1. Γυμνός και μεθυσμένος. Μετρήσαμε, και εξακολουθούμε να μετράμε, τη ζωή μας με κοπέλες, με φίλους, με βιβλία, με ταινίες, με τραγούδια. Ιδίως τα τραγούδια, όπως οι γεύσεις και οι μυρωδιές, μένουν στη μνήμη και επανέρχονται διαρκώς, εκεί που δεν το περιμένεις, στα πιο απίθανα μέρη σαν είσαι, στις πιο απροσδόκητες στιγμές σου. Τα λόγια τα πιο τραγουδισμένα, από μένα και το εκάστοτε περιβάλλον μου, ανήκουν, τέσσερις δεκαετίες τώρα, σε δύο πείσμονες και survivals δημιουργούς: ο ένας είναι ο Διονύσης Σαββόπουλος, το διαρκές και διακαές αίνιγμα, ο άνθρωπος που μας άνοιξε όλους τους ορίζοντες στην εφηβεία μας. Ο άλλος, επίσης από την εφηβεία ίσαμε τώρα, είναι ο Μάνος Ελευθερίου: ένας φιλόσοφος διά των στίχων, ένας στοχαστής ακριβείας, ο Βίτγκενσταϊν της διαλεκτικής ομιλώ/σιωπώ, λόγια/νεύματα. Έχω μάρτυρες: όλο το 2003, επί μέρες και νύχτες, εβδομάδες και μήνες, σ' ένα σπίτι/χάνι στην πλατεία Παπαδιαμάντη, ώρες ολόκληρες άκουγα και τραγουδούσα ξανά και ξανά τον «Άμλετ της Σελήνης», ένα ποίημα/άσμα/χρονικό/ελεγείο για τον Γιώργο Χειμωνά, που, με τον πάντα μυστηριώδη ευπρόσδεκτο τρόπο της Τέχνης, με αφορούσε άμεσα και βαθύτατα προσωπικά. Η φωνή μου βράχνιαζε. Για ανάπαυλα έβαζα κι άκουγα το «Don'tdoit» με τους Band. Αλλά δέσποζε, επιβαλλόταν, κυριαρχούσε, παντοδύναμα, ο «Άμλετ της Σελήνης». Έχω μάρτυρες.
2. «Ο Άμλετ της Σελήνης»: Ξεγέλασες τους ουρανούς με ξόρκια –μαύρη φλόγα– / πως η ζωή χαρίζεται χωρίς ν' ανατραπεί./ Κι όλα τα λόγια των τρελών που ήταν δικά μας λόγια / τα μάγευες με φάρμακα στην άσωτη σιωπή.// Πενθούσες με τους έρωτες γυμνός και μεθυσμένος / γιατί με τους αθάνατους είχες λογαριασμούς./ Τις άριες μιας όπερας τραύλιζες νικημένος,/ μιας επαρχίας μαθητής μπροστά σε δυο χρησμούς.// Τι ζήλεψες, τι τα 'θελες τα ένδοξα Παρίσια;/ Έτσι κι αλλιώς, ο κόσμος πια παντού είναι τεκές./ Διεκδικούσες θαύματα που δίνουν τα χασίσια/ και παραισθήσεις όσων ζουν μέσα στις φυλακές.// Και μια βραδιά που ντύθηκες ο Άμλετ της Σελήνης / έσβησες μ' ένα φύσημα τα φώτα της σκηνής./ Και μονολόγους άρχισες κι αινίγματα να λύνεις / μιας τέχνης και μιας εποχής παλιάς και σκοτεινής.
3. Της αγάπης λόγια φυλαχτό. Μπουσουλάμε στη Μεταπολίτευση.Οι τοίχοι έχουν συνθήματα, ενίοτε αινιγματικά: «Χάσαμε τη θεία. Στοπ». Ήταν το έργο –θρυλικό πια– του Διαλεγμένου. Λίγο μετά, όλη η Κυψέλη διαβάζει το γκράφιτι «Τροπάρια για Φονιάδες». Αρχικά δεν ξέρουμε περί τίνος πρόκειται. Μετά, μαθαίνουμε. Ακούμε. Έχω μάρτυρες. Ακούμε και τραγουδάμε. Όλοι μαζί. Με προεξάρχοντα τον Άγγελο Σφακιανάκη που ιδρύει εκείνη την εποχή την Οπισθοδρομική Κομπανία, ενώ τα πρωινά δουλεύει βενζινάς, μεροκάματο από τις πέντε το πρωί. Τρέχουμε, ξανά και ξανά, κι ακούμε τον Μεράντζα, στην Πλάκα. Όρθιος, στητός, ντυμένος Τσε, ωραίος, βραχνά αισθαντικός. Αγοράζει ένας από εμάς τον δίσκο, τον ακούμε όλοι, μαζί, όπως πάντα τότε: όλοι, μαζί. Κανένας δεν άκουγε τραγούδια μόνος. Και κανείς δεν άκουγε τραγούδια μόνο: τραγουδούσε κιόλας τα τραγούδια, μαζί με τους άλλους, με τους φίλους και με τις κοπέλες. Όλος ο δίσκος να είναι αλλεπάλληλες συγκινήσεις. Και αφορμές για κουβέντες και διαβάσματα. Ρόζα Λούξεμπουργκ, Νίκος Πλουμπίδης, Τσε Γκεβάρα, Κώστας Μίχος. Μαθαίνουμε και άδουμε. Όλοι μαζί, κι όχι ο καθένας στο αυτιστικό του σκάφανδρο. Έχω μάρτυρες.
4. «Η δίκοπη ζωή». Απ' το κακό κι απ' τ' άδικο διωγμένο / κι όπως ενήστευες τη δίκοπη ζωή / σε βρήκα ξαφνικά σημαδεμένο / να σ' έχει ο Κάτω Κόσμος ξεγραμμένο / κι ο Πάνω Κόσμος να 'ναι οι τροχοί / που σ' έχουν στα στενά κυνηγημένο.// Και πήρες του καιρού τ' αλφαβητάρι // και της αγάπης λόγια φυλαχτό / για να βρει πάλι ρίζα το χορτάρι / και πήρες την ελπίδα και τη χάρη / ψηλά να πας να χτίσεις κιβωτό / με την ελπίδα μόνο και τη χάρη.// Μα πώς να μην ξεχάσεις την αυλή σου / και την παλιά τη γνώμη καθενός,/ όσους κρυφά περπάτησαν μαζί σου / να σημαδεύουν πάλι τη ζωή σου / και να 'σαι το πουλί κι ο κυνηγός / στις μαύρες λαγκαδιές του Παραδείσου.
5. «Ρημαγμένοι Κήποι». Το άφησα για το τέλος. Αλλά είναι η αρχή. Είναι το πρώτο τραγούδι του Μάνου Ελευθερίου. Μισόν αιώνα πριν. Το 1963. Μουσική: Χρήστος Λεοντής. Ακούστε: Το σπίτι γέμισε με λύπη / και με σταχτή πικρό καπνό./ Φεύγεις και ρήμαξαν οι κήποι / χωρίς γαλάζιο ουρανό.// Το σπίτι γέμισε με νύχτα / κι απ' τον βοριά κι απ' τον νοτιά./ Ποιος θα σηκώσει απ' την καρδιά μου / ετούτη την πικρή φωτιά;// Το σπίτι γέμισε μ' αστέρια / και με τ' Αυγούστου τα πουλιά./ Ρίζωσε η λύπη στ' άδεια χέρια./ Νεκρό ποτάμι τα φιλιά.
σχόλια