Τα «Μήλα του Μάγειρα» της Πάολας Ψαρρού είναι ένα εξαιρετικό βιβλίο. Ένα βιβλίο για τη μοναστηριακή κουζίνα που ξεφεύγει από την απλή παράθεση συνταγών –αυτήν τη «μάστιγα» των περισσότερων βιβλίων γαστρονομίας και των σημερινών περιοδικών του χώρου‒, αποτέλεσμα πολυετούς έρευνας και εμπειρίας της κας Ψαρρού από τα μοναστήρια, και ειδικά το Μοναστήρι της Ορμύλιας στη Χαλκιδική, το Ιερό Κοινόβιο του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. «Όταν βγήκε το βιβλίο, δεν υπήρχε καμία καταγραφή των συμβολισμών και της παράδοσης της Μοναστηριακής Τράπεζας, της σχέσης των μοναχών με το φαγητό, υπήρχε μόνο το βιβλίο "Οψοποιών Μαγγανείαι ήγουν Καλογηρική Μαγειρική", που όμως δεν είχε πληροφορίες», λέει η συγγραφέας, «έτσι θεώρησα ότι υπήρχε ένα μεγάλο κενό. Στην πορεία, βέβαια, προέκυψε και του πατέρα Επιφάνιου, αλλά ‒και το λέω χωρίς έπαρση‒ θεωρώ ότι το βιβλίο μου κάλυψε αυτό το κενό, κυρίως το κομμάτι που αφορά το υπόλοιπο μέρος, όχι τις συνταγές.
Ο λόγος που ασχολήθηκα με τη μοναστηριακή μαγειρική ήταν κυρίως η σχέση μου με την Ορμύλια, η οποία είναι μετόχι της Μονής Σιμωνόπετρας. Ήταν η αφορμή και η αιτία. Βρέθηκα στην Ορμύλια πριν από 20 χρόνια περίπου ‒βέβαια, είχα αρχίσει ήδη να ασχολούμαι με τη μαγειρική, όχι επαγγελματικά, αλλά συστηματικά‒ και στα μοναστήρια, αν κάποιος μείνει μερικές μέρες παραπάνω και δεν περάσει ως απλός επισκέπτης, συνηθίζεται να βοηθάει, να συμμετέχει. Εγώ ζήτησα να βοηθήσω στην κουζίνα, έτσι ήρθα σε επαφή με τη μαγειρική τους. Πρόκειται για ένα πολύ μεγάλο μοναστήρι, με 120 μοναχές, που σημαίνει ότι κάθε μέρα μαγειρεύουν πάνω από 200 μερίδες. Εκείνο που μου έκανε εξαρχής εντύπωση ήταν η μοναστηριακή Τράπεζα, το τυπικό, οι συμβολισμοί, η ουσία, κι έτσι, σιγά-σιγά, ζώντας και μαγειρεύοντας μαζί τους, θέλησα όλο αυτό το πράγμα να το καταγράψω, γιατί θεώρησα ότι έχει μεγάλη αξία. Όλη αυτή η διαδικασία της καταγραφής πήρε πάνω από τρία χρόνια. Στην πορεία συνεργάστηκα και με την ιερά μονή Μπούρα στην ιερά Αρκαδία, αλλά η βασική μου αναφορά είναι η Ορμύλια. Και όλα έγιναν με τη δική τους έγκριση και τη δική τους θέληση.
Το φαγητό είναι αγάπη, είναι προσφορά, είναι αυτό που μας συνδέει με τους ανθρώπους. Κι εκεί είναι μεγάλη η επιρροή του μοναστηριού, γιατί αυτές οι γυναίκες μαγειρεύουν με διάθεση προσφοράς, με μεγάλη αγάπη, με θυσία.
Έχει σημασία ότι πήγα με καλή διάθεση και ανοιχτή καρδιά. Αυτό είναι σημαντικό, νομίζω. Γιατί στην πορεία είδα κάποιους ανθρώπους που είναι αρνητικοί απέναντι στα μοναστήρια. Μάλιστα, με "Τα Μήλα" με προσέγγισαν πάρα πολλοί άνθρωποι και μου είπαν "μας έκανες να το δούμε διαφορετικά όλο αυτό το πράγμα, μας έκανες να νιώσουμε πιο άνετα", γιατί δεν απευθύνθηκα σε "εκκλησιαστικό" κοινό. Θεωρώ ότι το ενδιαφέρον αυτού του βιβλίου είναι η σύνδεση των φαγητών με τον κύκλο της φύσης, τον κύκλο της ζωής, τον κύκλο των εορτών, τον κύκλο της νηστείας και της κατάνυξης, δεν είναι απλή παράθεση συνταγών.
Το βιβλίο είναι χωρισμένο σε τέσσερα κεφάλαια, καλύπτοντας τις πλευρές της ζωής σε ένα μοναστήρι που συνδέονται με το φαγητό. Το πρώτο κεφάλαιο είναι η "Ευχαριστιακή Πρόσληψη της Κτίσεως", πώς βιώνει δηλαδή ο μοναχός την καθημερινότητά του, πώς αντιμετωπίζει τη φύση και κατ' επέκταση την κουζίνα του, πώς μαγειρεύει, πώς αντιμετωπίζει τα υλικά με μια διαρκή διάθεση ευχαριστίας. Όλη η φύση προσλαμβάνεται ως ευχαριστία. Στο δεύτερο κεφάλαιο με τίτλο "Από την Αγία Τράπεζα στην Τράπεζα της Κατανύξεως" έχουμε την ακολουθία της Τραπέζης και όλο το τυπικό, τι είναι μια Μοναστηριακή Τράπεζα, πώς κάθονται να φάνε, το ανάγνωσμα, όλα αυτά που την διαφοροποιούν από ένα κοσμικό τραπέζι. Το τρίτο κεφάλαιο είναι η "Τράπεζα της Ασκήσεως και η Τράπεζα της Αγάπης", όπου γίνεται αναφορά στη νηστεία. Στο τελευταίο κεφάλαιο είναι οι γιορτές, τα πανηγύρια και η φιλοξενία, δηλαδή αυτό που συναντάει ο προσκυνητής που περνάει από το μοναστήρι. Αυτό που πάντα με εντυπωσίαζε, και συνεχίζει να με εντυπωσιάζει, είναι ο τρόπος που γίνονται τα πράγματα, πώς διαχειρίζονται και το τελευταίο φυλλαράκι μαϊντανού, με τι σεβασμό, με τι προσοχή, και πάντα με τη διάθεση της ευχαριστίας. Έτσι όπως αντιμετώπιζαν παλιότερα οι άνθρωποι το φαγητό. Πράγματα που έρχονται τώρα στην επικαιρότητα και προβάλλονται ως αξίες εκεί γίνονται πράξη, σε μια ισορροπία όμως. Μετά τη νηστεία, την πρώτη εβδομάδα μετά το Πάσχα, η Διακαινήσιμος, είναι μια "λευκή" εβδομάδα γιατί επιτρέπονται τα πάντα. Και είναι πάλι θέμα ισορροπίας, γιατί έτσι αξιοποιούνται το γάλα και τα αυγά που έμειναν τη Σαρακοστή. Κι εμείς, μαζί με το αρνί, τρώμε γιαούρτι, τυρί, αυγά. Η εποχικότητα, που τη συζητάμε συνέχεια, εκεί γίνεται κάθε μέρα πράξη. Η νηστεία έχει καθορίσει τη μοναστηριακή μαγειρική, γιατί νηστεύουν τις μισές μέρες του χρόνου, αλλά η μαγειρική τους δεν είναι νηστίσιμη. Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή είναι οι μέρες της νηστείας. Κι έχει ενδιαφέρον ότι στα μοναστήρια η νηστεία της Σαρακοστής ξεκινάει με το λεγόμενο "τριήμερο", δηλαδή Καθαρά Δευτέρα, Τρίτη και Τετάρτη πίνουν μόνο νερό, άντε και κανέναν καφέ για να μπορέσουν να κρατηθούν, και πολλοί επαναλαμβάνουν το τριήμερο στο τέλος της Μεγάλης Εβδομάδας, πριν από τη μετάληψη της Ανάστασης. Αλλά κι αυτό με μέτρο, μέχρι εκεί που μπορεί ο καθένας. Αν κάποιος δεν αντέχει, θα φάει κι ένα παξιμαδάκι. Και πάντα με τη διευκρίνιση ότι μιλάμε για τα μοναστήρια, όχι για τους ασκητές. Οι ασκητές ζουν εκτός κοινοβίου και είναι αλλιώς τα πράγματα.
Κρέας δεν τρώνε καθόλου ‒ τουλάχιστον στα ελληνικά ορθόδοξα μοναστήρια δεν υπάρχει το κρέας. Το Πάσχα, μετά από όλη την περίοδο της νηστείας, τρώνε ψάρι. Συνήθως υπάρχει μια ψαρόσουπα αυγολέμονο που αντικαθιστά τη μαγειρίτσα, ενώ στην Ορμύλια έχουν μια μαγειρίτσα με σουπιές, ένα εξαιρετικό πιάτο. Έχουν τα κόκκινα αυγά, τυρί, γιαούρτι και μετά τσουρέκια, κουλούρια. Είναι πολλά τα γλυκά τους, γενικά. Έχουν όλα τα παραδοσιακά γλυκά: τα Χριστούγεννα κουραμπιέδες, μελομακάρονα και βασιλόπιτα, πολλά γλυκά του κουταλιού από τα φρούτα εποχής που έχει κάθε μοναστήρι, μαρμελάδες και άλλα, πιο σύγχρονα, πιο καινούργια πράγματα. Αξιοποιείται το καθετί π.χ. με τις φλούδες του μανταρινιού φτιάχνουν γλυκό ‒ ό,τι υπάρχει είναι προς αξιοποίηση. Και τα κόλλυβα, τις γιορτινές μέρες, όπως του Ευαγγελισμού, θα μπουν σε ένα πιατάκι στην Τράπεζα, σαν γλυκό. Τα κόλλυβα είναι ολόκληρη τέχνη. Εμείς τα έχουμε συνδέσει με τα μνημόσυνα, αλλά στα μοναστήρια είναι συνδεδεμένα με την ημέρα της χαράς. Τα προσφέρουν σε κάθε μεγάλη γιορτή, σε κάθε πανηγύρι.
Η μοναστηριακή μαγειρική μοιάζει πολύ με την παραδοσιακή ελληνική κουζίνα του 1960. Παρ' όλα αυτά, έχουν βάλει και καινούργια υλικά. Πρόκειται για μια κουζίνα που εξελίσσεται, πάντα όμως ανάλογα με το ποιο είναι το μοναστήρι, τι υλικό υπάρχει, τι είναι διαθέσιμο. Δεν έχει κάθε μοναστήρι αποκλειστικά δική του μαγειρική, ωστόσο μπορεί να διαφέρει η μαγειρική από μοναστήρι σε μοναστήρι. Μιλάμε για ελληνικά γυναικεία μοναστήρια που έχουν σχέση με τον τόπο και τον χρόνο. Άλλη μαγειρική έχει ένα μοναστήρι στην Παλαιστίνη ή στη Συρία και άλλη στην Αλάσκα, όπου είναι ορθόδοξοι. Η κουζίνα που περιγράφουμε στα "Μήλα" είναι κοντά στην ελληνική παραδοσιακή κουζίνα, χωρίς να λείπουν και οι σύγχρονες συνταγές. Η εφευρετικότητα προκύπτει από τα υλικά της εποχής, που μπορεί να είναι και λίγα. Γενικά, είναι λίγα τα υλικά.
Δεν είναι αρνητικοί στο να μπει κάτι καινούργιο στην κουζίνα τους. Χρησιμοποιούν τον τόνο σε κονσέρβα, το κουσκούς, μια επιρροή από τις αραβικές χώρες. Στην Ορμύλια μαθήτευε μια μεγάλη ομάδα κοριτσιών από τη Συρία, που έφεραν πολλές από τις συνταγές τους και η ηγουμένη τις δέχτηκε ‒ είναι ανοιχτή σε όλα αυτά. Το ταμπουλέ ταίριαξε μια χαρά, και η σόγια, αλλά δεν τη χρησιμοποιούν σε όλα τα μοναστήρια. Κι εγώ τους έχω προτείνει διάφορα και τα έχουν δεχτεί. Πάντα παίζει ρόλο ο χαρακτήρας του μοναστηριού. Υπάρχουν και κάποια μοναστήρια που όλα αυτά τα θεωρούν υπερβολική μέριμνα, ότι δεν χρειάζονται. Χρησιμοποιούν ό,τι έχουν κι αυτό είναι σημαντικό για ένα μοναστήρι, να μπορεί να έχει αυτάρκεια. Γι' αυτό καλλιεργούν μόνοι τους ό,τι μπορεί να καλλιεργηθεί. Αυτό είναι μεγάλη πρόκληση, αλλά και θέμα οικονομίας. Έτσι λειτουργούσε και το ελληνικό σπίτι μέχρι πριν από κάποια χρόνια. Φρόντιζαν να βολεύονται με αυτά που είχαν.
Η γνωριμία μου με αυτές τις γυναίκες επηρεάζει πια όλες τις πλευρές της ζωής μου. Το φαγητό είναι αγάπη, είναι προσφορά, είναι αυτό που μας συνδέει με τους ανθρώπους. Κι εκεί είναι μεγάλη η επιρροή του μοναστηριού, γιατί αυτές οι γυναίκες μαγειρεύουν με διάθεση προσφοράς, με μεγάλη αγάπη, με θυσία. Η έννοια του χρόνου στα μοναστήρια είναι διαφορετική: το καλοκαίρι είναι τέσσερις ώρες πίσω και το χειμώνα έξι. Μεσάνυχτα είναι η δύση του ηλίου. Η βασική Τράπεζα είναι η μεσημεριανή. Δηλαδή στις εννιά πρωί, που σημαίνει ότι ξεκινούν να μαγειρεύουν νύχτα, στις τρεις. Και το απογευματινό είναι μετά τον εσπερινό. Τα διακονήματα αρχίζουν μετά την Τράπεζα. Είναι ένας ολόκληρος κόσμος η κουζίνα, ειδικά ενός τόσο μεγάλου μοναστηριού. Υπάρχουν αδελφές κηπουροί, αδελφές που είναι στην προετοιμασία, μαγείρισσες, τραπεζάρισσες. Η Τράπεζα σε ένα μοναστήρι είναι δίπλα στον ναό, συνδέεται μαζί του, άρα και όλη η λειτουργία της Τράπεζας συνδέεται και πνευματικά με τον ναό. Είναι συνέχειά του.
Στην Τράπεζα δεν μιλάνε όπως μιλάμε στα τραπέζια μας, υπάρχει ο αναγνώστης που κάθεται λίγο πιο ψηλά και διαβάζει το ανάγνωσμα της ημέρας, που συνήθως είναι ο βίος του αγίου. Στο δε τέλος της Τράπεζας, στον διάδρομο που ενώνει την Τράπεζα με τον ναό, στέκονται η μαγείρισσα και η τραπεζάρισσα και βάζουν ένα είδος μετάνοιας, συμβολικά. Δηλαδή περνάνε και η αδελφότητα και οι επισκέπτες μπροστά τους κι εκείνες στέκονται εκεί για να ζητήσουν συγγνώμη για τυχόν λάθη ή παραλείψεις. Είναι και αυτό στο τυπικό της Τράπεζας. Αυτή η ησυχία δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση έλλειψη κοινωνίας, αντιθέτως σημαίνει την παρουσία της "όντως κοινωνίας", και η "όντως κοινωνία" και η "όντως αγάπη" δεν είναι ποτέ θορυβώδεις.
Ο μοναχός δεν απλώνει το χέρι του, παρά μόνο σε ό,τι βρίσκεται μπροστά του, όλα είναι σερβιρισμένα στο πιάτο του, δεν υπάρχει πιατέλα, δεν υπάρχει αυτό που κάνουμε στο σπίτι που απλώνουμε το χέρι στο πιάτο του άλλου. Και για να αρχίσουν να τρώνε χτυπάει το καμπανάκι η ηγουμένη. Το ίδιο και για να πιείς νερό ή κρασί: πρέπει να χτυπήσει το καμπανάκι για να πιάσεις το ποτήρι. Και στο τέλος του φαγητού φεύγει πρώτα η ηγουμένη, η γερόντισσα και μετά φεύγουν οι αδελφές κατά την ιεραρχική τους τάξη. Τα πρεσβεία πρώτα, οι παλιότερες, μετά οι νεότερες και τελευταίοι οι προσκυνητές και οι φιλοξενούμενοι.
Παράλληλα με την Τράπεζα, αυτό που πάντα εντυπωσιάζει στην Ορμύλια είναι ο τρόπος με τον οποίο γίνεται η καλλιέργεια της γης, η συγκομιδή των καρπών, η επεξεργασία και η συσκευασία των προϊόντων. Δεν έχω δει ποτέ και πουθενά τα πράγματα να γίνονται με παρόμοιο τρόπο, όχι γιατί δεν έτυχε, αλλά γιατί δεν συμβαίνει. Με απόλυτο σεβασμό στη φύση, προσέχοντας και το πιο μικρό κλαδάκι, με υπομονή αλλά και με μεγάλη χαρά. Μια ανθρώπινη αλυσίδα που εργάζεται ακούραστα, σε διαρκή ευχαριστία προς την Kτίση. Το αποτέλεσμα ασφαλώς δικαιώνει τον κόπο και την προσπάθεια. Τα παραγόμενα προϊόντα είναι μοναδικής ποιότητας. Αυτό είναι γνωστό εδώ και χρόνια στους πολλούς φίλους του μοναστηριού που φροντίζουν σε κάθε τους επίσκεψη στην Ορμύλια να προμηθευτούν από το μικρό εκθετήριο-πωλητήριο τα απαραίτητα για το σπίτι. Κι εμείς από κάθε ταξίδι στη Χαλκιδική επιστρέφαμε με το αυτοκίνητο φορτωμένο ελαιόλαδο, ελιές, μέλι και βότανα όχι μόνο για το σπίτι αλλά και για τους φίλους που έδιναν τις παραγγελίες τους. Όσοι δοκίμασαν αυτά τα προϊόντα, πάντα τα αναζητούν. Στα τέλη του 2013, με την πίεση και την προτροπή πολλών φίλων, το μοναστήρι αποφάσισε να διαθέσει τα προϊόντα του και "εκτός των τειχών". Πέρασαν τρία ολόκληρα χρόνια μέχρι να γίνει εφικτό, γιατί έπρεπε να γίνει με τον τρόπο της Σιμωνόπετρας και της Ορμύλιας, δηλαδή με υπομονή, χωρίς βιασύνη, αναζητώντας το τέλειο. Η εικόνα των προϊόντων που θα έβγαιναν στην αγορά έπρεπε να είναι αντάξια του μοναστηριού. Καμία έκπτωση, κανένας συμβιβασμός. Περιττό, νομίζω, να αναφέρω πόσος κόπος, πόση προσπάθεια, πόση δουλειά χρειάστηκε και πόσα εμπόδια ξεπεράστηκαν για να φτάσουν σε αυτό το αποτέλεσμα. Τα τελευταία χρόνια ασχολούμαι με το εμπόριο παραδοσιακών ελληνικών προϊόντων, άρα θεώρησα αυτονόητη τη συμμετοχή μου στην προσπάθεια να γίνουν γνωστά και να καταξιωθούν τα προϊόντα της Ορμύλιας σε ένα ευρύτερο κοινό, ελπίζοντας να ικανοποιήσουν και τον πιο απαιτητικό καταναλωτή που έτσι να μοιραστεί τον ενθουσιασμό μου γι' αυτά. Το βασικό τους προϊόν εκεί είναι το λάδι και η ελιά ‒ η πράσινη, η μεγάλη ελιά της Χαλκιδικής είναι ίδια με τη μαύρη, απλώς έχει ωριμάσει, την έχουν μαζέψει άλλη στιγμή και την έχουν επεξεργαστεί με διαφορετικό τρόπο. Η εκπίκρανση μπορεί να γίνει πια τεχνητά σε μια-δυο μέρες, αλλά αυτές οι ελιές, επειδή είναι του μοναστηριού, μπορούν να αντέξουν τη φυσική διαδικασία εκπίκρανσης που κρατάει έξι μήνες. Η αγιορείτικη ρίγανη, τα λεμόνια από τα περιβόλια τους, το δικό τους το ελαιόλαδο, είναι προϊόντα, κατά τη γνώμη μου, μοναδικά».
Πριν τελειώσει η κουβέντα μας τη ρωτάω για τον τίτλο του βιβλίου, τι σημαίνουν τα «μήλα του μάγειρα». Μου δείχνει την αρχή του βιβλίου, όπου υπάρχει ο βίος του Άγιου Ευφρόσυνου, από τον Μακάριο Σιμωνοπετρίτη: «Ο Άγιος Ευφρόσυνος ο μάγειρας ήταν ένας αγράμματος χωρικός που έγινε μοναχός σε μεγάλη ηλικία και, λόγω της απαιδευσιάς και της απλοϊκότητάς του, υπηρετούσε στο μοναστήρι στη διακονία του μαγειρείου. Κατακαπνισμένος και λερωμένος από τις στάχτες, γινόταν ο περίγελος των υπόλοιπων μοναχών, οι οποίοι τον εξευτέλιζαν και τον έδερναν, ενώ ο Ευφρόσυνος υπέμενε αδιαμαρτύρητος τις ταπεινώσεις και τους εξευτελισμούς. Στο κοινόβιο εκείνο υπήρχε και κάποιος ενάρετος παπάς, ο οποίος επί τρία χρόνια με νηστείες και προσευχές ικέτευε τον Θεό να του δείξει τα αγαθά, "α ητοίμασεν ο Θεός τοις αγαπώσιν αυτόν" (Α' Κορ. 2,9). Μια νύχτα, ενώ κοιμόταν, μεταφέρθηκε στον Παράδεισο, σε δέντρα, λουλούδια και τρεχούμενα νερά και μέσα σε όλη αυτή την ομορφιά διέκρινε τον Ευφρόσυνο. Τον πλησίασε και τον ρώτησε τι δουλειά έχει εκεί και ο Ευφρόσυνος του είπε: "Εδώ μένω, πάτερ, είμαι ο φύλακας του κήπου". Τότε ο ιερέας θαύμασε τρία ωραία μεγάλα μήλα και ο Ευφρόσυνος τα έκοψε και του τα έδωσε. Την ώρα εκείνη χτύπησε το σήμαντρο για την ακολουθία του όρθρου. Ο ιερέας πετάχτηκε από το κρεβάτι του και νόμισε ότι είχε δει όνειρο, αλλά με έκπληξη είδε ότι μέσα στο ράσο του είχε τα τρία μήλα του Παραδείσου. Πηγαίνοντας στον ναό είδε τον Ευφρόσυνο, τον ρώτησε πού βρισκόταν τη νύχτα κι εκείνος του είπε: "Εκεί ήμουν, πάτερ, όπου με βρήκες. Τρία μήλα μου ζήτησες και σου τα έδωσα". Όταν τελείωσε η λειτουργία, ο ιερέας έδειξε στους αδελφούς του τα μήλα και διηγήθηκε όσα συνέβησαν τη νύχτα. Εκείνοι θαύμασαν και δόξασαν τον Θεό. Έπειτα έκοψαν τα μήλα κομματάκια, τα έβαλαν σε δίσκο και όσοι μετάλαβαν από αυτά θεραπεύτηκαν από κάθε αρρώστια. Ο Ευφρόσυνος, την ώρα που άκουγαν τη διήγηση του ιερέα, άνοιξε την πλάγια πόρτα της εκκλησίας, έφυγε από τη μονή και δεν ξαναφάνηκε ποτέ πια».
Μαγειρίτσα με σουπιές
2 κιλά σουπιές, 2 μεγάλα μαρούλια, 2 αντίδια, 1 μεγάλο κρεμμύδι, 12-15 φρέσκα κρεμμυδάκια, 1 ματσάκι άνηθος, λάδι, αλάτι, πιπέρι
για το αυγολέμονο: 2 αυγά, 2 λεμόνια
Καθαρίζουμε και πλένουμε τις σουπιές. Τις βάζουμε να βράσουν με πολύ λίγο νερό, μέχρι ν' αρχίσουν να μαλακώνουν. Τις στραγγίζουμε, τις κόβουμε σε πολύ μικρά κομμάτια και τις κρατάμε στην άκρη. Σε μια κατσαρόλα χωρίς νερό βάζουμε τα μαρούλια και τα αντίδια ψιλοκομμένα να μαραθούν. Τα στραγγίζουμε και τα αφήνουμε κι αυτά στην άκρη. Κόβουμε το κρεμμύδι σε χοντρές ροδέλες και το βάζουμε με λίγο λάδι να σοταριστεί με τις σουπιές. Προσθέτουμε τα φρέσκα κρεμμυδάκια ψιλοκομμένα, φέρνουμε 2-3 βόλτες και προσθέτουμε το ανάλογο νερό. Αφήνουμε να βράσουν μισή ώρα περίπου. Στη συνέχεια ρίχνουμε τα χορταρικά και τ' αφήνουμε μέχρι να μαλακώσουν. Προς το τέλος, βάζουμε τον άνηθο. Αποσύρουμε από τη φωτιά και αφήνουμε τη μαγειρίτσα να κρυώσει για 15' τουλάχιστον. Ετοιμάζουμε το αυγολέμονο ως εξής: χτυπάμε τα ασπράδια μαρέγκα, ρίχνουμε το λεμόνι και μετά τους κρόκους. Προσθέτουμε λίγο ζουμί από τη σούπα, συνεχίζοντας το χτύπημα. Ρίχνουμε το αυγολέμονο στην κατσαρόλα και ανακατεύουμε καλά.
Τα «Μήλα του Μάγειρα» κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Ίνδικτος.
σχόλια