Ο Βασίλης Βασιλικός έκλεισε φέτος 60 χρόνια προσφοράς στα ελληνικά γράμματα. Με την πεζογραφία κυρίως και ελάχιστα με την ποίηση στόχευσε σε μια αφήγηση ρεαλιστική, καλώντας τον αναγνώστη, μέσα από κάθε λέξη και φράση του, σε έναν ιδιότυπο, έμμεσο “διάλογο”. Διεθνώς, η φήμη του απογειώθηκε με το Ζ, το “φανταστικό ντοκυμαντέρ” όπως ο ίδιος το χαρακτήρισε, όταν γυρίστηκε σε ταινία από τον Κώστα Γαβρά. Το συναρπαστικό Ζ καθιέρωσε ένα πρωτοποριακό λογοτεχνικό είδος στην Ελλάδα, στα χνάρια του Τρούμαν Καπότε, όπου μια πολιτική δολοφονία, εν προκειμένω του Γρηγορίου Λαμπράκη, εμπλουτίζεται με τις φανταστικές συγγραφικές λεπτομέρειες ενός εγκληματικού μηχανισμού.
Στην συνέντευξη που ακολουθεί, ο πολυγραφότατος Βασιλικός σχολιάζει σημαντικές πτυχές του βιβλίου του Περί Λογοτεχνίας και Άλλων Δαιμονίων που κυκλοφόρησε προσφάτως από τις εκδόσεις Gutenberg. Πρόκειται για μια ανθολογία δοκιμίων και συνεντεύξεων όπου εντοπίζονται οι κυριότερες σκέψεις του Βασιλικού σχετικά με το γράψιμο, την ανάγνωση, την λογοτεχνική κριτική και εν γένει τη “δαιμονική” ώθηση που δίνεται στον συγγραφέα, έτσι ώστε να εκφραστεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο στο κοινό του.
Πρόκειται για μια ανθολογία δοκιμίων και συνεντεύξεων όπου εντοπίζονται οι κυριότερες σκέψεις του Βασιλικού σχετικά με το γράψιμο, την ανάγνωση, την λογοτεχνική κριτική και εν γένει τη "δαιμονική" ώθηση που δίνεται στον συγγραφέα, έτσι ώστε να εκφραστεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο στο κοινό του.
Kύριε Βασιλικέ, πώς σκεφθήκατε να φτιάξετε ένα βιβλίο με συνεντεύξεις σας και δοκίμια; Το συγκεκριμένο δίνει αρκετά την αίσθηση μιας αυτοβιογραφίας, τύπου memoirs.
Το βιβλίο αυτό οφείλεται στους δύο ανθολόγους μου, τον Θανάση Αγάθο και Αριστοτέλη Σαϊνη, οι οποίοι έχοντας επιμεληθεί αρκετά βιβλία μου, αγαπούσαν τα γραπτά μου. Επειδή εγώ μέσα στην εξηκονταετία έγραψα πάρα πολλά βιβλία, δυσανάλογα πολλά, αποφασίσαμε και οι τρεις αυτό το βιβλίο να αφορά τη λογοτεχνία και όχι τα κοινωνικά θέματα, όχι την επικαιρότητα. Σταχυολογήσανε, από το 1952 μέχρι το 2012, ορισμένα κείμενα τα οποία θεώρησαν ότι ήταν σημαντικά. Εκεί μέσα, μου είπαν, θα έπρεπε να μπουν και μερικές συνεντεύξεις—ένας αναγνώστης θα μάθει πάρα πολλά πράγματα από τις συνεντεύξεις, για το πως σκέφτεσαι και πως αντιμετωπίζεις ορισμένα θέματα της δουλειάς σου. Έτσι, σ’έναν βαθμό, τα βιογραφικά στοιχεία και οι αναμνήσεις βγαίνουν από αυτές τις συνεντεύξεις. Τους ευχαριστώ γι’αυτό. Επίσης η έκδοση του βιβλίου είναι πολύ προσεγμένη γιατί ο εκδοτικός οίκος Gutenberg ασχολείται με την τεχνική της τυπογραφίας, η οποία έχει πλέον εκλείψει. Αφιερώνω ένα κείμενο στον Γιάννη Μαμάη, τον επιμελητή της έκδοσης και μαθητή των παλιών τυπογράφων, με τίτλο “Ψηφίδες.” Του είχε αρέσει πολύ όταν είπα ότι εκείνο που βλέπω πιο ευαίσθητο σ’ένα βιβλίο είναι όταν κόβω τις σελίδες και πετάγονται τα χαρτάκια.
Μπορεί η κατά παραγγελία συγγραφή κειμένων στα περιοδικά και τις εφημερίδες, όπως συμπεριλαμβάνονται στην παρούσα έκδοση, να είναι εξίσου δημιουργική με την αυτόβουλη συγγραφή;
Η παραγγελία κειμένων για τις εφημερίδες και τα περιοδικά δεν είναι αναγκαία κακό. Οι συγγραφείς του 19ου αιώνα, όπως ο Μπαλζάκ και ο Ντοστογιέφσκι, έγραφαν στις εφημερίδες κατά παραγγελία. Τα αφιερώματα και τα θέματα, όπως λ.χ. “Λογοτεχνία και Δημοσιογραφία”, είναι αρκετά ερεθιστικά. Επίσης, αν δεν στα ζητήσει κάποιος, μπορεί και να μην τα γράψεις. Για παράδειγμα, είχα βγάλει μια ανθολογία που λέγεται Λύρα Ελληνική και ως επίμετρο, με την προτροπή του φίλου μου εκδότη και ποιητή Μιχάλη Μεϊμάρη, έγραψα έξι φανταστικές συνεντεύξεις με ποιητές που δεν ζούνε πια, όπως ο Ρήγας, ο Κάλβος, ο Βιζυηνός, ο Παλαμάς, ο Καβάφης και ο Καρυωτάκης.
Τη λέξη “συγγραφέας” αναλύετε με έναν τρόπο ιδιαίτερο μέσα στο βιβλίο σας, τουτέστιν αυτός που γράφει έχει μαζί του πάντα και τον αναγνώστη (συν-γραφέας).
Σωστά. Η λέξη “συγγραφέας” στα γαλλικά είναι ecrivain, writer στα αγγλικά, schriftsteller στα γερμανικά και scrittore στα ιταλικά. Όλες αυτές οι λέξεις βγαίνουν από τη “γραφή”. Το συν που έχουμε εμείς είναι η “προστιθέμενη αξία”! Όπως και η λέξη μυθιστόρημα που βγαίνει από τον μύθο και την ιστορία, τα δύο μοναδικά συστατικά της πεζογραφίας που δεν γίνεται να εκφραστούν μέσα από τη λέξη novel.
Αναφέρετε σε ένα από τα κείμενά σας ότι η νουβέλα και η μαρτυρία μπορούν ν’αποδώσουν καρπούς στην Ελλάδα, ενώ το μυθιστόρημα όχι. Γιατί;
Ο λόγος που δεν ευδοκίμησε στην Ελλάδα το μυθιστόρημα είναι ότι δεν υπάρχουν σαφείς διαχωριστικές γραμμές στις κοινωνικές τάξεις και αυτό είναι ένα εμπόδιο. Είμαστε μια κοινωνία λίγο-πολύ χύμα. Οι τάξεις ήταν το λούμπεν προλεταριάτο, το προλεταριάτο, ο μικροαστός, ο αστός, ο μεγαλοαστός, ο αριστοκράτης. Στην Ελλάδα δεν είχαμε αστική τάξη όπως στις άλλες χώρες, οι οποίες δεν περάσανε 450 χρόνια Οθωμανικής κατοχής. Και γι’αυτόν το λόγο ο πεζογράφος στον τόπο μας υστερούσε απέναντι στους συναδέλφους του των άλλων χωρών. Έτσι, οι βιωματικοί συγγραφείς είχαν μεγάλη απήχηση, όπως ο Σκαρίμπας και ο Πεντζίκης.
Οι σκηνοθέτες μας δεν διαβάζουν αρκετά λογοτεχνία. Στο εξωτερικό, όπου έζησα 45 χρόνια, ο σκηνοθέτης ήταν πάντα ένας φανατικός αναγνώστης. Τρεφόταν από τα βιβλία. Στην Ελλάδα, δυστυχώς, ο σκηνοθέτης διαβάζει πολύ λιγότερο. Υπάρχουν λογοτεχνικά κείμενα Ελλήνων συγγραφέων που μπορούν αυτούσια να χρησιμοποιηθούν ως σενάρια. Το διήγημα του Παπαδιαμάντη "Χρήστος Μηλιόνης" είναι ντεκουπαρισμένο σενάριο
Σε μια από τις συνεντεύξεις του βιβλίου μιλάτε για έναν καιρό δύσκολο και καταπιεστικό για σας, αλλά και γι’άλλους Έλληνες συγγραφείς, όσον αφορά την αναγνώριση από τους εκδότες, τους κριτικούς και το αναγνωστικό κοινό. Με αφορμή την κατάσταση αυτή είχατε πει ότι όταν γράφετε βιβλία “μεταναστεύετε” σε δικές σας χώρες. Ποια είναι η πατρίδα του συγγραφέα;
Η μόνη πατρίδα για τον συγγραφέα είναι η γλώσσα. Για μένα είναι η ελληνική γλώσσα. Μέσα στην ελληνική γλώσσα υπάρχουν πέντε γλώσσες: η Αττική διάλεκτος, η ελληνιστική, η βυζαντινή, η δημοτική, η καθαρεύουσα. Η διαχρονικότητά των ελληνικών διατηρήθηκε μέσα στους αιώνες. Ο Σεφέρης όταν πήρε το Νόμπελ αναφέρθηκε στο συνεχές της γλώσσας μας με το παράδειγμα της αρχαίας φράσης “φάος ηελίοιο”, που είναι το “φως ηλίου” στα νέα ελληνικά. Η ελληνική γλώσσα δεν έσβησε, δεν νεκρώθηκε, αλλά μεταλλάχθηκε. Κορυφώθηκε μια σύγκρουση, όταν η Ελλάδα έγινε ανεξάρτητο κράτος. Εκεί υπήρξε η διγλωσσία, ο διχασμός. Μάθαινες στο σχολείο “οίνος” στο σπίτι άκουγες “κρασί”. Μάθαινες “ύδωρ” και έλεγες “νερό,” “άρτος”, “ψωμί.” Πήγαινε ο χωρικός που έκλεψε πέντε “κότες” και άκουγε να κατηγορείται για “όρνιθες”. Ή για “αίγα” αντί “κατσίκι” και δεν καταλάβαινε τίποτα! Το 1978 έγινε η μεταρρύθμιση Ράλλη, γεγονός πολύ σημαντικό, γιατί πέρασε η δημοτική στα επίσημα κείμενα. Δηλαδή, τα κείμενα του αστικού κώδικα, του ποινικού. Υπήρξε επιτέλους για τους συγγραφείς μια απελευθέρωση. Από κει και πέρα το βασικό τους μέλημα ήταν τι θα πουν και όχι πώς θα το πουν. Αλλά μέχρι και μια πολύ πρόσφατη εποχή ήταν πώς θα το πεις εις βάρος του τι έχεις να πεις.
Λόγω των σπουδών σας στην Αμερική πάνω στην τηλεόραση, αλλά και της επαγγελματικής σας εμπειρίας, παραθέτετε πολύ ενδιαφέρουσες απόψεις για τη σχέση κινηματογράφου-λογοτεχνίας.
Έχω το εξής παράπονο. Οι σκηνοθέτες μας δεν διαβάζουν αρκετά λογοτεχνία. Στο εξωτερικό, όπου έζησα 45 χρόνια, ο σκηνοθέτης ήταν πάντα ένας φανατικός αναγνώστης. Τρεφόταν από τα βιβλία. Στην Ελλάδα, δυστυχώς, ο σκηνοθέτης διαβάζει πολύ λιγότερο. Υπάρχουν λογοτεχνικά κείμενα Ελλήνων συγγραφέων που μπορούν αυτούσια να χρησιμοποιηθούν ως σενάρια. Το διήγημα του Παπαδιαμάντη “Χρήστος Μηλιόνης” είναι ντεκουπαρισμένο σενάριο. Δηλαδή, το σενάριο περιττεύει, εφόσον μπορείς να γυρίσεις το διήγημα, παράγραφο προς παράγραφο! Διότι κάθε παράγραφος είναι μια σκηνή, μια γωνία λήψης. Ξέρεις ακόμα από που το βλέπει ο Παπαδιαμάντης και μπορείς να τοποθετήσεις την κάμερα ανάλογα.
σχόλια