Η ιδέα του Φεστιβάλ Αθηνών να τιμήσει το έργο και τη μνήμη της Λούλας Αναγνωστάκη στο πλαίσιο της φετινής διοργάνωσης αποδείχτηκε μία από τις πιο γόνιμες των τελευταίων ετών.
Ακόμη κι αν υπήρχαν ελλείψεις ή αδυναμίες, μπορούμε να είμαστε βέβαιοι πως «Το μήνυμα» (με ή χωρίς τον «Αντόνιο»)¹ ελήφθη.
Γέννημα συλλογικής προσπάθειας κι έρευνας, το αφιέρωμα στη σημαντικότατη Ελληνίδα συγγραφέα (1928-2017) πραγματώθηκε με διάφορους τρόπους.
Μια αναδρομική έκθεση και σκηνική εγκατάσταση («Δωμάτια Μνήμης: Περιπλάνηση στον κόσμο της Λούλας Αναγνωστάκη» ως τις 19 Ιουλίου), μια παράσταση, ένα συμπόσιο καθώς και δύο δραματοποιημένα αναλόγια με τη συμμετοχή γνωστών ηθοποιών, όλα αυτά συγκεντρωμένα στα κτίρια της οδού Πειραιώς 260.
Ξύπνησε αναμνήσεις στους μεγαλύτερους, γέννησε ερεθίσματα στους νεότερους, έστειλε σήματα συγκίνησης σε όλους. Έφερε κοντά ανθρώπους που τη γνώρισαν και την αγάπησαν με άλλους που τη συνάντησαν για πρώτη φορά. Δημιούργησε αφορμές διαλόγου, αναστοχασμού, επανεκτίμησης, εμβάθυνσης.
Ο σεισμός και η κουκουβάγια
Στα χέρια του Γιάννη Μόσχου και της σκηνογράφου του Τίνας Τζόκα το μονόπρακτο έργο Η πόλη –μέρος της θρυλικής πλέον Τριλογίας της πόλης που είχε ανεβεί στο Θέατρο Τέχνης το 1965 και σήμανε την αρχή μιας λαμπρής συνεργασίας ανάμεσα στον Κουν και την Αναγνωστάκη– τοποθετήθηκε σε ένα σύγχρονο σκηνικό περιβάλλον, πολυεπίπεδο, σκοτεινό, με λιγοστά έπιπλα και πολλές γωνιώδεις επιφάνειες.
Μερικά συμβολικά αντικείμενα –ένα φωτιστικό-φεγγάρι, μια μυστηριώδης και φωνακλού κουκουβάγια-ρομπότ, ένας κήπος με τριαντάφυλλα σε διάφορα στάδια αποσύνθεσης– έρχονταν να συμπληρώσουν την αίσθηση του ανοίκειου. Λεπτομέρειες από τη δράση, από τα πρόσωπα και τα σώματα των ηθοποιών –μια νευρική χειρονομία, ένα στόμα ή ένα μάτι– προβάλλονταν σε μεγέθυνση σε μια οθόνη πίσω από τους ηθοποιούς.
Ένας χώρος κλειστός, ένα ανήλιαγο δωμάτιο, ένα μυαλό που δέχεται διαρκώς πιέσεις και εισβολές από τον εξωτερικό κόσμο: η σκηνοθεσία εστίασε στην ψυχολογική διάσταση, στη δημιουργία μιας ατμόσφαιρας κλειστοφοβικής και απειλητικής –όπως εξάλλου προτάσσει και το κείμενο–, η οποία εντεινόταν από τα ανατριχιαστικά κρωξίματα της κουκουβάγιας αλλά και από τους «σεισμούς» που ταρακουνούσαν σε τακτικά διαστήματα ηθοποιούς και θεατές – ένα απροσδόκητα ρεαλιστικό εφέ.
Η Λουκία Μιχαλοπούλου ως Ελισάβετ, νευρική και ηλεκτρισμένη, αλλά ελαφρώς μονότονη στις επιλογές της, δεν βρήκε επαρκές αντίβαρο στην ισχνή, θολή παρουσία του Μιχάλη Συριόπουλου ως Κίμωνα. Ως εκ τούτου, η δυναμική του ζεύγους των εραστών-«κυνηγών» που επιδίδονται σε τελετουργική παγίδευση και ταπείνωση των θυμάτων τους έμεινε μετέωρη. Εξαιρετικός αποδείχτηκε ο Θέμης Πάνου στον ρόλο του μοναχικού φωτογράφου-θύματος των εραστών.
Οι άνισες ερμηνείες καθώς και η αδυναμία οργανικής ενσωμάτωσης των συμβολικών ευρημάτων δεν επέτρεψαν στην παράσταση να εκπληρώσει όλες τις υποσχέσεις της. Πότε ο σεισμός, πότε το «πουλί», πότε ο βομβαρδισμός του θεατή με τις φετιχιστικές εικόνες-προβολές, δημιουργούσαν πρόβλημα στον ρυθμό και στη ροή, αποσπώντας συχνά τη συγκέντρωσή μας.
Αυτή η ανώνυμη, αλλά δυσοίωνη «πόλη» που γεννά αρρωστημένες φαντασιώσεις και εξωθεί τους κατοίκους της σε παιχνίδια θανάτου και απόγνωσης παραδίδεται στις φλόγες, έχοντας προηγουμένως αναδυθεί μόνο μερικώς μπροστά μας.
Ταξίδι στον χρόνο
Με αυτό το μετέωρο συναίσθημα βγήκα από τον Χώρο Β της οδού Πειραιώς, δρασκέλισα το κατώφλι του απέναντι κτιρίου και βρέθηκα στο πρώτο από τα δώδεκα «Δωμάτια Μνήμης», όπως τιτλοφορείται η έκθεση. Ο παλιός καναπές, τα αμπαζούρ με τα κρόσσια, ο φθαρμένος χλοοτάπητας, οι ασπρόμαυρες ιστορικές φωτογραφίες, περίμεναν σιωπηλά τον επισκέπτη.
Κάθισα αναπαυτικά και φόρεσα τα ακουστικά: οι φωνές της Ελένης Χατζηαργύρη, του Νίκου Κούρκουλου και του Λυκούργου Καλλέργη επαναλάμβαναν τα ίδια λόγια που είχα ακούσει πριν από λίγο στην παράσταση. Ήταν η Πόλη ηχογραφημένη το 1966 σε ραδιοσκηνοθεσία Μηνά Χρηστίδη.
Διαφορετικές τονικότητες, άλλο ύφος, φωνές από το μακρινό παρελθόν· ένα ταξίδι στον χρόνο που σπάνια επιτυγχάνεται τόσο αβίαστα όσο εκείνο το κυριακάτικο βράδυ, λίγο πριν από τα μεσάνυχτα.
Συνέχισα την «περιπλάνηση στον κόσμο της Λούλας Αναγνωστάκη». Κάθε δωμάτιο, ένα έργο. Δώδεκα δωμάτια, δώδεκα έργα. Η πορεία μιας γυναίκας από το 1965 ως σήμερα.
Σύμφωνα με τη Δήμητρα Κονδυλάκη, σύμβουλο για το σύγχρονο ελληνικό θέατρο στο Φεστιβάλ και επιμελήτρια της εν λόγω έκθεσης, στόχος των συντελεστών υπήρξε όχι η πιστή αναπαράσταση των χώρων που περιγράφει η συγγραφέας στις οδηγίες της αλλά μια ελεύθερη ερμηνεία τους, βασισμένη σε τρεις άξονες: στην προσωπική ιστορία της Αναγνωστάκη, στο ψυχολογικό υπόστρωμα του έργου καθώς και στην ιστορική συγκυρία της εποχής.
Στο δωμάτιο της Διανυκτέρευσης (1965), το καφενείο «Η Ωραία Σελήνη» που αναφέρει ο ήρωας του έργου, ο Μίμης, βρίσκει την αντιστοιχία του στο ομότιτλο ποίημα του αδελφού της Λούλας, Μανόλη Αναγνωστάκη, από τους σημαντικότερους Έλληνες μεταπολεμικούς ποιητές, που φυλακίστηκε το 1948 για την πολιτική δράση του στο φοιτητικό κίνημα και καταδικάστηκε σε θάνατο έναν χρόνο αργότερα (αφέθηκε ελεύθερος με τη γενική αμνηστία του 1951). Φωτογραφίες της νεαρής Λούλας και του Μανόλη με τη μητέρα τους βρίσκονται στα ράφια της βιβλιοθήκης.
Τα φαντάσματα του Εμφυλίου δίνουν διακριτικά το «παρών»: ένας καβαλάρης/αντάρτης, κολλημένος στον τοίχο, εποπτεύει βλοσυρά τις κινήσεις μας, ενώ απέναντί του ποζάρει τσαχπίνικα η αφίσα από τις Ερωτικές Ιστορίες, μια σπονδυλωτή ταινία του 1959 στην οποία συμμετείχε η Λούλα ως σεναριογράφος.
Ο Μανόλης Αναγνωστάκης διανυκτερεύει φυλακισμένος μέσα στο δωμάτιο, ενώ ο Μανούσος Φάσσης (η «άλλη» σατιρική περσόνα του ποιητή που ξεγέλασε τους πάντες τη δεκαετία του '80) στέκεται απέξω και τραγουδάει.
Οι διάδρομοι που οδηγούν στα δωμάτια είναι γεμάτοι με άλλου είδους κειμήλια, χάρτινα: ανατυπωμένες κριτικές από τις εφημερίδες εκείνων των δεκαετιών, προγράμματα παραστάσεων, στιγμιότυπα από τα πρώτα ανεβάσματα ή από πρόβες. Όσο περνούν τα χρόνια, φτάνουμε και στα βίντεο (βλ. Ο ουρανός κατακόκκινος με τη Βέρα Ζαβιτσιάνου στο Εθνικό, Η Νίκη επίσης στο Εθνικό, Σ' εσάς που με ακούτε στο θέατρο του Λευτέρη Βογιατζή κ.ο.κ.).
«Το ενιαίο ύφος του "εξωτερικού χώρου" μεταξύ των δωματίων με το ενοποιητικό μαύρο τονίζει την αντικειμενική πραγματικότητα των παραστάσεων, ενώ στο εσωτερικό των δωματίων τον λόγο έχει η υποκειμενικότητα, το φανταστικό, η εσωτερικότητα» σημειώνουν οι αρχιτέκτονες Λουκία Μάρθα και Αλέξανδρος Βαζάκας που υπογράφουν τη σκηνογραφική μελέτη και την εικαστική επιμέλεια της έκθεσης.
Την αρχειακή έρευνα και τη δραματουργική συνεργασία ανέλαβαν ο ηθοποιός και σκηνοθέτης Μάνος Καρατζογιάννης και ο κριτικός θεάτρου και επίκουρος καθηγητής του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών Γρηγόρης Ιωαννίδης.
Το δωμάτιο της Κασέτας (1982) είναι ίσως το πιο γοητευτικό, με το τεράστιο πορτρέτο του Γιώργου Χειμωνά, συζύγου της Αναγνωστάκη, να δεσπόζει στον έναν τοίχο και μια συστάδα χειρογράφων του να κρέμονται από το «ταβάνι».
Το λογότυπο του Αιγινήτειου Νοσοκομείου, στο οποίο ο γνωστός συγγραφέας εργάστηκε ως ψυχίατρος, είναι εμφανές στα περισσότερα από αυτά. Στην τηλεόραση-αντίκα παίζονται εμμονικά η απόπειρα δολοφονίας του Πάπα στην κατάμεστη πλατεία του Αγίου Πέτρου τον Μάιο του 1981 και πλάνα από τα αιματηρά επεισόδια της Θύρας 7 που συγκλόνισαν την Ελλάδα την ίδια χρονιά. Αυτά τα γεγονότα καθορίζουν τη δράση του έργου.
Η λαχτάρα για μια Μεγάλη Πράξη, ακόμα και δολοφονική, που θα διαλύσει την κενή καθημερινότητά του, κατατρώει τον Παύλο της Κασέτας: «Μπορεί ο ήρωάς μου αυτός να είναι ένας άνθρωπος αγράμματος, το γεγονός όμως ότι καταγράφει σε μια κασέτα την αγωνία του για μια αληθινή ζωή τού προσδίδει ένα μέγεθος που αποτελεί συστατικό στοιχείο τόσο του ίδιου του Χειμωνά όσο και των ηρώων του» είχε δηλώσει η συγγραφέας στα «Νέα» το 2014.
«Μόνον ο Γιώργος»
«Η νίκη και η ήττα είναι, νομίζω, τα δύο θεμελιώδη μοτίβα στη δραματική ποιητική της Αναγνωστάκη» παρατηρεί ο θεατρικός συγγραφέας Δημήτρης Δημητριάδης στο κείμενό του Μια νεωτερική ηθογραφία που περιλαμβάνεται στο πρόγραμμα της έκθεσης.
«Η νίκη και η ήττα συναιρούνται σε μια παρεμφερή, αλλά όχι ταυτόσημη λέξη, τη λέξη αποτυχία: αποτυχία σε κάθε επίπεδο προσωπικής ζωής, αποτυχία τάξεως ιδιωτικής και συλλογικής, η οποία φέρει και το μεγαλύτερο βάρος του αιτήματος για υπέρβαση, για αποτίναξη μιας καταναγκαστικής μοίρας».
Η φωνή της Λούλας, στο φουαγέ, περιγράφει το αίσθημα αποτυχίας που κουβαλάει μέσα της και δεν ξέρει πώς να το εξηγήσει.
Η Λούλα παιδί, χωρίς τα γυαλιά ηλίου, που τα φόρεσε πρώτη φορά όταν πήγε να επισκεφτεί τον αδελφό της στη φυλακή. Ο Κάρολος, ο Μανόλης, ο Γιώργος, οι τρεις άνδρες που σημάδεψαν τη ζωή της. «Μόνον ο Γιώργος μ' ενδιαφέρει στη ζωή, τίποτε άλλο»² έλεγε το 2010, παρόλο που ο σύζυγός της είχε αποβιώσει πολλά χρόνια πριν.
Το παραβάν που είχε φιλοτεχνήσει ο εικαστικός Νίκος Αλεξίου το 1995 για το Ταξίδι μακριά σε σκηνοθεσία Μίμη Κουγιουμτζή το είχε αγαπήσει τόσο, ώστε το είχε πάρει σπίτι της. Τώρα, ύστερα από ευγενική παραχώρηση του γιου της Θανάση, βρίσκεται στο Δωμάτιο Χ.
Ο καναπές της, εκείνος ο καναπές στον οποίο περνούσε ατέλειωτες ώρες, και που η φίλη της Ζυράννα Ζατέλη, βρίσκοντάς τον άδειο μια φορά που την επισκέφτηκε, ανησύχησε³.
«Όχι δεν μ' αρέσει να βγαίνω έξω, ίσως θα μου άρεσε καμιά φορά, ναι, μπορεί να μου άρεσε. Θα μου άρεσε να βγω, αλλά όχι πολύ νωρίς. Θα'θελα να περνούσε κάποιος να με πάρει μ' αυτοκίνητο. Δεν μ' αρέσει να ψάχνω για ταξί»2 έλεγε το 2010. Τώρα ο καναπές βρίσκεται στο Δωμάτιο Ι («Η πόλη»).
Η Ρένη Πιττακή, φωτογραφημένη ξανά και ξανά, σε διάφορες ηλικίες, σε διάφορες παραστάσεις, αλλά και μαγνητοσκοπημένη στον Ήχο του όπλου, στην τελευταία σκηνοθεσία του Κουν, το 1987, μαζί με τον Στράτο Τζώρτζογλου.
«Τηλεφωνούσα στη Λούλα και τη ρωτούσα ποια είναι αυτή η γυναίκα (η Έλσα από το Σ' εσάς που με ακούτε), τι κάνει, πώς έχει ζήσει» θυμάται η καταξιωμένη ηθοποιός στη μεγάλη συνέντευξη που περιλαμβάνεται στο πρόγραμμα της έκθεσης: «... Αλλά από τη Λούλα, όπως ούτε από τον Κουν, δεν έπαιρνες ποτέ ανάλυση, δεν έπαιρνες ποτέ φράσεις που να συνιστούν "κλειδί". Ήσουν κάπως στον αέρα, με νύξεις...».
Τα «Δωμάτια Μνήμης» είναι μια έκθεση συμπαγής, με συνοχή, συνέπεια και καθαρό στίγμα: μια έκθεση που εξασφαλίζει ήχους, εικόνες και αισθήσεις στον επισκέπτη, βυθίζοντάς τον στο σύμπαν της σπουδαίας συγγραφέως και φέρνοντάς τον σ' επαφή με σημαντικές στιγμές της πρόσφατης ιστορίας του ελληνικού θεάτρου.
Αν μου έλειψε κάτι, προσωπικά, ήταν μια εντονότερη σύνδεση με το παρόν και το μέλλον. Ο Αντι-Κήπος με τα χάρτινα φυτά, μια εικαστική παρέμβαση που φιλοξενείται στο δωμάτιο του «Αντόνιο ή Το μήνυμα», γνέφει διστακτικά προς αυτή την κατεύθυνση, όπως επίσης οι μακέτες και τα βίντεο που προέκυψαν από το εργαστήριο σκηνογραφίας που πραγματοποιήθηκε σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής.
Η γενικότερη αίσθηση που υπερισχύει, όμως, έλκει τη δύναμή της από το παρελθόν και ενσαρκώνεται μέσα από μια «βίντατζ» αισθητική, η οποία κυριαρχεί σε όλα σχεδόν τα δωμάτια.
Αναρωτιέται κανείς μήπως η μοίρα της συγγραφέως είναι συνυφασμένη με τις αντίκες, τα ξεφτισμένα υφάσματα και τις ξεθωριασμένες μνήμες. Το στοιχείο της έκπληξης καθώς και το στοιχείο του παραλόγου και του φανταστικού αποδεικνύονται μάλλον υποτονικά.
Η γάτα και ο Αντόνιο
Παράθυρα προς το μέλλον, αντιθέτως, άνοιξε η ομιλία του Δημήτρη Τσατσούλη, καθηγητή του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πατρών, που δόθηκε στο πλαίσιο του Συμποσίου για το θέατρο της Λούλας Αναγνωστάκη στις 11 Ιουνίου (4).
Αναλύοντας το έργο της Αντόνιο ή Το μήνυμα, ο Τσατσούλης συνέδεσε το κείμενο αυτό του 1972 με την κβαντική φυσική και τη Θεωρία των Πιθανών ή Παράλληλων Κόσμων. Η θεωρία μπορεί να είναι παλιά, η εφαρμογή της, όμως, ως ενός εργαλείου για την ερμηνεία του κειμένου ξεφεύγει από τις τυπικές αναγνώσεις του και εξάπτει ιδιαίτερα τη φαντασία.
Δύο παράλληλα σύμπαντα, το ελεύθερο Λονδίνο, στο οποίο εκτυλίσσεται θεωρητικά η δράση, και η Αθήνα της δικτατορίας, από την οποία έχουν «δραπετεύσει» οι ήρωες, υπάρχουν το ένα μέσα στο άλλο.
Όπως υποστηρίζει ο μελετητής, «... για το πραγματικό Λονδίνο της συγκεκριμένης ιστορικής εποχής η πολιτικοκοινωνική κατάσταση που επικρατούσε στην Αθήνα τοποθετούσε την ελληνική πρωτεύουσα αυτόματα σε ένα παράλληλο και πλήρως ανοίκειο σύμπαν, όπου όλοι οι νόμοι της λογικής είχαν παραβιαστεί από το στρατιωτικό καθεστώς... Δύο κόσμοι εξίσου πειστικά πραγματικοί, ορατοί έξω από το ίδιο παράθυρο ταυτόχρονα, αλλά σε σύγκρουση μεταξύ τους... Ο δε διπλός "Αντόνιο" είναι σαν τη "γάτα του Σρέντινγκερ"5: στο ένα σύμπαν είναι αδρανής και στο άλλο μαχητής».
Μια θάλασσα από θραύσματα
Όσον αφορά το τελευταίο μέρος του αφιερώματος, αυτό πήρε τη μορφή δύο δραματοποιημένων αναλογίων υπό τον ευρύτερο τίτλο Εργοτάξιο Λούλα Αναγνωστάκη (17-19 Ιουνίου). Το event ήταν διπλής «όψης»: η Λευκή Παράσταση φιλοδοξούσε να παρουσιάσει το έργο της συγγραφέως ως πρότυπο ψυχαναλυτικής γραφής, ενώ η Κόκκινη Παράσταση ως πρότυπο πολιτικής γραφής.
Ιδέα ενδιαφέρουσα, που όμως ατύχησε στη σκηνική της υλοποίηση, ειδικότερα στη λευκή εκδοχή της. Περίπου δέκα ηθοποιοί σπαρμένοι στη σκηνή, άλλοι όρθιοι, άλλοι καθιστοί, άλλοι περιφερόμενοι, διάβαζαν αποσπάσματα των έργων, συνθέτοντας ένα ατελείωτο κολάζ από στιγμιότυπα, φράσεις, σκηνές, τις οποίες συνέλεξαν προκειμένου ν' αναδείξουν το ψυχολογικό βάθος της γραφής της Αναγνωστάκη.
Νομίζω, δυστυχώς, πως ακόμα κι ένας γνώστης του έργου της θα χανόταν –όχι με την καλή έννοια– μέσα σε αυτήν τη θάλασσα από θραύσματα. Όλοι αυτοί οι λίθοι, πλίνθοι και κέραμοι άφηναν στο τέλος –και κατά τη διάρκεια– ένα χαοτικό αποτύπωμα. Το μόνο που θα θυμόμαστε εν τέλει θετικά είναι η σπασμένη φωνή της Ρούλας Πατεράκη να διαβάζει τον μονόλογο Ουρανός Κατακόκκινος.
Η άλλη περφόρμανς, η «κόκκινη», ήταν πιο οργανωμένη, τουλάχιστον είχε θέσει έναν χρονολογικό άξονα πάνω στον οποίο πορευόμασταν. Μέσα από ηχητικά ντοκουμέντα, ομιλίες του Ανδρέα Παπανδρέου, τραγούδια της δεκαετίας του '80 και πληροφορίες γύρω από φλέγοντα ζητήματα της εποχής προσπάθησαν οι συμμετέχοντες να αναπλάσουν το κοινωνικο-πολιτικό πλαίσιο των κειμένων, τα οποία αποδίδονταν αποσπασματικά, όπως και στη λευκή εκδοχή.
Μετά τον αρχικό ενθουσιασμό, όμως, η ίδια νοητική κόπωση καιροφυλακτούσε και εδώ: το νήμα του ενδιαφέροντός μας κόπηκε μέσα στον λαβύρινθο των λέξεων. Ο παπανδρεϊκός καταιγισμός, οι νεαρές κοπέλες που χόρευαν ανέμελες σε κάθε ευκαιρία, ο μεγάλος αριθμός των ηρώων και των ιστοριών, τα λόγια των ηθοποιών που εκφέρονταν «επάνω» στους στίχους των τραγουδιών, στάθηκαν αρκετά για να μας αποξενώσουν.
Ας είναι. Όπως είπα και στην αρχή, σε γενικές γραμμές το πείραμα είχε ουσία. Ήταν η πρώτη προσπάθεια του Φεστιβάλ να παρουσιάσει στο κοινό μια ολοκληρωμένη ενότητα εκδηλώσεων, συγκροτημένων γύρω από ένα πρόσωπο πανελλήνιας ακτινοβολίας και αξίας. Εύχομαι η πρόταση να καθιερωθεί, κάθε φορά με νέο αντικείμενο. Κι έτσι, αν επιμείνουμε, ίσως μπορέσουμε ν' ανακαλύψουμε εκ νέου τους συγγραφείς και τους δημιουργούς που μας καθόρισαν.
Υποσημειώσεις:
1 «Αντόνιο ή Το μήνυμα», 1972
2 Συζήτηση με τον Γιώργο Ζεβελάκη, η απομαγνητοφώνηση της οποίας περιλαμβάνεται στο αφιέρωμα του περιοδικού «Εντευκτήριο», τεύχος Μαρτίου 2018.
3 Η Ζυράννα Ζατέλη γράφει για την Αναγνωστάκη, επίσης στο «Εντευκτήριο».
4 Τη βιντεοσκόπηση του Συμποσίου, που έγινε από το Ίδρυμα Μποδοσάκη, μπορείτε να παρακολουθήσετε στον εξής σύνδεσμο: https://bit.ly/2Il2tiz.
5 Το γνωστό παράδοξο της «Γάτας του Σρέντινγκερ» είναι ένα νοητικό πείραμα που «θέτει το ερώτημα αν μια γάτα μπορεί να είναι ταυτόχρονα ζωντανή και νεκρή, ενώ βρίσκεται κλεισμένη σ' ένα κουτί και τη σημαδεύει ένα όπλο με οπλισμένη τη σκανδάλη». Προτάθηκε από τον Αυστριακό φυσικό Έρβιν Σρέντινγκερ το 1935.
Info
Δωμάτια μνήμης. Περιπλάνηση στον κόσμο της Λούλας Αναγνωστάκη
Αναδρομική έκθεση - Σκηνική εγκατάσταση
Επιμέλεια έκθεσης: Δήμητρα Κονδυλάκη
Πειραιώς 260 (Α)
Έως 19/7, 19:00
σχόλια