1.
Μένης Κουμανταρέας (1931-2014).
Η εικόνα της πόλης περνάει πίσω από τα βλέφαρά μου τόσο διαφορετική από κείνη που μόλις χθες τη νύχτα με γέμιζε φώτα και ηλεκτρικές ανατριχίλες. Μέσα από τα τζάμια του ταξί κοιτάζω με φρίκη το τυφλό πλήθος να πελαγοδρομεί στους δρόμους, πασχίζοντας να προσαρμοστεί στα νεόκοπα μέτρα της τροχαίας: τα πράσινα και τα κόκκινα φανάρια στις διαβάσεις, ο Γρηγόρης και ο Σταμάτης όπως τα βαφτίσανε. Μήπως κι εγώ τυφλός δεν ήμουν πασχίζοντας να στριμώξω τα καλύτερα χρόνια της νιότης μου στα μέτρα των Γραφείων, με τίγκα το χαρτομάνι, στρέφοντας και ξαναστρέφοντας τον ίδιο κύλινδρο γραφομηχανής τύπου Underwood –σαν να λέμε "κάτω από το δάσος", που μπορεί να σημαίνει δυσοίωνα "κάτω από τη γη, στα έγκατα"– με το σταχτί χρώμα, που κι αυτό έχει πένθιμους συνειρμούς; Καμιά σχέση με τη δική μου Olivetti Lettera 22 με το ανοιξιάτικο, πράσινο φιστικί της χρώμα, χρώμα αποκλειστικά αφιερωμένο στα δικά μου γραψίματα [...] Ήταν λίγο μετά το πρώτο μας ραντεβού, ένα πρωινό σαν όλα τ' άλλα, με τη συντροφιά της γκρίζας Underwood και τη νοσταλγία της ψυχής μου στραμμένη στην Olivetti μου – πράσινη, όπως πράσινα είναι τα μάτια της Λιλής [...] Με τον θάνατο της Λιλής το μολύβι μου, η γραφομηχανή μου, η καλή μου Olivetti, τα πλήκτρα του πιάνου, οποιοδήποτε μέσο κι αν είναι αυτό που χρησιμοποιώ, βρίσκονται στην υπηρεσία της, την ευγνωμονούν. Μακριά από κάθε λογοκρισία, το μόνο που πασχίζω να πω είναι η αλήθεια, η αλήθεια όπως την αντιλαμβάνομαι εγώ και τη βιώνω».
―Ο θησαυρός του χρόνου, εκδ. Πατάκης
2.
Υβ Μπονφουά (1923-2016).
Κοίτα: οι δρόμοι όλοι που επήγαινες κλείνουνε κιόλας,/ Δε σου δίνεται πια μήτε κείνη, έστω, η ανάπαυλα / Του να πηγαίνεις, χαμένος έστω. Γη που χάνεται / Ο ήχος των βημάτων σου που πια δεν περπατούνε.// Γιατί άφησες τ' αγριόχορτα να πνίξουν / Μιαν υψηλή σιγή όπου είχες φτάσει; Η φωτιά / Έρημη ξαγρυπνά στον κήπο της μνημοσύνης / Κι εσύ, ίσκιε μες στη σκιά, πού είσαι;/ Ποιος είσαι; [...] Ο κόσμος αυτός ας παραμείνει!/ Η απουσία, η λέξη,/ Ας γίνουνε για πάντα ένα / Μέσα στο απλό πράγμα./ Η μία για την άλλη, ό,τι είναι / Η σκιά για το χρώμα,/ Ο χρυσός του ώριμου καρπού / Για τον χρυσό του φλοιού που ξεράθηκε./ Κι ας ξεχωρίσουν / Μονάχα με τον θάνατο / Καθώς νερό και λάμψη εγκαταλείπουν / Μια παλάμη όπου το χιόνι έλιωσε. [...] Πιες, έλεγε εκείνη / Που είχε σκύψει επάνω του όταν έκλαιγε / Σιγουρεμένο,/ Μετά το πέσιμο.// Πιες, και το χέρι σου / Ας ανοίξει το κόκκινό μου φόρεμα,/ Ας αφεθεί το στόμα σου / Στον καλοήθη πυρετό.// Απ' το κακό που σ' ηύρε τίποτα / Πια σχεδόν δε σε πονάει, πιες / Απ' το νερό αυτό που είναι / Ο νους που ονειρεύεται. [...] Κι άλλοι, κι άλλοι ακόμη. Αυτοί μου λένε / Ότι ξέρουν,/ Και ότι ο Θεός σκίζει αυτό είν' ο κόσμος– τις σελίδες που γράφει. Ότι είν' η αποστροφή του / Για το έργο του, για κείνον τον ίδιο,/ Γι' ακόμη και την ομορφιά στον ουρανό των λέξεων,/ Που με τη φλόγα της μαυρίζει / Το δέντρο της ανθρώπινης φωνής, που ελπίζει.// Ο Θεός είν' ένας καλλιτέχνης./ Τον ενδιαφέρει μόνο το απρόσιτο / Και έχει τους θυμούς του καλλιτέχνη./ Φοβάται μη τυχόν γεννήσει κάτι / Που θα είναι μόνο εικόνα./ Φωνάζει τη βιασύνη του μες στη βροντή,/ Προσβάλλει αυτό που αγαπά, μην ξέροντας / Πώς ακριβώς είναι να πάρει ένα πρόσωπο μέσα στα χέρια».
―Ποιήματα, εισαγωγή-μετάφραση: Μάρκος Καλεώδης, επίμετρο: Χρήστος Μαρσέλλος, εκδ. Περισπωμένη
3.
Ελί Βιζέλ (1928-2016).
Φτάνω στον κεντρικό σιδηροδρομικό σταθμό. Οι ταξιδιώτες τρέχουν προς κάθε κατεύθυνση σαν να θέλουν να ξεφύγουν από κάποιον εχθρό. Κάθομαι σ' ένα παγκάκι. Παίρνω μια παλιά, τσαλακωμένη εφημερίδα. Αεροπορικό δυστύχημα με καμιά δεκαριά θύματα. Πολιτικά σκάνδαλα που αποσιωπήθηκαν. Ερωτικές φωτογραφίες. Άρθρα για το τέλος του αιώνα. Ο βασιλιάς Σολομώντας είχε πράγματι δίκιο: οι μέρες έρχονται και φεύγουν, το ίδιο και οι νύχτες, μα ο κόσμος παραμένει απαράλλαχτος και ακίνητος. Η γενιά που ανακάλυψε το απόλυτο Κακό χωρίς ν' ανακαλύψει ταυτόχρονα την απόλυτη Αλήθεια είναι καταραμένη, έχει πει ένας φιλόσοφος, μιλώντας για τον θρίαμβο των δικτατοριών που ταπείνωσαν την ανθρωπότητα τον εικοστό αιώνα. Πώς όμως, την ίδια στιγμή, να λησμονήσεις την πρόοδο της επιστήμης; Την κατάκτηση του Διαστήματος, τις ιατρικές ανακαλύψεις, το θαύμα της επικοινωνίας, την ελπίδα που γεννούν όλα αυτά; Πώς να βρει κανείς τον εαυτό του μέσα εδώ; Ο ρυθμός με τον οποίο τρέχουν πλάι-πλάι το Καλό με το Κακό είναι ιλιγγιώδης. Στο μυαλό μου εικόνες και σκέψεις ανακατεύονται και δένονται αξεδιάλυτα. Τίποτα πια δεν είναι σαφές και αναγνωρίσιμο. Τι γυρεύω εγώ μέσα σ' όλα αυτά;».
―Ο καιρός των ξεριζωμένων, μτφρ. Γιώργος Ξενάριος, εκδ. Μεταίχμιο.
Info
Μένης Κουμανταρέας
Ο θησαυρός του χρόνου
Εκδόσεις Πατάκη
Σελίδες: 477
Υβ Μπονφουά
Ποιήματα
Μτφρ.: Μάρκος Καλεώδης
Εκδόσεις Περισπωμένη
Σελίδες: 180
Ελί Βιζέλ
Ο καιρός των ξεριζωμένων
Μτφρ.: Γιώργος Ξενάριος
Εκδόσεις Μεταίχμιο
Σελίδες: 402