Δύο άντρες συναντιούνται μέσα στη νύχτα. Ο ντίλερ και ο πελάτης, σε χρόνο και τόπο απροσδιόριστο. Ξεκινάνε μια συνομιλία για μια συναλλαγή, όχι με όρους εμπορικούς, και η οποία υποτίθεται ότι αναμένεται να γίνει ανάμεσα τους. Ο ντίλερ καθ’ όλη τη διαλεκτική τους αναμέτρηση είναι εκείνος που επιμένει για αυτήν τη συναλλαγή, που ουσιαστικά θέλει να επιβάλει χωρίς απαραίτητα τη συναίνεση του πελάτη.
Τα πρώτα του λόγια άλλωστε, με τα οποία ξεκινάει και το έργο, είναι: «Αν βαδίζετε έξω, αυτή την ώρα και σ’ αυτό το μέρος, είναι επειδή ποθείτε κάποιο πράγμα που δεν έχετε, κι αυτό το πράγμα εγώ μπορώ να σας το προμηθεύσω».
Από εκείνη τη στιγμή ακολουθεί ένα σκληρό παιχνίδι λεκτικής αντιπαράθεσης μεταξύ των δύο, στην παράδοση των φιλοσοφικών διαλόγων του 18ου αι., το οποίο ωστόσο αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα και διασημότερα κείμενα του σύγχρονου ευρωπαϊκού θεάτρου, το εμβληματικό έργο «Στη μοναξιά των κάμπων με βαμβάκι» του Μπερνάρ-Μαρί Κολτές, ο οποίος υπήρξε η μεγάλη αποκάλυψη της δεκαετίας του ‘80 από τον σκηνοθέτη Πατρίς Σερό και εξακολουθεί να θεωρείται από τους σημαντικότερους Γάλλους θεατρικούς συγγραφείς του μεταπολεμικού θεάτρου.
Συχνά αναφέρονται σε αυτόν ως παρεμφερούς ύφους, αν όχι και ισότιμο, με τους Ζενέ, Καμί και Μπέκετ. Αν και οι παραλληλισμοί αυτοί δεν είναι ακριβείς, μπορεί κανείς να καταλάβει γιατί κάποιοι επιμένουν να επανέρχονται σε αυτούς.
«Το απόλυτο όνειρό μου είναι να γράψω μυθιστορήματα. Το ότι δεν γράφω πια μυθιστορήματα οφείλεται στον απλό λόγο ότι δεν μπορώ να ζήσω απ’ αυτά. Απ’ την άλλη μεριά, αρνούμαι να κάνω ένα οποιοδήποτε επάγγελμα, έστω ένα επάγγελμα παραλογοτεχνικό».
Ο Κολτές ωστόσο έμελλε να πεθάνει από επιπλοκές που σχετίζονται με το AIDS πολύ νωρίς, το 1989, λίγες μέρες μετά τα γενέθλιά του και μόλις 41 χρονών, προσθέτοντας μία ακόμα παράμετρο στον μύθο αυτού του περιπλανώμενου ποιητή-στοχαστή ο οποίος, αφού έζησε και ταξίδεψε σε Αμερική και Αφρική, άφησε παρακαταθήκη ένα όχι μεγάλο σε όγκο αλλά βαθιάς πνευματικότητας έργο για την ανθρώπινη φύση και τα ανυπέρβλητα αδιέξοδά μας.
Γεννημένος στη Μετζ το 1948, γόνος οικογένειας αυστηρών αρχών, με πατέρα στρατιωτικό και μητέρα αφοσιωμένη χριστιανή, φοίτησε σε κολέγιο Ιησουιτών –μέσα στην καρδιά της αραβικής συνοικίας της πόλης του–, πριν «αποδράσει» στην ηλικία των 17 ετών.
Αφού πέρασε ένα σύντομο διάστημα στο Στρασβούργο, βρέθηκε αμέσως μετά στον Καναδά και από εκεί στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η Νέα Υόρκη, όπου εγκαταστάθηκε το 1968, τον μάγεψε, ήταν σαν να ανακάλυπτε έναν άλλο πλανήτη σε σχέση με τη γαλλική επαρχία από όπου είχε ξεκινήσει το μακρύ ταξίδι της ενηλικίωσής του.
Δύο χρόνια μετά, πίσω στο Στρασβούργο, κι ενώ είχε να δει θέατρο από παιδί, παρακολουθεί μια παράσταση της «Μήδειας» με τη σπουδαία Μαρία Καζαρές σε σκηνοθεσία Χόρχε Λαβελί και συγκλονίζεται.
Στρώνεται στο γράψιμο, ένα ενδιαφέρον με το οποίο είχε φλερτάρει ως έφηβος αλλά είχε εγκαταλείψει, και σύντομα ολοκληρώνει το πρώτο του θεατρικό έργο, «Οι πικρίες», βασισμένο στα «Παιδικά Χρόνια» του Μαξίμ Γκόρκι, το οποίο ανεβάζει με τους φίλους του μέσα σε καθεδρικό ναό. Για καλή του τύχη ανάμεσα στο κοινό βρίσκεται και ο Hubert Gignoux, διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου του Στρασβούργου, ο οποίος αμέσως του προτείνει να μπει στη σχολή δραματουργίας και σκηνοθεσίας. Για οκτώ χρόνια γράφει έργα τα οποία σκηνοθετεί ο ίδιος και παίζουν οι συμφοιτητές του. Κάποια μεταδίδονται από το ραδιόφωνο.
Το 1974 σκηνοθετεί στις παράλληλες εκδηλώσεις του Φεστιβάλ της Αβινιόν το «Η νύχτα λίγο πριν τα δάση», έργο-τομή για τη δραματουργία του. Το επόμενο διάστημα ταξιδεύει για την Αφρική. Αργότερα περνάει 6 μήνες στη Γουατεμάλα, εκ των οποίων 2 μήνες σε ένα μικρό χωριό στις όχθες της λίμνης Atitla. Εκεί γράφει το «Αγώνας νέγρου και σκύλων».
Όταν λίγο αργότερα δημοσιεύεται στο περιοδικό «Théâtre ouvert», ο Κολτές παίρνει υποτροφία από το Εθνικό Κέντρο Γραμμάτων, το έργο μεταδίδεται από τον σταθμό France Culture και ανεβαίνει στο La Mama E.T.C. στη Νέα Υόρκη. Η Comédie Française του παραγγέλνει νέο έργο, ενώ διασκευάζει τον «Δεσμό του αίματος» του Άθολ Φούγκαρντ για την Αβινιόν.
Τότε είναι που συναντάει τον Πατρίς Σερό και όλα παίρνουν άλλη τροπή. Ο σπουδαίος σκηνοθέτης ανακαλύπτει τον ιδιοφυή συγγραφέα και δημιουργείται μια χημεία που θα κρατήσει για όσο του απομένει να ζήσει και να γράψει.
Πρώτη τους συνεργασία το «Αγώνας νέγρου και σκύλων» σε ένα ιδανικό ανέβασμα –στη διανομή συμμετείχε και ο Μισέλ Πικολί–, εγκαινιάζοντας την ανάληψη των καθηκόντων του Σερό ως καλλιτεχνικού διευθυντή του Théâtre des Amandiers στη Nanterre της μητροπολιτικής περιφέρειας του Παρισιού.
Ακολουθούν το 1986 η «Δυτική αποβάθρα», πρώτα στο Άμστερνταμ και αμέσως μετά στη Nanterre με την αγαπημένη του Μαρία Καζαρές και το «Ταμπαταμπά» στην Αβινιόν. Το 1987 ανεβαίνει και η περίφημη «Μοναξιά των κάμπων με βαμβάκι» με τεράστια επιτυχία. Στις επόμενες σεζόν ο Σερό αναλαμβάνει ο ίδιος τον ρόλο του ντίλερ.
Το 1988 μεταφράζει για λογαριασμό του Théâtre des Amandiers το «Χειμωνιάτικο παραμύθι» του Σαίξπηρ, που ανεβαίνει σε σκηνοθεσία του σημαντικού Ελβετού σκηνοθέτη Luk Bondy. Παράλληλα ο Σερό ανεβάζει την «Επιστροφή στην έρημο». Το τελευταίο του έργο «Ρομπέρτο Τσούκο», εμπνευσμένο από την περίπτωση του σίριαλ κίλερ που σκότωσε τη μητέρα του και τον πατέρα του πριν ξεπαστρέψει άλλους τόσους και αυτοκτονήσει, δεν πρόλαβε να το δει στη σκηνή. Ανέβηκε από τον Πέτερ Στάιν στη Σάουμπινε το 1990.
Το 1984 είχε δημοσιεύσει και το μυθιστόρημα «Η φυγή με άλογο πολύ μακριά μες στην πόλη», γραμμένο το 1976. Είχε πει σε συνέντευξη σχετικά με αυτό: «Το απόλυτο όνειρό μου είναι να γράψω μυθιστορήματα. Το ότι δεν γράφω πια μυθιστορήματα οφείλεται στον απλό λόγο ότι δεν μπορώ να ζήσω απ’ αυτά. Απ’ την άλλη μεριά, αρνούμαι να κάνω ένα οποιοδήποτε επάγγελμα, έστω ένα επάγγελμα παραλογοτεχνικό. Γράφω... και νιώθω καλά όταν γράφω, έστω κι αν αυτό είναι σκληρό, έστω κι αν είναι καταναγκαστικό. Απορρέουν απ’ αυτό μεγάλες στιγμές απόλαυσης». Ο Σερό είπε για εκείνον μετά τον θάνατό του: «Ήταν ένας μετεωρίτης που διέσχισε βίαια τον ουρανό μας, μέσα σε μεγάλη εσωτερική μοναξιά και με απίστευτη δύναμη».
Έχοντας ομολογήσει σε συνέντευξή του στη Veronique Hotte ότι είχε μια προτίμηση για το βράδυ και τη νύχτα, «όπου όλα είναι πιο όμορφα γιατί τότε αναμφίβολα είναι πιο δυσδιάκριτο αυτό που βλέπουμε», εξηγεί σε σχέση πάντα με το «Στη μοναξιά των κάμπων με βαμβάκι» ότι η αντιμετώπιση των ανθρώπινων σχέσεων με «εμπορικούς» όρους του φαίνεται πως είναι πιο κοντά στην πραγματικότητα.
Ωστόσο αυτό που παρακολουθούμε ουδεμία σχέση έχει με αγοραπωλησία. Άλλωστε ποτέ δεν μαθαίνουμε το αντικείμενο της συναλλαγής, αντιθέτως βλέπουμε να διεξάγεται στη σκηνή μια μονομαχία αντιπαράθεσης απόψεων, μια υποδόρια πάλη επικράτησης του ενός επάνω στον άλλον, όχι μεταξύ σωμάτων αλλά επιβολής του νου και της λογικής. Μια βία που αν και δεν εξωτερικεύεται ποτέ γίνεται απολύτως αισθητή στον θεατή της θεατρικής σύμβασης μεταξύ των δύο χαρακτήρων.
Στην Ελλάδα το έργο ανέβηκε πρώτη φορά το 1995, στο «Θέατρο του Νότου» (Αμόρε), σε μετάφραση Δημήτρη Δημητριάδη και σκηνοθεσία Ρούλας Πατεράκη, με τους Μιχαήλ Μαρμαρινό στον ρόλο του ντίλερ και Ακύλλα Καραζήση σε εκείνον του πελάτη.
Η Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση φέρνει την παράσταση που σκηνοθέτησε ο 37χρονος Ρώσος σκηνοθέτης Τιμοφέι Κουλιάμπιν, ένας από τους σημαντικότερους όχι μόνο της ρωσικής αλλά και της ευρωπαϊκής πρωτοπορίας, καλλιτεχνικός διευθυντής του Θεάτρου Red Torch στο Νοβοσιμπίρσκ από το 2015, ο οποίος έχει ξεχωρίσει για τη ριζοσπαστική ματιά του πάνω σε κλασικούς συγγραφείς.
Στο αθηναϊκό κοινό είναι γνωστός από το καλοκαίρι του 2018, όταν το Φεστιβάλ Αθηνών παρουσίασε σε δική του σκηνοθεσία τις «Τρεις αδερφές» του Τσέχοφ στη νοηματική γλώσσα, παράσταση για την οποία ο Κουλιάμπιν απέσπασε το εθνικό βραβείο θεάτρου της Ρωσίας, τη Χρυσή Μάσκα Σκηνοθεσίας.
Ωστόσο, η δημόσια κριτική που άσκησε κατά της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία τον υποχρέωσε να εγκαταλείψει την πατρίδα του και να αναζητήσει καταφύγιο στην Ευρώπη.
Για το έργο του Κολτές έχει πει: «Υπάρχουν δύο ηθοποιοί στην παράστασή μας, μα μόνο ένας χαρακτήρας. Θα περάσουμε τον περισσότερο χρόνο στο υποσυνείδητο, στους εφιάλτες ενός ατόμου που δεν θα εμφανιστεί ποτέ στη σκηνή. Αντίθετα, θα δούμε δύο φιγούρες να αντιμάχονται σ’ έναν τεταμένο, συναισθηματικό και περίπλοκο διάλογο. Είναι ο διάλογος ενός ατόμου με τις δικές του κρυφές επιθυμίες και φόβους… Είναι η ιστορία της ανθρώπινης πολυπλοκότητας, η οποία είναι κάτι ανεπιθύμητο, ακατάλληλο, σχεδόν άσεμνο. Αυτός ο κόσμος δημιουργεί εσωτερική διχόνοια, δυσαρμονία που σκοτώνει το άτομο από μέσα σαν κάποια θανατηφόρα ασθένεια».
Χάρη στη Στέγη η Αθήνα γίνεται ο πρώτος σταθμός της διεθνούς περιοδείας της παράστασης, η οποία έκανε πρεμιέρα στο Dailes teātris στη Ρίγα της Λετονίας στις 28-31 Μαΐου 2022. Hi-tech κάμερες παρακολουθούν διαρκώς τους ήρωες του έργου, αποκαλύπτοντας σταδιακά τι είναι εκείνο που κρύβεται πίσω από τις λέξεις και τις υπεκφυγές τους: μια παλιά υπόθεση παιδοφιλίας. «Κάνουμε μια παράσταση για έναν σκοτεινό πόθο, αξιόποινο και αναγνωρίσιμο ως έγκλημα σε κάθε κοινωνία σύμφωνα με τον νόμο» δηλώνει ο σκηνοθέτης.
Στη σκηνή συναντιούνται ο Τζον Μάλκοβιτς και η Ινγκεμπόργκα Νταπκουνάιτε, οι οποίοι εναλλάσσονται στους ρόλους του πελάτη και του ντίλερ. Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Μάλκοβιτς συμπρωταγωνιστεί με τη διακεκριμένη Λιθουανή ηθοποιό (πρωταγωνίστρια στις ταινίες «Ψεύτης ήλιος» του Νικίτα Μιχάλκοφ, «Κάτια Ισμαΐλοβα» του Βαλερί Τοντορόφσκι, «Επτά χρόνια στο Θιβέτ» του Ζαν Ζακ Ανό, «Mission: Impossible» του Μπράιαν Ντε Πάλμα) θα λέγαμε μάλιστα πως αποτελούν καλλιτεχνικό ζευγάρι, έχοντας τουλάχιστον δέκα συνεργασίες στο θέατρο και το σινεμά. Σταθμός στην κοινή τους πορεία θεωρείται το μιούζικαλ «The Giacomo Variations» (που στη συνέχεια μεταφέρθηκε και στο σινεμά, σε σκηνοθεσία Michael Sturminger), αλλά και η ρωσική ταινία «About Love».
Ο αγαπημένος Αμερικανός ηθοποιός, ο οποίος μας έρχεται λίγο πριν κλείσει τα 70 του και εμφανίζεται για πρώτη φορά στη Στέγη, έχει μακρύ παρελθόν στο θέατρο. Παιδί της σκηνής του Σικάγου και της Νέας Υόρκης –προτού τον απορροφήσει το Χόλιγουντ σε μερικούς από τους πλέον δαιμόνιους ρόλους «κακών» των ‘80s και των ‘90s– επανέρχεται επιλεκτικά στο θέατρο, τόσο ως σκηνοθέτης όσο και ως ηθοποιός. Με την πρώτη του ιδιότητα έχει τιμηθεί με το βραβείο Molière (Γαλλία) και με το βραβείο Milton Schulman (Ηνωμένο Βασίλειο).
Τρία αποσπάσματα από συνεντεύξεις του Μπερνάρ-Μαρί Κολτές
«Το "Στη μοναξιά των κάμπων με βαμβάκι" είναι μία ιστορία με δύο πρόσωπα, μία συνομιλία, ένας διάλογος στο ύφος του δεκάτου ογδόου αιώνα [….] Υπάρχει ένας τραγουδιστής των μπλουζ αδιατάραχτα ευγενής, γλυκός, ένας απ’ αυτούς τους τύπους που δεν εκνευρίζονται ποτέ, δεν διεκδικούν ποτέ. Τους βρίσκω πολύ γοητευτικούς. Ο άλλος είναι ένας σπαραγμένος επιθετικός, ένας πανκ του East Side, απρόβλεπτος, κάποιος που εμένα μου προκαλεί τρόμο. Ανταμώνουν, ο καθένας περιμένει μάταια κάποιο πράγμα απ’ τον άλλον. Καταλήγουν ν’ αρπαχτούν στο ξύλο, πρόκειται όμως για μια αστεία ιστορία».
— Εφημ. Le Monde, Ιούνιος 1986
«Δεν συμφωνώ όταν με κατηγορούν πως περιγράφω έναν χώρο ρυπαρό. Τι σόι πράγμα είν’ αυτός ο χώρος; Μια έννοια που έχει την αξία της στην περιοχή της πολιτικής, της κοινωνιολογίας, αλλά που δεν έχει τίποτα το συγκεκριμένο. Ο προσωπικός μου χώρος ξεκινάει από τη δική μου πολυκατοικία και φτάνει ως την πολυκατοικία των μεταναστών. Τα πρόσωπά μου είναι χαμένοι μικροαστοί, όχι άνθρωποι ρυπαροί. Δεν είναι ξεριζωμένοι. Οι ρίζες είναι κάτι που δεν υπάρχει».
— Εφημ. Le Monde, Ιούνιος 1986
«Όσο για τον κυνισμό, αυτός είναι κάτι για τον οποίο δεν μου είναι δυσάρεστο να μιλώ. Είμαστε όλοι πολύ κυνικοί. Δεν υπάρχει απόλυτη καλοσύνη, εκτός μόνο στους καλόγερους και στους ασκητές. Ίσως αυτή να είναι η μόνη λύση στη ζωή, και οι καλόγεροι θα μπορούσαν να είναι οι αληθινοί περιθωριακοί. Οι σχέσεις των ανθρώπων είναι κυνικές, και σφραγισμένες με τρυφερότητα: αυτό είναι που περιπλέκει τα πάντα και συγχρόνως επιτρέπει να έχει κανείς θέματα για να γράφει μια ολόκληρη ζωή».
— Περ. Théâtre Public, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1988
Για το κείμενο χρησιμοποιήθηκαν πληροφορίες από το βιβλίο «Στη μοναξιά των κάμπων με βαμβάκι» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άγρα.