Όταν η Raynor Winn έμενε άστεγη στα πενήντα της, δεν μπορούσε με τίποτα να φανταστεί ότι πέντε χρόνια αργότερα θα ήταν μία από τις πιο διάσημες συγγραφείς της Βρετανίας, με δύο best-sellers και ένα βιβλίο που έμεινε για περισσότερες από ογδόντα εβδομάδες στη λίστα με τα πιο καλοπουλήμενα της «Sunday Times» και συνολικές πωλήσεις που ξεπερνούν τα πέντε εκατομμύρια αντίτυπα.
Η Raynor Winn, μέχρι το φθινόπωρο του 2016, δεν είχε γράψει ούτε μία λέξη και δεν υπήρχε καμία πιθανότητα να γίνει συγγραφέας. Αυτή και ο σύζυγός της, ο Μοθ, δούλευαν στη φάρμα τους μέχρι που μια κακή επένδυση και λάθος διαχείριση είχαν ως αποτέλεσμα την κατάσχεση όλης της περιουσίας τους, αφήνοντάς τους κυριολεκτικά στον δρόμο, χωρίς άλλον τρόπο βιοπορισμού. Λίγο πριν αφήσουν αναγκαστικά το σπίτι τους, έμαθαν ότι ο Μοθ έπασχε από μια ανίατη αρρώστια, τη φλοιοβασική εκφύλιση, που οδηγεί σε μυϊκή ατροφία και απώλεια μνήμης.
Απεγνωσμένοι και χωρίς καμία ιδιοκτησία, αποφάσισαν, αντί να δεχτούν το διαμέρισμα που θα τους παρείχε η πρόνοια, να εκμεταλλευτούν όσο καιρό απέμενε στον Μοθ και να κάνουν μαζί ένα μεγάλο ταξίδι με τα πόδια, περπατώντας το θαλασσοδαρμένο μονοπάτι από το Σόμερσετ μέχρι το Ντόρσετ, έχοντας μαζί τους μόνο τα σακίδιά τους.
Σε όλη τη διάρκεια της διαδρομής των 630 μιλίων η Raynor έγραφε το ημερολόγιο του Μονοπατιού του Αλατιού, το οποίο στο τέλος της περιπέτειάς τους έγινε ένα χειροποίητο «βιβλίο» γραμμένο με μπλε μελάνι και ραμμένο με σχοινί. Μέσα εκεί περιέγραφε με κάθε λεπτομέρεια (ίσως και υπερβολική) όσα είδαν και έζησαν, για να μπορεί ο σύζυγός της –που τον εγκατέλειπε η μνήμη του‒ να ξαναζεί το ταξίδι.
Μόλις είχαμε λάβει μια ειδοποίηση έξωσης από το σπίτι μας, το οποίο μας ανήκε για είκοσι χρόνια. Χάναμε ξαφνικά αυτό, τη δουλειά μας και σχεδόν όλα τα υπάρχοντά μας. Τότε, την ίδια εβδομάδα, ο Μοθ διαγνώστηκε με μια θανατηφόρα αρρώστια. Σ’ εκείνη τη φρικτή στιγμή το να γεμίσουμε ένα σακίδιο με πράγματα και να περπατήσουμε μου φάνηκε η πιο προφανής λύση.
Το «Μονοπάτι του Αλατιού» δεν είναι ένα μυθιστόρημα αλλά μια αληθινή ιστορία δύο αστέγων που περιπλανιούνται στη Βρετανία και σταδιακά αλλάζουν γι’ αυτούς τα πάντα. Προς το χειρότερο αλλά και προς το καλύτερο. Ο Μοθ, που του έδιναν λίγους μήνες ζωής, αρχίζει να βελτιώνεται σε απίστευτο βαθμό και οι δοκιμασίες, ψυχικές και σωματικές, τους οδηγούν «σε αποδοχή της θλίψης και στην αυτογνωσία, μέσα από τη θεραπευτική δύναμη της φύσης».
Το «Μονοπάτι του Αλατιού» είναι ένα νέο είδος ταξιδιωτικού βιβλίου και απομνημονευμάτων μαζί που έκανε μεγάλο ντόρο στη Βρετανία και τη Raynor Winn περιζήτητη συγγραφέα.
«Όταν ήμουν παιδί, σκεφτόμουν συχνά ότι αυτό θα ήθελα να κάνω», λέει, «αλλά η ζωή τα έφερε έτσι που δεν έγραψα τίποτα – μέχρι το “Μονοπάτι του Αλατιού”. Δεν είχα κανένα λογοτεχνικό υπόβαθρο, ούτε λογοτεχνικές διασυνδέσεις πριν δημοσιευτεί, αλλά διάβαζα πολύ, βιβλία για τη φύση, όπως το “Tarka the Otter” του Henry Williamson όταν ήμουν παιδί, τα περισσότερα βιβλία του Τόμας Χάρντι στην εφηβεία μου και μια ετερόκλητη επιλογή από οτιδήποτε έπεφτε στα χέρια μου στην ενήλικη ζωή μου».
Το σκηνικό για τη συνομιλία μας είναι το νέο τους σπίτι στην Κορνουάλη, στη φάρμα που αγόρασαν μετά την επιτυχία του βιβλίου (και αυτού που ακολούθησε, της «Άγριας Σιωπής», επίσης best-seller), ένα υπέροχο γεωργιανό αγροτόσπιτο που μόλις ανακαίνισαν.
— Γιατί θέλατε να μοιραστείτε την ιστορία σας;
Άρχισα να γράφω το «Μονοπάτι του Αλατιού» για τον Μοθ. Όταν σταματήσαμε να περπατάμε, η υγεία του άρχισε να χειροτερεύει πολύ γρήγορα, ειδικά η μνήμη του.
Ήθελα να αποτυπώσω τις αναμνήσεις γι’ αυτόν, ένα ταξίδι που ήταν μια πολύ σημαντική στιγμή στις ζωές μας, να δημιουργήσω ένα βιβλίο που, ανοίγοντας τις σελίδες του, να αισθάνεται ότι είναι στο μονοπάτι μαζί μου, να τον αγγίζει ο άνεμος, να μυρίζει το αλάτι στον αέρα. Ήταν γραμμένο γι’ αυτόν – του έδωσα το χειρόγραφο για τα γενέθλιά του.
— Πώς πήρατε το ρίσκο να ξεκινήστε ένα τόσο μεγάλο ταξίδι, ειδικά με αυτές τις συνθήκες;
Μόλις είχαμε λάβει μια ειδοποίηση έξωσης από το σπίτι μας, το οποίο μας ανήκε για είκοσι χρόνια. Χάναμε ξαφνικά αυτό, τη δουλειά μας και σχεδόν όλα τα υπάρχοντά μας. Τότε, την ίδια εβδομάδα, ο Μοθ διαγνώστηκε με μια θανατηφόρα αρρώστια. Τις τελευταίες στιγμές πριν φύγουμε από το σπίτι, όταν οι δικαστικοί επιμελητές μάς χτυπούσαν την πόρτα και θα μέναμε άστεγοι, κρυβόμασταν κάτω απ’ τη σκάλα. Δεν περιμέναμε ένα θαύμα, θέλαμε μόνο λίγο χρόνο να προετοιμαστούμε πριν κάνουμε τα τελευταία βήματα και βγούμε απ’ την πόρτα, επειδή ξέραμε ότι δεν θα επιστρέφαμε ποτέ στο σπίτι μας.
Τότε πρόσεξα ένα βιβλίο σε ένα κουτί από αυτά που είχαμε πακετάρει ‒ μιλούσε για έναν νεαρό άνδρα που είχε περπατήσει τη δυτική ακτή της Αγγλίας με τον σκύλο του. Σ’ εκείνη τη φρικτή στιγμή το να γεμίσουμε ένα σακίδιο με πράγματα και να περπατήσουμε μου φάνηκε η πιο προφανής λύση.
Έτσι ξεκινήσαμε να περπατάμε το μονοπάτι της νοτιοδυτικής ακτής, που είναι 630 μίλια και ξεκινάει από το Minehead στο Σόμερσετ, έπειτα ακολουθεί την ακτή μέσω Ντέβον, ολόκληρη την Κορνουάλη, το δυτικό Ντέβον και καταλήγει στο Πουλ, στο Ντόρσετ. Είναι ένα πολύ δύσκολο μονοπάτι με ανάβαση ισοδύναμη αυτής στο Έβερεστ επί τέσσερα ‒ μας πήρε πάνω από τέσσερις μήνες να το περπατήσουμε.
Περπατάγαμε σε μια λωρίδα ερημιάς και από τη μια πλευρά είχαμε τον καθημερινό κόσμο και από την άλλη τον απέραντο ορίζοντα της θάλασσας. Ζούσαμε όχι παράπλευρα αλλά ως μέρος του φυσικού κόσμου. Στο ίδιο επίπεδο με τον ασβό που έμπαινε στη σκηνή μας και με τις φώκιες που φώναζαν η μία την άλλη στις σπηλιές από κάτω μας, εκτεθειμένοι στο λιοπύρι ή στις άγριες θύελλες του Ατλαντικού. Όταν ζεις με αυτόν τον τρόπο, καταλαβαίνεις ότι είμαστε μέρος της φύσης, όπως και ο σπουργίτης ή οι θάμνοι, και τόσο ευάλωτοι στις αλλαγές του κλίματος όσο κι εκείνοι.
— Τι σας έμαθε αυτή η σύνδεση με τη φύση;
Περάσαμε μήνες ζώντας στις ερημιές, στις απόκρημνες ακτές, στα δάση και στις παραλίες και κοιμόμασταν κάθε βράδυ σε διαφορετικό μέρος. Αρχίσαμε να περπατάμε σε μια κατάσταση θυμού και πίκρας επειδή είχαμε χάσει το σπίτι μας και με φόβο για το τι μας επιφύλασσε το μέλλον με τη υγεία του Μοθ, ωστόσο, παρότι περνούσαμε όλα αυτά, η ζωή στη φύση ήταν κάτι που μας μεταμόρφωνε, μας άλλαζε εντελώς.
Ενώ περπατούσαμε, η αίσθηση του θυμού που θα μπορούσε να μας διαβρώσει και να ορίσει το μέλλον μας έφυγε και ξαναβρήκαμε την προοπτική και την ελπίδα. Δεν θα είμαστε ποτέ οι ίδιοι, πάντα θα κουβαλάμε αυτό το μονοπάτι μαζί μας.
— Ποια ήταν η πιο μεγάλη δυσκολία που αντιμετωπίσατε στο ταξίδι, κυριολεκτικά και μεταφορικά;
Δεν είχαμε σχεδόν καθόλου λεφτά, έτσι ήμασταν συνεχώς χωρίς φαγητό και πεινασμένοι. Επειδή ήμασταν μονίμως εκτεθειμένοι στα στοιχεία της φύσης, μας έψηνε ο ήλιος και ξεμέναμε από νερό ή κρυώναμε και ήμασταν μουσκίδι από τις καταιγίδες.
Η πιο δύσκολη δοκιμασία που αντιμετωπίσαμε, όμως, ήταν απλώς το να συνεχίζουμε κάθε μέρα. Να βρίσκουμε τη θέληση να κάνουμε το επόμενο βήμα. Ήταν πολύ δύσκολο όταν σκεφτόμασταν ότι είχαμε χάσει τα πάντα και ακόμα πιο δύσκολος ο αγώνας να αποδεχτούμε την αρρώστια του Μοθ.
— Πόσο άλλαξε αυτό που ζήσατε την εντύπωση που είχατε για τους αστέγους;
Πριν χάσω το σπίτι μου, δεν είχα σκεφτεί στ’ αλήθεια πώς είναι να ζεις χωρίς σπίτι. Δεν ήταν κάτι που συναντούσα στην καθημερινή μου ζωή. Έτσι, όταν έμεινα η ίδια άστεγη, σοκαρίστηκα επειδή ανακάλυψα ότι η κοινωνία έχει μεγάλη προκατάληψη για τους αστέγους και τους συμπεριφέρεται λες και είναι απλώς προβληματικά στατιστικά στοιχεία.
Ωστόσο, αυτοί οι άνθρωποι που βλέπεις στον δρόμο έχουν έρθει σε αυτό το σημείο μέσα από το προσωπικό τους ταξίδι στη ζωή και τους αξίζει να τους φέρεσαι όπως θα φερόσουν σε άτομα όπως εσύ κι εγώ. Η εμπειρία μου απέδειξε ότι πολύ εύκολα θα μπορούσαμε να είμαστε εμείς αυτοί οι άνθρωποι.
— Η λέξη «σπίτι» τι σημαίνει για σας τώρα;
Πριν χάσω το σπίτι μου, σπίτι για μένα ήταν οι τοίχοι που με περιέβαλλαν. Αλλά στη διαδρομή κατάλαβα ότι σπίτι μπορεί να είναι πολύ περισσότερα από αυτό. Είναι αυτό που σε κάνει να αισθάνεσαι ασφαλής και προστατευμένος. Για μένα αυτό θα είναι πάντα η οικογένειά μου, είτε ήταν στο μονοπάτι δίπλα μου, είτε εξαπλωμένη στη χώρα, όπως ήταν τα παιδιά μου εκείνη την εποχή.
Αλλά ένιωσα επίσης μια αίσθηση σπιτιού στη σύνδεσή μου με τον φυσικό κόσμο, του οποίου θα είμαι πάντα μέρος και αυτό πλέον δεν μπορεί να αλλάξει.
— Ποιες είναι οι δοκιμασίες που αντιμετωπίζουν οι άστεγοι της υπαίθρου;
Η πιο μεγάλη δοκιμασία γι’ αυτούς είναι η στάση της κοινωνίας. Στις αγροτικές περιοχές που είναι τουριστικές και τα σπίτια έχουν πολύ μεγάλη αξία οι άνθρωποι είναι υπερβολικά επιθετικοί και αμύνονται για την περιοχή τους, έτσι οι άστεγοι μετακινούνται διαρκώς. Η διαθέσιμη βοήθεια, οποιαδήποτε κι αν είναι αυτή, είναι δύσκολο να φτάσει σε αυτούς επειδή ταξιδεύουν σε μεγάλες αποστάσεις, έτσι οι περισσότεροι δεν έχουν καμία βοήθεια.
— Πώς ήταν η κατάσταση της υγείας του Μοθ στο τέλος του ταξιδιού;
Η πάθηση του Μοθ δεν δέχεται θεραπευτική αγωγή, δεν υπάρχει θεραπεία γι’ αυτήν. Η κανονική εξέλιξή της είναι συνεχώς φθίνουσα, η υγεία του και η ικανότητά του να κινείται θα χειροτερεύουν μέχρι το τέλος. Του είχαν πει να μην κουράζεται και να προσέχει τις σκάλες. Με αυτές τις οδηγίες ξεκινήσαμε το ταξίδι στο μονοπάτι της νοτιοδυτικής ακτής. Αλλά απρόσμενα, όσο περπατούσαμε, η υγεία του βελτιωνόταν με τρόπους που μας είχαν πει ότι ήταν αδύνατο να συμβούν. Έπειτα, μόλις σταματήσαμε, άρχισε να χειροτερεύει ξανά.
Τώρα, όποτε η υγεία του αρχίζει να χειροτερεύει, πάμε πάλι μια πολύ μεγάλη βόλτα με τα πόδια! Το πιο δύσκολο μέρος του βιβλίου, όταν το έγραφα, ήταν αυτό, να περιγράψω τη στιγμή που λάβαμε τη διάγνωσή του, ήταν κάτι που μας διέλυσε και κάτι με το οποίο ζούμε ακόμη καθημερινά. Αλλά ήταν και απροσδόκητα καθαρτήριο.
— Έχετε σκεφτεί πώς θα ήταν η ζωή σας αν δεν είχατε ξεκινήσει αυτό το ταξίδι;
Είναι δύσκολο να φανταστώ πώς θα ήταν η ζωή μας χωρίς εκείνο το ταξίδι με τα πόδια. Σίγουρα δεν θα είχαμε ανακαλύψει ότι η υγεία του Μοθ θα μπορούσε να βελτιωθεί από το περπάτημα και θα συνέχιζε να χειροτερεύει, όπως είχαν προβλέψει οι γιατροί. Αν δεν είχαμε κάνει το επόμενο βήμα, θα είχαμε μείνει με την αγωνία και τον φόβο και δεν θα είχαμε έρθει αντιμέτωποι με τη νέα μας ζωή. Αν δεν είχαμε περπατήσει, όπως το κάναμε, οι αρνητικές, καταστροφικές σκέψεις και τα συναισθήματα θα μπορούσαν να μας είχαν καθορίσει και δεν ξέρω πού θα είχαν οδηγήσει.
Το βιβλίο μάς πρόσφερε μια μεγάλη ευκαιρία όχι μόνο να μοιραστούμε την ιστορία μας, αλλά, κάνοντας αυτό, να τονίσουμε και τα δεινά των αστέγων και την τεράστια έκταση του προβλήματος. Αυτό το ταξίδι μάς έμαθε να μην περνάμε τον χρόνο μας κοιτάζοντας προς τα πίσω με θυμό και προς τα μπρος με φόβο, αλλά να ζούμε αυτήν τη στιγμή, τώρα. Είναι το μόνο που έχουμε και, στην ουσία, το μόνο που χρειαζόμαστε.
Μία από τις πιο απρόσμενες αντιδράσεις που είχαμε όταν κυκλοφόρησε το βιβλίο ήταν ότι πάρα πολλοί άνθρωποι που το διάβασαν επέλεξαν να μοιραστούν, με τη σειρά τους, τη δική τους ιστορία. Και κατάλαβα ότι είναι ελάχιστοι αυτοί που δεν έχουν διαλυθεί συναισθηματικά, οικονομικά ή για λόγους υγείας κάποια στιγμή στη ζωή τους.
Τότε όλοι αντιμετωπίζουν το ίδιο ερώτημα, όπως κι εμείς όταν ήμασταν κρυμμένοι κάτω απ’ τη σκάλα και οι δικαστικοί επιμελητές μάς χτυπούσαν την πόρτα: όταν όλα έχουν καταστραφεί, πώς βρίσκεις έναν τρόπο να σταθείς, να συνεχίσεις και να πας παρακάτω;
— Σκοπεύετε να περπατήσετε σε άλλη χώρα; Στην Ελλάδα, για παράδειγμα, όπου το κλίμα είναι όλο τον χρόνο καλύτερο;
Το 2020 είχαμε κλείσει να πάμε στην Κέρκυρα, σκοπεύαμε να κάνουμε το Corfu Trail, τη διαδρομή 180 χιλιομέτρων από τον Νότο προς τον Βορρά, αλλά ήρθε ο Covid με το lockdown και τους περιορισμούς στα ταξίδια και δεν μπορέσαμε να το κάνουμε. Ελπίζουμε να τα καταφέρουμε σύντομα, ίσως του χρόνου – θα είναι πολύ ωραίο να περπατάμε χωρίς βροχή!
— Τι γράφετε τώρα;
Επειδή ήταν δύσκολο να πάμε σε άλλη χώρα, ο Μοθ κι εγώ επιλέξαμε το πιο βόρειο δυτικό σημείο της Βρετανίας και περπατήσαμε από κει μέχρι το σπίτι μας, στη δυτική ακτή, σχεδόν χίλια μίλια. Μόλις ξεκίνησα να γράφω ένα βιβλίο γι’ αυτό το ταξίδι, το οποίο θα κυκλοφορήσει στο Ηνωμένο Βασίλειο τον Σεπτέμβριο το 2022.
Οι φωτογραφίες είναι ευγενική παραχώρηση της συγγραφέως στη LiFO και δεν επιτρέπεται η αναδημοσίευση.