Η μικρή κλαίει, η μικρή γελάει και ύστερα φιλά με όλη της τη δύναμη τη γυναίκα της φωτογραφίας του οπισθόφυλλου. Τα ξανθά της μαλλιά δεν έχουν ακόμη μακρύνει, είναι πολύ κοντά σχεδόν σαν αγοριού και μια στέκα τα χωρίζει στη μέση. Ολόασπρες κάλτσες σε ολόασπρα πέδιλα, χέρια γραμμένα με νερομπογιές και η δαντέλα απ' το λευκό της φουστάνι να κρύβει επιμελώς ως τα μισά τα σκισμένα της γόνατα.
«Μια φορά, δεν πάει καιρός, ζούσε σ' ένα μικρό χωριό, κάπου εδώ κοντά, ένας άνθρωπος πολύ σοφός και πολύ γέρος. Η πλάτη του ήταν σκυφτή, τόσο σκυφτή, που η άσπρη του γενειάδα άγγιζε τη γη. Είχε διαβάσει τα βιβλία όλου του κόσμου και είχε μάθει τις γλώσσες όλων των ανθρώπων. Ζούσε απόμερα, σ' ένα μικρό σπιτάκι, ολομόναχος. Στον κήπο του φύτρωναν κι άνθιζαν όλων των λογιών τα λουλούδια: τριαντάφυλλα, τουλίπες, μαργαρίτες, κυκλάμινα, ζουμπούλια κι όμορφα κατακόκκινα γαρίφαλα.»[1]
Και ακόμη θα της έλεγε πως είναι κατάδική της, η πιο αγαπημένη ενός κοριτσιού χωρίς αδέρφια, που μεγάλωσε μες τα βιβλία και τις ιστορίες της και νόμιζε η χαζούλα μέχρι κάποια ηλικία, ότι υπήρχε ένα παράλληλο σύμπαν που όλα παίζονταν την ίδια ώρα που εκείνη τα διάβαζε και πως έπρεπε να είσαι σπουδαίος και όχι απλά διαβαστερός για να τα δεις και να τα καταλάβεις.
Πρωτακούμπησε τα δάχτυλά της στις λέξεις αυτές στα τρία, παίζοντας με τον παππού της. Λέξη και δάχτυλο· εκείνος έλεγε "μία" και αυτή απαντούσε "δυο" και με τον τρόπο αυτό μέτρησε και ξαναμέτρησε πολλές φορές τούτο το παραμύθι, για ένα Γαϊτανάκι από παιδιά, που με τα χέρια τους μονάχα αγκαλιάζουν ολόκληρη τη γη. Της το είχε άλλωστε υποσχεθεί: θα πιανόταν και αυτή στον κύκλο, θα την περίμενε μια γαλάζια μακριά κορδέλα, την είχε κρατήσει, ακριβώς δίπλα στην μωβ της αγαπημένης της Ζωρζ και αφού την έπιανε σφικτά από το χέρι, θα της έλεγε για τις χελώνες.
«Τη μεγάλη μας χελώνα θα την λέμε Ναυσικά και το παιδάκι της Πάτροκλο, θα τρώνε όλη μέρα μαρούλια και θα ζουν ευτυχισμένοι στο σπιτάκι-τενεκέ στο βάθος της αυλής. Αυτό θα είναι το μυστικό μας». Και ακόμη θα της έλεγε πως είναι κατάδική της, η πιο αγαπημένη ενός κοριτσιού χωρίς αδέρφια, που μεγάλωσε μες τα βιβλία και τις ιστορίες της και νόμιζε η χαζούλα μέχρι κάποια ηλικία, ότι υπήρχε ένα παράλληλο σύμπαν που όλα παίζονταν την ίδια ώρα που εκείνη τα διάβαζε και πως έπρεπε να είσαι σπουδαίος και όχι απλά διαβαστερός για να τα δεις και να τα καταλάβεις.
Ένα παιδί με μάτια ολάνοικτα ρουφάει τα βιβλία. Ο αληθινός κόσμος και ο μαγικός κόσμος των ιστοριών και οι δυο μαζί λιάζονται στο κατάστρωμα ενός φανταστικού Πορτοκαλή Ήλιου[2]. Βλέπεις; Οι πολυθρόνες είναι όλες πιασμένες και από το βάθος του σκηνικού μια-μια οι μορφές των ηρώων ξεπροβάλλουν. Πρόσωπα, άλλοτε ένα-ένα και άλλοτε σε μικρές ομάδες, πρόσωπα γνωστά και πρόσωπα άγνωστα, πρόσωπα από ιστορίες ή την φαντασία του παιδιού και άλλα από τη ζωή, σαν μια ατελείωτη κορδέλα από κουκίδες-πρόσωπα, άλλοτε δυνατά, άλλοτε υπερφωτισμένα και άλλοτε μετά την έντασή τους.
Η Ζωή μικρή και η Ζωή μεγάλη. Εκεί στα δεξιά πρώτη-πρώτη κάθεται με τα μάτια κλειστά η Νινέτ, δυναμική και ελεύθερη, σαν από ώρα να ταξιδεύει και παραδίπλα ο Αλέξης, ο πιο έξυπνος και ο πιο σοφός μέσα στις ιστορίες και πιο κει ο κύριος Σωκράτης, πάντα σιωπηλός και λιγάκι λυπημένος, δίπλα στις κόρες του την Ειρήνη και την Ελένη. Και ύστερα εμφανίζεται μες σ' ένα μυστηριώδες φως ο Δημήτρης, εκείνος ο πρώτος της νιότης Δημήτρης, μαζί με τη Μάτα και τον μπαμπά της, την αγαπημένη της Άλκη και την Αθηνά. Η Ζωή μεγάλη και ξανά, η Ζωή παιδί, ένα ζωηρό, άταχτο και σκανταλιάρικο παιδί που διψάει ν' ακούει, να μαθαίνει, να καταφέρνει πάντα αυτό που θέλει[3].
Ένας μαγικός κόσμος από πρόσωπα απλώνεται σε τούτο το κατάστρωμα: Κωνσταντινούπολη, Αϊβαλί, Οδησσός, Αθήνα, Παρίσι, Ερινιέ, Αίγινα, Σαιν Λουί, Σενεγάλη, Αφαία, ταξίδι από την Ευρώπη στην Αφρική και πάλι πίσω. Ταξίδι σ' έναν κόσμο που φεύγει και σε έναν άλλο που έρχεται, ταξίδι με μια Ζωή που αναζητεί συνεχώς καινούριες απαντήσεις, συγκρούεται με ιδέες και για τις ιδέες της, κυνηγά προσωπικά και συλλογικά οράματα, προσπαθεί να βγει από τα αδιέξοδά της.
Άκου! Δυνατές φωνές νέων και ολόφρεσκα σχέδια παιδιών μπλέκονται στο ξύλινο πάτωμα. Αγόρια γενναία και κορίτσια τραγανιστά γεμάτα όνειρα φτιάχνουν ιστορίες, ρίχνονται μες τα ιστορικά και πολιτικά γεγονότα, αυτονομούνται, ζουν ελεύθερα, παύουν να φοβούνται. Και κάπου, λίγο πριν το τέλος, μια γυναίκα καθισμένη σε ένα σκαλοπάτι διαβάζει ξανά από την αρχή όλα τα παραμύθια στο κοριτσάκι της[4]. Η μαμά κλαίει, η μαμά γελάει. Η Έμμα μεγάλη, η Έμμα μικρή και ύστερα η Ζωρζ ξανά μικρή στα πόδια της μαμάς της. Όλα και όλοι πάνω στο πορτοκαλί πλοίο.
Μια συγγραφέας καβαλάει ένα αυτοκίνητο και πάει όπου τη βγάλει ο δρόμος.
Τι θα πει Χέγια; Tην ρωτούν τα παιδιά και εκείνη απαντά πως είναι ένα γαϊτανάκι, μια πολύχρωμη παιδική αποκριάτικη γιορτή. Μια συγγραφέας γράφει και ύστερα παίρνει τα γραπτά της και τα πηγαίνει όλα στα παιδιά, τους τα διαβάζει και τους μαθαίνει πως οι ιστορίες της είναι ανοικτές και ταξιδεύουν, πως καθένας μπορεί να μπει και να τις κατοικήσει και ύστερα όλοι μπορούμε να φτιάχνουμε δικές μας ιστορίες και να τις ζούμε μια-μια, λέξη-λέξη, φθάνει να είναι κανείς δροσερός, παιχνιδιάρης και λιγάκι περιπετειώδης, ίσως και κάποιες φορές πεισματάρης.
Και ύστερα, κάποια στιγμή οι μικροί γίνονται μεγάλοι και ο «Πορτοκαλής Ήλιος» ξεμακραίνει αρκετά. Και τότε, αν και νομίζεις πως όλα αυτά είναι πολύ μακρινά, έρχεται ένα δροσερό βράδυ, κάτω στην Αθηναία ας πούμε -παίζει το Ραντεβού στο Παρίσι, κακή μετάφραση του πρωτότυπου τίτλου, μα ωραία ταινία- και όλα ξαφνικά επανέρχονται σε εκείνη την αφημένη παιδικότητα.
Στη διπλανή θέση κάθεται αυτή. Τα μαλλιά της είναι πολύ κοντά, σχεδόν σαν αγοριού. Έχει μικρύνει πέντε - έξι εκατοστά, μα είναι ακόμη σκανδαλιάρα και απροσδιόριστα ποιητική. Με τα μάτια υγρά, η μικρή που έχει πια από καιρό μεγαλώσει, γυρίζει και την κοιτά. Σχεδόν σε όλο το έργο. Τι και αν άσπρισαν τα μαλλιά της; Από τον έναν ορίζοντα, τον μπροστά, ως εκείνον τον πίσω, στο τέλος των τεράστιων ματιών της, υπάρχει πάντα η ίδια σπίθα, μια αειθαλής μοναδική απογευματινή λάμψη, σαν την πρώτη της Ζωρζ.
Τι λες στην αγαπημένη σου συγγραφέα; Τι μπορείς να πρωτοπείς στην πιο δική σου, σχεδόν κατάδική σου παιδική αγαπημένη; Πάντα σας κουβαλώ μαζί, θα μπορέσει να της πει στο διάλειμμα.
Και για μια στιγμή, με τα μάτια ξανά ολάνοικτα, σαν εκείνη την πρώτη φορά, αφού κοιταχθούν, η συγγραφέας θα απαντήσει:« Τότε, είμαι ευχαριστημένη», η Αθηναία θα βαφτεί πορτοκαλί και η μεγάλη θα γίνει και πάλι παιδί.
Info:
[1] Πρόλογος από Το Γαϊτανάκι, εκδόσεις Κέδρος 1973.
[2] Ο Πορτοκαλής Ήλιος ήρθε στον Πειραιά το 1967, πήρε το όνομά του και δρομολογήθηκε σε γραμμές του Αργοσαρωνικού. Αναφέρεται στους Θησαυρούς της Βαγίας, (εκδόσεις Κέδρος 1969) το πρώτο μυθιστόρημά της για παιδιά.
[3] Αυτό που χαρακτηρίζει το σύνολο του έργου της είναι το βιωματικό της γράψιμο, που ξεκίνησε σαν παιχνίδι με τα παιδιά της και τους φίλους της. Η ηρωίδα πολλών βιβλίων της, η Ζωή, είναι η ίδια η συγγραφέας. Μες τα βιβλία της συναντά κανείς τους ήρωές της, πρώτα από το οικογενειακό της περιβάλλον (κύριος Σωκράτης- Έμμα οι γονείς της), σε διάφορες ηλικίες και σε διάφορα στάδια της ζωής τους.
[4] Η ιστορία της μητέρας της γραμμένη στο τελευταίο βιβλίο της συγγραφέα Το προτελευταίο σκαλοπάτι, εκδόσεις Πατάκη 2009.
σχόλια