Σε κάθε συγγραφέα υπάρχει ένα σημείο από το οποίο αρχίζει να ξετυλίγεται ο μίτος της ιερής του τέχνης –αν φυσικά τη διαθέτει– και εξηγεί τα βαθιά του μυστικά. Αυτό ακριβώς το αρχετυπικό σημείο από όπου ξεδιπλώνεται η υψηλή τέχνη της Ρέας Γαλανάκη είναι η Κρήτη, το χώμα, η αλμύρα, η περηφάνια, τα ψηλά βουνά, η συμβολική δύναμη που διαπερνάει κάθε αρχή του λόγου της. Ακόμα και όταν γράφει για τον Γιαννούλη Χαλεπά η Γαλανάκη το κάνει με το περήφανο σθένος της Κρητικιάς που ανακαλύπτει στη δική του δύναμη αντίστασης τη δημιουργική ορμή, με τον ίδιο τρόπο που την εντοπίζει στην επαναστατική πράξη της Αριάδνης, η οποία προτίμησε τον έρωτα από τις θεσμικές συμβάσεις.
Ακολουθώντας τους ήρωές της, τη μυθική Αριάδνη της πατρίδας της και τον γλυπτή Χαλεπά της Τήνου, η συγγραφέας, στις δυο νουβέλες της που μόλις κυκλοφόρησαν σε έναν τόμο από τις εκδόσεις Καστανιώτη με τον τίτλο Δυο γυναίκες, δυο θεές, ουσιαστικά επιστρέφει στον βαθύτερο ρομαντικό εαυτό της, αυτόν που αγαπήσαμε με τον Βίο του Ισμαήλ Φερίκ Πασά (το οποίο έχει συμπεριληφθεί στην πολύτιμη συλλογή της Ουνέσκο) ή με το Ελένη ή ο Κανένας.
Ενάντια στον κόσμο των λογικών ο ίδιος ο δημιουργός μοιάζει διαρκώς αποκλεισμένος, δίπλα στη Μούσα όμως είναι ο πιο δυνατός από τους δυνατούς. Ο αλλόκοτος κόσμος του πλάστη δεν μπορεί άλλωστε να αναφέρεται στην ίδια μήτρα και γι' αυτό δεν γίνεται κατανοητός στον απλό κόσμο των ανθρώπων αλλά σε αυτόν της σιωπής.
Μελετώντας την επαναστατική πράξη της δημιουργίας και του έρωτα, δηλαδή τα δυο υλικά που μπορούν να φτιάξουν τον κόσμο ξανά από την αρχή, μοιάζει να αναρωτιέται με αφορμή τα θεμελιώδη ερωτήματα: Τι κάνει τον δημιουργό αυτό που είναι; Γιατί η μούσα μιλάει μόνο σε αυτόν με αυτό τον τρόπο και γιατί η πιο επαναστατική πράξη είναι πάντα η ερωτική;
Στην περίπτωση του Χαλεπά, τα αρχέγονα αυτά ερωτήματα φαντάζουν πιο δυνατά από ποτέ, αφού ο σπουδαίος γλύπτης αναγκάστηκε από πολύ νωρίς, εξαιτίας μιας καταπιεστικής μάνας την οποία παρομοίαζε με τη Μήδεια και ενός πατέρα που τον ήθελε παραγωγικό και έμπορο,να θάψει το ταλέντο του, να κρύψει τη μούσα στα υπόγεια, όπου συνήθιζε να δημιουργεί, και να καταντήσει, ύστερα από απανωτές αρνήσεις και έναν ανέφικτο έρωτα, παρίας και τρελός (συγκλονιστική η σκηνή στη νουβέλα όπου η συγγραφέας περιγράφει πώς ο τρελός δημιουργός ξαναγεννήθηκε αμέσως μόλις πέθανε η μάνα του, καταφεύγοντας στα υπόγεια του σπιτιού).
Είχε ήδη περάσει μια ζωή γεμάτη απαγορεύσεις και βία: είχε μάλιστα παραμείνει για δεκατρία ολόκληρα χρόνια έγκλειστος στο ψυχιατρείο στην Κέρκυρα και, επιστρέφοντας, σχετικά μεγάλος πια, στην Τήνο, αναγκάστηκε να δουλέψει ως ποιμένας, για να καταλήξει τελικά στην οδό Δαφνομήλη και την Αθήνα, όπου χάρηκε, με τη στοργική φροντίδα των ανιψιών του, μια δεύτερη καριέρα.
Αυτό το κομβικό σημείο του σπουδαίου καλλιτέχνη, που δεν φοβήθηκε να αναπαραστήσει σε κάποιο από τα γλυπτά του τον εαυτό του ως βοσκό και μπορεί να εντοπίζει το μεγαλείο της τέχνης ακόμα και στις πιο ποταπές εκφάνσεις του βίου, είναι που ενέπνευσε τη Γαλανάκη για να γράψει ένα από τα πιο δυνατά αφηγήματα που μας έχει χαρίσει ως τώρα.
Ο δημιουργός της «Κοιμωμένης» γίνεται έτσι το alter ego της και την παρασέρνει ώστε να μπορέσει να μιλήσει με θάρρος σε δεύτερο ενικό στην ίδια τη Μούσα και να δει πως ο πραγματικός επαναστάτης μετράει νίκες εκεί όπου οι άλλοι αποκαλύπτουν μόνο ήττες: στον αποκλεισμό, στα απάτητα βουνά –ο Χαλεπάς μαθαίνουμε πως υπήρξε ταυτόχρονα βοσκός και κυνηγός–, σε όλα αυτά που η κοινωνία επιμένει να του στερεί ακριβώς γιατί ξέρει ότι δεν είναι όπως οι άλλοι.
Επιστρέφοντας στο βασικό υλικό του αξεπέραστου δημιουργού που στην ύστερη φάση του είναι ο πηλός, η Γαλανάκη ουσιαστικά αναρωτιέται, σαν ένας θεός που με ένα αντίστοιχα μοναδικό υλικό καλείται να εμφυσήσει ζωή σε ολόκληρο το σύμπαν, όχι μόνο για τον αλλόκοτο καλλιτέχνη της Τήνου αλλά και για τη δική της τέχνη, αυτήν της γραφής.
«Σωπάστε, κι εγώ θα πιάσω την τέχνη να δουλεύω» είναι η φράση του Χαλεπά την οποία επαναλαμβάνει στο βιβλίο ως αυθεντικό μάντρα του δημιουργού κόντρα στα σημεία των ανθρώπων και των καιρών: «Δουλεύατε, λοιπόν, για τον εαυτό σας. Τα πήλινα γλυπτά σας αυτό με διδάσκουν, ότι ένα έργο τέχνης αφορά, πάνω απ' όλα, τον δημιουργό του, ότι σ' αυτόν εξαντλείται, παραμένοντας ένα σπουδαίο έργο τέχνης. Όμως πώς φθάνει κανείς να ανακαλύψει αυτήν τη σοφία, ένα διαμάντι μες στη στάχτη μιας ζωής σαν τη δική σας;».
Με άλλα λόγια, μυρίζει τη σκόνη που ανασαίνει ο καλλιτέχνης, τη βλέπει να εισχωρεί στα ρουθούνια του καθώς αυτός δημιουργεί, νιώθει την αγωνία του όταν εκείνος σκάβει την καμπύλη γιατί αντίστοιχη βιώνει και η ίδια σαν βγάζει από τη λήθη την κάθε λέξη. «Και ανασαίνετε τη μαρμαρόσκονη ηδονικά, ενοχικά, σαν να επρόκειτο για τη λευκή σκόνη της λήθης». Ξέρει, άλλωστε, ότι ο κόσμος είναι φτιαγμένος όπως η μνήμη και ζωντανεύει χάρη στη θεία πνοή που θα εμφυσήσει στο έργο αυτός που το φτιάχνει.
Η περίτεχνη λεπτομέρεια με την οποία η συγγραφέας περιγράφει ως προνομιούχος ηδονοβλεπτικός παρατηρητής κάθε στάδιο αυτής της διαδικασίας –από τη φαντασίωση έως τη σύλληψη και τη δημιουργία– αποδεικνύει την ιερή στόφα της δημιουργού, το ουσιαστικό βλέμμα του πραγματικού μύστη:
«Σας βλέπω, ένας άνθρωπος που, ευτυχισμένος, ονειρεύεται πως ζει ανάμεσα πρόσωπα ημιτελή μα ζωντανά, που του λαλούνε και του λέγουν, σε σώματα ανάγλυφα που σκιρτούν σαν για να αποσπαστούν από την αγκαλιά της πέτρας, γνέφοντάς σας να πάτε πιο κοντά τους, να τα αγγίξετε, να τα αποσπάσετε από το μαρτύριο του μισοτελειωμένου αγάλματος εσείς, της τελειότητας ο μύστης. Και τα αγγίζετε, και τα χαϊδεύετε λιγάκι, και κρύβεστε για να το πράξετε, έχετε φόβο μήπως σας πετάξουν έξω από το όνειρο, ότι απλώσατε το χέρι στο απαγορευμένο – δεν θα σας προστατέψει το ενύπνιο. Κρύβεστε πίσω από το τείχος που μεριές-μεριές δημιουργούν οι ψηλές στοιβαγμένες πλάκες των μαρμάρων, ενώ σκάνε γύρω σας ωσάν βεγγαλικά οι χρωματιστές τους φλέβες: οι πορφυρές, οι ρόδινες, οι γκριζογάλανες, οι πρασινόμαυρες, οι γκρίζες όλες, οι χρυσάργυρες του άσπρου. Και ηχεί το καλέμι κι η κορδέλα της κοπής και οι αλυσίδες που σηκώνουν τόνους πέτρες αρμονικά, ανάερα, ένα βιολοντσέλο. Και τα πέλματά σας μέσα σε ένα άσπρο σύννεφο, μέρος κι αυτό του παραδείσου που ονειρεύεστε, καθώς βουλιάζουνε στη μαρμαρόσκονη τα παπούτσια, α, τα ολοκαίνουργια παπούτσια που σας έφερε η μάνα για να γιορτάσετε αυτό το όνειρο, η έξοδος από το φρενοκομείο ήταν μονάχα η πρόφαση για να αρχίσετε ξανά να ονειρεύεστε, δηλαδή να ζείτε. Η μάνα, ναι – θα γύριζε σε λίγο να σας παραλάβει».
Ενάντια στον κόσμο των λογικών ο ίδιος ο δημιουργός μοιάζει διαρκώς αποκλεισμένος, δίπλα στη Μούσα όμως είναι ο πιο δυνατός από τους δυνατούς. Ο αλλόκοτος κόσμος του πλάστη δεν μπορεί άλλωστε να αναφέρεται στην ίδια μήτρα και γι' αυτό δεν γίνεται κατανοητός στον απλό κόσμο των ανθρώπων αλλά σε αυτόν της σιωπής. Για παράδειγμα, μόνο τα πρόβατα, στα οποία δείχνει αμέριστη αγάπη ο Χαλεπάς, δείχνουν να τον κατανοούν ή οι υψηλοί δημιουργοί της αρχαιότητας στα μουσεία τα οποία επισκέπτεται ή εκείνοι οι σάτυροι που πλάθει ανεξέλεγκτα ή οι τρελοί δαίμονες που υπαγορεύουν τις αλλόκοτες ονειρώξεις.
Γι' αυτό ακριβώς ξεχωρίζουν και αυτές οι δύο νουβέλες της Γαλανάκη, γιατί ακολουθώντας το παράδειγμα του Χαλεπά, τον οποίο, όπως αποκαλύπτει στο σχετικό επίμετρο που συνοδεύει την έκδοση μελετάει για χρόνια, περνάει με την ίδια άνεση στον επίσης επαναστατικό, συμβολοποιημένο κόσμο της Αριάδνης.
Υψώνοντας αντίστοιχα περήφανο ανάστημα, όπως και ο Χαλεπάς, απέναντι στον κόσμο των λογικών και των οριοθετημένων, η Αριάδνη εκπροσωπεί με τη διπλή της υπόσταση τους μύθους και τους θρύλους, τα αλλόκοτα τέρατα που ακροβατούν ανάμεσα στο θεϊκό και στο ανθρώπινο, το πάθος και τον έρωτα. Με αδελφό τον Μινώταυρο και μητέρα την Πασιφάη η Αριάδνη είναι η θεά της απόκλισης και αυτή που προτίμησε, αντί για τους κανόνες του θεσμικού της ρόλου, να ακολουθήσει αυτές της μινωικής και άρα αισθαντικής τάξης των πραγμάτων.
Ενώ, λοιπόν, οι υπόλοιποι επιμένουν να τη θεωρούν προδότρια, η Γαλανάκη γνωρίζει πως είναι απλώς άλλη μια Κρητικιά: μια επαναστάτρια που ως ιέρεια έμαθε να βλέπει τα πράγματα αλλιώς, κόντρα στο νέο, λογικό και ξεκάθαρα υπολογιστικό σύμπαν του Θησέα: «Για ένα και μόνο είμαι εκ των υστέρων σίγουρη: είχε φθάσει η ώρα να μυηθώ στον έρωτα, η ώρα της οδυνηρής μου ενηλικίωσης. Συνέπεσε με την ώρα που άλλαξε η τάξη ανάμεσα στους παλιούς και στους νέους θεούς, μαζί και οι συσχετισμοί της εξουσίας σε στεριά και σε θάλασσα. Καινούργιοι θεοί, καινούργια φύλα, καινούργιες εξουσίες διώχνανε τα υπάρχοντα παλαιά – ήδη κάποια σημάδια ήταν ορατά ακόμα και για μένα, την ανίδεη από τέτοια».
Γιατί η γνώση που δεν βιώνεται ως διάσπαρτη, αχαλίνωτη και συμβολοποιημένη μοιάζει να πέφτει μάλλον σε νάρκη και είναι έτοιμη να ξεχαστεί. Γράφοντας, λοιπόν, ως πραγματική εκπρόσωπος του ιστορικού μυθιστορήματος, το οποίο δεν έχει ανάγκη τα γεγονότα αλλά τη μνήμη, η Γαλανάκη επιστρέφει στον κόσμο που μας γέννησε και θα εξακολουθήσει να μας γεννά για πάντα, αυτόν του δημιουργού.
Επιδεικνύοντας τα υλικά της ως γνήσια κουζουλή Κρητικιά, ξέρει ότι κρατά για τα καλά στα χέρια της τον μίτο που εξυφαίνει τις πιο αλλόκοτες ιστορίες, γιατί «καμιά φορά επαναστατούν ακόμη και οι ίδιες οι κλωστές. Δεν υπακούν στο σχέδιο, στην υφαντική κάποιων παράξενων ιστοριών, ούτε αυτές, ούτε καν ο πιο στέρεος, ο τρίκλωνος μίτος». Και αυτό είναι τελικά το πιο πολύτιμο μυστικό που μπορεί να μας αποκαλύψει μια συγγραφέας μέχρι τώρα.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO
σχόλια