Γεννήθηκε στην Καβάλα το 1988. Σπούδασε τοπογράφος μηχανικός στο ΑΠΘ και Real Estate στο Cass Business School του Λονδίνου.
Έγραψε το project ποίησης K – On (Εντευκτήριο, 2011) με το οποίο συμμετείχε στο 1ο Φεστιβάλ Νέων Λογοτεχνών. Κείμενά του έχουν δημοσιευθεί στα [ΦΡΜΚ], Εντευκτήριο, Lifo, κ.α. και έχουν γίνει εγκαταστάσεις στο Action Field Kodra.
Ποιήματα του Είναι ([ΦΡΜΚ], 2015) παρουσιάστηκαν από τον ποιητή με performances στα ελληνικά στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη (Γκαλερί Λόλα Νικολάου) και στα αγγλικά στο Λονδίνο (Curious Body Souffle exhibition). Η έκδοση Futures: Poetry of the Greek Crisis του βρετανικού οίκου Penned in the Margins συμπεριέλαβε στα αγγλικά το ποίημα «Το χάος» από το πρόσφατο βιβλίο του.
Ποίησή του έχει ακόμη μεταφραστεί στα γερμανικά και τα ρωσικά. Από το 2010 ζει στο Λονδίνο όπου εργάζεται ως τοπογράφος ανάπτυξης ακινήτων.
Το 2014 βραβεύθηκε για τη δουλειά του στα πρώτα RICS Matrics Young Surveyor of the Year Awards.
— Τι ήθελες να γίνεις μικρός;
Μπορεί στο πίσω μέρος του μικρού μυαλού μου να ήθελα να γίνω κάτι σαν μπουλντόζα – ξέρεις εκείνα τα μηχανήματα που φτυαρίζουν το χώμα στις κατασκευές. Σύντομα μετά κατάλαβα πως σίγουρα θα γίνω αιγυπτιολόγος. Μετά πολεοδόμος και χαρτογράφος – έκανα πάντα τις δικές μου πόλεις στο χαρτί, με τους δρόμους και τις πλατείες τους και φανταζόμουν ιστορίες ανθρώπων να παίζουν από πίσω. Επειδή έλειπαν οι λεπτομέρειες στα σπίτια σκεφτόμουν μήπως γίνω κι αρχιτέκτονας ή διακοσμητής. Κάποιοι μου έλεγαν να γίνω γιατρός. Το είχα απορρίψει γρήγορα αυτό. Μετά ήρθε το χρηματιστήριο κι έπεσα με τα μούτρα στους αριθμούς. Έλεγα χρηματιστής, σίγουρα, σίγουρα τώρα. Μετά έτρεχε το σχολείο και θαρρώ τα άφησα όλα στο χρόνο. Ο χρόνος θα ήξερε καλύτερα. Εγώ θα έπαιρνα απλώς την απόφαση την κατάλληλη στιγμή.
— Τι θα έλεγες πως έγινες τελικά;
Έγινα τοπογράφος μηχανικός. Με απόλυτη επίγνωση ότι αυτό θέλω να κάνω! Έγινα επίσης αυτό που έγινα στην ενασχόληση με την ποίηση. Με απόλυτη επίγνωση ότι αυτό θέλω επίσης να κάνω μαζί με την τοπογραφία. Σαν τοπογράφος, η ειδίκευση που έχω είναι στην ανάπτυξη και τον πολεοδομικό σχεδιασμό ακινήτων. Τι είναι αυτό; Είναι τα οικονομοτεχνικά σχέδια βιωσιμότητας για ένα κτίριο έως και μια ολόκληρη περιοχή της πόλης. Βλέπεις δηλαδή αν θα αναπτύξεις γραφεία ή διαμερίσματα ή καταστήματα, πλατείες κτλ – και τι είδους και μεγέθους θα είναι αυτά τα κτίρια, με τι σχέδια, πότε θα κατασκευαστούν, ποιοι θα μείνουν σε αυτά, πώς θα ενταχθούν καλύτερα στον περίπλοκο ανθρωπογεωγραφικό ιστό της πόλης, πώς θα έχουν νόημα στο χώρο και το χρόνο. Αν σου το έλεγα περισσότερο παιχνιδιάρικα, θα έλεγα πως είναι μια advanced Monopoly σαν επάγγελμα. Φυσικά και είναι περισσότερο σύνθετο από αυτό και είμαι πραγματικά ενθουσιασμένος που είναι η δουλειά που αγαπώ και μου επιτρέπει να ζήσω αυτόνομος στο Λονδίνο. Με άλλα λόγια έγινα αυτόνομος με κάτι που αγαπώ, κάτι που επίσης μου επιτρέπει να γράφω. Βλέπεις η ποίηση, πράγμα δύσκολο ως αυτόνομη απασχόληση, είναι εξίσου σημαντική για μένα με την τοπογραφία. Όμως για το τι έγινα στην ποίηση ας μιλήσουν καλύτερα οι άλλοι.
Είναι κρίμα η ποίηση να μην ανοίγεται στα πράγματα που συμβαίνουν τώρα, στον πειραματισμό, την performance, το workshop, έναν άλλο τρόπο διαβάσματος, συμμετοχής και συζήτησης. Γενικότερα είναι κρίμα το σχολείο να αντικαθιστά τη γνώση με τη βαθμοθηρία, τη χαρά της γνώσης, της ανακάλυψης, της συζήτησης, της εμπεριστατωμένης διαφωνίας, τη χαρά της ελευθερίας.
— Τι σε τράβηξε στην ποίηση;
Η περίληψη. Η περιεκτικότητα. Η ικανότητα κάποιων ανθρώπων να γράψουν τρομερά, ανθεκτικά, μεγάλα, χρήσιμα πράγματα σε λίγες μόνο γραμμές. Δεν είναι καταπληκτικό αυτό;
— Ποτέ ξεκίνησες να γράφεις εσύ;
Στα χρόνια του γυμνασίου. Περισσότερο εντατικά στο λύκειο.
— Ποτέ βρήκες τη φωνή σου και πώς αποφάσισες να εκδώσεις τη δουλειά σου;
Στην αρχή του Πολυτεχνείου, το 2005. Ήμουν τότε σίγουρος για το τι κάνω τώρα, πώς το κάνω, σε τι αποσκοπώ, σε ποιο πλαίσιο κινούμαι. Τρία χρόνια αργότερα έκανα την πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Εντευκτήριο. Ήταν ένα χαρτόγραμμα αυτό που δημοσίευσα, ένα κομμάτι ενδεικτικό από το διαδραστικό πειραματισμό του πρώτου μου βιβλίου, K – On, το οποίο τότε προετοίμαζα. Το βιβλίο τελικά βγήκε το 2011, στις εκδόσεις Εντευκτηρίου.
Πάντως η φωνή είναι κάτι που προσωπικά δε θεωρώ αντικείμενο εντελώς σταθερό. Για μένα είναι μια πρόκληση και θέμα συνεχούς πειραματισμού. Με ενδιαφέρει σε κάθε νέο βιβλίο μου να παίζω μαζί της. Όχι γιατί δεν είμαι σίγουρος για το πώς ακούγεται κάθε φορά. Αλλά γιατί με ενδιαφέρει να βρω νέους τρόπους έκφρασης της φωνής, νέους τρόπους έκφρασης του τι συμβαίνει, νέους τρόπους καταγραφής, νέες αισθήσεις. Με έλκει τρομερά αυτό που δε γνωρίζω τώρα.
— Μίλησε μου λίγο για το οπτικό-γραφιστικό κομμάτι των ποιημάτων.
Είναι οι χάρτες μου. Ο τρόπος με τον οποίο κατανοώ τις λέξεις – τον όποιο τρόπο με τον οποίο ορίζουν (και ορίζουμε) τα πράγματα και τον χώρο που καταλαμβάνουν. Στο πρώτο βιβλίο έπαιξα με τη διαδραστικότητα: την τοπολογία, το διάλογο, το μινιμαλισμό. Εκεί το οπτικό κομμάτι αυτών των στοιχείων ήταν ένα LEGO για το νέο ξεκίνημα, ένα κομμάτι που έδινα στον αναγνώστη να το τοποθετήσει εκεί που θέλει για να γράψει ο ίδιος το δικό του νέο ξεκίνημα.
Στο πρόσφατο Είναι (εκδόσεις [ΦΡΜΚ]) έφτιαξα ένα πρότζεκτ σημείων του χώρου για τη ζωή που συμβαίνει ταυτόχρονα. Ήθελα να λειτουργήσω σαν ένας «τοπογράφος λέξεων», χρησιμοποιώντας τεχνικές της σύγχρονης τέχνης, της χαρτογραφίας, του installation και του ήχου, στα όρια της καθιερωμένης ποιητικής γλώσσας. Οι λέξεις του Είναι σκορπίζονται στα γράμματά τους, απλώνονται στις σελίδες, σα σημεία του χώρου και προσφέρουν μια ευκαιρία (ταυτόχρονης) ενδοσκόπησης για τη ζωή, τη φθορά και το θάνατο – ένα είδος διαλογισμού που φέρνει στο μυαλό την αποτύπωση του πολύχρωμου πλανήτη πάνω σε χάρτες και ψυχεδελικές εικόνες, σα σπασμένη ντισκομπάλα πάνω στη σελίδα.
— Στο πιο πρόσφατο βιβλίο, υπάρχουν διάφορες σταθερές, όπως πχ είναι το νερό. Τι σε ενέπνευσε για τα έργα του Είναι;
Μου αρέσει που το παρατήρησες αυτό! Έχω μια ίσως μεταφυσική σχέση με το νερό. Όλα ξεκίνησαν από μια απλή αθλητική ζακέτα μου. Αγορασμένη το 2010, με τις χειμερινές βροχές του Λονδίνου, στο οποίο είχα μόλις μετακομίσει. Η ζακέτα ήταν διπλά χρήσιμη. Γεμάτη απ' αυτό που οι Γάλλοι λένε pied-de-poule. Αυτό λοιπόν το ποδαράκι της χήνας ήρθε σα (τυχερό;) γάντι να ταιριάξει με τη σκέψη πως η Ελλάδα και η Βρετανία επιπλέουν την ίδια στιγμή σα σημεία στο μυαλό μου, το ένα δίπλα στο άλλο, όπως οι βουλίτσες της ζακέτας. Σκεφτόμουν πως εμείς όλοι συνυπάρχουμε (όχι χωρίς εντάσεις) σα σημεία γύρω από τους άλλους, ο καθένας στο δικό του θνητό χρόνο, ο καθένας στο δικό του fractal. Μα την ίδια στιγμή συμβαίνει αυτό που κάνουμε – ό,τι κι αν κάνουμε. Ήταν γενικότερα περίεργο να νιώθω ότι κυνηγάω το δύσκολο όνειρό μου στο Λονδίνο, στην ανάπτυξη ακινήτων, και την ίδια στιγμή να βλέπω την κρίση στην Ελλάδα, όχι μόνο στις ειδήσεις, αλλά και στο κοντινό μου περιβάλλον. Ήταν μια κρίσιμη καμπή. Αυτή η αίσθηση του ταυτόχρονου, η φθαρτή σκέψη πως υπάρχουμε την ίδια στιγμή μέσα σε διαφορετικές καταστάσεις, είτε σε τόπους κρίσης και ονείρων, είτε μέσα σε ανθρώπους, γέννησε το Είναι ως ένα πρότζεκτ σημείων του χώρου για τη ζωή που συμβαίνει ταυτόχρονα.
— Ποιους Έλληνες και ποιους ξένους ποιητές εκτιμάς;
Δεν τους εκτιμώ απλώς όσους σου πω. Τους θαυμάζω. Να τι έχω στο μυαλό μου στον τρέχοντα χρόνο: Κ. Π. Καβάφης. Ν. Εγγονόπουλος. Α. Εμπειρίκος. Ε. Βακαλό. Μ. Λαϊνά. Β. Αμανατίδης. Μ. Μήτρας. Γ. Μπασδέκη. Κ. Ηλιοπούλου. E. E. Cummings. C. Bukowski. A. Breton. T. S. Eliot.
— Ποια είναι η γνώμη σου για το πώς διδάσκεται η ποίηση στο ελληνικό σχολείο;
Υπάρχουν θετικά και αρνητικά πράγματα. Δε θέλω να είμαι μίζερος για αυτό θα πω πρώτα τα θετικά: υπάρχουν υπέροχοι, το ξαναλέω, υπέροχοι καθηγητές που αγαπούν τρομερά τη λογοτεχνία και την ποίηση ειδικότερα κι αυτό κάνει μια διαφορά στο μαθητή. Είχα την τύχη να έχω τέτοιους ανθρώπους στα σχολεία της Καβάλας. Δυστυχώς όμως ο τρόπος που αντιμετωπίζεται η ποίηση σα μάθημα, λιγότερο ή περισσότερο ως επιβολή από το κεντρικό σύστημα εξετάσεων στα περισσότερα σχολεία, είναι ένα φοβερό λάθος. Η φράση τι θέλει να πει ο ποιητής κυνηγά το είδος. Ο μαθητής που δεν έχει όρεξη, φεύγει μακριά κι ίσως να μη γυρίσει ποτέ. Είναι κρίμα το σχολείο να τον απωθεί από κάτι τόσο ελεύθερο. Είναι κρίμα η ποίηση να μην ανοίγεται στα πράγματα που συμβαίνουν τώρα, στον πειραματισμό, την performance, το workshop, έναν άλλο τρόπο διαβάσματος, συμμετοχής και συζήτησης. Γενικότερα είναι κρίμα το σχολείο να αντικαθιστά τη γνώση με τη βαθμοθηρία, τη χαρά της γνώσης, της ανακάλυψης, της συζήτησης, της εμπεριστατωμένης διαφωνίας, τη χαρά της ελευθερίας. Νομίζω πως έχουμε φτιάξει μια χώρα κυνική ακριβώς γιατί το σχολείο δεν καταφέρνει πολλά περισσότερα πράγματα πέρα από τον υπολογιστικό κυνισμό.
— Ποια η θέση της ποίησης στην Ελλάδα της κρίσης και του 2017;
Η θέση υπάρχει, είναι διακριτή, ουσιαστική, έχουν βγει και τουλάχιστον δύο ανθολογίες με την «ποίηση της κρίσης» – είναι κι ένα χάος μαζί. Η ποίηση είναι πάντα λιγότερο ή περισσότερο ένα underground είδος μα υπάρχει πιστεύω κι ως βρασμός του τι συμβαίνει γενικότερα. Ε, λοιπόν η ελληνική ποίηση τα χρόνια της κρίσης έχει κάνει ένα άλμα, ίσως ως αντίδραση, ίσως ως ανάγκη έκφρασης: άλμα κι ως εκδοτική παραγωγή κι ως πολυφωνία, αλλά κι ως ουσία. Φυσικά η πληθώρα των βιβλίων και των περιοδικών ποίησης δε σημαίνει και ποιότητα. Επίσης δε σημαίνει ξαφνικά πως οι Έλληνες πηγαίνουν στο βιβλιοπωλείο για να τραφούν με ποίηση. Κάτι όμως θα μείνει από την ενδιαφέρουσα εποχή. Κάτι θα μπει από αυτήν την ανησυχία στους άλλους χώρους έκφρασης και επικοινωνίας, σιγά-σιγά. Τι; Η ουσία του πράγματος. Αυτό που μόνο ο χρόνος μπορεί να φανερώσει.