Θα μπορούσα να χαρακτηρίσω τον Σωφρόνη Σωφρονίου «τον πιο σημαντικό Κύπριο συγγραφέα της γενιάς του» και να μην ήταν καθόλου υπερβολή, αλλά είναι πολύ περισσότερα από αυτό. Είναι ένας πρωτοεμφανιζόμενος συγγραφέας που έχει γράψει το καλύτερο μυθιστόρημα που έχω διαβάσει τα τελευταία χρόνια, που ξεκινάει με έναν εντελώς ύπουλο τρόπο, χαλαρά και μάλλον αδιάφορα και μετά σε αρπάζει και σε συνεπαίρνει και μέχρι να τελειώσει απορείς πώς στο καλό δεν έχει γραφτεί τίποτα για αυτόν στην ελληνικό τύπο, δεν του έχουν ζητήσει συνεντεύξεις και δεν παίζει σε όλα τα κυπριακά και ελληνικά μέσα.
Ο Σωφρόνης είναι ένας επιστήμονας που παράτησε όλες τις λαμπρές προοπτικές που είχε στη Νέα Υόρκη όπου δούλευε ως νευροεπιστήμονας για να αφοσιωθεί στο γράψιμο –κάτι που δηλώνει ότι του δίνει χαρά. Και καλά έκανε, κρίνοντας από το αποτέλεσμα. Στο βιβλίο του «Οι Πρωτόπλαστοι» που κυκλοφορεί εδώ και μερικούς μήνες από τις εκδόσεις Το Ροδακιό ζωντανεύει την Κύπρο των αρχών του προηγούμενου αιώνα και τη Νέα Υόρκη της ίδιας περιόδου, ανατρέχοντας σε αληθινά γεγονότα και ιστορίες που είναι αποτελέσματα έρευνας και μεγάλης αναζήτησης που φανερώνουν το επιστημονικό του υπόβαθρο.
Μελέτησε ακόμα και την γλώσσα που μιλούσαν τότε οι Τουρκοκύπριοι και τη χρησιμοποίησε στο βιβλίο του για να είναι πιστή η καταγραφή μιας ολόκληρης εποχής. Στη συνάντησή μας με εντυπωσίασε ακόμα πιο πολύ και απέδειξε ότι τίποτα δεν είναι τυχαίο.
—Από πότε γράφεις;
Το 2005 πήγα στη Νέα Υόρκη για μεταπτυχιακά. Κάπου στο 2008 και, αφού είχαν προηγηθεί μερικά χρόνια περιπλανήσεων και εμπειριών, μου βγήκε να γράψω ένα μυθιστόρημα. Για τρεις μήνες σταμάτησα να ασχολούμαι με το επιστημονικό μου αντικείμενο, πήγαινα καθημερινά στις βιβλιοθήκες σε διάφορα σημεία της πόλης και έγραψα ένα μεγάλο κείμενο, που εκ των υστέρων κατάλαβα πως ήταν μια μεγάλη βλακεία, κυρίως γιατί ήταν πολύ υποκειμενικό. Ξαναστράφηκα στα ακαδημαϊκά μέχρι το 2010, οπότε αισθάνθηκα πως κάτι είχε «ψηθεί» μέσα μου και πως είχα την ανάγκη να το καταγράψω. Εκεί ξεκίνησε μια πάλη με τη μυθιστορηματική φόρμα, μια πορεία τριών χρονών που οδήγησε στους Πρωτόπλαστους. Εκ των υστέρων, όλο αυτό το πήγαινε-έλα από την επιστημονική δουλειά στη συγγραφή κατάλαβα πως γινόταν αυθόρμητα. Ίσως γιατί με έλκουν εξίσου και οι δύο προκλήσεις.
Στην Κύπρο έχουμε προβλήματα ταυτότητας. Ένα από τα ζητήματα που εντείνουν αυτό το πρόβλημα είναι αυτό της γλώσσας. Ενώ έχουμε τη δική μας ντοπιολαλιά, στα σχολεία διδασκόμαστε μόνο τη βάση αυτής της ντοπιολαλιάς, δηλαδή την ελληνική. Στην καθημερινότητά μας, όμως, συνεχίζουμε να μιλάμε την κυπριακή. Άμα θες να μιλήσεις επίσημα πας αμέσως στην ελληνική, άμα όμως μιλάς με την παρέα σου επιλέγεις την κυπριακή. Αν μιλήσεις ελληνικά στην παρέα σου τότε ακούγεσαι αμέσως δήθεν, αν μιλήσεις κυπριακά σε μια διάλεξη είσαι χωριάτης.
—Tι σπούδασες;
Ψυχολογία στην αρχή. Νευροεπιστήμες μετά. Σχέση εγκεφάλου και συμπεριφοράς και πάει λέγοντας.
—Και γιατί σώνει και καλά έπρεπε να επιλέξεις ένα από τα δύο;
Η συγγραφή και οι νευροεπιστήμες είναι δύο πεδία που αλληλοσυμπληρώνονται με κάποιον τρόπο. Όμως χρειάζονται και τα δύο την ενέργεια, την αγάπη, το πάθος σου. Με βαριά καρδιά παραμέρισα το ένα. Επιφυλάσσομαι όμως, γιατί στο νέο μυθιστόρημα καταπιάνομαι αρκετά με τον εγκέφαλο και τη συνειδητότητα.
—Το μετάνιωσες που έφυγες από τη Νέα Υόρκη;
Κατά καιρούς το μετανιώνω. Δεν μπορώ όμως να προσδιορίσω ξεκάθαρα τους λόγους. Αν έμενα εκεί ίσως να μπορούσα να δώσω και να πάρω σημαντικά πράγματα μέσα από την επιστήμη. Επίσης, η ασχολία με την επιστήμη προσφέρει και κάποιο είδος οικονομικής ασφάλειας. Και φυσικά, η Νέα Υόρκη είναι ένας πολύ συναρπαστικός τόπος για να ζεις. Όταν έφυγα νόμιζα πως θα ήταν για λίγο. Πήγα στο χωριό μου στην Κύπρο και ξεκίνησα να δουλεύω το βιβλίο, αλλά σύντομα προέκυψαν οικονομικές ανάγκες. Άρχισα να βάζω μουσική σε διάφορα μέρη και από τότε ζω από το DJing και έχω χρόνο για όσα απαιτεί το γράψιμο. Για την ώρα είμαι σε μια συνεχή κίνηση. Με λίγα λόγια, άμα αφήνεις κάτι έρχονται άλλα, άρα δεν έχω παράπονο.
—Όλοι αναζητούν την ασφάλεια, ειδικά αυτή την εποχή, δεν φοβήθηκες να παρατήσεις μια τόσο καλή δουλειά;
Ποτέ δεν είχα άνεση με τα πολλά. Και το να περνάς ένα κομμάτι της ζωής σου μέσα σε κάπως οριακές συνθήκες μπορεί τελικά να είναι και χρήσιμο. Αυτά τα καταλαβαίνω καμιά φορά άμα αναλογιστώ διάφορα που έχουν προκύψει από τότε. Κοίτα, κατάγομαι από πολυμελή οικογένεια, από χωριό. Στην καθημερινότητα μου αρέσει να βλέπω τα πράγματα κατάματα. Αυτές οι οριακές συνθήκες που ανάφερα προηγουμένως είναι ίσως κάτι που σε κρατά σε επαφή με την πραγματικότητα και των άλλων ανθρώπων, σου δίνει μια πιο κοντινή ρεαλιστική οπτική. Αν έμενα στη δουλειά στο νοσοκομείο και είχα τη σκέψη μου στις αυξήσεις του μισθού, ίσως τώρα να έβλεπα τα πράγματα αλλιώς. Από την άλλη, μακάρι όλος ο κόσμος να ήταν καλά σε σχέση με τα οικονομικά.
—Τα παράτησες για να γράψεις όμως, ο ρεαλισμός τι σου χρειαζόταν;
Πάλι, επειδή για δέκα σχεδόν χρόνια συμπορεύτηκα με τον ορθολογισμό των επιστημών, θα έλεγα ότι μια καλή αίσθηση του ρεαλισμού σου δίνει το όριο για το πόσο μπορείς να ξεφύγεις άμα γράφεις.
—Βάζεις όρια όταν γράφεις;
Στο πρώτο επίπεδο αφήνω να βγει από μέσα μου ό,τι έχω. Στην επιμέλεια, όμως, προσπαθώ να είμαι αυστηρός με όλα. Πρώτα με τον διδακτισμό. Αν αισθανθώ πως γίνομαι κήρυκας επεμβαίνω όσο μπορώ. Τώρα, στην πάλη του ρεαλιστικού και του μεταφυσικού, αισθάνομαι πως υπάρχει μια λεπτή ισορροπία. Άμα δεν ελέγχεις τα όρια του κειμένου σου μπορεί να φτάσεις εύκολα σε κοινοτοπίες. Η πάλη της επιμέλειας στοχεύει στη δημιουργία μιας αίσθησης ισορροπίας που, ακόμα και αν το κείμενο μιλά για τον πιο μακρινό και αλλόκοτο πλανήτη, θα εμπνέει στον αναγνώστη μια οικειότητα.
—Υπάρχουν αυτοβιογραφικά στοιχεία στο βιβλίο;
Σε καμιά περίπτωση. Υπάρχουν όμως διάφορα μέρη που συνδέονται με πράγματα που τα είδα από κοντά. Το κομμάτι με τα μαγικά μανιτάρια ή το ταξίδι στο Άγιο Όρος για παράδειγμα. Είναι εμπειρίες που τις βίωσα ως ένα βαθμό, στο μυθιστόρημα όμως υπηρετούν την πλοκή σε μια πολύ διαφορετική διάσταση.
—Ως συγγραφέας, πώς έχεις ρυθμίσει το θέμα της υποκειμενικότητας στο βιβλίο σου;
Αυτό είναι ένας αγώνας. Ένα παράδειγμα είναι όσα έχουν να κάνουν με τη θρησκεία. Στο βιβλίο υπάρχει έντονη συζήτηση γύρω από αυτό το ζήτημα. Όταν τέλειωσα το κείμενο είδα καθαρά πως σε ορισμένα σημεία ήμουν πολύ επικριτικός και έβλεπα το θέμα μονοδιάστατα. Ήταν φανερό ότι η κριτική στη θρησκεία ερχόταν από αυτόν που έγραψε το κείμενο. Μετά είχα να παλέψω ώστε να δώσω τη διαχείριση των απόψεων, θετικών ή αρνητικών, στους χαρακτήρες του βιβλίου. Διπλάσιος κόπος είναι να προσέχεις τα όρια της υποκειμενικότητας και της δικής σου αποστασιοποίησης, παρά το να γράφεις. Χρειάζεται, κατά κάποιο τρόπο, να βάλεις έναν αιωρούμενο παρατηρητή να παρακολουθεί τον εαυτό σου που γράφει και επιμελείται.
—Ο Λεόντιος είναι υπαρκτό πρόσωπο; Γιατί επέλεξες αυτόν τον χαρακτήρα;
Ναι. Ήταν ο αρχιεπίσκοπος της Κύπρου το 1947. Εκλέχθηκε στα πενήντα του και πέθανε ή δολοφονήθηκε μετά από σαράντα μέρες. Το βιβλίο μου δεν καταπιάνεται έντονα με την κυπριακή ιστορία, αλλά, στο βαθμό που το κάνει, ο Λεόντιος μου έδωσε την ευκαιρία να αποφύγω τα τετριμμένα με την ανάλυση της πολιτικής ιστορίας της Κύπρου από το 1950 και μετά. Έχουν γραφτεί πολλά κείμενα που περιστρέφονται γύρω από ακραίες φιγούρες ή αμφιλεγόμενους κληρικούς που καθόρισαν την πολιτική ζωή και το μέλλον της Κύπρου. Ο Λεόντιος ήταν ένας άνθρωπος με κλίση στη ζωγραφική, το 1929 πήγε στη Νέα Υόρκη για σπουδές και πίστευε στην ανάγκη της ύπαρξης ενός κράτους που θα περιλάμβανε όλους τους κατοίκους της Κύπρου, κάτι που, μετά τις τραγικές συνέπειες της βλακείας τόσων και τόσων, ακόμα παλεύουμε να το πετύχουμε. Μου έδωσε λοιπόν την ευκαιρία να ανασυστήσω την Κύπρο των αρχών του προηγούμενου αιώνα, τη Νέα Υόρκη της ίδιας περιόδου, αλλά και την αξία της τέχνης ως αντίβαρο στο κακό. Πάνω από όλα, όμως, ο χαρακτήρας του μου έδωσε την ευκαιρία να αναπτύξω τα κεντρικά θέματα του βιβλίου, δηλαδή την έννοια της ελεύθερης βούλησης και της ευθύνης.
—Γιατί το ονομάζεις «Οι Πρωτόπλαστοι»;
Ο τίτλος είναι αλληγορικός. Πάμε πίσω σε αυτό που μόλις είπα με την ελεύθερη βούληση και την ευθύνη. Στο μυθιστόρημα, βάζω τον ζωγράφο Ιερώνυμο Μπος και τον ποιητή Βιγιόν να αποφασίζουν ότι το κομμάτι του παραδείσου στον πίνακα «Ο κήπος των επίγειων απολαύσεων» θα περιλαμβάνει ένα προετοιμασμένο από τον θεό πλαίσιο, που θα σπρώξει τους ανθρώπους στην αμαρτία. Στη ζωγραφιά υπάρχουν μαζί το δέντρο, το μήλο, το φίδι και οι πρωτόπλαστοι και ο θεός φαίνεται να σπρώχνει τον άνθρωπο στην πτώση. Με αυτή την εκδοχή ο άνθρωπος δεν επιλέγει να αμαρτήσει. Άρα δεν έχει ούτε την ευθύνη των πράξεών του. Χωρίς βούληση και χωρίς ευθύνη ο χορός της ανθρωπότητας μέσα στον χρόνο παίρνει μια ανάδρομη ροή, πολύ μακριά από τα ηθικολογικά πλαίσια των θρησκειών και τους κανόνες. Αυτό το μοτίβο μου επέτρεψε να αναφερθώ σε διαφορετικές εποχές και διαφορετικούς χαρακτήρες κοιτώντας την κίνηση τους μέσα στο χρόνο χωρίς να έχω συνεχώς την έγνοια να τεκμηριώσω τη σχέση τους. Μου επέτρεψε επίσης να χρησιμοποιήσω μεταφυσικά στοιχεία στην πλοκή. Σε ένα βιβλίο όπου οι άνθρωποι δεν έχουν ευθύνη για τις πράξεις τους, δίνεται η ευκαιρία στον αναγνώστη να αποφασίσει από μόνος του τι γίνεται, τόσο για τα πρακτικά ή ηθικά θέματα που αφορούν τους χαρακτήρες, αλλά ίσως και για θέματα που προκύπτουν για τον ίδιο.
—Κι η Μαρίκα Παπαγκίκα πώς μπλέχτηκε στην ιστορία σου; Είναι περίεργο, γιατί ο άντρας της ήταν από το χωριό μου, Μαρτιναίος…
Η Παπαγκίκα, ο εθνικομουσικολόγος Άλαν Λόμαξ, γενικότερα η μουσική, η ποίηση και η ζωγραφική είναι εν μέρει τα αντίβαρα στα «βαριά» στοιχεία του βιβλίου, όπως η βία. Είναι επίσης, κατά κάποιο τρόπο, σύμβολα αθωότητας. Η μουσική, τώρα που μιλάμε, σκέφτομαι πως μου έδωσε έναν ρυθμό στη ροή του κειμένου. Και μου επέτρεψε να προσεγγίζω μεταφυσικές έννοιες πιο εύκολα αφού έτσι και αλλιώς η μουσική είναι άμοιρη ευθυνών και κινείται σε επίπεδα πάνω από εμάς. Αυτό αφήνει και μια αισιοδοξία, όπως συμβαίνει όταν το είναι σου απολαμβάνει τη μουσική χωρίς αναγκαστικά να ορίζεις εσύ τα πράγματα.
—Όταν έγραφες το βιβλίο σκεφτόσουν ποιος θα το διάβαζε;
Να πω με σιγουριά όχι. Αλλά να το γυρίσω αμέσως και να πω ότι αυτό δεν γίνεται επειδή είμαστε άνθρωποι και γράφουμε για να μας διαβάζουν άλλοι άνθρωποι. Θα έλεγα λοιπόν πως στην αρχή έγραφα αυθόρμητα, αλλά μετά, στην επιμέλεια, και ενώ η ύπαρξη πιθανών αναγνωστών γινόταν ολοένα πιο ορατή, άρχισε κάποιος προβληματισμός. Με απασχολούσε ακόμα και η χρήση του κυπριακού ιδιώματος σε ορισμένα σημεία του βιβλίου όπου ήταν απαραίτητο.
—Υπάρχουν στην Κύπρο βιβλία με τοπική διάλεκτο; Για πολλά χρόνια οι νέοι συγγραφείς στην Ελλάδα δεν τολμούσαν να βάλουν στα κείμενα την γλώσσα που μιλούν οι παππούδες τους και οι γονείς τους. Ίσως για αυτό εντυπωσίασε τόσο αυτό που έκανε ο Δημοσθένης Παπαμάρκος στο Γκιακ, παρόλο που δεν ήταν πρωτόγνωρο. Στην Κύπρο υπάρχει κάτι ανάλογο;
Αυτή είναι μια δύσκολη ερώτηση. Στην Κύπρο έχουμε προβλήματα ταυτότητας. Ένα από τα ζητήματα που εντείνουν αυτό το πρόβλημα είναι αυτό της γλώσσας. Ενώ έχουμε τη δική μας ντοπιολαλιά, στα σχολεία διδασκόμαστε μόνο τη βάση αυτής της ντοπιολαλιάς, δηλαδή την ελληνική. Στην καθημερινότητά μας, όμως, συνεχίζουμε να μιλάμε την κυπριακή. Άμα θες να μιλήσεις επίσημα πας αμέσως στην ελληνική, άμα όμως μιλάς με την παρέα σου επιλέγεις την κυπριακή. Αν μιλήσεις ελληνικά στην παρέα σου τότε ακούγεσαι αμέσως δήθεν, αν μιλήσεις κυπριακά σε μια διάλεξη είσαι χωριάτης. Και από πάνω, πολλοί λίγοι ξέρουν να γράφουν την κυπριακή ενώ, ταυτόχρονα, μετά από τόση ταλαιπωρία η κυπριακή στην οποία αναφέρομαι αποτελεί σήμερα έναν αχταρμά. Αυτή η πάλη του δήθεν και του χωριάτη αφορά και όλες τις άλλες περιοχές με τις δικές τους ντοπιολαλιές, από τα αρβανίτικα χωριά και την Ήπειρο ως την Κρήτη και τα Δωδεκάνησα. Άνθρωποι όπως ο Δημοσθένης ή παλαιότερα ο Σωτήρης Δημητρίου και άλλοι, κατάφεραν να περιτριγυρίσουν τη ντοπιολαλιά που έχει αποδέκτες μόνο λίγους και να τη σπρώξουν κυριολεκτικά στα μούτρα του αναγνώστη, λέγοντάς κατά κάποιο τρόπο κάτι σαν: κοιτάξτε, στην Ελλάδα είμαστε και αυτό. Αν απαρνηθεί κάποιος τη γραφή του Δημοσθένη στο Γκιακ, θα είναι σαν να κλείνει εσκεμμένα τα μάτια σε ένα κομμάτι της ύπαρξης του, να μην το αποδέχεται, και άρα χάνει την ευκαιρία να καλυτερέψει.
Να κάνει τώρα ένας Κύπριος κάτι ανάλογο, δηλαδή να προσκολληθεί στην κυπριακή και να τη δώσει σε ένα κείμενο που θα αφορά όλους τους Έλληνες, είναι ένα διαφορετικό εγχείρημα με επιπλέον δυσκολίες. Οι λόγοι είναι πολλοί αλλά θα σταθώ στο ότι η Ελλάδα και η Κύπρος δεν είναι η ίδια χώρα. Εγώ, για παράδειγμα, είμαι κάτι άλλο. Μπορεί οι αισθήσεις μου να επικοινωνούν εξαιρετικά με τον πολιτισμό της Ελλάδας, με τις συμπεριφορές των ανθρώπων της και ένα σωρό άλλα, όμως είναι πολύ καλύτερα συντονισμένες με το νησί μου, τους ανθρώπους του, αλλά και, σε πολλές διαστάσεις, με τον πολιτισμό και τις συμπεριφορές από όλες τις χώρες από τις οποίες περιτριγυρίζεται η Κύπρος. Με λίγα λόγια, για να καταφέρω να γράψω κάτι στην κυπριακή που θα είναι προσιτό στους Έλληνες, θα πρέπει πρώτα να καταλάβω καλύτερα την Ελλάδα.
—Υπάρχει κάποιος άνθρωπος που για σένα είναι στο όριο του μεγάλου;
Αρκετοί. Αλλά με απωθούν οι αυθεντίες. Αγαπώ κομμάτια της ζωής πολλών ανθρώπων. Ο καθένας μας κουβαλά επιρροές από πολλούς μεγάλους. Το θέμα είναι να προσπαθούμε να μεγαλώνουμε όλοι μέσα μας, αλλά να μη νομίζουμε πως είμαστε μοναδικοί.
—Μίλησέ μου για την εμπειρία σου στο νοσοκομείο που δούλευες. Πώς ήταν;
Σουρεάλ. Δούλευα με έναν κινέζο γιατρό, τον Dr. Dai ερευνητικά αλλά και με ασθενείς. Τον καιρό που δούλευα μαζί του (ίσως να τον επηρέασα με τις «καλλιτεχνικές μου ανησυχίες»), είχε στην πραγματικότητα αποποιηθεί τον ρόλο του σαν γιατρός. Έφευγε καθημερινά στο Σέντραλ Παρκ για να φωτογραφίσει πουλιά. Σήμερα είναι bird watcher ολκής. Όποτε κάποιος τον ρωτούσε το όνομά του, απαντούσε: My name is Daiiii, like go to hell. Πλάκα έκανε, οι Κινέζοι δεν καταλαβαίνουν από κόλαση και παράδεισο, αλλά οι περισσότεροι τρομοκρατούνταν. Χωρίς πλάκα τώρα, εκεί ήταν τμήμα νευρολογίας. Μπορούσες να δεις με πολλούς τρόπους πόσο εύθραυστη είναι η ανθρώπινη υπόσταση. Πόσο λεπτές είναι οι γραμμές στα σύνορα του «κανονικού» και του «μη κανονικού».
—Σου λείπει αυτή η ενασχόληση με τον εγκέφαλο;
Πολύ. Επίτηδες, στο πρώτο βιβλίο άφησα έξω τα θέματα της σχέσης του εγκεφάλου και της συμπεριφοράς. Με τον καιρό κάπως ωρίμασαν και τώρα, όπως είπα πριν, στο νέο κείμενο που γράφω είναι καλοδεχούμενα.
—Από το βιβλίο καταλαβαίνει κανείς ότι είσαι άθρησκος. Τι σημαίνει ο θεός για σένα;
Πριν από λίγες μέρες με κλέψανε, εδώ κοντά. Βγάλανε στιλέτο, φορούσαν μάσκες. Δεν θυμάμαι ούτε δευτερόλεπτο να σκέφτηκα πως μια ανώτερη δύναμη θα μπορούσε να με σώσει. Μετά βρέθηκα σε κάποιο αστυνομικό τμήμα. Στην ερώτηση «θρήσκευμα» απάντησα «άθρησκος». Όταν μου έδωσαν την κατάθεση για να τη διαβάσω είδα πως έγραψαν πως είμαι άθεος. Πήγα να το συζητήσω αλλά αμέσως σκέφτηκα πως ήταν περιττό. Αν οποιοσδήποτε άνθρωπος γνώριζε στ’ αλήθεια τι περιέχει αυτή η έννοια θα μας έλυνε έναν μεγάλο γρίφο. Για την ώρα ο μόνος μας θεός πρέπει να είναι η αγάπη και η αλληλοκατανόηση και αν επιμένει κάποιος να λέει πως άκουσε, ένιωσε ή έχει δει το θεό και τα λοιπά, θα τον πίστευα μόνο αν εννοεί, χαριτολογώντας, τα σήματα που λαμβάνουν οι ανιχνευτές βαρυτικών κυμάτων που ανακοινώθηκαν προχθές. Από εκεί και πέρα, όσοι βιάστηκαν ή βιάζονται να ορίζουν από πού ήρθαμε, πού πάμε, τι είναι αυτό που κινεί όλο αυτό που ονομάζουμε ζωή, αλλά και την ηθική μας υπόσταση, μόνο καταστροφή και μπέρδεμα έδωσαν και μπορούν να δώσουν.
—Ποιο είναι το κέρδος σου από το γράψιμο;
Είναι επικοινωνία το γράψιμο. Δίνεις και παίρνεις. Αυτό είναι το κέρδος.
—Υπάρχει και ζημιά άμα γράφεις;
Πρακτική μάλλον. Και κατά καιρούς μοναξιά.