Το σύνηθες του κόσμου δεν αφορά αυτό το βιβλίο – ούτε καν η μάχη με το υπάρχον ή η καθημερινότητα. Όλη η διαδρομή, για την ακρίβεια το πελώριο ταξίδι που πραγματοποιεί ο καπετάνιος Αχαάβ από το Μανχάταν έως τις ταραγμένες ιαπωνικές θάλασσες, εκφράζει το θαύμα της δύναμης του ανθρώπου, του άνω θρώσκοντα, αυτού που γεννήθηκε για να μάχεται μέχρι τέλους οτιδήποτε τον υπερβαίνει και τον ξεπερνά. Η εμμονή με τη νίκη, για την ακρίβεια με τη νίκη του υπερβατικού, βρίσκεται στον πυρήνα του συγκλονιστικότερου βιβλίου της αμερικανικής λογοτεχνίας, Μόμπι-Ντικ ή η Φάλαινα του Χέρμαν Μέλβιλ (κυκλοφορεί στα ελληνικά σε αριστουργηματική μετάφραση Α.Κ. Χριστοδούλου από τις εκδόσεις Gutenberg και τη σειρά Orbis Literae/Editio Minor). Εν προκειμένω, δεν μιλάμε για την απλή εξιστόρηση του ταξιδιού του καπετάνιου Αχαάβ και την άνιση μάχη του με το θηρίο αλλά για ένα αδιαφιλονίκητο εγχείρημα στην πορεία της αυτογνωσίας: προκειμένου ο αναγνώστης να αντιληφθεί τι είναι αυτό που τον βασανίζει και τον ξεπερνά, τι σημαίνει υπάρχον και υπέρτατο είναι, ποιοι είναι οι βαθύτεροι σκοποί της ομορφιάς, της γαλήνης και της οδύνης αρκεί να ξεφυλλίσει τις σελίδες του. Θα ανακαλύψει πως η εσωτερική ματιά, βαθιά ριζωμένη στη σαλεμένη ψυχή του Αχαάβ –αφού, οτιδήποτε ξεπερνά τα ανθρώπινα, συνορεύει αναγκαστικά με την τρέλα–, πασχίζει να χωρέσει μέσα της έναν παράδοξο κόσμο που τρέφεται από το ανοίκειο (τη φάλαινα ή οποιαδήποτε μορφή μπορεί να πάρει αυτό). Όποιο όραμα ή εφιάλτης έχει κατά καιρούς θρέψει τη σκέψη του αναγνώστη, σίγουρα υπάρχει σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό στις μυρωδιές, στις θεωρητικές ενατενίσεις και στις περιγραφές του Μόμπι-Ντικ – από τους λεπτομερείς ορισμούς των πλασμάτων της φύσης έως τη σπαραξικάρδια βοή της οδύνης. Τα πάντα βρίσκονται στο μυαλό και στις άπειρες δυνατότητες της φανταστικής έκρηξης που συνειδητοποιεί σε κάθε της έκφραση με απόλυτη ακρίβεια ο Μέλβιλ. Ξέρει ότι βαδίζει πέρα από την απτή και απλή αντίληψη, πασχίζοντας να ορίσει την ακατάλυτη δύναμη της νόησης και της φαντασίας. Αυτό που φτιάχνει εμμονικά ο άνθρωπος με μόνο όπλο το όργανο του εγκεφάλου του, πέρα από τα στεγανά της φύσης και της ίδιας της πραγματικότητας, αυτό είναι που απασχολεί ως το μεδούλι του τον συγγραφέα: «Ο άνθρωπος που η έμμονη σκέψη του τον οδηγεί σε αυτό το σημείο μοιάζει με Προμηθέα. Ένας γύπας τρώει αυτή την καρδιά στον αιώνα. Τούτος ο γύπας είναι το πλάσμα ακριβώς που εκείνος γεννάει». Τα πάντα δημιουργεί η Φαντασία: την ασχήμια και την ομορφιά, την οριστική λύση αλλά και την αυτοκαταστροφή. «Ναι, όλα, ως και τα χρυσαφένια μάγουλα των κοριτσιών, όλα αυτά δεν είναι παρά έξυπνες απάτες, ιδιότητες που δεν υπάρχουν στην πραγματικότητα μέσα στα όντα, αλλά προέρχονται απλώς απ' έξω, με αποτέλεσμα όλη η θεοποιημένη Φύση να φτιασιδώνεται κυριολεκτικά σαν εταίρα και τα φτιασίδια της να μη σκεπάζουν παρά το οστεοφυλάκιο που κρύβει από μέσα: κι όταν προχωρήσουμε περισσότερο και δούμε πως το κρυφό καλλυντικό που δημιουργεί όλες τις αποχρώσεις της, εκείνη η μεγάλη πηγή, το φως, είναι αυτό καθαυτό άσπρο ή άχρωμο πάντα και πως, αν ενεργούσε πάνω στην ύλη, χωρίς να περνάει από κάτι ενδιάμεσο, θα έδινε σε όλα τα αντικείμενα, ακόμα και στις τουλίπες και τα τριαντάφυλλα, τη δική του άσπρη απόχρωση. Έχοντας όλα αυτά στο μυαλό μας, βλέπουμε πως το παράλυτο σύμπαν ξαπλώνει μπροστά μας έναν λεπρό και, σαν τους ξεροκέφαλους περιηγητές στη Λαπωνία, που αρνούνται να φορέσουν χρωματιστά γυαλιά, γυαλιά που δίνουν στα πράγματα ένα κάποιο χρώμα, έτσι ακριβώς και ο δυστυχής εκείνος, που δεν πιστεύει σε τίποτα, ατενίζει, τυφλός και αυτός, το τεράστιο άσπρο σάβανο που τυλίγει όλο το θέαμα γύρω του. Σύμβολο, λοιπόν, όλων αυτών των πραγμάτων ήταν η αλφοπρόσωπη φάλαινα. Ύστερα από όλα αυτά, αισθάνεσαι άραγε δέος μπροστά στο άγριο αυτό κυνήγι;» αναρωτιέται ρητορικά ο Μέλβιλ.
Το μόνο που μετράει είναι η «ταντάλεια», όπως την περιγράφει ο Μέλβιλ, παρουσία του εχθρού και η μνημειώδης μάχη μαζί του που μετατρέπει το μυθιστόρημα σε ένα ανυπέρβλητο έπος γραμμένο πάνω στα ταραγμένα κύματα.
Και ναι, αισθάνεσαι δέος όχι μόνο για το κυνήγι αλλά για όλο το πλήθος των πληροφοριών, λογοτεχνικών επιρροών και ιστορικών/ανθρωπολογικών στοιχείων που χειρίζεται με τόση επιδεξιότητα ο συγγραφέας, ο οποίος μετατρέπει το έργο στο σημαντικότερο στον σύγχρονο κανόνα, καθώς κι έναν επαρκή λόγο για να οριστεί και να επαναπροσδιοριστεί ο όρος Μεγάλο ή Σπουδαίο Αμερικανικό Μυθιστόρημα (GAN). Σάμπως να μην περίσσεψε τίποτε από αυτό το μπαρόκ εγχείρημα που έδειξε τα απροσδιόριστα όρια της λογοτεχνίας: άπαντες έχουν έκτοτε να αναμετρηθούν αν όχι με την άσπρη φάλαινα, σίγουρα με τη λευκή σελίδα που τους υποδείκνυε το ατελεύτητο λογοτεχνικό μέγεθος του Μέλβιλ. Ορθώς ο κριτικός λογοτεχνίας και θεωρητικός Λόρενς Μπιούελ, στο πρόσφατο ανατρεπτικό του πόνημα με τη λευκή φάλαινα στο εξώφυλλο και με τον τίτλο Το όνειρο του Μεγάλου Αμερικανικού Μυθιστορήματος, γράφει πως «Ο Μόμπι-Ντικ δεν χρειάζεται πλέον καμία ανάλυση, καμία προάσπιση ή αναφορά», καθώς είναι το αυτεξούσιο μυθιστόρημα, το μέτρο όλων των αμερικανικών αφηγήσεων – και όχι μόνο. Ίσως αυτό να αιτιολογείται και με τον τρόπο που ο Μόμπι-Ντικ διαπέρασε το θεωρητικό, λογοτεχνικό και φιλοσοφικό corpus σε κάθε περίοδο και τάση: από τον Ντ.Χ. Λόρενς, ο οποίος ήταν και ο πρώτος που τόνισε τη σπουδαιότητα του υποτιμημένου μέχρι τότε αριστουργήματος του Μέλβιλ, έως τους Ντελέζ-Γκουαταρί, που επέλεξαν τη μορφή του Αχαάβ για να ξεκινήσουν το Τι είναι η φιλοσοφία; τους αλλά και τον δικό μας Ανδρέα Εμπειρίκο, που μνημόνευσε πολλαπλά τη σκιά της τεράστιας φάλαινας στους λιτούς, απέριττους στίχους του. Χιλιάδες, επίσης, τα διδακτορικά και οι παραπομπές στον συμβολισμό του Μόμπι-Ντικ: εύλογα αντιλαμβάνεται κανείς γιατί το δίδυμο Μπάαντερ-Μάινχοφ επικαλέστηκε το συγκεκριμένο έργο του Μέλβιλ για να μιλήσει για την ανοίκεια αναμέτρησή με τον δικό τους Λεβιάθαν. Δεν είναι, άλλωστε, ένα το τέρας που μας απειλεί –ή το απειλούμε;–, αλλά αποκτά τις μορφές που του αποδίδει η ανθρώπινη ιστορία. Πάντοτε η αναμέτρηση λάμβανε χώρα ανάμεσα σε έναν ανθρώπινο υπερήρωα και στο τέρας – μόνο το φαλαινοθηρικό σινάφι, επιμένει ο Μέλβιλ, διαθέτει ένα πλήθος μυθολογικών αναφορών, από τον Αϊ Γιώργη και τον Ηρακλή, μέχρι τον Περσέα αλλά και τον Ιωάννη Βισνού. Το τέρας σίγουρα δεν είναι αυτό που βλέπουμε αλλά αυτό που νομίζουμε ότι δεν θα νικήσουμε ποτέ: το τέρας ενίοτε φωλιάζει βαθιά στην ψυχή του υποτιθέμενα «καλού» και «ενάρετου» χριστιανού αλλά και του εκπροσώπου της ανώτερης τάξης. Απόδειξη ότι ο πιο καλοσυνάτος και ανθρώπινος χαρακτήρας του βιβλίου αποδεικνύεται ο Κουίκουεγκ, ένας νέγρος ειδωλολάτρης. Αυτός ο άπιστος όχι μόνο αποδεικνύεται ο πιο καλός φίλος του αφηγητή Ισμαήλ αλλά είναι κι αυτός που βγαίνει στην αγορά τα πρωινά για να πουλήσει ανθρώπινα κεφάλια και που καταλήγει από την αρχή κιόλας του βιβλίου να κοιμάται στο ίδιο κρεβάτι με τον αφηγητή! Εξαρχής, επομένως, είναι σαφές ότι ο Μόμπι-Ντικ εκδόθηκε το 1851 για να άρει όλες τις προκαταλήψεις, τόσο του αφηγητή όσο και του αναγνώστη: στο Πανδοχείο του Φυσητήρα με την υπέροχη ελαιογραφία με το μισοβυθισμένο πλοίο και την εξαγριωμένη φάλαινα ο Ισμαήλ θα κοιμηθεί και, εν τέλει, θα συνδεθεί ψυχικά με τον νέγρο ανθρωποφάγο, ο οποίος φαίνεται πολύ πιο ευγενής από οποιονδήποτε μετρημένο χριστιανό. Αν σήμερα μιλάμε για μειονότητες και bullying, καταλαβαίνουμε πόσο δύσκολο είναι να γράφει κανείς αυτές τις γραμμές προτού ακόμη εκδοθεί η Καλύβα του μπαρμπα-Θωμά, ενόσω οι νέγροι θεωρούνταν ακόμα κατώτερο είδος και η ομοφυλοφιλία ήταν απαγορευμένη. Δεν είναι να απορεί κανείς που ο Μόμπι-Ντικ αποτέλεσε κεντρικό αντικείμενο μελέτης των σπουδών φύλου με προφανείς ενδείξεις των ομοφυλοφιλικών διαθέσεων και επιθυμιών που ταλάνιζαν τον ίδιο τον συγγραφέα στον πραγματικό του βίο (πολλές είναι οι αναλύσεις για τη μύχια σχέση που είχε αναπτύξει με τον Ναθαναήλ Χόθορν, στον οποίο αφιερώνει και το βιβλίο).
Όλα αυτά, ωστόσο, δεν καταγράφονται στο πλαίσιο ενός κουτσομπολιού αλλά μιας πολύπλευρης προσέγγισης ενός έργου που περιπλέκει αρμονικά τα προσωπικά βιωματικά στοιχεία με τα εμμονικά διαβάσματα και τη μανία με τη γλώσσα: εδώ συνομιλούν αρμονικά οι θεωρητικές κατακτήσεις του συγγραφέα με τις πραγματικές του αναμνήσεις. Υπάρχει, εν προκειμένω, και η πηγή έμπνευσης που ήταν το πλοίο «Έσσεξ» που είχε βυθιστεί το 1820 από μια φάλαινα φυσητήρα και τον καπετάνιο του Τζορτζ Πόλαρντ Τζούνιορ, που λένε ότι ενέπνευσε τη μορφή του Αχαάβ. Ο Ισμαήλ, ο αφηγητής του Μόμπι-Ντικ, μένει εν τέλει ζωντανός για να αφηγηθεί τις περιπέτειες αυτού του σαλεμένου καπετάνιου με το φιλντισένιο πόδι, που δεν πτοείται ούτε από τις ατυχίες και τις φουρτούνες, ούτε όταν τα μέλη του πληρώματός του κείτονται νεκρά, ούτε όταν ο υποπλοίαρχος Στάρμπακ τον προειδοποιεί πως τα βαρέλια στο αμπάρι παρουσιάζουν διαρροή. Όλα τα σημάδια δείχνουν ότι ο Αχαάβ πρέπει να εγκαταλείψει τον αγώνα του και τα διαλυμένα φαλαινοθηρικά που βρίσκει στο διάβα του τον προειδοποιούν για το τι παθαίνει ακριβώς όποιος τα βάζει μέχρι τέλους με το τέρας. Τα μέλη του πληρώματος πεθαίνουν το ένα μετά το άλλο (άκρως συγκινητική η σκηνή του θανάτου του φίλου του Ισμαήλ, Κουίκουεγκ, και με το φέρετρό του να κατασκευάζεται από ξύλα φερμένα από τα αρχέγονα άλση των νησιών Λακαντέι), όταν όλα δείχνουν πως το «μαύρο νεκροσέντονο τύλιξε πάλι το Πίκουοντ και κάθε ψυχή πάνω στα καταστρώματά του». Αλλά ο καπετάνιος, απτόητος, ένας τρελός που δεν έχει πια επαφή με το σύμπαν, κρυώνει το καμάκι του στο αίμα των νεκρών του πληρώματος και συνεχίζει: «Όπως το αβασίλευτο πολικό αστέρι σε όλη τη διάρκεια της αρκτικής νύχτας, για έξι ολόκληρους μήνες διατηρεί το διαπεραστικό και σταθερό του φως που αποτελεί το κέντρο της, το ίδιο ακριβώς σταθερά ακτινοβολούσε και ο σκοπός που είχε βάλει ο Αχαάβ στο μόνιμο σκοτάδι της ψυχής του μελαγχολικού πληρώματος». Το μόνο που μετράει είναι η «ταντάλεια», όπως την περιγράφει ο Μέλβιλ, παρουσία του εχθρού και η μνημειώδης μάχη μαζί του που μετατρέπει το μυθιστόρημα σε ένα ανυπέρβλητο έπος γραμμένο πάνω στα ταραγμένα κύματα. Μεταφυσικός ο τρόπος που κατάφερε να περατώσει ο συγγραφέας το αριστούργημά του, ακόμη πιο ηρωικό το μεταφραστικό πόνημα που κατέθεσε ο Α.Κ. Χριστοδούλου, ο οποίος ομολογεί πως απέδωσε το έργο έχοντας στην καρδιά μπηγμένα δυο καρφιά: το καρφί της ακρίβειας και το καρφί της (μουσικής) πλαστικότητας που κρύβει –σαν πειρασμό και χρέωση– ο ελληνικός προφορικός λόγος. Διαβάζοντας αυτήν τη μετάφραση ο Έλληνας ποιητής, μακάρι να τραγουδήσει όπως τραγούδησε μεταφράζοντας το βιβλίο ο μεταφραστής. Κι έχει δίκιο ο Χριστοδούλου: αν αντίκριζε κανείς τον Μέλβιλ στον παράδεισο, θα τον έβρισκε σίγουρα κάπου χαμένο στην αγκαλιά του Ομήρου.
σχόλια