Τα μεγάλα μυθιστορήματα δεν γράφονται απλώς για να ξεδιπλώσουν ιστορίες με πλοκή ‒αυτό το κάνουν πολύ καλύτερα οι ταινίες‒ αλλά για να ορίσουν τις βαθιές αφηγηματικές συνθήκες που ερμηνεύουν τη ζωή και τον θάνατο. Ενίοτε και για να καταργήσουν όλες τις κραταιές και παραδεδομένες αντιλήψεις για τον χώρο, τον χρόνο, την πλοκή, τους ήρωες. Στη Μεταμόρφωση του Κάφκα έχεις την αίσθηση ότι παρακολουθείς την αδιέξοδη, εξαρχής, πορεία του πρωταγωνιστή προς τον αφανισμό του, το ίδιο και στον Θάνατο του Ιβάν Ιλίτς του Τολστόι ή στο Μαγικό Βουνό του Τόμας Μαν, όπου οι πρωταγωνιστές βαδίζουν με περίσσια εσωτερική βεβαιότητα προς τον θάνατο.
Σε μια αντίστοιχη πορεία, που μοιάζει με σκηνικό από αρχαία τραγωδία και σε πολλά σημεία ο πρωταγωνιστής φέρνει στον νου έναν τραγικό Οιδίποδα, ο Τζοβάνι Ντρόγκο, ο νεαρός υπολοχαγός που καταφθάνει στη δική του χτυπημένη από μια άγνωστη κατάρα μικρή πολιτεία, το Οχυρό Μπαστιάνι, βαδίζει νομοτελειακά προς την επιβεβλημένη και επιλεγμένη από τον ίδιο καταστροφή. Τα πάντα προοικονομούν ένα σκηνικό χαμένων ελπίδων και αναμνήσεων, όπου τίποτα δεν είναι ικανό να ανατρέψει την πτώση και το τέλος.
Βλέποντας τον φασισμό να προελαύνει στην Ιταλία, ο Ντίνο Μπουτζάτι γράφει ένα συμβολικό, υπαρξιακό και δυνατό μυθιστόρημα για τους βαρβάρους που μπορεί τελικά να είμαστε εμείς οι ίδιοι, για τους ανύπαρκτους εχθρούς που διαρκώς κατασκευάζονται και για τις ματαιωμένες ελπίδες που τρέφουν τέρατα.
Ήδη από τις πρώτες σελίδες του σπουδαίου αλληγορικού μυθιστορήματος Η έρημος των Ταρτάρων ‒σε μετάφραση και επίμετρο της Μαρίας Οικονομίδου‒, όπου τίποτα δεν συμβαίνει ακριβώς επειδή συμβαίνουν τα πάντα, ο Ιταλός συγγραφέας Ντίνο Μπουτζάτι διαμηνύει σε τριτοπρόσωπη αφήγηση διά στόματος ενός τυχαίου προσώπου, ενός ράφτη, το τραγικό τέλος και ορίζει ένα ατμοσφαιρικό σκηνικό που ακροβατεί ανάμεσα στο όνειρο ‒ή μήπως εφιάλτη;‒ και την πραγματικότητα.
Η ζωή, άλλωστε, είναι ένας συμβιβασμός ή μια μόνιμη σύγκρουση με τις μεγάλες ιδέες και συμβαίνει κάποτε ο πιο σύντομος δρόμος να είναι ο μακρύτερος. Από την πρώτη στιγμή που ο πρωταγωνιστής Ντρόγκο καταφθάνει στο οχυρό με τους παράξενους στρατιώτες και τους αλλόκοτους αξιωματικούς και τον συνταγματάρχη, δείχνει να διατρέχει αυτόν τον συντομότερο δρόμο, έστω προσπαθώντας κάθε τόσο να πείσει τον εαυτό του ότι οι εχθροί, δηλαδή οι θρυλικοί Τάρταροι, θα φανούν και θα μεταμορφώσουν την αδιέξοδη καθημερινή πρακτική σε αφορμή για δόξα.
Σε ένα παιχνίδι ανάμεσα στις ψευδαισθήσεις και την ψευδεπίγραφη ερμηνεία της πραγματικότητας, η φαντασίωση εναλλάσσεται με την πιο κυνική σκέψη: τα οράματα για άλογα που τρέχουν προς την ελευθερία που ποτέ δεν έρχεται, οι εσωτερικές ενοράσεις για μεγαλεία που δεν θα είναι ποτέ εκεί, ακόμα και οι προσδοκίες για τον έρωτα που στη μία και μοναδική έξοδο και επιστροφή στην παλιά του ζωή ο ήρωας δεν είναι πια ικανός να νιώσει αποκτούν μια ονειρική διάσταση που δίνει στο μυθιστόρημα τον ρυθμό και τον τόνο.
Κάθε λεπτό που περνάει γίνεται η νότα στο θλιμμένο και λυπητερό τραγούδι του εσωτερικού πένθους, κάθε ήχος που έρχεται απ' έξω ερμηνεύεται ως ενδεχόμενο απελευθερωτικής εχθρικής επέλασης: «Ο άνεμος που παρέσερνε τον αχό του καταρράκτη, το μυστηριώδες παιχνίδι των αντίλαλων, ο διαφορετικός ήχος της κάθε πέτρας όταν έπεφτε πάνω της το νερό σχημάτιζαν μια ανθρώπινη φωνή, η οποία μιλούσε ακατάπαυστα κι έλεγε λόγια της ζωής μας, που είμαστε πάντα στο τσακ να τα καταλάβουμε κι απεναντίας δεν τα καταλαβαίνουμε ποτέ. Δεν ήταν, λοιπόν, ο στρατιώτης που σιγοτραγουδούσε, όχι ένας άντρας ευαίσθητος στο κρύο, στις τιμωρίες και τον έρωτα, αλλά το εχθρικό βουνό. Τι θλιβερό λάθος, σκέφτηκε ο Ντρόγκο, ίσως όλα είναι έτσι, πιστεύουμε ότι γύρω μας υπάρχουν πλάσματα ίδια μ' εμάς κι αντιθέτως δεν υπάρχει παρά πάγος, πέτρες που μιλάνε μια ξένη γλώσσα, ετοιμαζόμαστε να χαιρετήσουμε έναν φίλο, αλλά το χέρι ξαναπέφτει νωθρό, το χαμόγελο σβήνει, γιατί αντιλαμβανόμαστε ότι είμαστε εντελώς μόνοι».
Παρότι στο οχυρό δεν υπάρχουν πραγματικοί φίλοι, αφού κάποια στιγμή ο Ντρόγκο βιώνει την προδοσία, τελικά παραμένει ίσως γιατί ξέρει πως η ανέφικτη προσδοκία αξίζει περισσότερα από μια αλλόκοτη πραγματικότητα: στο οχυρό ορίζει τα όρια, έχει τον έλεγχο πάνω στις στιγμές, αποκτά ιδιότητα και φτάνει να είναι εξαρτημένος ακόμα και από την απελπισία. Μπροστά σε αυτή την ασφυκτική ισοπέδωση, ωστόσο, οι εποχές, το τοπίο, τα χρώματα, κάθε λεπτό που περνά αποκτούν μια επική διάσταση και μεταμορφώνονται τελικά σε ποίηση. Έπειτα, όλα θα φανούν διαφορετικά, αν καταφθάσουν κάποια στιγμή οι εχθροί και μετατρέψουν τους στρατιώτες από πειθήνια όντα σε αναγνωρίσιμους ήρωες. Έτσι, ο χρόνος που δεν περνάει μοιάζει με λεπτομέρεια μιας σπουδαίας στιγμής που θα δώσει νόημα στο ασήμαντο και στο φευγαλέο και ενδεχομένως θα ορίσει την αιωνιότητα.
Ακριβώς αυτή η προσδοκία της μάχης, όμως, στην οποία πίστεψε ο Ντρόγκο, στάθηκε η αδυναμία του. Όταν κάθε μέρα, κάθε ώρα και κάθε αλλαγή του τοπίου μετριέται αποκλειστικά με την προσδοκία των Ταρτάρων, δηλαδή των βαρβάρων που δεν έρχονται, οι απελπισμένοι πρωταγωνιστές στρέφονται κατά του εαυτού τους, όπως συμβαίνει με έναν οργανισμό που έχει υποβληθεί σε μια παρατεταμένη και τεράστια προσπάθεια.
Ερμηνεύουν κάθε εξωτερική πληροφορία ως εχθρική κίνηση και όταν κάποια στιγμή ο Λάτσαρι, ένας στρατιώτης του οχυρού, απλώς δεν αναφέρει το σύνθημα, τουφεκίζεται εν ψυχρώ από τον φρουρό. Αλλά και πάλι, ο θάνατός του δεν έχει καμία σημασία, αφού τόσο αυτός όσο και ο επόμενος νεκρός δεν είναι παρά οι τυχεροί που ξέφυγαν από το παιχνίδι της ματαιότητας. Τα πάντα στο οχυρό έχουν τη φύση και την υπόσταση ενός επιβεβλημένου κανόνα που καταντάει εντελώς παράλογος όταν δεν υπάρχει ούτε μάχη, ούτε εξωτερικοί εισβολείς, ούτε ήρωες.
Και εδώ ακριβώς έγκειται η αλληγορική δύναμη ενός βιβλίου που αναφέρεται μεν στην εσωτερική μοναξιά αλλά αφορμάται από τον παραλογισμό της κατασκευής εχθρών, ψεύτικων μεγαλείων και ηρωικών καταστάσεων: γράφοντας λίγο πριν από το ξέσπασμα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, ο συγγραφέας και δημοσιογράφος Ντίνο Μπουτζάτι είχε επίγνωση της επέλασης του φασισμού και της κατασκευής εξωτερικών εχθρών. Ήξερε πως οι Τάρταροι, αυτοί οι αόρατοι εχθροί που ποτέ δεν φτάνουν και κανείς δεν ξέρει αν ποτέ υπήρξαν, συνειρμικά παραπέμπουν στους Τατάρους, δηλαδή στα πολεμοχαρή και βάρβαρα φύλα της Χρυσής Ορδής που έφεραν την καταστροφή στην Ευρώπη τον 13ο αιώνα.
Βλέποντας τον φασισμό να προελαύνει στην Ιταλία, ο Ντίνο Μπουτζάτι γράφει ένα συμβολικό, υπαρξιακό και δυνατό μυθιστόρημα για τους βαρβάρους που μπορεί τελικά να είμαστε εμείς οι ίδιοι, για τους ανύπαρκτους εχθρούς που διαρκώς κατασκευάζονται και για τις ματαιωμένες ελπίδες που τρέφουν τέρατα. Ακριβώς για όλους αυτούς τους λόγους η έκδοση αυτού του βιβλίου στις επικίνδυνες εποχές που ζούμε μοιάζει καίρια, αν όχι απαραίτητη, και τα νοήματά του σχετικά με την αλληγορική προσωποποίηση της καθημερινής ποίησης σχεδόν επιβεβλημένα.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO
σχόλια