Τι μας διδάσκουν οι πανδημίες του παρελθόντος για τον Covid-19; Πώς αντέδρασε τότε η ανθρωπότητα και πώς τώρα; Πώς αντιμετωπίζεις τη γενικευμένη καχυποψία, τη συνωμοσιολογία και τη φημολογία; Τι διδάγματα μπορούμε να αντλήσουμε από την Iστορία ή από άλλες κοινότητες στον αγώνα κατά της πανδημίας; Τι αλλαγές φέρνει αυτή στην καθημερινότητά μας;
Καθηγητής Kοινωνικών και Φυσικών Επιστημών στο Γέιλ και συνδιευθυντής του Ινστιτούτου Επιστήμης Δικτύων του ομώνυμου πανεπιστημιακού ιδρύματος, ο κρητικής καταγωγής Ελληνοαμερικανός ερευνητής και συγγραφέας θεωρείται ένας από τους κορυφαίους σύγχρονους διανοητές. Στο τελευταίο του βιβλίο, που κυκλοφορεί αυτές τις μέρες στα ελληνικά με τίτλο «Το βέλος του Απόλλωνα» (εκδόσεις Κάκτος), πραγματεύεται, όπως αναφέρει και ο υπότιτλος, «τις βαθιές και μακροχρόνιες επιπτώσεις της πρόσφατης πανδημίας στον τρόπο που ζούμε», επιχειρώντας να απαντήσει σε μια σειρά από καίρια ερωτήματα, όπως τα παραπάνω.
Αυτή ήταν και η αφορμή για την παρούσα συνέντευξη, που «ξεκίνησε« από την Ομήρου «Ιλιάδα», αγαπημένο του ανάγνωσμα και πηγή έμπνευσης για το τελευταίο του πόνημα, συνέχισε εστιάζοντας στη σοβαρότητα της παρούσας πανδημίας και στη σύγκρισή της με άλλες του παρελθόντος, πέρασε στις προσωπικές και κοινωνικές επιπτώσεις της, στην αδιαφορία ή την ολιγωρία που επέδειξαν πολιτικοί και κυβερνήσεις και στο (διαχρονικό, τελικά) φαινόμενο των αρνητών και των συνωμοσιολόγων, για να καταλήξει στις ελπίδες που δίνει μια ενδεχόμενη πολιτική αλλαγή στις ΗΠΑ, μεταξύ άλλων και ως προς την αναχαίτιση της πανδημίας και των συνεπειών της.
Ο Νικόλας Χρηστάκης, ο οποίος μελετά συστηματικά τον τελευταίο χρόνο τη μετάδοση του κορωνοϊού –η ελληνική κυβέρνηση είχε ζητήσει και τη δική του γνώμη προτού προχωρήσει στην πρώτη καραντίνα–, επιμένει ότι «αν θες να αντιμετωπίσεις αποτελεσματικά μια τέτοια υγειονομική απειλή, χρειάζεσαι σοβαρές και διορατικές ηγεσίες που να εμπνέουν εμπιστοσύνη στους πολίτες τους». Υπογραμμίζει ότι «κανείς ιός δεν δίνει δεκάρα για την κοινωνική, την εθνική ή τη φυλετική μας προέλευση, το επάγγελμα, τις ιδεολογικές και θρησκευτικές πεποιθήσεις ή τις ερωτικές μας προτιμήσεις» και επισημαίνει, αναφερόμενος στους λογής αρνητές, ότι αφενός πρόκειται για διαχρονικό φαινόμενο, όπως και οι πανδημίες, αφετέρου «δεν έχουμε πάψει ως είδος να παρασυρόμαστε από λογής προκαταλήψεις και δεισιδαιμονίες, παρ' όλη την τεχνολογική μας εξέλιξη».
Αυτό που κάνει τόσο ο συγκεκριμένος ιός όσο και άλλοι παρεμφερείς είναι να εκμεταλλεύεται τις πλέον μύχιες συμπεριφορές και συνήθειές μας. «Αντιλαμβάνεται» την έμφυτη ανάγκη μας να ερχόμαστε σε άμεση επαφή, να αγγιζόμαστε, να ζούμε μαζί, να κοινωνικοποιούμαστε εν γένει και τις χρησιμοποιεί για τη δική του επώαση, αναπαραγωγή και εξάπλωση.
Θεωρεί πως η στροφή στην τηλεργασία και η «επιστροφή» στην οικιακή οικονομία θα είναι από τις σημαντικότερες επιπτώσεις της πανδημίας και ότι πιθανότατα θα παραμείνουν ζητούμενα ακόμα και όταν εκτονωθεί, με όλες τις θετικές και αρνητικές επιπτώσεις που μπορεί να έχει αυτό, ειδικά για το γυναικείο φύλο. Βρίσκει εξοργιστικό το να υποχρεώνονται τόσοι άνθρωποι «να πεθαίνουν μόνοι τους, απομονωμένοι ακόμα και από τους κοντινότερους συγγενείς τους», κάτι που γίνεται, λέει, ακόμα πιο εξοργιστικό, καθώς θα μπορούσαν να είχαν σωθεί αν υπήρχε πρόνοια και παίρνονταν έγκαιρα τα δέοντα μέτρα. Σημειώνει, τέλος, ότι «μια επιτυχημένη αντεπίθεση στον ιό προϋποθέτει να θέσουμε προσωρινά σε αναστολή τις μύχιες αυτές ανάγκες, συμπεριφορές και επιθυμίες μας... Είμαστε είδος ιδιαίτερα εφευρετικό, θα μηχανευτούμε άλλους τρόπους να υπάρχουμε και να συνυπάρχουμε, ώσπου να περάσει το κακό».
— Βρίσκω ενδιαφέρον το ότι αντλήσατε έμπνευση από τη μυθολογία και συγκεκριμένα από την «Ιλιάδα» για να συγγράψετε ένα επιστημονικό βιβλίο.
Καταρχάς, να πω ότι η «Ιλιάδα» τυγχάνει το αγαπημένο μου έργο της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, το ξαναδιαβάζω κάθε τόσο και ανατρέχω συχνά σε αυτό. Νεότερος προτιμούσα την «Οδύσσεια», νομίζω όμως ότι αυτό συμβαίνει επειδή είναι περισσότερο μια ιστορία για παιδιά ‒ η «Ιλιάδα» ταιριάζει καλύτερα σε ώριμους ενήλικες. Μικρός, ξέρετε, πίστευα ότι κεντρικός ήρωας της «Ιλιάδας» είναι ο Αχιλλέας, συμβαίνει όμως το αντίθετο: Πραγματικός της ήρωας, και μάλιστα κρατώντας το ανθρώπινο μέτρο, είναι ο Έκτορας, ο μεγάλος του αντίπαλος. Ένα άλλο πολύ ενδιαφέρον στοιχείο, που σχετίζεται άμεσα και με το θέμα που πραγματεύομαι, είναι ότι το έπος της «Ιλιάδας» ξεκινά με έναν λοιμό, μια επιδημία που αποδεκατίζει το ελληνικό στράτευμα εν είδει θείας τιμωρίας, επειδή ο Αγαμέμνονας απέπεμψε τον ιερέα του Απόλλωνα, Χρύση, αρνούμενος να ακούσει τις ικεσίες του να απελευθερώσει την αιχμάλωτη θυγατέρα του, τη Χρυσηίδα. Οργισμένος τότε ο θεός εκτοξεύει το φαρμακερό του βέλος στον ναύσταθμο των Αχαιών – πρώτα αρρωσταίνουν και να πεθαίνουν τα σκυλιά, ύστερα τα άλογα και στη συνέχεια οι άνθρωποι... Είναι, βέβαια, καταγεγραμμένο και ιστορικά ότι πολλές εκστρατείες, πολιορκίες και πόλεμοι σημαδεύτηκαν από έξαρση μολυσματικών ασθενειών που σε ουκ ολίγες περιπτώσεις προκάλεσαν περισσότερα θύματα από τις μάχες καθαυτές. Τα αρχαία κείμενα εξακολουθούν να αποτελούν αστείρευτη πηγή γνώσης και έμπνευσης – σε ένα άλλο κεφάλαιο αναφέρομαι στον Προμηθέα, που «κλέβει» τη γνώση των θεών για χάρη των ανθρώπων.
— Θα μπορούσε κάποιος να συγκρίνει μεγάλες πανδημίες του παρελθόντος, όπως αυτή της βουβωνικής πανώλης ή της ισπανικής γρίπης, με την τωρινή;
Αρχικά, να πούμε ότι είμαστε πολύ τυχεροί που ο Covid-19 δεν είναι, αναλογικά, τόσο θανατηφόρος όσο άλλες πανδημίες που εξολόθρευαν ολόκληρους πληθυσμούς μέσα σε λίγους μήνες. Ναι, τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι πολύ χειρότερα, ο κορωνοϊός αυτός σκοτώνει μόλις περί το 1% όσων προσβάλλει...
— Αυτή χαμηλή εν γένει θνησιμότητά του είναι που κάνει πολλούς να ισχυρίζονται ότι δεν είναι δα και τόσο επικίνδυνη αρρώστια, ότι όλα αυτά είναι υπερβολές κ.λπ.
Ούτε αυτό είναι αλήθεια. Οι επιπόλαιες, «τσαπατσούλικες» αυτές αντιδράσεις οφείλονται στο γεγονός ότι ο ιός αυτός είναι μεν αρκετά θανατηφόρος για να προκαλέσει πρόβλημα στις διαπροσωπικές επαφές και στην όλη λειτουργία μιας κοινωνίας αλλά όχι τόσο ώστε να ενσταλάξει στους ανθρώπους τον «φόβο του θεού», που λέμε. Αν έφτανε να σκοτώνει τους μισούς, ας πούμε, απ' όσους προσβάλλει, όπως θεωρητικά θα μπορούσε να κάνει κάποια μετάλλαξή του, θα πειθόμασταν ευκολότερα και οι πλέον δύσπιστοι για τη σοβαρότητα της κατάστασης. Όμως το ζήτημα είναι να μη χρειαστεί να αντιμετωπίσουμε κάτι τέτοιο για να κάνουμε αυτό που πρέπει.
— Το πιο κοντινό σε πανδημία που ζήσαμε τις τελευταίες δεκαετίες ήταν η λοίμωξη HIV, που, παρότι δεν είχε ανάλογη διάδοση με τον Covid-19, επέδρασε καταλυτικά σε ήθη και συμπεριφορές.
Ναι, αναφέρομαι και στη λοίμωξη HIV στο βιβλίο. Παρότι διαφορετικής τάξεως, θα θυμάστε ότι και τότε υπήρξαν φαινόμενα άρνησης και συνωμοσιολογίας. Υπήρχε επίσης, όπως και τώρα, η τάση να στοχοποιούνται συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες ως υπεύθυνες για τη διάδοσή της (τότε ήταν οι άνδρες ομοφυλόφιλοι, οι χρήστες ενδοφλέβιων ουσιών, οι εργαζόμενες/-οι στο σεξ, οι Αϊτινοί, οι Αφρικανοί) και βεβαίως επιπτώσεις σε προσωπικό και κοινωνικό επίπεδο, σαν αυτές που αναφέρατε. Στη βουβωνική πανώλη, το Μεσαίωνα, είχαν στοχοποιηθεί αντίστοιχα οι Εβραίοι, οι ξένοι γενικότερα, οι «αιρετικοί» επίσης. Στις ΗΠΑ, με τον κορωνοϊό, στο στόχαστρο ως «υγειονομική βόμβα» μπήκαν η κινέζικη κοινότητα και οι Κινέζοι εν γένει, όπως δυστυχώς νομίζω ότι συμβαίνει στην Ελλάδα με τους πρόσφυγες και τους μετανάστες. Αλλά τι τα θέλετε, πάντοτε οι άνθρωποι συνηθίζουμε να κατηγορούμε κάποιον άλλο για ό,τι μας συμβαίνει! Φυσικά, η αλήθεια είναι ότι κανένας ιός δεν «αξιολογεί» τα υποψήφια θύματά του, ότι δεν δίνει δεκάρα για την κοινωνική, την εθνική ή τη φυλετική μας προέλευση, το επάγγελμα, τις ιδεολογικές και θρησκευτικές πεποιθήσεις ή τις ερωτικές μας προτιμήσεις.
— Ποιες θα λέγαμε ότι είναι οι σημαντικότερες κοινωνικές επιπτώσεις της τρέχουσας πανδημίας;
Θα σταθώ στην άνθηση που γνωρίζει η τηλεργασία. Το ότι εκατομμύρια άνθρωποι εργάζονται πλέον από το σπίτι τους σηματοδοτεί μια τεράστια αλλαγή, η οποία βεβαίως έχει τις θετικές της πλευρές –ποιος δεν θα προτιμούσε να δουλεύει από την άνεση του σπιτιού του;‒, έχει όμως κι άλλες, που δεν έχουν εκτιμηθεί ακόμα δεόντως, όπως το πώς θα επιδράσει η νέα αυτή πραγματικότητα στα εργασιακά, συν το γεγονός ότι δεν διαθέτουν όλοι ένα άνετο σπίτι ή μια δουλειά που να μπορεί να γίνει από κει. Βλέπω, εντούτοις, να επιστρέφουμε στην εποχή που όλη η οικογένεια ζούσε σε ένα σπίτι, από τον παππού μέχρι τον εγγονό, και όλοι συνεργάζονταν για τα προς το ζην, όπως σε ένα εργοστάσιο – τα πάντα σχεδόν τα φτιάχνανε μόνοι τους, από το φαγητό μέχρι τα ρούχα που φορούσαν, η οικιακή οικονομία ήταν η βάση της κοινωνικής οργάνωσης. Θα χρειαστεί να μάθουμε όλοι να κάνουμε από μόνοι μας κάποια μαστορέματα. Ο φόβος της πανδημίας και τα έκτακτα μέτρα ανά περιοχές σημαίνουν ότι δεν θα είναι εύκολο ανά πάσα στιγμή να φωνάξουμε έναν υδραυλικό π.χ., και επειδή δεν θα διαθέτουμε τα χρήματα για την αμοιβή του, καθώς μπορεί να έχουμε μείνει άνεργοι ή να δυσκόλεψαν πολύ τα επαγγελματικά μας. Σε κάποιες περιπτώσεις, μάλιστα, σε περιοχές όπου υπάρχει έξαρση κρουσμάτων, τα παιδιά μπορεί να διδάσκονται κατ' οίκον επί μακρόν, όπως τα παλιά χρόνια, χωρίς να πηγαίνουν στο σχολείο. Ήδη στην Αμερική ζούμε τέτοιες καταστάσεις, κάποιες από τις οποίες εκτιμώ ότι θα διατηρηθούν σε μεγάλο βαθμό και μετά το τέλος της πανδημίας. Μια άλλη μεταβολή θα μπορούσε να είναι το ότι εφόσον πλέον και οι δύο σύζυγοι εργάζονται από το σπίτι, αναγκαστικά θα μοιράζονται τη φροντίδα των παιδιών, όπως και τις οικιακές δουλειές, αν δεν το κάνουν ήδη. Διαπιστώνουμε όμως να συμβαίνει μάλλον το αντίθετο, οι γυναίκες να καταλήγουν να μένουν στο σπίτι για να φροντίσουν και να «διαβάσουν» τα παιδιά, επειδή έτσι κι αλλιώς δεν αμείβονταν ικανοποιητικά στην αγορά εργασίας, λόγω των υφιστάμενων μισθολογικών ανισοτήτων, εκτός του ότι η μητρότητα αντιμετωπίζεται ως μειονέκτημα. Αν γενικευτεί αυτό, λοιπόν, υπάρχει ο κίνδυνος ενός μεγάλου πισωγυρίσματος στο θέμα της έμφυλης ισότητας, της ακύρωσης όλων των γυναικείων εργασιακών κατακτήσεων των τελευταίων δεκαετιών με τον εκ νέου περιορισμό εκατομμυρίων γυναικών στην οικιακή σφαίρα.
— Ένα άλλο ζήτημα είναι ότι πολλοί άνθρωποι δεν εμπιστεύονται πλέον –και όχι πάντα άδικα, θα έλεγα‒ τους επιστήμονες, τους πολιτικούς και τις κυβερνήσεις γενικότερα, με αποτέλεσμα να δυσπιστούν σε κάθε επίσημη ανακοίνωση. Μια δυσπιστία που πολλαπλασιάζεται μέσω του Ίντερνετ και των social media, δημιουργώντας ρεύμα.
Είναι αλήθεια ότι η φημολογία, η ελλιπής πληροφόρηση και η παραπληροφόρηση έχουν γιγαντωθεί στις μέρες μας. Πρόκειται, εντούτοις, για φαινόμενα που έχουν παρατηρηθεί ιστορικά και σε άλλες πανδημίες. Επιπλέον, ως είδος δεν έχουμε πάψει να παρασυρόμαστε από λογής προκαταλήψεις και δεισιδαιμονίες, παρ' όλη την τεχνολογική μας εξέλιξη. Υπάρχει ένα κομμάτι στη φύση μας που παραμένει «πρωτόγονο», όπως η τάση να αποδίδουμε σε κάποια εξώτερη δύναμη οτιδήποτε δυσκολευόμαστε ή απλώς αρνούμαστε να εξηγήσουμε ορθολογικά.
— Ζείτε στην ισχυρότερη χώρα του κόσμου, η οποία όμως δεν κατόρθωσε να αναχαιτίσει έγκαιρα την πανδημία, παρότι είχε το περιθώριο.
Είναι γεγονός ότι η ανταπόκριση των ΗΠΑ στην πανδημία υπήρξε και παραμένει πολύ αμφιλεγόμενη και σίγουρα πολύ «λίγη». Υπάρχει, βλέπετε, μεγάλη κρίση εμπιστοσύνης, κρίση ηγεσίας επίσης. Έχουμε μερικούς από τους καλύτερους επιδημιολόγους στον κόσμο. Τόσο αυτοί όσο και το Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας (NSA), αλλά και η CIA, όλοι τους προειδοποιούσαν ήδη από τον περασμένο Δεκέμβριο την προεδρία για την επερχόμενη υγειονομική κρίση. Ο Ντόναλντ Τραμπ προτίμησε, εντούτοις, να τους αγνοήσει όλους επιδεικτικά. Δεν ήταν, όμως, μόνο εκείνος. Είδαμε ότι οι ηγέτες κι άλλων ισχυρών χωρών, που θεωρούνται κατά τεκμήριο σοβαρότεροι, π.χ. σε Βρετανία, Ιταλία, Ισπανία κ.λπ., αποδείχτηκαν κατώτεροι των περιστάσεων. Στην Ελλάδα, πάλι, είχατε την «τύχη» να βρίσκεστε δίπλα στην Ιταλία και το μεγάλο κακό που είδαμε να συμβαίνει εκεί συνέβαλε, νομίζω, αποφασιστικά στην έγκαιρη λήψη μέτρων αλλά και στην ευαισθητοποίηση του κόσμου. Χρειάζεται, όμως, προσοχή και επαγρύπνηση, καθώς και αναβάθμιση των υποδομών υγείας, γιατί η πανδημία δεν έχει τελειώσει –είμαστε ήδη στο δεύτερο κύμα, δεν αποκλείεται να έχουμε και τρίτο– και η αλαζονεία είναι κακός σύμβουλος, όπως άλλωστε ήταν και η ύβρις των αρχαίων. Στην Ελλάδα μας αρέσει να νομίζουμε ότι ως λαός είμαστε πιο ξύπνιοι από τους γείτονές μας, ευκαιρία λοιπόν να το αποδείξουμε έμπρακτα, και μάλιστα σε βάθος χρόνου!
— Μαζί με την πανδημία βλέπουμε να εξαπλώνονται και οι αρνητές της, καθώς ένα υπολογίσιμο ποσοστό του παγκόσμιου πληθυσμού φέρεται να αρνείται είτε την ύπαρξη είτε την επικινδυνότητά της.
Έτσι ακριβώς συμβαίνει, βλέπουμε μάλιστα πολιτικούς που θέλουν να εκμεταλλευτούν την κατάσταση και, «ακολουθώντας το ρεύμα», είτε να αρνούνται την πραγματικότητα είτε να την ερμηνεύουν ψευδώς, προκειμένου να γίνουν αρεστοί σε μεγάλες μάζες ψηφοφόρων. Ούτε οι διάφοροι αρνητές και συνωμοσιολόγοι είναι σύγχρονο φαινόμενο, υπήρξαν τέτοιοι και στο παρελθόν, όπως στην επιδημία της βουβωνικής πανώλης τον Μεσαίωνα. Αλλά, αν θες να αντιμετωπίσεις αποτελεσματικά μια τέτοια υγειονομική απειλή, που σημαίνει να μη φοβάσαι να κοιτάξεις την αλήθεια κατάματα, χρειάζεσαι σοβαρές και διορατικές ηγεσίες που να εμπνέουν εμπιστοσύνη στους πολίτες τους. Χρειάζεται, επίσης, να συνειδητοποιήσουμε ότι οι πανδημίες είναι μια πραγματικότητα που μας συντροφεύει περιοδικά εδώ και χιλιάδες χρόνια, δεν είναι λοιπόν κάτι παράδοξο, αλλότριο ή «ύποπτο». Όπως γράφω και στο βιβλίο, το εξοργιστικό είναι ότι τόσοι άνθρωποι υποχρεώνονται να πεθάνουν μόνοι τους, απομονωμένοι ακόμα και από τους κοντινότερους συγγενείς τους, κάτι που γίνεται ακόμα πιο εξοργιστικό, καθώς θα μπορούσαν να είχαν σωθεί αν παίρνονταν εγκαίρως τα δέοντα μέτρα και υπήρχε πρόνοια για ένα κακό που ξέρουμε ότι χτυπά την πόρτα μας με διαφορετικές μορφές περίπου κάθε εκατό χρόνια. Δυστυχώς, η συλλογική μνήμη ατονεί όταν εκλείπουν τα βιώματα που την τροφοδοτούν. Για παράδειγμα, ο πατέρας μου ζει ακόμα στην Κρήτη και μπορεί να σας πει με κάθε λεπτομέρεια για τις βαρβαρότητες των ναζί στον πόλεμο. Για νεότερους ανθρώπους, όμως, αυτές οι μνήμες είναι εντελώς κινηματογραφικές, δεν μπορούν καν να συνειδητοποιήσουν τι πραγματικά σημαίνει πόλεμος, πώς είναι να ζεις σε μια κατεχόμενη χώρα. Και δεν έχει συμπληρωθεί ούτε ένας αιώνας από τον Β' Παγκόσμιο. Κάτι ανάλογο συμβαίνει τώρα και με τον κορωνοϊό, δύσκολα θα βρεις ακόμα και υπέργηρους που να έχουν κάποιες αμυδρές αναμνήσεις από την ισπανική γρίπη του 1918, τη σοβαρότερη πανδημία του 20ού αιώνα.
— Έστω ότι ο Τραμπ, που ανήκει αυτοδικαίως στην κατηγορία των πολιτικών που προαναφέρατε, χάνει τις εκλογές (και ότι το αποδέχεται). Θα αντιμετωπίσει, άραγε, ο Μπάιντεν, ως Πρόεδρος, πιο αποτελεσματικά την πανδημία και τις συνέπειές της;
Αναμφίβολα. Οι Δημοκρατικοί έχουν προαναγγείλει σαφώς καλύτερες πολιτικές απέναντι στην πανδημία και σίγουρα πιο ορθολογικές. Τουλάχιστον, δεν νομίζω ότι θα ξαναζήσουμε όλο αυτό το όργιο παραπληροφόρησης και αναξιοπιστίας από την πλέον επίσημη πηγή ενημέρωσης που είναι ο Λευκός Οίκος. Διότι, όσο κι αν αντιμετωπίζουμε μια πρωτόγνωρη κατάσταση, οι ευθύνες του νυν Προέδρου παραμένουν τεράστιες. Το ότι αν τα μικρόβια και οι ιοί αφεθούν ανεξέλεγκτα η διασπορά τους αυξάνεται γεωμετρικά είναι στοιχειώδης μαθηματική γνώση. Όταν, λοιπόν, ένας ειδικός σού επισημαίνει ότι είμαστε σε μια εκθετική καμπύλη, ότι τα δέκα π.χ. κρούσματα μπορούν πολύ εύκολα να πολλαπλασιαστούν, κι εσύ, κοιτώντας έξω στον δρόμο, λες «μα εγώ δεν βλέπω καμιά τέτοια καμπύλη», όταν λες «εγώ δεν ξέρω κανέναν που να νόσησε μέχρι τώρα» και μέσα σε λίγες εβδομάδες οι ΜΕΘ έχουν γεμίσει, υπάρχει πρόβλημα. Αυτό, όμως, είναι το ζήτημα με τις πανδημίες, καθώς είναι εχθροί «αόρατοι», είναι πολύ δύσκολο να πείσεις τον κόσμο ότι πρέπει να ληφθούν άμεσα δραστικά μέτρα για τον περιορισμό τους, που αναγκαστικά θα επηρεάσουν και την καθημερινότητά του, και ότι αυτό πρέπει να γίνει έγκαιρα, όσο ακόμα τα πράγματα δεν δείχνουν ανησυχητικά, γιατί μετά θα τρέχεις και δεν θα φτάνεις. Ένας αντίπαλος που δεν τον βλέπεις δεν σε τρομάζει, έτσι όμως τον διευκολύνεις να σε καταλάβει εξαπήνης.
— Λέγατε σε μια παλιότερη συνέντευξή σας ότι «είμαστε προγραμματισμένοι να δίνουμε και να παίρνουμε αγάπη». Πώς, όμως, θα μπορούσε να κατορθωθεί αυτό είτε αφορά τη φιλική και συγγενική αγάπη είτε τον έρωτα, όταν ακόμα και το άγγιγμα ή οι κοινωνικές συναναστροφές καθαυτές λογίζονται πια ως συμπεριφορές υψηλού ρίσκου;
Αυτό που κάνει τόσο ο συγκεκριμένος ιός όσο και άλλοι παρεμφερείς είναι να εκμεταλλεύεται τις πλέον μύχιες συμπεριφορές και συνήθειές μας. «Αντιλαμβάνεται» την έμφυτη ανάγκη μας να ερχόμαστε σε άμεση επαφή, να αγγιζόμαστε, να ζούμε μαζί, να κοινωνικοποιούμαστε εν γένει και τις χρησιμοποιεί για τη δική του επώαση, αναπαραγωγή και εξάπλωση. Αν οι άνθρωποι ζούσαμε μοναχικά, όπως κάνουν τα φίδια ας πούμε, δεν θα είχαμε να ανησυχούμε, είμαστε όμως, ευτυχώς ή δυστυχώς, φύσει κοινωνικά όντα! Γι' αυτό και επαναλαμβάνω ότι μια επιτυχημένη αντεπίθεση στον ιό προϋποθέτει να θέσουμε προσωρινά σε αναστολή τις μύχιες αυτές ανάγκες, συμπεριφορές και επιθυμίες μας. Είμαστε είδος ιδιαίτερα εφευρετικό, θα μηχανευτούμε άλλους τρόπους να υπάρχουμε και να συνυπάρχουμε, ώσπου να περάσει το κακό.