Δεν ξέρω πραγματικά πολλές φιγούρες που να εκπροσωπούν επάξια τη σύγχρονη αστική ιστορία όπως η Πάτι Σμιθ, βγαλμένη από τους θορύβους της πόλης και τα πιο απτά υλικά της: τους μπαγαπόντηδες, τους άστεγους, τους αγνώστους της διπλανής πόρτας, τους μελαγχολικούς ποιητές.
Γιατί είναι προφανές ότι σε όλα της τα γραπτά, ακόμα και στα πεζά, η διάσημη ροκ σταρ επανασυστήνεται και επιστρέφει διαρκώς με την ιδιότητα της ποιήτριας. Ακόμα και όταν κρατάει σημειώσεις στο αγαπημένο της καφέ Ino στο Γκρίνουιτς Βίλατζ ή γράφει από το κρεβάτι «λες και είμαι ασθενής υπό ανάρρωση σε ποίημα του Ρόμπερτ Λούις Στίβενσον», η Πάτι Σμιθ σκέφτεται την ποίηση σαν «ένα αισιόδοξο ζόμπι στηριγμένο σε μαξιλάρια, που παράγει σελίδες υπερβατικού καρπού – όχι εντελώς ώριμου, ούτε παραγινωμένου».
Η φευγαλέα ανάμνηση, η ενόραση, η βαθιά της σχέση με τα αντικείμενα, είναι τα κεντρικά μέρη μιας συμφωνίας που απλώνεται αρμονικά, σαν βεντάλια, αποκαλύπτοντας ταυτόχρονα τον υψηλό στοχασμό και τα εφήμερα υλικά της πραγματικότητας, από το ποίημά της που εμπνέεται από το 2666 του Μπολάνιο έως την καταγραφή των ιχνών που άφησε πίσω του ο τυφώνας Σάντι.
Το Μ Train ανιχνεύει τη βαθιά σχέση της με τον εσώτερο εαυτό της, την ποίηση και τους νεκρούς που στοίχειωσαν τη ζωή της – κυρίως τον πρόωρα απελθόντα σύζυγό της Φρεντ-Σόνικ-Σμιθ, πρώην κιθαρίστα των MC5, με τον οποίο απέκτησε δύο παιδιά.
Όλα αυτά τα φραγκμέντα ορίζουν τα κεντρικά βαγόνια του M Train, δηλαδή του δεύτερου αυτοβιογραφικού πονήματος της Πάτι Σμιθ που κυκλοφορεί αυτές τις μέρες από τις εκδόσεις Κέδρος σε όμορφη μετάφραση Αλέξη Καλοφωλιά, μεταμορφώνοντας τη γνωστή ροκ σταρ και ποιήτρια σε όψιμη συγγραφέα.
Αν το εξαίσιο και βραβευμένο με το Εθνικό Βραβείο Λογοτεχνίας των ΗΠΑ Πάτι και Ρόμπερτ (κυκλοφορεί επίσης από τον Κέδρο) όρισε τη σχέση της με τον βασικό ιστό των καλλιτεχνών της Νέας Υόρκης και της εναρμόνισής της με αυτό το πολύβουο σύμπαν, έχοντας στο πλευρό της τον Ρόμπερτ Μέιπλθορπ, το Μ Train ανιχνεύει τη βαθιά σχέση της με τον εσώτερο εαυτό της, την ποίηση και τους νεκρούς που στοίχειωσαν τη ζωή της – κυρίως τον πρόωρα απελθόντα σύζυγό της Φρεντ-Σόνικ-Σμιθ, πρώην κιθαρίστα των MC5, με τον οποίο απέκτησε δύο παιδιά.
Το κείμενο ουσιαστικά εμπνέεται από τις ευτυχισμένες μέρες που είχε εκείνον ως συνοδοιπόρο, με την παρουσία του να διανθίζει τα υπόλοιπα κεφάλαια, τα οποία αποκαλύπτουν μια αέναη νοερή συνομιλία με αγαπημένους ποιητές και λογοτέχνες, ντετέκτιβ της τηλεόρασης ή την αιώνια φίλη της, τη μούσα.
Σε αυτήν απευθύνεται ουσιαστικά η Πάτι Σμιθ σε όλη τη διάρκεια του βιβλίου, συνειδητοποιώντας πόσο εύκολο ή ταυτόχρονα δύσκολο μπορεί να είναι το «να γράφεις για το τίποτα».
Η ουσία άλλωστε κρύβεται στο φευγαλέο που χάνεται μέσα στην αχλή μυθικών τόπων που αγάπησε ο Ινδιάνος στην καταγωγή άνδρας της ή που αναζήτησε η ίδια στον δικό της ανατρεπτικό χάρτη στη Χώρα του Ποτέ, όπως το Σεν Λοράν ντε Μαρονί στη βόρεια ακτή της Νότιας Αμερικής προς τον Ατλαντικό Ωκεανό, το οποίο ανέφερε ο παντοτινός της ήρωας Ζαν Ζενέ ως «καθαγιασμένο έδαφος».
Εκεί, μάλιστα, στην καρδιά της φυλακής του Φρεν, την οποία εξύμνησε ο Ζενέ, πραγματοποίησε το γαμήλιο ταξίδι της, κάνοντας την αρχή μιας περιπλάνησης στους φασματικούς τόπους τους οποίους καταγράφει με κάθε λεπτομέρεια στο βιβλίο: από την Κάζα Αζούλ, δηλαδή το Γαλάζιο Σπίτι όπου έμεναν η Φρίντα Κάλο και ο Ντιέγκο Ριβέρα, έως το νεκροταφείο του Ντοροτίενστατ στο Βερολίνο και από τη θερινή κατοικία του Φρίντριχ Σίλερ, τον κήπο όπου έγραψε το Βαλενστάιν, έως το μακρινό Ρέικιαβικ, όπου μετέβη για να μιλήσει για τον Άλφρεντ Βέγκενερ, τον σκαπανέα της θεωρίας της μετατόπισης των ηπείρων, ως μέλος ενός κλειστού γκρουπ που εμπνέεται από τον διάσημο επιστήμονα!
Εντύπωση, επίσης, προκαλεί η σχεδόν απόλυτη απουσία των ζωντανών –γνωστών και φίλων–, σε αντίθεση με τους διάσημους νεκρούς ή μη δημιουργούς που συναπαρτίζουν το υπερβατικό μέγεθος των τίμιων συνομιλητών της:
«Σκόρπιες φράσεις ορμούν καταπάνω μου, λες και τις γράφουν στον ουρανό μικροσκοπικά διπλάνα. Ανανέωσε τον μυελό των οστών σου. Ετοίμασε τις τσέπες σου. Περίμενε την αργή καύση. Φράσεις ιδιωτικών ντετέκτιβ που φέρνουν στο μυαλό την υποτονική φωνή του Ουίλιαμ Μπάροουζ. Καθώς διασχίζω τον δρόμο αναρωτιέμαι πώς θα αποκρυπογραφούσε ο Ουίλιαμ τη γλώσσα της τρέχουσας ψυχικής μου κατάστασης. Κάποτε μπορούσα απλώς να σηκώσω το τηλέφωνό μου και να τον ρωτήσω, αλλά τώρα είμαι αναγκασμένη να τον καλώ με άλλους τρόπους» γράφει με συγκινητική ειλικρίνεια
Το συναισθηματικό αυτό λίμπο που ορθώνεται ανάμεσα από τους νεκρούς τη μετατρέπει σε μια ποιήτρια του υπαρξισμού, η οποία, ταυτόχρονα με το πένθος για τους πολύ στενούς της ανθρώπους –τον αδελφό της, τη μητέρα και τον σύντροφό της Φρεντ–, θρηνεί για τους αδικοχαμένους συγγραφείς ή ποιητές, μετατοπίζοντας έτσι το συμβολικό κέντρο βάρους:
«Τέτοιο θλιβερό και άδικο ριζικό έλαχε στον ωραίο Μπολάνιο, να πεθάνει στα πενήντα του χρόνια, πάνω στην ακμή των δυνάμεών του. Η απώλειά του και αυτά που δεν πρόλαβε να γράψει μας στέρησαν τουλάχιστον ένα μυστικό του κόσμου».
Μοναδική, αλλά ουσιαστική απόδειξη ότι η ζωή συνεχίζεται είναι η διαρκής υπενθύμιση της τέχνης μέσα από κάθε εμψυχωμένο αντικείμενο αλλά και η αναγωγή του σε σημείο αναφοράς: το κρεβάτι του Ντιέγκο Ριβέιρα, το τραπέζι- σκακιέρα του Μπόμπι Φίσερ, το ξεχασμένο βιβλίο του Μουρακάμι, το χαμένο μαύρο παλτό το οποίο κάποια στιγμή ξαναβρίσκεται με έναν μεταφυσικό τρόπο, καθώς οποιαδήποτε συμβολοποιημένη δύναμη απελευθερώνει διαρκώς ενέργειες εκρηκτικές.
Τα αντικείμενα έχουν τεράστια σημασία για τον μονίμως σκηνοθετημένο κόσμο της Σμιθ, ενεργοποιώντας, σαν σκηνή από βιβλίο του Προυστ, την απεραντοσύνη μιας ανάμνησης που γίνεται ακόμα πιο έντονη συγκεκριμένες ημέρες, όπως τα γενέθλιά της ή η μέρα της ονομαστικής της γιορτής, του Αγίου Πάντι, το Χαλοουίν ή η Πρωτοχρονιά, αποδεικνύοντας ότι οι γιορτές δεν έχουν κάτι χαρμόσυνο πέρα από την υπενθύμιση ότι δεν πρέπει να ξεχνάμε. Αντίστοιχα και τα αντικείμενα, με τα οποία δείχνει τόσο συνδεδεμένη, τραβούν πάνω τους την αέναη κίνηση του νου, ώστε η ποιήτρια να μπορέσει να βρει κάτι το αιώνιο από κάτω και να ξανασυστήσει με τρόπο ιδανικό τον μύθο.
«Οι μύθοι είναι μόνο ιστορίες. Οι άνθρωποι τους ερμηνεύουν ή τους προσδίδουν ηθικό περιεχόμενο» λέει με τον πιο εύστοχο τρόπο, αναλύοντας τον μύθο της Μήδειας στις διάφορες εκδοχές της, από την πραγματική έως αυτήν του Παζολίνι και της Κάλλας, αποδεικνύοντας την έντονη εικονοπλαστική δύναμή της ως συγγραφέως: «Η Μήδεια δεν τραγουδάει νανουρίσματα: σφάζει τα παιδιά της. Η Μαρία δεν ήταν η τέλεια τραγουδίστρια: αντλούσε δύναμη από τα βάθη του αστείρευτου πηγαδιού της και κατέκτησε τους κόσμους της. Ωστόσο, όλες οι ερωτικές απογοητεύσεις των ηρωίδων της δεν την είχαν προετοιμάσει για τις δικές της. Προδομένη, παρατημένη, κατέληξε χωρίς αγάπη, χωρίς φωνή ή παιδί, καταδικασμένη να ζήσει όλη την υπόλοιπη ζωή της σε απομόνωση. Προτιμούσα να φαντάζομαι τη Μαρία ελεύθερη από τα βαριά ενδύματα της Μήδειας, της καμένης βασίλισσας με την ανοιχτοκίτρινη εσθήτα. Φοράει μαργαριτάρια. Το φως πλημμυρίζει το παριζιάνικο διαμέρισμά της, καθώς απλώνει το χέρι της για να πιάσει μια μικρή δερμάτινη θήκη για κοσμήματα. "Η αγάπη είναι το πιο πολύτιμο πετράδι", ψιθυρίζει ξεκουμπώνοντας το μαργαριταρένιο κολιέ που πέφτει από τον λαιμό της, λέπια θλίψης που σκορπίζουν στον αέρα μέχρι που μικραίνουν και χάνονται».
Πάντως, η ίδια η Σμιθ πόρρω απέχει από την εικόνα μιας καταραμένης, βάρβαρης μάγισσας. Περισσότερο φαντάζει ως ένας θηλυκός Άμλετ, αφού, όπως αυτός υπαγορεύει στον Οράτιο να μείνει και να ανασαίνει με πόνο για να λέει την ιστορία του, έτσι κι αυτή με πόνο συνεχίζει για να μπορέσει να αφηγηθεί όλα όσα έχουν αξία. Και το καταφέρνει καταθέτοντας έναν δικό της «οδικό χάρτη», όπως τον αποκαλεί, απ' όπου απουσιάζει εντελώς η αστερόσκονη και τη θέση της καταλαμβάνει απολύτως η ουσία.