Μεταφέροντας την καθημερινότητα από την επαρχία στις μεγάλες πόλεις άνθισαν τον 15ο αιώνα αφηγήσεις που σκοπό είχαν να κάνουν τον πολίτη να ξεχάσει τα σκοτάδια και τον πόνο. Κυρίως ήθελαν να του υπενθυμίσουν ότι χάνοντας τη δύναμη που του έδινε η επαφή με τη γη, δεν έχασε τον τρόπο να βλέπει και να ορίζει τον βίο του. Μέσα από τις προφορικές αφηγήσεις ξεπήδησαν έτσι αόρατοι πρωταγωνιστές, κατευθείαν βγαλμένοι από την ανωνυμία του πλήθους, που βάλθηκαν να κατασπαράξουν τη σοβαροφάνεια και να ανατρέψουν την άτεγκτη και ανώτερη ισχύ του ιππότη. Ο θάνατος, όπως φάνηκε μέσα από τις προφορικές αφηγήσεις του 15ου αιώνα και μετά, δεν αντιμετωπιζόταν πλέον με την υπερφυσική ρομαντική αρχή της ιπποσύνης αλλά με τη ρεαλιστική ισχύ το γέλιου. Γελώντας, για παράδειγμα, δυνατά με τα τραγικά γεγονότα που μάστιζαν το Παρίσι, μετά το τέλος του Εκατονταετούς Πολέμου, ένας λαϊκός ήρωας της πόλης, όπως ο Φρανσουά Βιγιόν, είναι ίσως ο μόνος που μπορεί και το αποκαλεί ένα «Μεγάλο Καρναβάλι», γράφοντας για τους παρίες, τους μέθυσους κι όλους αυτούς που χωρίς να προβούν σε καμιά ρηξικέλευθη πράξη κατάφερναν και ύψωναν σθεναρά τη φωνή τους απέναντι στον φαρισαϊσμό (του συστήματος ή της εξουσίας). Οι πράξεις τους ήταν από μόνες τους ηρωικές με τρόπο γελοιωδέστατο: ο Βιγιόν, ως αντιήρωας που έμεινε για αιώνες ζωντανός στις λαϊκές συνειδήσεις, είχε εμπλακεί στην περίφημη φάρσα του pet-au-diable (πορδή του διαβόλου), του βανδαλισμού ενός αγάλματος μιας κυρίας της Δεξιάς Όχθης που οδήγησε στα σοβαρά αντίποινα εναντίων των Παριζιάνων φοιτητών. Έκτοτε ο Βιγιόν θα καταστεί ο άδηλος πρωταγωνιστής των αστικών μύθων, το χαρμόσυνο αντικομφορμιστικό είδωλο που τα έβαλε με τους εκπροσώπους της εξουσίας και του κλήρου και διασκέδαζε με τις χαρούμενες ιστορίες του και τα τραγούδια του τους voyons (περιπλανώμενους-αλήτες της εποχής). Ήταν ίσως αυτός που πρωτοκαθιέρωσε τον bon follastre, τον παλιάτσο που δεν φοβάται να ακροβατήσει για πλάκα στις οριακές στιγμές της ύπαρξης, βγάζοντας σθεναρά τη γλώσσα στην την ίδια του τη μοίρα.
Αυτήν ακριβώς την εικόνα του πλάνητα και του αντιηρωικού εκφραστή της νέας τάξης που αντικαθιστούσε το Ancien Régime και απηχούσε τις ακροτελεύτιες ρεαλιστικές αρχές του Διαφωτισμού ανέλαβε να αποδώσει, δύο αιώνες αργότερα, με το αριστουργηματικό έργο του Ιστορία του Ζιλ Μπλας ή απλώς Ζιλ Μπλας –όπως είναι γνωστό στην ιστορία της παγκόσμιας λογοτεχνίας– ο Αλαίν-Ρενέ Λεσάζ (έχουμε την τύχη να κυκλοφορεί στα ελληνικά από τη σειρά Orbis Literae των εκδόσεων Gutenberg σε υποδειγματική μετάφραση από τον Κυριάκο Αθανασιάδη).
Κι αυτό ακριβώς εκφράζει ο ατιθάσευτος Ζιλ Μπλας: είναι ένα γνήσιο απόπαιδο, ένας αιώνιος έφηβος που δεν λέει να ενηλικιωθεί ακριβώς επειδή αρνείται να χαρίσει στους κυρίαρχους την αθωότητά του.
Ήρωας του Λεσάζ είναι ένας εξίσου κατεργάρης με τον Βιγιόν, που παρά τις ατασθαλίες, τις γκάφες και τα τερτίπια του έμελλε να βγει κερδισμένος ως ενσάρκωση του μεγάλου καθημερινού μαχητή. Στο τετράτομο μυθιστόρημα που συνέγραψε ο Λεσάζ ως την εκτενή «αυτοβιογραφία» του «Ισπανού» τυχοδιώκτη με το όνομα Ζιλ Μπλας, ο τελευταίος δεν τα βάζει μόνο με δαίμονες και αγγέλους αλλά με όλο το κυρίαρχο σύστημα της εποχής του. Ο λόγος που τελικά το αντιηρωικό διαμάντι του Λεσάζ έγινε κλασικό ήταν ακριβώς αυτή η αδέσποτη κυριολεκτικά δύναμή του, το ότι μπόρεσε και επέβαλε έναν αντιήρωα που ξέφυγε από όλες τις κατηγοριοποιήσεις. Ως ιδανικός περιπλανώμενος ή απλώς ως πανούργος κατεργάρης ο Ζιλ Μπλας εισχώρησε σε όλα τα πεδία που είχε καταγράψει η ηθογραφία της Γαλλίας του 18ου αιώνα, στον κύκλο των διαπρεπών γιατρών, των Αρχόντων, των «πνευματικών» ανθρώπων, των συγγραφέων, των θεατρίνων και των ποιητών. Διότι μπορεί η δράση του βιβλίου να εντοπίζεται στην καρδιά του «χρυσού αιώνα» (16ος-17ος) της Ισπανίας –χώρα την οποία γνώριζε ο Ζιλ Μπλας από πρώτο χέρι ως άριστος κάτοχος της γλώσσας–, αλλά ουσιαστικά απηχεί τις διαφοροποιήσεις της γαλλικής κοινωνίας της εποχής του. Η κριτική που ασκεί ο συγγραφέας δεν χαρίζεται ούτε εξαιρεί κανέναν, καθώς τα βάζει ακόμη και με το θεατρικό κατεστημένο που τόσο τον πολέμησε και τους ηθοποιούς του θεάτρου που, καθώς φαίνεται και από το βιβλίο του, δεν ήταν οι αγαπημένοι του. Ουσιαστικά, μέσω του ήρωά του αποθεώνει τη «μαθητεία στον κόσμο» που υπερβαίνει τα στεγανά της κλειστής και άρα προκαθορισμένης γνώσης που χαρίζουν οι κλειστές κάστες και οι υποτιθέμενες επιστήμες.
Κι αυτό ακριβώς εκφράζει ο ατιθάσευτος Ζιλ Μπλας: είναι ένα γνήσιο απόπαιδο, ένας αιώνιος έφηβος που δεν λέει να ενηλικιωθεί ακριβώς επειδή αρνείται να χαρίσει στους κυρίαρχους την αθωότητά του. Δεν είναι τυχαίο ότι ο ίδιος ο Μαρκ Τουέιν ανέφερε ως πρότυπο του Χάκλμπερι Φιν, που προτιμά να είναι ελεύθερος παρά πολιτισμένος, τη μορφή του Ζιλ Μπλας – το ίδιο έκανε και ο Ντοστογιέφσκι κάθε φορά που έπρεπε να μεταμορφώσει τον εσωστρεφή ήρωά του στον ειρωνικό και δηκτικό κήνσορα της άρχουσας τάξης. Αναφορές στη μορφή του Ζιλ Μπλας έχει κάνει και ο Μαζόχ στην Αφροδίτη με τη γούνα, ακόμα και ο Μπαλζάκ. Στο όνομα Ζιλ Μπλας, επίσης, οφείλουν τον τίτλο τους πολλά περιοδικά και ομώνυμοι ήρωες, καθώς δεν ήταν απλώς ένας πρωταγωνιστής αλλά ενσάρκωνε μοναδικά το πρότυπο του πολυμήχανου τυχοδιώκτη που πολλά αφεντικά γνώρισε αλλά δεν υπέκυψε σε κανένα – ίσως γι' αυτό να τον μίσησαν και κραταιά ονόματα όπως Βολταίρος. Σε τελική ανάλυση, δεν εκπροσώπησε τις μεγάλες ιδέες, παρά την απαρασάλευτη και αυθεντική δύναμη του να είναι ο εαυτός του. Ο περίφημος ετούτος «πίκαρος» (δυτικόφερτος καραγκιόζης, όπως τον αποκαλεί ο Δημήτρης Αρμάος στα προλεγόμενα της ελληνικής έκδοσης του βιβλίου) φαίνεται να συγκροτείται πρώτη φορά ολοκληρωμένα στο κλασικό αριστούργημα του Αλέν Λεσάζ. Όντας ένας τυχοδιώκτης αγνώστου καταγωγής, δεν φέρει τα γνωρίσματα της τάξης του παρά μόνο τα πλεονεκτήματα του ελεύθερου, σατιρικού, ειρωνικού και ενίοτε βρόμικου πνεύματός του. Προσαρμοστικός, ταλαντούχος και ικανός να διεισδύει με ευκολία σε διαφορετικά περιβάλλοντα, δεν είχε πρόβλημα να εκφράσει τις πανούργες θέσεις του και, ναι, να παραδεχτεί –πρώτη φορά ίσως με τέτοια ένταση σε μυθιστόρημα– ότι είναι ατελής.
Αυτό το πικαρέσκο ιδίωμα που εκφράζει η γλώσσα κατέληξε να εκφράζει ταυτόχρονα ένα ολόκληρο λογοτεχνικό είδος, το λεγόμενο «πικαρέσκο», το οποίο υπερβαίνει όλες τις λογοτεχνικές κατηγοριοποιήσεις της εποχής του, καθώς δεν υπάγεται ούτε στην ισοπεδωτική αρχή της κωμωδίας ούτε στην αδιέξοδη λογική του δράματος. Ακυρώνει τη σοβαροφάνεια, αλλά συνάμα υπαγορεύει μια δραματοποίηση που ξεπερνά τα όρια της τραγωδίας, εξού και το ότι ακολουθεί με ποιητικό τρόπο το πεζό, γίνεται προφορική αφήγηση στην οποία εγκολπώνεται τις υψηλές διατυπώσεις της εποχής –λόγιες επισημάνσεις, λατινικές εκφράσεις κ.λπ.–, κάτι που κατάφερε να αποδώσει με τρόπο υποδειγματικό και ακριβή η μετάφραση του Κυριάκου Αθανασιάδη. Οι αποδόσεις είναι μερικές φορές ακόμη πιο απολαυστικές και από τα επεισόδια του έργου, καθώς ακολουθούν απόλυτα τα λεκτικά παιχνίδια (ή, μάλλον, τα εννοιολογικά παιχνιδίσματα) του συγγραφέα, τους νεολογισμούς ή τις αντιφάσεις του. Οι λέξεις στροβιλίζονται γύρω από τον εννοιολογικό άξονα – πόσο αλήθεια παιχνιδιάρικα ακούγονται νεολογισμοί όπως «ωριματισμένες» μαζί με εκφράσεις του δημώδους λόγου όπως «γιρολόι» «στον διάτανο» «στεναχώραγε», «συνήθιο»; Ακόμη και το «ψηλώνει ο νους» με την έλλογη παπαδιαμαντική δύναμή του ταιριάζει απόλυτα με προχωρημένες αποδόσεις όπως «μορφοφτιαγμένος». Ο Ζιλ Μπλας, μέσα από τις περίτεχνες λέξεις που βάζει στο στόμα του ο Αθανασιάδης ακολουθώντας τη γλώσσα του Λεσάζ, γίνεται άνθρωπος με σάρκα και οστά που κλέβει λέξεις, κόλπα και τερτίπια από παντού – αληθινός, καυστικός και άκρως απολαυστικός μέχρι το τέλος. Άλλωστε, ξέρει πως αυτή είναι η δύναμή του: ότι δεν πρόκειται να ανατρέψει ποτέ το σύμπαν αλλά ότι θα τα βάλει μαζί του, υποδυόμενος τους ρόλους του. Καμία σημασία δεν έχει τελικά αν θα βγει ηττημένος ή νικητής αλλά ότι είναι αυτός που θα νιώσει το ζείδωρο αεράκι της ζωής που φυσάει δυνατά πάνω από τις σελίδες του Λεσάζ.
σχόλια