Καθώς βλέπω απέναντί μου στο εστιατόριο δίπλα στο Ωδείο Αθηνών τον Κολμ Τόιμπιν να τρώει το ψάρι του συνοδεύοντάς το με μια δροσερή μαλαγουζιά, μετά την πολύ ωραία παρουσίαση της κοινής δουλειάς που έχουν κάνει με τον Κόλιν Μπάρετ, τον «προστατευόμενό» του στο πρόγραμμα της Rolex «Mentor and Protégé Arts Initiative», σκέφτομαι σε πόσες φουρτουνιασμένες θάλασσες μας έχει ταξιδέψει με τα βιβλία του, διασχίζοντας τον Ατλαντικό και φτάνοντας στις ακτές της Ιρλανδίας και της Ισπανίας, με τι τρυφερότητα έβαλε να στέκεται μπροστά σε μια τέτοια θάλασσα η χήρα Νόρα Γουέμπστερ στο ομώνυμο μυθιστόρημα (εκδόσεις Ίκαρος), με τι θάρρος είχε συνδέσει την τραγωδία του γκέι πρωταγωνιστή του με τη μοίρα των γυναικών της Ιρλανδίας στο «Καραβοφάναρο στο μαύρο νερό» (εκδόσεις Gutenberg), με τι ευαισθησία είχε προσεγγίσει το δράμα της Κλυταιμνήστρας και των ηρώων του αρχαίου δράματος στο «Σπίτι με τα ονόματα» (εκδόσεις Ίκαρος), με τι ακρίβεια είχε εισχωρήσει στην ψυχή κάθε εξόριστου με το «Μπρούκλιν», που μεταφέρθηκε με επιτυχία στον κινηματογράφο από τον Τζον Κράουλι.
Κυρίως όμως αυτό που συνιστά την κεντρική και ουσιαστική συμβολή του πιο σημαντικού εν ζωή Ιρλανδού συγγραφέα στον λογοτεχνικό κανόνα είναι ο περίτεχνος τρόπος με τον οποίο άφησε να μιλήσουν οι σιωπές των ανθρώπων που παρέμεναν κρυμμένοι πίσω από τις λέξεις, όπως ο ίδιος, που μεγάλωσε στο συντηρητικό περιβάλλον του Ενισκόρθι στις ακτές της Ιρλανδίας, αναγκασμένος να κρατάει για καιρό κρυφό τον σεξουαλικό προσανατολισμό του.
Το θέμα με το εκάστοτε βιβλίο είναι, εκτός από την ατμόσφαιρα, να προσπαθείς να δημιουργείς ταυτόχρονα ένα ασφαλές περιβάλλον για τον αναγνώστη, αλλά και να μην τον αφήνεις να βαριέται. Να τον εκπλήσσεις, όχι μόνο εκείνον αλλά και τον εαυτό σου. Εν ολίγοις, να μετατρέπεσαι σε μάγο δημιουργώντας την ψευδαίσθηση που θα κάνει τον αναγνώστη να μεταφέρεται στον ονειρικό κόσμο που του έφτιαξες για να τον κάνεις κάτοικό του.
Μια τέτοια περίπτωση ήταν για εκείνον ο Χένρι Τζέιμς, τον οποίο μελέτησε σε βάθος μέσα από το βιβλίο του «Χένρι Τζέιμς - Ο δάσκαλος» (είχε κυκλοφορήσει παλιότερα από τις εκδόσεις Ωκεανίδα), και τώρα ο Τόμας Μαν, η μυθιστορηματική βιογραφία του οποίου αναμένεται να κυκλοφορήσει τέλη Σεπτεμβρίου από τον Ίκαρο με τον τίτλο «Ο μάγος». Πρόκειται για έναν φόρο τιμής σε δυο κορυφαίους, αγαπημένους του συγγραφείς που έκρυψαν τη σεξουαλικότητά τους στη σιωπή.
«Είναι σημαντικές οι σιωπές στο κείμενο και όχι οι κραυγές. Πάντα με ενδιέφεραν οι προσωπικότητες των οποίων τις πράξεις δεν συνοδεύουν βεγγαλικά» μας επισημαίνει, μιλώντας όχι μόνο για τους συγγραφείς που προτιμά, οι οποίοι γράφουν με πιο περίτεχνο και υπόγειο τρόπο, αλλά κυρίως για τους πρωταγωνιστές του, οι οποίοι είναι άνθρωποι της διπλανής πόρτας που τυγχάνει να εμπλέκονται σε δραματικές καταστάσεις. Πρόκειται, τις περισσότερες φορές, για τους κατοίκους μικρών πόλεων όπως η ιρλανδική κωμόπολη όπου μεγάλωσε ο ίδιος: ο υπότιτλος της «Νόρα Γουέμπστερ», για παράδειγμα, είναι «Η ζωή στην επαρχία», υποδηλώνοντας την αντίθεση ανάμεσα στην οχλοβοή της πόλης και στην τρομακτική έως ασφυκτική σιωπή του επαρχιακού τόπου, που κρύβει ανείπωτα μυστικά, σαν αυτά που βλέπουμε να χαρακτηρίζουν τα μυθιστορήματα του Φλομπέρ, του Μπαλζάκ, της Τζορτζ Έλιοτ.
«Κατά τη γνώμη μου, δεν χρειάζεται να ονοματίζεις το εκάστοτε μέρος για να το περιγράψεις, αφού είναι αναπόφευκτα παρόν με τις λεπτομέρειές του: στην περίπτωσή μου, ακόμα και αν δεν ονοματίζω την περιοχή όπου μεγάλωσα, είναι προφανές ότι πρόκειται για την Ιρλανδία. Θεωρώ ότι μάλλον θα ήταν εξαιρετικά απλουστευτικό να τοποθετήσω έναν πρωταγωνιστή σε ένα τόσο φορτισμένο από κρίσιμα γεγονότα τοπίο όπως ο τόπος μου, παρότι επιστρέφω συχνά σε αυτόν. Αντιθέτως, όσο λιγότερα ορίζεις τόσο περισσότερα αποκαλύπτονται. Η αρετή του μυθιστορήματος έγκειται στο να βρεις την ξεχωριστή στιγμή όπου θα πεις τα πάντα αφήνοντας να μιλήσει η φαντασία», μας λέει, εξηγώντας πώς έχουν επιδράσει στη γραφή του τα μέρη όπου μεγάλωσε και έζησε αλλά και η περιοχή των Πυρηναίων, στην οποία παραπέμπει συχνά στα βιβλία του. Εκεί μας λέει πως πήγε τον προστατευόμενό του, τον Κόλιν Μπάρετ, τον οποίο εκτιμά βαθιά, για να του δείξει πώς το τοπίο επιδρά στη γραφή.
Του επισημαίνω ότι και η επίσης Ιρλανδή Άννα Μπερνς αποφεύγει στον «Γαλατά» (εκδόσεις Gutenberg) να ορίσει τα μέρη που περιγράφει στο βιβλίο, παρότι είναι παραπάνω από εμφανές ότι πρόκειται για την Ιρλανδία – και συμφωνεί ότι δεν είναι τυχαίο. «Το να τοποθετήσεις το μυθιστόρημα σε μια ωραία γνωστή παραλία μπορεί να προσφέρει απόλαυση σε εσένα και στον αναγνώστη, γλιτώνοντάς σε από τον κόπο να πρέπει να επινοείς τις υπόλοιπες λεπτομέρειες, αλλά η μαγεία του μυθιστορήματος έγκειται ακριβώς στο μυστήριο που το περιβάλλει και στα κενά που πρέπει να καλύψει με τη φαντασία του τόσο ο αναγνώστης όσο και ο συγγραφέας.
Πολλές φορές ακούω τους συγγραφείς να λένε ότι η γραφή είναι απόλαυση και απορώ. Η γραφή είναι κόπος, δουλειά και επιμονή σε κάτι που τόσο η διαίσθηση όσο και η κρίση σε καλούν να επιστρατεύσεις. Είναι στοιχειωμένο σπίτι η φαντασία, δεν ξέρεις ποτέ τι ακριβώς πλάσματα θα προκύψουν. Αλλά αυτό είναι που σε γεμίζει με ενθουσιασμό και σε κάνει να θες να συνεχίσεις».
Ο ίδιος δεν ξέρει ακριβώς αν συμφωνεί με την έννοια του ταλέντου, αφού πιστεύει ότι αυτό φανερώνεται ακριβώς στη «βαριά» δουλειά που κάνει ο συγγραφέας – αντ' αυτού προτιμάει τη λέξη «μαστοριά», επιμένοντας στην αρχιτεκτονική του μυθιστορήματος. Άλλωστε, περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια τον τρόπο με τον οποίο ο καλός συγγραφέας, όπως ο ήδη βραβευμένος μαθητευόμενός του στο πρόγραμμα της Rolex, «χτίζει» το κείμενο με έναν αργό, αριστοτεχνικό και προσεκτικό τρόπο, φροντίζοντας κάθε λεπτομέρεια.
«Κάθε πρόταση του συγγραφέα συνιστά ταυτόχρονα μια λύση και ένα πρόβλημα, που του υποδεικνύει τι πρέπει να κάνει» μας λέει χαρακτηριστικά. Επίσης, μας υπενθυμίζει ότι το κείμενο μοιάζει με μια παλέτα όπως αυτή πάνω στην οποία απλώνει τα χρώματά του ο Σεζάν ή μάλλον, καλύτερα, με μια ανοιχτή παρτιτούρα, καθώς επιμένει ότι τα πάντα στη λογοτεχνία είναι θέμα ρυθμού.
«Είναι ο τόνος του ίδιου του κειμένου που σου υπαγορεύει πώς θα συνεχίσεις, οι ανάσες του, ο ρυθμός του κάθε πρωταγωνιστή που σε καλεί να τον ακολουθήσεις. Πάρτε για παράδειγμα τον “Οδυσσέα” του Τζόις, που έχει ως βάση την αρχιτεκτονική της κλασικής “Οδύσσειας” του Ομήρου, αλλά πάνω σε αυτή ο συγγραφέας επιτρέπει να χτιστεί ένα άλλο κείμενο. Υπάρχουν, μάλιστα, τέτοιες αυξομειώσεις στον ρυθμό του κειμένου και τέτοιες εναλλαγές στο ύφος, που ακούγεται σαν ένα μουσικό έργο. Πολλές φορές μάλιστα είναι το ίδιο το κείμενο που σου υπαγορεύει αν θα γράψεις μελωδία ή αν θα πρέπει κάπου να επαναφέρεις συγκεκριμένα στοιχεία ως λάιτ μοτίφ. Το σημαντικότερο όλων είναι να στήσεις το κείμενο ώστε να φαίνεται φυσικό και να μην υπάρχουν παραφωνίες. Εκεί είναι που υπεισέρχεται η δική σου αποφασιστική δράση: να αποφασίσεις τι θα κρατήσεις και τι θα κόψεις, να είσαι απολύτως και χίλια τα εκατό συγκεντρωμένος σε αυτό που κάνεις».
Μας λέει ότι εκείνος χρειάστηκε πολλές φορές να αφήσει ένα κείμενο στη μέση γιατί του ήρθε σαν «μουσική μελωδία» μια λεπτομέρεια που χρησίμευσε κάπου αλλού, όπως στην περίπτωση της «Νόρα Γουέμπστερ» που την άφησε για να γράψει το «Μπρούκλιν» και επέστρεψε για να την ολοκληρώσει αργότερα.
Για κάποιον που διαβάζει επίμονα τον Τόιμπιν είναι επίσης άκρως γοητευτικός ο τρόπος με τον οποίο τα κείμενά του όχι μόνο συνδιαλέγονται πολλές φορές μεταξύ τους αλλά και το πώς επανέρχονται οι χαρακτήρες στα μυθιστορήματά του: για παράδειγμα, στη «Νόρα Γουέμπστερ» συναντάμε μια πρωταγωνίστρια που είχαμε δει στο «Καραβοφάναρο στο μαύρο νερό» αλλά και στο πρωτόλειο «The Heather Blazing». Ίσως να είναι ο δικός του τρόπος να αποτίσει φόρο τιμής στους σπουδαίους πατριώτες ομότεχνούς του, όπως ο Τζέιμς Τζόις, που συνήθιζε να κάνει το ίδιο στα μυθιστορήματά του.
«Είναι πολύ σημαντικό να έχεις απόλυτη εικόνα του υλικού σου και να ξέρεις πώς να το χρησιμοποιείς ανάλογα. Ακριβώς επειδή στα διηγήματα όλα συμβαίνουν μία φορά, δεν έχει μεγάλες επιπτώσεις για την πλοκή μια λεπτομέρεια που μπορείς να επικαλεστείς αλλά που θα την αφήσεις ανεκμετάλλευτη στη συνέχεια, ενώ στο μυθιστόρημα πρέπει να ξέρεις ακριβώς τι θα την κάνεις. Εκεί ακριβώς είναι η μεγάλη ευθύνη του μυθιστοριογράφου, το να ξέρει πως άπαξ και καταγράψει κάτι, θα επωμιστεί την ευθύνη να το αξιοποιήσει με τον δέοντα τρόπο στη συνέχεια» καταλήγει.
Όλα αυτά μας εξηγεί ότι είναι οι συνοπτικές συμβουλές ή μάλλον οδηγίες προς ναυτιλλομένους που έδινε στον Κόλιν Μπάρετ ως «προστατευόμενό» του, σύμφωνα με το καινοτόμο πρόγραμμα καλλιτεχνικής καθοδήγησης της Rolex που φέρνει κοντά έναν καταξιωμένο συγγραφέα και έναν μαθητή του: «Ο ρόλος μου δεν ήταν να επέμβω στο κείμενο του Κόλιν, γιατί δεν είμαι επιμελητής, αλλά να του δείξω τεχνικές και να του πω τη γνώμη μου, γνωρίζοντας τι σημαίνει να μεταβαίνει κανείς από τα διηγήματα στο μυθιστόρημα. Είναι ένα μεγάλο άλμα που κρύβει πολλούς κινδύνους, αλλά διευκολύνει έναν συγγραφέα να ακολουθήσει άλλες ατραπούς» μας λέει, ομολογώντας πως μεταξύ τους καλλιεργήθηκε μια βαθιά φιλία που κρατάει ακόμα και τους φέρνει από κοινού στην Ελλάδα να συζητάνε μπροστά στο κοινό θέματα που τους έχουν απασχολήσει στα βιβλία τους, όπως η σύνδεση κοινωνίας, τελετουργικού και θρησκείας.
Έχουν, άλλωστε, βρεθεί μαζί σε όλους τους τόπους τους οποίους επισκέπτεται ο Τόιμπιν: από τα Πυρηναία και την Ιρλανδία, που είναι ο κοινός τόπος καταγωγής τους, έως τη Νέα Υόρκη –ο Τόιμπιν διδάσκει στο Columbia–και το Λος Άντζελες, όπου διαμένει με τον σύντροφό του.
«Το θέμα με το εκάστοτε βιβλίο είναι, εκτός από την ατμόσφαιρα, να προσπαθείς να δημιουργείς ταυτόχρονα ένα ασφαλές περιβάλλον για τον αναγνώστη, αλλά και να μην τον αφήνεις να βαριέται. Να τον εκπλήσσεις, όχι μόνο εκείνον αλλά και τον εαυτό σου. Εν ολίγοις, να μετατρέπεσαι σε μάγο, δημιουργώντας την ψευδαίσθηση που θα κάνει τον αναγνώστη να μεταφέρεται στον ονειρικό κόσμο που του έφτιαξες για να τον κάνεις κάτοικό του.
Την ίδια στιγμή, όμως, το μυθιστόρημα, παρότι συνδέεται άμεσα με τη φαντασία, αναφέρεται απευθείας και αντλεί υλικό από τα πραγματικά αισθήματα – πόνο, δράμα, συγκίνηση. Και η εναλλαγή των συναισθημάτων στα κυρίαρχα πρόσωπα στις αρχαίες ελληνικές τραγωδίες έχει ακριβώς να κάνει με το εσωτερικό αίσθημα του πένθους που έχει βιώσει κάθε άνθρωπος στην πραγματική ζωή του.
Στο χέρι του συγγραφέα είναι, επομένως, να πάει αυτή την εναλλαγή συναισθημάτων παρακάτω, να την εξελίξει χωρίς να γίνει μελοδραματικός» μας λέει ύστερα από μια μακρά συζήτηση που είχε προηγηθεί το πρωί για τη σχέση δράματος και αρχαίας τραγωδίας, στην καρδιά της Αθήνας, που μοιάζει να είναι τόσο κοντά στην Ιρλανδία όσο ποτέ. Ενδεχομένως αν δεν υπήρχε ο Τόιμπιν να έπρεπε να τον εφεύρουμε, αφού είναι πιο κοντά στα δικά μας μέτρα από οποιονδήποτε οικείο μας συγγραφέα.