Αν η Θεσσαλονίκη ήταν έργο τέχνης, ποιο θα ήταν;
Η σημερινή Θεσσαλονίκη θα ήταν μάλλον ένα έργο σοσιαλιστικού ρεαλισμού: γιγαντιαίο αλλά ασφυκτικό, δημαγωγικό, κολακευτικό προς τα χαμηλότερα ένστικτα ενός υποτιθέμενου μέσου όρου, που η παρούσα τριανδρία της πόλης αντιμετωπίζει αδιαφοροποίητα ως χυλό. Όμως η Θεσσαλονίκη της μνήμης μου δεν είναι έργο τέχνης, αλλά εκείνο το τεράστιο, περιστρεφόμενο γοβάκι του πρώην «Καρύδα», επί της Εγνατίας. Μου αρέσει να το σκέφτομαι με τα λαμπιόνια του σαν ένα στραφταλιστό τσίρκο της παιδικής μου ηλικίας. Σήμερα το καταλαβαίνω περισσότερο ως το γοβάκι μιας αόρατης Σταχτοπούτας που έχει χάσει τον πρίγκιπα των καλών ευκαιριών. Αλλά, το ήξερες πως το γοβάκι αυτό είναι παραγγελία από το Λας Βέγκας;
Oκόσμος που περιγράφεις στο Ο Σκύλος της Χάρυβδης μοιάζει τόσο φυσικός και αλλόκοτος μαζί, όπως ακριβώς η φιγούρα του εξωφύλλου σου. Γιατί η Σκύλλα έγινε σκύλος;
Είναι ένα βιβλίο με έντεκα διηγήματα που διευρύνουν ό,τι είχα αρχίσει στο πρώτο μου πεζογραφικό βιβλίο, το Μη με φας (Καστανιώτης 2005). Όμως, στο Σκύλο της Χάρυβδης ο κόσμος είναι πια αποφασισμένα κατακερματισμένος και ασυνεχής, όπως νομίζω και ο δικός μας. Οι ιστορίες διακόπτονται στη μέση, το ρεαλιστικό ενώνεται με το υπερ-πραγματικό, το κωμικό με το δραματικό, οι ήρωες γλιστρούν από τον ένα ψυχισμό στον άλλον, κυκλοφορούν από τη μια ιστορία στην άλλη, οι ταυτότητες εναλλάσσονται. Όσο για την ομηρική Σκύλλα, χάριν τερατικού λογοπαιγνίου, γίνεται ένας ανώνυμος σκύλος που υπηρετεί με αφοσίωση και αγάπη την κυρία του, τη Χάρυβδη του τίτλου, και στο τέλος παίρνει το όνομά της. Το κυριότερο πράγμα που λέω στο βιβλίο είναι: ας μη φοβόμαστε τα τέρατα, είτε του νου είτε των αφηγήσεων. Είναι υβριδικές συμπυκνώσεις ουσιών και ιδιοτήτων, όπως οι Κένταυροι ή η Σφίγγα. Άλλο αν εμείς φοβόμαστε τον υβριδισμό και επιμένουμε στις ανακουφιστικές καθαρότητες. Και για να μείνουμε στο πολιτισμικό πεδίο: υπάρχει κάτι που ενώνει τον Ντίσνεϊ με τον Μπέκετ; Ε, απαντώ ναι.
Ποιος είναι ο συνδετικός ιστός που ενώνει τις «τεμαχισμένες, αποσπασματικές, κομματιασμένες» ιστορίες σου;
Στο4-D: Ποιήματα τεσσάρων διαστάσεων, το τελευταίο ποιητικό μου βιβλίο, διέλυσα τη φόρμα των ποιημάτων σε υποσημειώσεις, οι οποίες σπάνε την ευθύγραμμη αφήγηση και ανάγνωση, δημιουργώντας πολυφωνικές παρτιτούρες. Στο Σκύλο της Χάρυβδηςεφευρίσκεται και πάλι ένας συνδετικός ιστός. Θα τον έλεγα «υδραργυρικό και θρυμματισμένο θεό». Πρόκειται για έναν πλαστικό χειρουργό που εμφανίζεται και εξαφανίζεται, τεμαχίζει τα σώματα και τις ψυχές των προσώπων που πρωταγωνιστούν, ορίζει τις μοίρες τους, παίζει μαζί τους ή τους εμπαίζει, αποφασίζει πότε τελειώνει μια ιστορία και με ποιο τρόπο, αλλά συχνά πλήττεται και ο ίδιος από δυνάμεις που τον ξεπερνούν και για τις οποίες ούτε εγώ γνωρίζω κάτι. Υποθέτω πως το πρόσωπο αυτό -ένα είδος αφηγηματικού κομπέρ- δεν είναι παρά ο συγγραφικός υπερ-εαυτός μου. Είναι ένας τρόπος να δηλώσω πως τη γραφή την ορίζει ακόμη ο συγγραφέας, του οποίου όμως η παντοδυναμία είναι πια διαρκώς αυτοαναιρούμενη, σχετική, ειρωνική. Δεν αρνούμαι πάντως πως μέσα από αυτόν τον υπολογισμένο θρυμματισμό -που δείχνει να ενστερνίζεται ευχαρίστως την εποχή- προσδοκώ ένα είδος ολότητας που θα παραδέχεται όμως πλέον όλες τις εξωτερικές και εσωτερικές αντιφάσεις και αντιθέσεις. Σε μία ρευστοποιημένη εποχή -με τη νέα ηθική της Γενετικής προ των πυλών, με την εικονική ενοποίηση του Google earth, με τις αλλαγές που επιφέρει η ιντερνετική επικοινωνία ή ακόμη και με τη μεταμορφωτική λειτουργία του Photoshop- ο ρόλος της ομορφιάς είναι υπό επαναδιαπραγμάτευση. Αυτόν το ρόλο εξερευνώ.
Πες μας κάτι που θεωρείς τόσο όμορφο ώστε να σου κόψει την ανάσα...
Είναι ενδιαφέρον ότι η ανάσα κόβεται όχι μόνο από κάτι πολύ όμορφο αλλά και από κάτι πολύ άσχημο ή τρομακτικό. Ή μήπως τότε κόβονται απλώς τα ήπατα; Αλλά μόνο ένα ζωντανό σώμα, ένα πραγματικό σώμα μπορεί να μου κόψει την ανάσα. Όρθιο ή ξαπλωμένο, γυμνό σε κλειστό χώρο.
Δώσε μας κάποια επίθετα που χαρακτηρίζουν τη γραφή σου...
Αν και αναπόφευκτα τα χρησιμοποιώ, νιώθω πάντα μαγκωμένος μπροστά στα πολλά επίθετα, κυρίως στη γραφή. Περιγράφουν απλώς τον κόσμο και τον παγιδεύουν στη συναισθηματολογία της αντίληψης. Θα απαντούσα αλλιώς: με ενδιαφέρει αυτό που γράφω να χαρακτηρίζεται από μία «ρηματική» δραστικότητα και επικαιρότητα. Να πολλαπλασιάζει το βλέμμα και να δημιουργεί ανησυχία. Να προτείνει μία διαδρομή που να καθρεφτίζει την πολυδιάσπαση της εποχής. Αλλά και να τραβά συνεχώς το χαλάκι κάτω από τα πόδια μου και από του αναγνώστη. Επίσης, μου αρέσει να αντιμετωπίζω τα γραπτά μου -είτε είναι «ποίηση» είτε «πεζά» είτε «θέατρο»- σωματικά: ως μία εν εξελίξει performance του εαυτού μου αλλά και του εαυτού σας.
Βασίλη, ποιοι πιστεύεις ότι είναι οι αναγνώστες σου και γιατί σε διαβάζουν;
Ξέρεις τώρα τους συγγραφείς... Θα ήθελαν να τους διαβάζουν όλοι. Δεν ξέρω όμως αν θα το άντεχαν οι ίδιοι. Πάντως, οι Λοξίες της καθημερινότητας, όσων το βλέμμα είναι πλάγιο, αποζητούν την ταραχή της ηδονής και όχι την ανακούφισή της. Και αυτήν τη βρίσκουν στο θολό αλλά λυτρωτικό ενδιάμεσο χώρο της αμφισημίας. Άρα, λοιπόν, να υποθέτω ευκτικά πως οι αναγνώστες «μου» είναι, δυνάμει, όσοι αρνούνται ή αδυνατούν να είναι ασφαλείς και ήσυχοι. Όσοι διατηρούν ακόμη για τον εαυτό τους το δικαίωμα να ταράσσονται και να εκπλήσσονται.
Ετοιμάζεις κάτι καινούργιο;
Ναι. Αν δεν ετοιμάζω, φοβάμαι πάντα ότι το καρδιογράφημά μου θα δείξει ίσια γραμμή. Αυτόν τον καιρό είναι πολλά πράγματα μαζί: Ένα νέο βιβλίο ποιημάτων με τίτλο7: Ποίηση για video games, δύο θεατρικά έργα, Μπλομ! και Το πόμολο στη γλάστρα, που συντέθηκαν από κείμενά μου και θα παιχτούν στη Θεσσαλονίκη, ένα τρίτο θεατρικό έργο με αφορμή τονΕλέφαντα του Gus Van Sant. Επίσης, πέρα από τις μεταφράσεις δύο βιβλίων του Ισαάκ Μπάσεβις Σίνγκερ για τον Καστανιώτη, προγραμματίζω την έκδοση 44 ποιημάτων του αγαπημένου E.E. Cummings - τα δουλεύω επτά χρόνια. Τέλος, προετοιμάζω την έκδοση ενός μυθιστορήματος, ελπίζω, μικρής έκτασης. Θέμα του οι πολλαπλές ταυτότητες στο Ίντερνετ, το ψηφιακό πορνό, το chat ως αναπλήρωση σώματος, η επιθυμία για τον κάθε άλλον. Ο ήρωας είναι ξελογιασμένος από το Σατυρικόν του Φελίνι, και ζει τη ζωή του ως ένας ακίνητος πολύπλαγκτος.
σχόλια