ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΙΚΑ μεγάλωσαν και ανδρώθηκαν, κάπως μυθιστορηματικά πεθαίνουν: όχι όμως σε κάποια απέραντη θάλασσα ή καβάλα σε ένα άλογο, όπως οι γκάουτσο, αλλά σε ένα κρεβάτι νικημένοι από μια ασθένεια που γράφει αντίστοιχα ιστορία, όπως τον κορωνοιό. Ίσως να μην μπορούσε να συμβεί αλλιώς καθώς η μοίρα δεν ήθελε τον Χιλιανό Λουίς Σεπούλβεδα να πέφτει νεκρός από χέρι ή από όπλο ανθρώπου αλλά από έναν αόρατο εχθρό με παράξενο όνομα. «Δεν με νίκησε ο Πινοσέτ, θα με νικήσει ο ιός;» έλεγε ο ίδιος με το γνωστό ελεύθερο σθένος που τού έμαθε να μην τα βάζει ποτέ κάτω αλλά αυτή τη φορά γελάστηκε.
Στην Ελλάδα οι αναγνώστες τον αγάπησαν γιατί ήταν ένα μείγμα ιδανικού αφηγητή, αψίκορου Ζορμπά- τον οποίο, εξάλλου λάτρευε- και ελεύθερου στοχαστή, από αυτούς που πρόλαβαν να βιώσουν όλα τα μεγάλα γεγονότα από πρώτο χέρι: στα δεκαέξι του πεπεισμένος ότι μπορεί να γίνει δεύτερος Τσε σκέφτηκε προς στιγμήν να ταχθεί στο πλευρό της Επανάστασης αλλά τελικά μπάρκαρε σε φαλαινοθηρικό νομίζοντας πως ο δικός του Μόμπι Ντικ είναι το εσωτερικό, ιερό τέρας που τον κάνει να μην σταματάει ποτέ.
Είναι προφανές ότι φανταζόταν τον εαυτό του καπετάνιο σε ένα φανταστικό Πίκουοντ ή σε μια εγγλεζική πειρατική γαλέρα, μια μεσημβρινή εκδοχή του «Ιπτάμενου Ολλανδού» σαν αυτή που ισχυρίζεται να πιλοτάρει ο Γέρο-Εσναόλα στο Patagonia Express (εκδόσεις Opera). Ίσως να θυμόταν τις ιστορίες που του αφηγούταν ο αναρχικός παππούς του ο οποίος λάτρευε ταυτόχρονα τον Στίβενσον και τον Ιούλιο Βερν, τον Σαλιγκάρι και την ωραία μουσική.
Ο παππούς, τού έμαθε επίσης να αγαπάει τους ανθρώπους και να μπορεί να έχει υπομονή αρκεί αυτό που προσδοκά να αξίζει πραγματικά τον κόπο: «Δυο άκρες έχει κάθε δρόμος και στην καθεμία έχουν κάποιον να με περιμένει» είναι το γνωμικό που αναφέρεται κατά κόρον στο αυτοβιογραφικό, όπως τα περισσότερα βιβλία του Λουίς Σεπούλβεδα, Patagonia Express -εκεί όπου πρωταγωνιστούν οι αναμνήσεις από τη φυλακή αλλά και την απέραντη έκταση της Παταγονίας, μια διαρκής αντίστιξη που έκρυβε συγκινήσεις απόλυτες και πάντα σε υπερθετικό βαθμό.
Στην Ελλάδα οι αναγνώστες τον αγάπησαν γιατί ήταν ένα μείγμα ιδανικού αφηγητή, αψίκορου Ζορμπά- τον οποίο, εξάλλου λάτρευε- και ελεύθερου στοχαστή, από αυτούς που πρόλαβαν να βιώσουν όλα τα μεγάλα γεγονότα από πρώτο χέρι
Στα είκοσι του ο Σεπούλβεδα θα γυρίσει από τη θαλάσσια περιπλάνηση του, σαν πλούσιος από καιρό, σαν θαρραλέος για να αφοσιωθεί στην άλλη του μεγάλη αγάπη, τον κινηματογράφο και με τα μονίμως αναψοκοκκοκινισμένα του μάγουλα βρίσκεται να αναζητά και άλλες ιστορίες, και άλλα βιώματα και άλλο μπαρούτι σαν αυτό που διάβαζε ότι έκαιγε μονίμως στους δρόμους του Παρισιού στους Άθλιους και στην Παρισινή Κομμούνα.
Η Δύση άλλωστε δεν του ήταν ξένη αφού ο Χαίντερλινγκ και ο Κίργκεργκορ, τους οποίους διάβαζε στο πρωτότυπο, έδεναν μοναδικά με τον επίσης ρομαντικό Βικτωρα Ουγκο-και κάπως έτσι εξαντλούνταν οι συζητήσεις με τους φίλους του από την Ευρώπη, οι οποίες κατέληγαν στις απαραίτητες μαρξιστικές αναζητήσεις ποτισμένες με παραπάνω δόσεις από πίσκο και συνοδευόμενες από εκλεκτά πουράκια. Παρότι στα είκοσι του ο νεαρός Χιλιανός είχε ήδη διαβάσει όσα βιβλία άλλοι διανοούμενοι δεν μπορούσαν καν να φανταστούν και είχε αποσπάσει το πιο σημαντικό βραβείο της Λατινικής Αμερικής το ντε Κάσιας, τα παράτησε όλα για να μπει στην προσωπική φρουρά του Σαλβαδόρ Αλιέντε. «Τα παιδιά ήθελαν να μάθουν ν’ αγωνίζονται για να είναι ελεύθεροι και το ίδιο κάνουν όλοι αυτοί που αγωνίζονται για να βγει ο Αλιέντε. Θέλουν να ναι ελεύθεροι. Εγώ είμαι διαφορετικός μπάτσε. Εγω αγωνίζομαι για να μην ξεχάσω ότι είμαι ελεύθερος » επεσήμανε χαρακτηριστικά στη «Σκιά του Εαυτού μας» (μτφ. Αχιλλέας Κυριακίδης) έχοντας βαθιά επίγνωση της διαφορετικότητας του.
Ωστόσο ο Σαλβαντόρ Αλιέντε θα παραμείνει ο μοναδικός και ο πλέον ουσιαστικός ήρωας ειδικά από τη στιγμή που ο Χιλιανός ηγέτης και καλός του φίλος θα έβαζε τέρμα στη ζωή του, μαθαίνοντας τα νέα του πραξικοπήματος, κλεισμένος στο Προεδρικό Μέγαρο στο Σαντιάγο με το όπλο που του είχε χαρίσει ο Φιντέλ Κάστρο παίρνοντας ουσιαστικά μαζί του τη βαθιά πίστη του Σεπούλβεδα στην ενεργό πολιτική. Ο τελευταίος υπήρξε από εκείνους που είχαν σπεύσει να δηλώσουν αδιαφιλονίκητη πίστη στο όραμα του Αλιέντε, το οποίο θα τερμάτιζε στις 11 Σεπτεμβρίου του 1973 μια σκληρή δικτατορία.
Εκείνες οι ώρες θα μείνουν ανεξίτηλα χαραγμένες στο πάντοτε καλά ακονισμένο μνημονικό του νεαρού Σεπούλβεδα και η ιστορία της χώρας του θα πρωταγωνιστεί αλλά και θα στοιχειώνει για πάντα τις περιγραφές του: «Ωσπου ήρθε εκείνο το βροχερό πρωινό του Σεπτεμβρίου κι από το μεσημέρι τα ρολόγια άρχισαν να δείχνουν ώρες άγνωστες, ώρες δυσπιστίας, ώρες που οι φιλίες εξανεμίζονταν, εξαφανίζονταν, αφήνοντας πίσω τους μοναχά τον έντρομο θρήνο, των χηρών και των μανάδων. Η ζωή γέμισε με μαύρες τρύπες που βρίσκονται παντού: Κάποιος κατέβαινε στο σταθμό του μετρό και δεν ξανάβγαινε ποτέ , κάποιος έμπαινε σε ένα ταξί και δεν έφτανε ποτέ στο σπίτι του, κάποιος έλεγε πως λαχταρούσε μια άσπρη μέρα και τον έτρωγε το μαύρο σκοτάδι. Πολλοί άνδρες και γυναίκες που γνωρίζονταν, απαρνήθηκαν ο ένας τον άλλον, σε μια επιδημία αναγκαίας και σωτήριας αμνησίας. Η λήθη ήταν επέιγουσα ανάγκη και όλα αυτά που ήταν φορτωμένα μέλλον, αμέσως δηλητηριάστηκαν με παρελθόν» (Η σκιά του εαυτού μας, εκδ. Οpera).
Ο Αλιέντε κείτεται νεκρός μαζί με το πιο περήφανο δημοκρατικό πολίτευμα της Λατινικής Αμερικής και ο Σεπούλβεδα καταλήγει έγκλειστος στις φυλακές του Τεμούκο. Ωστόσο η κολασμένη ζωή στις φυλακές έκρυβε τις δικές της φωτεινές αχτίδες αφού μαζί του βρίσκονται περήφανοι, μορφωμένοι προασπιστές της Δημοκρατίας, έτοιμοι να ανταλλάξουν τις πολύτιμες εμπειρίες τους- το μορφωτικό τους κεφάλαιο και το όραμά τους. Από κάποιον φυλακισμένο μαθαίνει τα μυστικά της πολιτικής οικονομίας του Κέινς, από άλλον τους αρχαιοελληνικούς μύθους που ενίοτε μπαίνουν εμβόλιμοι στα βιβλία του-ακόμα και το καλό φαγητό, το οποίο αγαπούσε και απολάμβανε πάντα. Πίσω από τον κάθε πεφωτισμένο έγκλειστο, κρυβόταν ένας ειδήμων: ακόμα και σεφ με αστέρι Μισελέν υπήρχε όπως περιγράφει στο Patagonia Express, έτοιμος να αποκαλύψει τα πολύτιμα μυστικά του.
Εκεί ο φυλακισμένος πλέον Σεπούλβεδα διδάσκεται και την ουσιαστική λογοτεχνία, μαθαίνει να αγαπάει και να αφουγκράζεται την υψηλή ποίηση-την οποία σημειωτέον διαχωρίζει από τα ποιήματα- να γράφει γράμματα που δεν θα φτάσουν ποτέ στην αγαπημένη του Γιάνες. Μαζί ή παράλληλα θα υποστούν αμέτρητα βασανιστήρια, θα χωρίσουν αναγκαστικά λόγω των φυλακών και θα βρεθούν χρόνια αργότερα: αυτός θα μάθει να αντέχει το ξύλο με μυστικά που του μαθαίνουν οι γιατροί συγκρατούμενοι του καταπίνοντας ειδικά χάπια και εκείνη να αντέχει τα βασανιστήρια και τους ώρες της απομόνωσης στον περίφημο τόπο μαρτυρίου της Βίγια Γκριμάλντι- σε σημείο που θα φτάσει να τη βρουν σχεδόν νεκρή σε χωματερή του Σαντιάγκο. Κάθε ματωμένο κεφάλαιο γράφεται τελικά με μια ψυχή που αδημονεί να ζήσει-και τι ζωή!
Ο αγώνας του νεαρού Χιλιανού λογοτέχνη και φιλόδοξου κινηματογραφιστή ξεσηκώνει διεθνείς αντιδράσεις προκαλώνας την παρέμβαση της Διεθνούς Αμνηστίας-στην οποία απευθύνει εκκλήσεις από τη φυλακή στέλνοντας αμέτρητες επιστολές. Τελικά αποφυλακίζεται και η ποινή του μετατρέπεται σε κατ' οίκον περιορισμό. Με το που απελευθερώνεται συντονίζει και πάλι τον αντιδιδακτορικό αγώνα οργανώνοντας ταυτόχρονα μια σειρά από παραστάσεις, γράφοντας και επικοινωνώντας με οποιονδήποτε μπορεί να βοηθήσει στο να ανατραπεί το καθεστώς του Πινοσέτ. Ξαναφυλακίζεται- μόνο που αυτή τη φορά η ποινή είναι θανατική και αφορά το αδίκημα της εσχάτης προδοσίας. Η Διεθνής Αμνηστία παρεμβαίνει και πάλι και τελικά ο Σεπούβελδα αφήνεται οριστικά ελεύθερος αλλά αναγκάζεται να εξοριστεί από τη χώρα μετακομίζοντας στη Σουηδία.
Έκτοτε αρχίζει ένα ταξίδι στις διάφορες χώρες Ευρώπης αλλά και της Λατινικής Αμερικής ο Περού, το Εκουαδόρ και την Κολομβία, ενώ περνάει και έξι μήνες με τους Ινδιάνους Σουάρ στον Αμαζόνιο. Την ίδια περίοδο φροντίζει να αφήσει πίσω τις πιο άτεγκτες μαρξιστικές αντιλήψεις και επικοινωνεί με τα τελετουργικά της φύσης: στο Patagonia Express περιγράφεται ανάγλυφα η ζωή των γκάουτσο ενώ ορίζονται οι γραμμές του ορίζοντα, σε διαφορετικές χώρες της Λατινικής Αμερικής, με όρους ιερότητας. Τα δέντρα αποκτούν αξιοσύνη και η Γη της Παταγονίας είναι ένα απέραντο ιερό όπου οι Χιλιανοί σαμάνοι περιδιαβαίνουν αμέριμνα.
Οι κυνηγημένοι ιθαγενείς Μαπούτσε γίνονται οι προσωπικοί του ήρωες- όπως και οι Πεούτσε και οι Τεούλτσε- που του μαθαίνουν να σέβεται τα ζώα, το χώμα και καθετί που προέρχεται από τη φύση. Το αλληγορικό του μυθιστόρημα «Ένας γέρος που διάβαζε ιστορίες αγάπης» (μτφ. Αχιλλέας Κυριακίδης, Opera) εμπνέεται από αυτές ακριβώς τις εμπειρίες του καθώς ένας παλιός αγωνιστής της ζούγκλας, καλείται, ακολουθώντας τους άγραφους νόμους της φύσης, να βάλει μυαλό στους λευκούς που βάλθηκαν να εξοντώσουν το άγριο θηλυκό αιλουροειδές το οποιο θέλησε να προστατεύσει τα μικρά του από το μένος των ανθρώπων.Οι περιγραφές της φύσης κόβουν την ανάσα και προοικονομούν μια μακρά διαδρομή του Σεπούλβεδα στην άγρια φύση, σε αυτοσχέδιες καλύβες στη μέση του πουθενά, στην άκρη της Παταγονίας ή στα άγρια κολομβιανά δάση:
«Κοιτάξτε πάνω: έρχονται οι βροχές. Προσπαθήστε τώρα να φανταστείτε τι έγινε. Η θηλυκιά θα βγήκε να κυνηγήσει για να γεμίσει την κοιλιά της και να 'χει γάλα για τις πρώτες βδομάδες των βροχών. Τα μικρά θήλαζαν ακόμα, και έμεινε το αρσενικό να τα φυλάει. Έτσι γίνεται στα ζώα, και έτσι πρέπει να τα αιφνιδίασε ο γκρίνγκο. Τώρα η θηλυκιά γυροφέρνει, ξετρελαμένη από τον πόνο. Τώρα έχει βγει να κυνηγήσει άνθρωπο. Δε θα πρέπει να δυσκολεύτηκε να βρει τα ίχνη του γκρίνγκο. Τον ακολούθησε απ' το γάλα που η μυρουδιά του είχε κολλήσει στο δυστυχισμένο σαν κατάρα. Έχει ήδη σκοτώσει έναν άνθρωπο. Ξέρει πια τι γεύση έχει το ανθρώπινο αίμα, γιατί το 'χει δοκιμάσει, και για το μικρό της μυαλό όλοι οι άνθρωποι σκότωσαν τα παιδιά της...»
Άλλοτε λοιπόν θέλει να γίνει ένας δυναμικός Ταυρομάχος, όπως ο ήρωας του, Χουάν Μπελμόντε πρώην μαρξιστής και πρώην αντάρτης που τα βάζει με θεούς και δαίμονες, ακόμα και με τους Ναζί που είχαν βρει καταφύγιο στα άγρια δάση της Χιλής και άλλοτε ένας ελεύθερος περιπατητής και ταξιδιώτης όπως ο Μπρους Τσάτουιν με τον οποίο ήταν κάποτε να γράψουν μαζί ένα βιβλίο- τον αναφέρει άλλωστε στο Patagonia Express ως φιλοξενούμενος της δόνια Ερμελίνδα Σεπούλβεδα η οποία θέλησε να παντρέψει τον Τσάτουιν με μια από τις κόρες της αλλά τελικά “το κορίτσι προτίμησε τα ερωτικά καλέσματα ενός νταλικέρη”.
Εννοείται ότι μεταξύ των προσωπικών ηρώων του Σεπούλβεδα σημαίνουσα θέση είχε ο καλός του φίλος και περίφημος υποδιοικητής Μάρκος των Ζαπατίστας καθώς και διάφορα ρεμάλια που σύχναζαν στα μπαρ του Βαλπαραίζο, του λιμανιού κοντά στο Σαντιάγο και του δίδαξαν πολύτιμα μαθήματα ζωής. Πολέμησε στη Νικαράγουα στο πλευρό των Σαντινίστας, γύρισε σχεδόν όλο τον κόσμο, υπήρξε ανταποκριτής στην Ανγκόλα, τη Μοζαμβίκη και το άγριο Ελ Σαλβαδόρ και όταν οι πολιτικοί αγώνες πήγαν στράφι μπάρκαρε με τους ακτιβιστές της Greenpeace εμπλεκόμενος έτσι ενεργά στον αγώνα υπέρ του περιβάλλοντος. Είχε βαθιές ευαισθησίες και παρέμεινε μέχρι τέλους ένα μεγάλο παιδί: έγραψε ένα από τα πιο τρυφερά παραμύθια για την ιστορία του γάτου Ζορμπά- έτσι έλεγε και τον δικό του γάτο που έμαθε σ ένα γλάρο να πετάει- όπως είναι και ο χαρακτηριστικός τίτλος του βιβλίου.
Όταν εξάλλου δεν είναι ο τρυφερός παραμυθάς, είναι ο ακριβής ιστορικός ή ο εξομολογητικός επαναστάτης όπως στο άκρως προσωπικό «Η τρέλα του Πινοτσέτ» (μτφ.Αχιλλέας Κυριακίδης, Opera) όπου οι ομοιδεατες, συνένοχοι στο όνειρο και μονίμως παρόντες στους αγώνες περιγράφονται ανάγλυφα και θαρρείς πως αυτούς πάει να βρει τώρα φεύγοντας σε αυτό το τελευταίο, μοναχικό ταξίδι:
«Αυτοί που μας λείπουν, συνήθιζαν να μαζεύονται για να παίξουν μία παρτίδα τρούκο και γελούσαν τρανταχτά, χωρίς σεμνοτυφίες, την ίδια ώρα που κάποιοι άλλοι προπαγάνδιζαν τα καλά της σιωπής. Καμιά φορά, σε κάποια αυλή, έτρεχαν πίσω από ένα τόπι, τάχα σπουδαίοι μπαλαδόροι, κι όταν έβαζαν γκολ το υπέγραφαν φωνάζοντας τ' όνομά τους, την ίδια ώρα που κάποιοι άλλοι είχαν αποφασίσει πως δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο απ' το να ζεις στην ανωνυμία. Αυτοί που μας λείπουν, μαγείρευαν τα σαββατοκύριακα, οδηγούσαν λεωφορείο, σπούδαζαν κοινωνιολογία, νομικά ή γεωπονία, έγραφαν μυθιστορήματα, ήταν ηθοποιοί, ποιητές, ή πυγμάχοι, ήταν γιατροί σε κάτι άθλιες κλινικές, μάθαιναν ένα ένα τα πάρκα της πόλης, μέσα στα οποία αντάλασσαν ρούχα, δίσκους, βιβλία και εμπιστοσύνη. Τα δειλινά της Κυριακής αυτοί που μας λείπουν, έλεγαν: «Τι λέτε; Πίνουμε κάνα μάτε;», και τότε, με την οικόγενειακή κούπα που μοσχοβολούσε το καλύτερο χόρτο («αυτό με τα κοτσανάκια» έλεγαν αυτοί που λείπουν), κοιτάζονταν στα μάτια με τρυφερή περηφάνια, με βίαιη στοργή, με πάθος οπλισμένο με μέλλον, γιατί αυτοί που μας λείπουν ήταν αγωνιστές».
_____
BONUS
Η συνέντευξη που του είχαν πάρει ο Ανταίος Χρυσοστομίδης και η Μικέλα Χαρτουλάρη για την κρατική τηλεόραση. ΔΕΙΤΕ ΤΗΝ ΣΤΟ ΣΑΪΤ ΤΗΣ ΕΡΤ