Ήταν αρχές του 1980 όταν άρχισε να προβάλλεται στην κρατική τηλεόραση η «Λωξάντρα», μια σειρά βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο της Μαρίας Ιορδανίδου. Το Βιβλιοπωλείον της Εστίας είχε κάνει ήδη εννέα εκδόσεις από το 1963 που πρωτοκυκλοφόρησε, όμως έκανε τις επόμενες δέκα μέσα σε τρία μόλις χρόνια, για να φτάσει σήμερα τις εξήντα.
Γεννημένη στα τέλη του 19ου αιώνα, η Μαρία Ιορδανίδου ήταν ήδη 66 ετών όταν έγραψε την ιστορία της γιαγιάς της, της Λωξάντρας, για να καταγράψει όλα εκείνα που γνώριζε και δεν ήθελε να μείνουν προσωπικές αναμνήσεις.
Η επιτυχία του βιβλίου ενισχύθηκε από τη μεταφορά του στην τηλεόραση, χαρίζοντας έναν ρόλο ζωής στην πρωταγωνίστρια Μπέτυ Βαλάση και συνδέοντας την ανάγνωση με υποδειγματικές για την εποχή εικόνες, χάρη στη σκηνοθεσία του Γρηγόρη Γρηγορίου. Ήμουν έφηβη τότε, μου έκανε εντύπωση η φανατική προσήλωση της οικογένειάς μου στην παρακολούθηση των επεισοδίων που υποχρεωτικά κι εγώ παρακολουθούσα στη μοναδική, ασπρόμαυρη τηλεόραση του σπιτιού.
Ωστόσο, ήταν αρκετά λίγα επεισόδια για να κολλήσω κι εγώ, να αρχίσω να γελάω με ατάκες που επαναλαμβάνονταν από τους γονείς μου και σταδιακά να αρχίσω καταλαβαίνω τη γλώσσα της θείας Έλλης, της Πολίτισσας συζύγου του θείου Τάτση, αδελφού της Μακεδονίτισσας γιαγιάς μου.
Εκεί, στην Παπάφη, στην Τούμπα της Θεσσαλονίκης, η θεία Έλλη έστηνε τραπέζια με το τίποτε, με το που εμφανιζόμασταν στην πόρτα απροειδοποίητα σε κάποιο από τα ταξίδια μας στον Βορρά και με μόνο μία φράση: «Έλλη, ήρθαν τα παιδιά». Κεσεδάκια από γιαούρτι, βάζα και βαζάκια άνοιγαν και μέσα σε ελάχιστη ώρα οι μεζέδες του ούζου ήταν έτοιμοι, για να ανοίξουν την όρεξή μας και να της δώσουν χρόνο να μαγειρέψει για το «κανονικό» τραπέζι.
Η «Λωξάντρα» καταφέρνει, μέσα από τις απεριόριστες ώρες στην κουζίνα της και τη διαδρομή μισού αιώνα ζωής, να μεταφέρει την ιστορία ενός κομματιού της ελληνικής ιστορίας χωρίς διδακτισμό και μεγαλοϊδεατισμούς, χωρίς προσπάθεια εντυπωσιασμού για τα μεγάλα και πλούσια που χάσαμε.
Αυτές οι μνήμες δεν ξύπνησαν και δεν εξηγήθηκαν μόνο στο δικό μας σπίτι αλλά και σε κάθε οικογένεια που είχε μέλη όχι μόνο από την Πόλη αλλά και από κάθε «χαμένη πατρίδα». Λέξεις, εκφράσεις, χειρονομίες, τελετουργικά και οικογενειακή ιεραρχία βρήκαν την ερμηνεία τους, μεταφρασμένα από τη Μαρία Ιορδανίδου. Στο σπίτι μας υπήρχαν ‒υπάρχουν‒ παραπάνω από μία εκδόσεις, με τελευταία εκείνη που αγόρασα για το δικό μου σπίτι το 1998, καθώς ο Πελοποννήσιος πατέρας δεν ήθελε να αποχωρίζεται τις δικές του, εκείνες στις οποίες με τρυφερότητα ανέτρεχε κάθε φορά που ήθελε να νιώσει ζωντανή τη σύνδεση με τους αγαπημένους της Πόλης που δεν είχαμε πια κοντά μας.
Γιατί η «Λωξάντρα» καταφέρνει, μέσα από τις απεριόριστες ώρες στην κουζίνα της και τη διαδρομή μισού αιώνα ζωής, να μεταφέρει την ιστορία ενός κομματιού της ελληνικής ιστορίας χωρίς διδακτισμό και μεγαλοϊδεατισμούς, χωρίς προσπάθεια εντυπωσιασμού για τα μεγάλα και πλούσια που χάσαμε. Οι ιστορίες της οικογένειας και των γύρω από αυτήν εξελίσσονται με αρχή και τέλος στα οικογενειακά τραπέζια και η Λωξάντρα, μέσα από συνταγές και τεντζερέδια, ξεδιπλώνει τη φιλοσοφία των γυναικών της Πόλης. Όχι των μεγαλοαστών, όχι, αλλά εκείνων της καθημερινότητας, της εμπορικής ραχοκοκαλιάς, της μέσης αστικής τάξης που αποτελούσε των κορμών των Ρωμιών.
Μου πήρε πολλά χρόνια, μέχρι την επαγγελματική μου ενασχόληση με τη γαστρονομία, να ανατρέξω στις σελίδες της με ερευνητική διάθεση πια, να ανακαλύψω μυστικά της πολίτικης κουζίνας, της καθημερινής, της γνώσης που κρυβόταν πίσω της. Βαθιά συναισθηματικό καθώς είναι το κείμενο, συχνά με παρέσερνε η ανάγνωσή του και λοξοδρομούσα από το ζητούμενο, τελικά όμως το έβρισκα αυτό που έψαχνα.
Όταν η Εύη Βουτσινά μού μιλούσε για τα πολίτικα ντολμαδάκια, όπως της τα είχε μεταφέρει Πολίτισσα νοικοκυρά, για την ισορροπία και την αντιστοιχία ρυζιού και κρεμμυδιού, για τα μυριστικά τους, για το μαγείρεμά τους, επέστρεφα κι έψαχνα τις σελίδες της Λωξάντρας. Και ήταν όλα εκεί, όπως ακριβώς η Εύη μου τα είχε περιγράψει. Έμαθα να γυρνάω, να επιστρέφω στις σελίδες της και για άλλους λόγους.
Μεταφέρω ένα απόσπασμα που πολύ αγαπώ: «Γύρισε, λέει, ο Επαμεινώντας απ' την Αρετσού και έφερε μαζί του μέσα στο χαρτί δύο τσίρους κι ένα σκουμπρί γαράτο (σ.σ. σε γάρο) και ζήτησε το καραφάκι με το ντούζικο (σ.σ. ούζο). Του τόφερε η Ευφημία, που σαν είδε τους τσίρους άρχισε να χτυπά τα χέρια της και να χορεύει και να τραγουδά το "Γιαρούμπι". Η Ευτέρπη και η Κλειώ αηδίασαν μαζί της και κατεβήκαν στην κουζίνα να ψήσουνε πιλάφι. Ως που να πάρει μπρος το ρύζι να βράζει, έγινε ό,τι έγινε απάνω! Σαν ανεβήκαν τα κορίτσια βρήκαν το καραφάκι του ντούζικου σπασμένο στο πάτωμα, σπασμένα όλα τα ποτήρια και αυτό το γράμμα πάνω στο τραπέζι, που έλεγε πως αγαπήθηκαν οι δυο τους και κλεφτήκαν».
Κάπου εκεί, στις απαρχές της ενασχόλησής μου με την ελληνική γαστρονομία και τα παρακλάδια της, γνώρισα και τη Σούλα Μπόζη, μέσα από τα βιβλία της. Το πρώτο της, «Για την πολίτικη κουζίνα», υπήρξε η μετάφραση, η λόγια και λογική συνέχεια των κειμένων της Μαρίας Ιορδανίδου. Μιλήσαμε, φτιάξαμε συνταγές της, μου εξήγησε τη δική της έρευνα, τις δικές της αναμνήσεις στο αστικό σπίτι της Πόλης με τον Καππαδόκη πατέρα με τις αυστηρές αρχές.
Δεν είναι σύμφωνη η Σούλα Μπόζη με τις διηγήσεις της Ιορδανίδου, έχει αντιρρήσεις σε πολλά θέματα, όπως εκείνα περιγράφονται. Όμως οι δύο συγγραφείς μιλάνε για εποχές διαφορετικές που βίωσαν και στο τέλος τέλος, διαβάζοντας και τις δύο, κατέληξα ότι οι διαφορές τους είναι πολύ λιγότερες από τις ομοιότητες.
Το τελευταίο βιβλίο της Σούλας Μπόζη, «Η πολίτικη κουζίνα των Τεσσάρων Εποχών» από τις εκδόσεις Πατάκη, κυκλοφόρησε τον Μάρτιο του 2019. Ένα βιβλίο που απέχει παρασάγγας από τα συνηθισμένα βιβλία μαγειρικής. Δεν έχει ωραίες ιλουστρασιόν φωτογραφίες των πιάτων, στην πραγματικότητα δεν έχει καθόλου φωτογραφίες των συνταγών.
Τα εβδομαδιαία μενού της, χωρισμένα ανά εποχή, δίνουν μια σαφή εικόνα της οικιακής οικονομίας μιας οικογένειας της Πόλης, με τη σοφία και τη γνώση που απαιτούν. Είναι όμως οι αφηγήσεις της ‒για όσους αγαπούν τις ιστορίες πίσω από τις συνταγές‒ εκείνες που κάνουν το βιβλίο τόσο ξεχωριστό. Και η δική της διαπίστωση, που σε κάθε συζήτηση επανέρχεται, σαν σε λούπα, ένα παράπονο και μια αποδοχή μαζί:
«Στην Πόλη η γαστρονομία των Ρωμιών έχει τελειώσει, αυτό είναι γεγονός. Εκείνη που ήταν ένα κράμα ρωμαίικης, τουρκικής και ευρωπαϊκής κουζίνας ταυτόχρονα, ένα ευγενές συμπίλημα. Όταν από τα 20 εκατομμύρια κατοίκων της σημερινής Πόλης, τα 15 έχουν έρθει από τα βάθη της Τουρκίας, είναι λογικό ο πολιτισμός τους, η γευστική τους παράδοση να υπερισχύει. Η πολίτικη κουζίνα έχει εκλείψει, δεν έχουν απομείνει ούτε 1.000 Ρωμιοί κάτοικοι. Στο σχολείο, στο γυμνάσιο, στο μάθημα της Ιστορίας, δεν μπορούσα να καταλάβω πώς ήταν δυνατό να εξαφανιστούν οι Αζτέκοι. Δεν μπορούσα να καταλάβω πώς χάνεται ένας λαός. Σήμερα το καταλαβαίνω. Κι εμείς, σαν τους Αζτέκους, τελειώσαμε».
σχόλια