Οι παραφθορές του ερωτικού μυθιστορήματος, όπως γνωρίζουν οι φανατικοί ρέκτες του είδους, δημιουργούν συχνά παραλογοτεχνικές αδελφότητες όπου κυριαρχούν η σαρκολατρία, το μαύρο χιούμορ και κάθε λογής επωαζόμενη παρέκκλιση. Δεν χρειάζεται η αναφορά στον «σαδισμό» και σε όλες τις σχολές της πορνολογοτεχνίας για να αντιληφθούμε την κλίση προς την πορνογραφία. Και μόνο η σκέψη ότι η μάνα φέρνει το παιδί της στον κόσμο ολόγυμνη, παραδομένη (αρχικά) στη μαία και κατόπιν στα χέρια του μαιευτήρα, καταλαβαίνουμε ότι η γύμνια, και ό,τι σχετικό ξυπνάει, είναι από μόνη της συνωμοσία σιωπής με αποσιωπώμενα συμπαρομαρτούντα. Ο Στάικος, με πείρα επί του θέματος, συναιρεί την ειρωνεία με τη γύμνια, τη διαφθορά με την υποτίμηση, σκηνοθετώντας ένα ερωτικό τρίο όπου η μάνα με την κόρη είναι οι θύτες και ο γιατρός το ζητούμενο θύμα.
Διόλου παράξενο ότι η βαθιά ερωτική περιπέτεια αρχίζει με επίσκεψη στον παιδοψυχολόγο. Όντως ο Επαμεινώνδας Κωνσταντακόπουλος, διαπρεπής παιδοψυχολόγος, θα δεχτεί την επίσκεψη της Λέιλα (μάνας), που ανησυχεί για τη θυγατέρα με την οποία μοιάζουν «σαν δυο σταγόνες». Παρουσιάζοντας τα παιδιαρίσματα της κόρης, η μάνα ουσιαστικά προδίδει τα συμπτώματα της αρνησενηλικίωσης, όπερ σημαίνει ότι η θυγατέρα επιδεικνύει καθήλωση, π.χ. εξακολουθεί να βυζαίνει την πανέμορφη μάνα, παρά τα δεκαεπτά της χρόνια. Σε παρόμοιες περιπτώσεις, όπου η ασθενής παραδίδεται με κατεβασμένα χέρια στην αγκάλη του ιατρού-εραστή, η ερωτική κατάκτηση μπορεί να κολακεύει τον άνδρα στον πρώτο γύρο, αλλά η συνέχεια ανήκει θριαμβευτικά σε μάνα και κόρη.
Ήδη, και ενώ η Λέιλα ήταν στη διάθεση του ιατρού, στη δεύτερη συνάντηση ο ιατρός ήταν αυτός που κράτησε τον ρόλο του θύματος. Μάλιστα, έλεγε και ξανάλεγε μέσα του ότι ήθελε να τον κάνει ό,τι θέλει η Λέιλα. Ο επόμενος χρόνος ήταν ένας θρίαμβος για τον ιατρό που τρύπωνε στα δοκιμαστήρια γυναικείων εσωρούχων, απολαμβάνοντας «τον παράδεισο της κολάσεως». Ο γιατρός έφτασε κυριολεκτικά στο σημείο να βάλει στη θέση του την κοκκινομάλλα γραμματέα του, η οποία λόγω πείρας (ως γραμματέας και ερωμένη) ήταν ικανή να αντεπεξέλθει επιτυχώς σε τρέχουσες και απλές περιπτώσεις. Όσο για τον γιατρό, έφτασε στο σημείο να εκχωρήσει τη σύζυγό του προς τέρψη ενός γοητευτικότατου φίλου του. Φυσικά, όπως γνωρίζουν οι πολύπειροι εραστές, παρότι παραχωρούσε τη γυναίκα του, δεν έπαυε να βασανίζεται από το τέρας της ζηλοτυπίας...
Ο Στάικος, καθώς δείχνουν τα πράγματα, αρέσκεται μετά μανίας στα γυναικεία εσώρουχα, γι' αυτό πιθανώς βάζει τα πρόσωπά του να κάνουν συχνές εσωρουχότσαρκες, όπερ σημαίνει γδύνομαι για να ντυθώ, ντύνομαι για να γδυθώ. Σε μία από τις λίγες στιγμές που ο γιατρός πασχίζει να έρθει στα συγκαλά του, διαβάζουμε την ακόλουθη αυτοκριτική: «Βέβαια, είναι μια πόρνη διαφορετική από τις άλλες πόρνες, δίπλα της οι άλλες πόρνες μοιάζουν με αγγελούδια, είναι μια πόρνη πέραν της πόρνης, μια ιδιοφυής παλιογυναίκα, μια θεία τσούλα, ένα κάθαρμα. Όσο για το θαύμα της γνωριμίας μας, στο ιατρείο, το μακρινό εκείνο απόγευμα. Ένα θαύμα προς χάριν μου. Για μένα. Να με πλησιάσει με το θείο εύρημα της άρρωστης κόρης! Δεν οφείλω πολλές, όσες, θυσίες στη χάρη της; Με λεηλατεί. Τα χρήματά μου από πολλά έγιναν λίγα, η γυναίκα μου ζει στην αγκαλιά ενός άλλου, δικό μου εύρημα και τούτο, για να απολαμβάνω ελεύθερα τη σκλαβιά μου. Έλεος Λεϊλά, ελέησον Λίλα, Λέιλα ανωτέρα πάσης Λέλας και πάσης Λόλας».
Τσιγάρα και ποτά δεν έχουν τελειωμό στη νέα πραγματικότητα που βιώνει ο Επαμεινώνδας, αλλά η εμφάνιση της Βηθσαβέ, της κόρης που δίνει και το όνομά της στο βιβλίο, αλλάζει ταχύτητες προς το χειρότερο και σεξουαλικότερο. Τα σύνδρομα της κόρης (ο μικρομεγαλισμός, για παράδειγμα) ως διά μαγείας εξαφανίστηκαν, η αρνησενηλικίωση αποτέλεσε παρελθόν, αλλά συνάμα το κορίτσι των δεκατριών ετών άρχισε να κολυμπάει σε βαθιά νερά. Ό,τι απολάμβανε με τη μητέρα της κόρης, ο Επαμεινώνδας το μετέφερε επιδεικτικά και πάνω στο κορμί της κόρης. Ιδίως το γλειφιτζούρισμα, που διακοπτόταν κάθε τόσο για να απολαύσει η μικρή ένα τσιγάρο. Με τις διαδοχικές μεταβάσεις του γλυκίσματος από το στόμα της μιας στο στόμα της άλλης, ο γιατρός συγκράτησε καταγοητευμένος την αθώα φράση της Βηθσαβέ: «Μαμά, όσο τρώγεται τόσο και μεγαλώνει». Η κόρη, επίσης, δεν μπορούσε να ανεχτεί την υπεροχή της Λέιλα. Οπότε, η απορία λάμβανε διαστάσεις άλυτου προβλήματος: έως πότε μητέρα και κόρη θα μοιράζονται τον ίδιο (δύστυχο και σαρκολάτρη) Επαμεινώνδα;
Εν προκειμένω, η ευρηματικότητα του αφηγητή επινοεί ένα στοιχείο (ένα παλούκι, συγκεκριμένα) που αλλάζει άρδην την όλη σκηνοθεσία και απόλαυση. «Αυτό το παλούκι, κύριε Επαμεινώνδα, θα σας δώσει μεγάλη χαρά. Διότι δεν είναι δυνατόν να δίνει χαρά στη μαμά και σ' εμένα και να μη δίνει σ' εσάς. Αν δεν πιστεύετε, ρωτήστε και τη μαμά». «Τι να ρωτήσω;» ρώτησε ο γιατρός. «Η μαμά βυθίζει το παλούκι στον πισινό μου, βαθιά, πολύ βαθιά. Στην αρχή πονάει λίγο, αλλά μπρός στη μέθη τι είναι ο πόνος; Κι έπειτα βαθιά, ακόμη πιο βαθιά, και τότε ούτε πόνος ούτε τίποτα, μόνο χαρά, μόνο μέθη, μόνο φωτιά, μόνο πλημμύρα». Γενικά, η Βηθσαβέ, αντί για κούκλες και κουκλάκια, προτιμούσε τα παλούκια; Ακολουθούν οι ναύτες, ρωμαλέοι, αφρόκρεμα και επιπλέον γαύροι... Μετά ακολουθεί το πιστόλι, άλλο σεξουαλικό όργανο κι αυτό...
Επειδή σχολιάζουμε ένα βιβλίο και όχι ένα πορνό ή ένα κάποιο κινηματογραφικό έργο, αναγκαζόμαστε να σχολιάσουμε σε λίγες αράδες την «ποιητική» του Στάικου, που δεν ορρωδεί προ μύριων όσων δυσκολιών. Συγκεκριμένα, ο αφηγητής δεν αποσκοπεί να περιγράψει συμπλέγματα και παρασυμπλέγματα της τρέχουσας σεξουαλικής ζωής. Το ιδιάζον στην περιγραφή του αφορά ένα είδος ψυχρής σεξουαλικότητας που, όσο θεωρείται ψυχρή και επαναλαμβανόμενη, άλλο τόσο σηκώνει τη σημαία της τρέχουσας αληθείας. Εξάλλου, δεν μπορούμε να μην παρατηρήσουμε ένα παγωμένο στυλ στις αφηγήσεις του Στάικου, που όσο δεν προδίδει τον εαυτό του, άλλο τόσο είναι πειστικό και γενναιόδωρο. Με άλλα λόγια, υπάρχει μια κομψεπίκομψη αλητεία μοντέρνας μορφής, όπου τα πάντα περιγράφονται και συνάμα υπογράφονται χωρίς την παραμικρή χυδαιότητα.
σχόλια