Αν το κείμενο, όπως το ήθελε ο Γιώργος Χειμωνάς, δεν είναι παρά ένα σώμα που δεν καταλήγει, τότε μένει ανοιχτό στον χρόνο για να διαβαστεί, να δοξαστεί ή να κατακρεουργηθεί, να επιστρέψει για να θυμίσει την αιώνια καταγωγή του.
Κάπως έτσι συμβαίνει με τα α-χρονικά γραπτά του Χειμωνά, που επανέρχονται για να μας τονίσουν το αιώνιο θάμβος τους στη συναστρία των ελληνικών γραμμάτων. Να δικαιώσουν αυτό που πάντοτε ήθελε να εξαιρεθεί και να θυμίσουν αυτό που πρόκειται να γίνει στο μέλλον.
Μονάχα έτσι μπορεί να διαιωνιστεί ο αμφίσημος λόγος του Ηράκλειτου ή των τραγικών, επιβεβαιωμένος από τις αντιφάσεις της Ιστορίας και τη συμπαντικότητα της ποιητικής μεταφοράς που εκείνος, σε ρόλο μάντη Τειρεσία ή προφήτη, είδε να σπαρταράει στο εσωτερικό του ελληνικού λόγου όχι ως κάτι αποστασιοποιημένο αλλά ολοζώντανο, βγαλμένο ως γέννα ή καθολική μοίρα.
«Θεωρώ τον εαυτό μου λαϊκό συγγραφέα» έλεγε για να θυμίσει την αυτονόητη θνητή καταγωγή του αυτός ο «θαυματοποιός του λαϊκού πανηγυριού», ο κατεργάρης μάγος.
Του άξιζαν δικαιωματικά τα σκήπτρα και ο θρόνος. Ήταν, άλλωστε, ο μεταμφιεσμένος σε Έλληνα Άμλετ.
Άλλωστε, το σωκρατικό δαιμόνιο, ο ερμητικός συμβολισμός του Ευριπίδη ή ο περιπαικτικός λόγος του Αισχύλου τις στιγμές της ύψιστης σοβαρότητάς τους δεν είναι παρά το αποτέλεσμα μιας ατιθάσευτης μεταφοράς που τσίμπησε η χειρουργικής ακρίβειας πένα του γιατρού-αλχημιστή Χειμωνά με ιερό δέος και δεινότητα και την παρέδωσε στους ανώνυμους γείτονες ή στους ανυπεράσπιστους ασθενείς (σωμάτων ή λόγων): στην Ελισώ ή στον Καπετάν Λαμπρινό και τον σγουρομάλλη γιο του Μάνιο.
Ωστόσο, ο ίδιος δεν έβγαλε ούτε στιγμή την αυτοκρατορική μπέρτα του με το κόκκινο της πορφύρας που φρόντιζε να σε σέρνει σε κάθε βασιλικής αίγλης λόγο με κέντρο αναφοράς το αμαρτωλό γένος των Ατρειδών. Του άξιζαν δικαιωματικά τα σκήπτρα και ο θρόνος.
Ήταν, άλλωστε, ο μεταμφιεσμένος σε Έλληνα Άμλετ. «Αγαπώ κάνω ένδοξο έναν άνθρωπο» έλεγε στον Εχθρό του ποιητή. Τίποτα λιγότερο από βασιλικές τιμές και δόξα.
Από κει, με αυτά τα δώρα θα επιστρέψει στα μυθοπλαστικά του σύμπαντα όπως η Καβάλα, απ' όπου κρατά η καταγωγή του, η Ξάνθη ή η Θεσσαλονίκη και η οδός Τσιμισκή. Θα φτάσει μέχρι το Παρίσι, όπως ο ίδιος, αφού η αποστολή του είναι αυτή του ποιητή που εξακτινώνεται σε όλα τα μήκη και πλάτη, επαναπροσδιορίζοντας το βίωμα.
Ξέρει πάντα ότι θα βρει έναν τραχύ δρόμο γεμάτο αμφιβολίες γιατί: «Μακριά μέσα σε σκιές υπάρχει μια παρθένα οδός, με περιμένει το ίχνος μου». Κανένας προορισμός δεν είναι οριστικός, αφού τα πάντα διαρκώς μεταμορφώνονται σε κάτι άλλο, ενώ για κάθε λέξη υπάρχει η αντίθετή της.
Σε κάθε εννοιολόγηση, σε κάθε πτυχή του επιβλητικού εαυτού του, κρύβεται ένα σκανδαλιάρικο παιδί του Ηράκλειτου που παίζει με τα ζάρια στα άκρα του νοήματος.
Σε όλα όμως υπάρχει μια σκηνοθεσία, μια ατελείωτη εικονοποιία και μια περφόρμανς διαρκείας: «Ο κόσμος να γίνει εικόνα. Αυτή θα είναι η τελευταία ζωή των ανθρώπων να τους σκεπάσει μια εικόνα» γράφει χαρακτηριστικά στους Χτίστες.
Αυτό το αρμονικό μέσα στο χάος παιχνίδι από λέξεις, εικόνες, αφηγήματα και μυθολογικά σύμπαντα θα διαμορφώσει την κοσμοθεωρία του Γιώργου Χειμωνά, στην οποία προστρέχουμε διαρκώς, και τώρα για έναν ακόμα ουσιαστικότερο λόγο, την αναμενόμενη κυκλοφορία του τόμου με άπαντα τα πεζά του από τις εκδόσεις Πατάκη, σε επιμέλεια Ελένης Κεχαγιόγλου, σε περίπου 600 σελίδες.
Η εμπλουτισμένη με σχολιαστικά κείμενα φίλων, αυτοβιογραφικό κείμενο του ίδιου (Η βιογραφία της όρασής μου), αλλά και κριτικά δοκίμια, έκδοση γύρω από το έργο του –η πρώτη έκδοση ήταν το 2005 από τον Καστανιώτη– απλώς επιβεβαιώνει την ανεξίτηλη επιβολή του γαλαξία του Χειμωνά, γεμάτου από διηγήματα, οιονεί μεγάλα προφορικά αφηγήματα, μικρές ιστορίες για μεγάλες συνθήκες που ανάγονται σε ένα ενιαίο τελικά πεζογράφημα, το οποίο διαβάζεται σαν ένα και μοναδικό ποίημα.
Στο πρώτο μέρος της έκδοσης δεσπόζουν τα εισαγωγικά κείμενα των Ευριπίδη Γαραντούδη, Μάρως Δούκα, Γιώργου Βέλτσου, Αλέξανδρου Ίσαρη και στο τέλος το αυτοβιογραφικό κείμενο και οι λογοτεχνικές κριτικές, όπως τις είχε επιλέξει η Λούλα Αναγνωστάκη.
Από το εισαγωγικό κείμενο του Γαραντούδη μαθαίνουμε, επίσης, ότι τα κατάλοιπα του αρχείου του Γιώργου Χειμωνά και της Λούλας Αναγνωστάκη παραχωρήθηκαν πρόσφατα από τον γιο τους Θανάση Χειμωνά στο Εργαστήριο Νεοελληνικής Φιλολογίας, καθώς και ότι κάποια χειρόγραφα δεν βρέθηκαν ποτέ, όπως αυτό του περίφημου Σπιτιού της Γερτρούδης, το οποίο έγραφε, πριν πεθάνει, στο Παρίσι – ένα γοητευτικό μυστήριο, αντίστοιχο με αυτό που θα συνοδεύει για πάντα το όνομά του.
Σύμφωνα με μια κυκλική συνθήκη, αν και ο ίδιος θα προτιμούσε τη μορφή της σπείρας, η διαδρομή του Γιώργου Χειμωνά στα γράμματα ξεκινάει με τον προφητικό Πεισίστρατο και ολοκληρώνεται με τον εσχατολογικό Εχθρό του ποιητή και ενδιάμεσους σταθμούς τη συγκλονιστική Εκδρομή, τον αξεπέραστο Γιατρό Ινεότη, το εμβληματικό Μυθιστόρημα, τον Γάμο, τον Αδελφό, τους αξέχαστους Χτίστες ή το τρίπτυχο των Ταξιδιών.
Σε κάθε περίπτωση, η χειρονομία που απηύθυνε μέσα από τα έργα αυτά δεν ήταν ούτε καταφατική ούτε αποφατική, αλλά μια πράξη απελευθέρωσης, σε αντίθεση με ένα δεσμευτικά επεξηγηματικό σύμπαν όπου ο λόγος κυριαρχεί δυναστικά στις έννοιες.
Εδώ, αντίθετα, αυτές δείχνουν να εννοιολογούν και εννοιολογούνται από μόνες τους, αποκαλύπτοντας μια ολάκερη οντολογία, όπου πυθαγόρειοι, ελεάτες και ο Ηράκλειτος γίνονται ένα.
Άλλωστε, ο λόγος και η ποίηση έφτιαξαν από κοινού τον κόσμο στις εσχατιές του χάους. Φιλία και νείκος συνυπάρχουν στα άκρα της αφήγησης: στην αρχή, στον Πεισίστρατο, επικρατεί η φιλία, στο τέλος, στον Εχθρό του ποιητή, το νείκος. Όσο για τη βία, πάντα ζητούμενο και δημιουργική, λειτουργεί καταλυτικά ως έκρηξη, ξάφνιασμα ή ανάγκη.
Σε αυτή την ατελείωτη φαντασμαγορία από εκρήξεις, λέξεις και σκηνοθεσίες δεν ξεχωρίζει το φασματικό από το πραγματικό, καθώς όνειρο και πραγματικότητα γίνονται ένα με τα μυθοπλαστικά πρόσωπα που αποκτούν ρεαλιστικές διαστάσεις σε αντιστοιχία με τις καθημερινές φιγούρες των αρρώστων και των μυθολογικών συμβόλων: ο Πεισίστρατος, ο γιατρός Ινεότης, η Κυβέλη, ο Αδελφός, η γητεύτρα Τενάγκνε, η Ελένη, εκπροσωπούν όλους τους ανθρώπους και ποτέ μια αυτόνομη, αυθύπαρκτη, σολιψιστικού τύπου μονάδα.
Αυτό κάνει κι ο ίδιος ο ποιητής, καθώς μιλάει όχι για εκείνον αλλά εν ονόματι του γένους: «Είμαι ένα διάστημα και περιέχω όλους τους ανθρώπους και όχι τα αισθήματά τους και τις σκέψεις τους, αλλά τα πρόσωπά τους και τα μέρη του κορμιού τους το χρώμα των ρούχων τους τα δάχτυλα κι άλλη δυνατότητα να ζω δεν έχω παρά να τους παρακολουθώ και να τους φαντάζομαι και να τους υποδύομαι κι ακόμα και το πρόσωπό μου αλλάζει κι όλος ο κόσμος είναι γεμάτος από ανθρώπινα κομμάτια η μύτη το μέτωπο οι ακρινές ακραίες τριχίτσες των φρυδιών τα λόγια το χέρι τα διακρίνω ξεχωριστά κι αταίριαστα να αιωρούνται πάνω από τους ανθρώπους κι από τα σπίτια και φωσφορίζουν μέσα από τα σβηστά παράθυρα και μέσα από τις νύχτες τα διακρίνω το μάτι του στην άσφαλτο το μέτωπό του στον ουρανό» (Η Εκδρομή).
Τα πάντα ακούγονται ή ηχούν με μια υπερθετική δυνατότητα και ένα μπαρόκ εκτόπισμα που εύλογα θυμίζει τον τόσο αγαπημένο και μεταφρασμένο από τον Χειμωνά Ουίλλιαμ Σαίξπηρ: τα δάση και οι άνθρωποι κάνουν θόρυβο, η φύση γεννά, οι λύπες φτεροκοπούν και απελευθερώνονται «οστά από μεγάλες αισθήσεις που ξαφνικά τα ξέθαψε μια βροχή».
Οι λέξεις μοιάζουν εν τέλει να αυτονομούνται, όπως τα φτερά του Δαίδαλου στον πλατωνικό μύθο, και να λειτουργούν από μόνες τους ακόμα και αν είναι προϊόντα μιας απόλυτα επεξεργασμένης και άρα ηθικής πράξης ή ενός συμπαντικού πλάνου. Ο μάντης, άλλωστε, αρχαιόθεν ήξερε πάντοτε τι έλεγε και τι έκανε ακόμα και τη στιγμή της αποχώρησης, που δεν ήταν παρά η αρχή της επιστροφής του.
Ή, όπως γράφει ο Γιώργος Βέλτσος στο αποχαιρετιστήριο προς αυτόν ποίημά του:
Με απαγχονισμένα τα ιδανικά
από τα κορδόνια των παπουτσιών του
κρέμεται δίχως τα σανδάλια του Ερμή
που του τα υποσχέθηκε
Αλλά δεν τον ενδιέφεραν τα φτερά
Το αηδόνι του ήταν κουρδιστό
κι ο αυτοκράτορας, το παρωνύμιο της αθανασίας.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO
σχόλια