον Θωμά Θωμόπουλο, τον Επαμεινώνδα Θωμόπουλο, τον Μπισκίνη, ακόμα και τον Μποκατσιάμπη και τον Ιακωβίδη. Στο προκαταρκτικό που έμεινα μετεξεταστέος δύο χρόνια, ο Μαθιόπουλος και ο Επαμεινώνδας Θωμόπουλος δεν με χώνευαν χωρίς να ξέρω γιατί. Αντίθετα ο Παρθένης μού έδωσε άριστα με δύο τόνους. Όπως μου είπε η γυναίκα του, γιατί τελευταία δεν μιλούσε πια, παρόλο που επισκεπτόταν τακτικά το εργαστήριό του, είχε θυμώσει με τον διευθυντή που ήταν ο γλύπτης Δημητριάδης, επειδή αυθαίρετα πήρε για δικό του το πρώην εργαστήριό του. Για τους περισσότερους μαθητές ο Παρθένης ήταν θεός άμεμπτος και τέλειος, για μένα και για τον Διαμαντόπουλο, σεβαστός αλλά συζητήσιμος. Τον Διαμαντόπουλο τον γνώρισα στο εργαστήριο του Παρθένη, αλλά τον ήξερα ως ζωγράφο πολύ πριν. Είχε εκθέσει στου Βέλμου και αυτός έργα που εντυπωσίασαν κριτικούς και φιλοτέχνους. Ήταν ήδη ένας γνωστός εκτιμώμενος ζωγράφος, ενώ εγώ άρχιζα ακόμα δειλά δειλά τις δοκιμές μου. Ο Διαμαντόπουλος συμπλήρωσε με τέλειο τρόπο όσα μου 'χε μάθει ήδη ο Πικιώνης για τη μοντέρνα τέχνη. Μιλούσε με κατανόηση και σαφήνεια για τους σπουδαιότερους μοντέρνους σαν να είχε ζήσει χρόνια μαζί τους, ενώ εκείνη την εποχή δεν είχε ταξιδέψει καθόλου έξω. Ο Διαμαντόπουλος δυνάμωσε τις αμφιβολίες μου για το αλάθητο τού Κόντογλου. Και συνετέλεσε στο να πάψω να είμαι βοηθός του. Λίγο πριν γνωρίσω τον Κόντογλου ήμουν σε επαφή με την Αγγελική Χατζημιχάλη καθώς και με το Λύκειον των Ελληνίδων. Αυτές οι επαφές με εττηρέασαν και μελέτησα έτσι τις λαϊκές φορεσιές. Συγχρόνως έμαθα να υφαίνω· σ’ αυτό με βοήθησε κι η Εύα Σικελιανού. Μια άλλη γνωριμία σημαντική ήταν η Έλλη Παπαδημητρίου που γνώρισα το ’30. Διηύθυνε το κατάστημα "Λαϊκές Τέχνες" από περισσέματα χρημάτων της αποκαταστάσεως προσφύγων για να ενισχυθεί η Λαϊκή Βιοτεχνία. Εκεί εργαζόμουν δίνοντας σχέδια υφασμάτων απλών και με κεντήματα, σχέδια επίπλων και κεραμικής. Το σημαντικότερο που έκανα έχει ήταν η συλλογή προτύπων λαϊκής Τέχνης περιηγούμενος όλη την Ελλάδα. Υφάσματα, έπιπλα, αρχιτεκτονική, μεταλλικά αντικείμενα, ζωγραφικές διακοσμήσεις κ.λπ. Έπαιρνα ένα ποσό συντηρήσεως που ήταν ή αμοιβή μου για ορισμένο αριθμό σχεδίων. Αν έκανα παραπάνω σχέδια, πληρωνόμουν περισσότερο. Αργότερα παρουσίασα τον Διαμαντή Διαμαντόπουλο, τον γλύπτη Κολοκοτρώνη, τον Βελισσαρίδη, τον Μόσχο και τον Εγγονόπουλο. Όλοι αυτοί έκαναν σχέδια που έχουν καταλήξει σήμερα στο Μουσείο Μπενάκη μαζί με τα δικά μου.