Το όνομά του καταδεικνύει από μόνο του περηφάνια: ενδεχομένως το Joseph Andras να μην σημαίνει τίποτα για τον μέσο άνθρωπο, αλλά πολλά για όλους όσοι τον διαβάζουν. Αυτό το ψευδώνυμο τουλάχιστον επέλεξε ο πρωτοεμφανιζόμενος Γάλλος συγγραφέας, ο οποίος αρνήθηκε το πιο γνωστό λογοτεχνικό βραβείο της Γαλλίας, επεξηγώντας ότι το Andras δεν αναφέρεται τυχαία στο αρχαιοελληνικό όρο “Άνθρωπος”. Αντίστοιχα ανθρώπινο και το θέμα του βιβλίου του με τον τίτλο “De nos frères blessés" (Actes Sud) που πασχίζει να ανατρέψει την καλογυαλισμένη εικόνα της Γαλλίας παραπέμποντας στην άδικη καταδίκη του Fernand Iveton -προσώπου απολύτως υπαρκτού- για υποτιθέμενη εμπλοκή του σε τρομοκρατικές ενέργειες κατά τον πόλεμο της Αλγερίας. Η άδικη εκτέλεσή του ήταν αρκετή για να τροφοδοτήσει τη φαντασία του ομολογουμένως ταλαντούχου, ριζοσπάστη συγγραφέα ο οποίος δεν περιόρισε την επαναστατική του σκέψη μόνο στο μυθιστόρημα. Αρνήθηκε να δώσει συνεντεύξεις για την προώθηση του βιβλίου και στο σύντομο βιογραφικό του αρκέστηκε απλώς να διευκρινίσει ότι ζει στη Νορμανδία και ότι του αρέσει να ταξιδεύει. Παρόλα αυτά η κριτική επιτροπή του περίφημου Goncourt, του πιο σημαντικού λογοτεχνικού βραβείου της Γαλλίας, αποφάσισε να τον βραβεύσει πριν από λίγες μέρες για την πρώτη του “αξιομνημόνευτη” λογοτεχνική εμφάνιση. Ο λόγος, όπως επεσήμανε κι ο ίδιος ο Πιερ Ασουλίν στο επιδραστικό του blog, δεν ήταν τόσο το απόσπασμα από λόγο του Μιτεράν που δικαιολογεί τον τίτλο του βιβλίου, όσο η σαγηνευτική δύναμη της γραφής του Andras που δεν άφησε κανένα μέλος αδιάφορο. Παρότι τα μέλη ήξεραν, όπως ομολογούν εκ των υστέρων, ότι ο νεαρός ενδεχομένως να μην εμφανιστεί στην απονομή του βραβείου, δεν κατάφεραν να προβλέψουν ότι η απόφασή του αυτή θα πάρει τέτοιες διαστάσεις. Στη Γαλλία όλοι μιλούν για τον ελιτισμό των βραβείων, την αυτοαναφορικότητα κλπ. Ο Σαρτρ, ως γνωστόν, είχε αρνηθεί να παραλάβει το Νόμπελ (αλλά όχι τα χρήματα που τον συνόδευαν) και ο ποιητής Χριστιανόπουλος καταδίκασε την απόφαση της κριτικής επιτροπής να του απονείμει το βραβείο Κρατικής Λογοτεχνίας.
Στη Γαλλία όλοι μιλούν για τον ελιτισμό των βραβείων, την αυτοαναφορικότητα κλπ. Ο Σαρτρ, ως γνωστόν, είχε αρνηθεί να παραλάβει το Νόμπελ (αλλά όχι τα χρήματα που τον συνόδευαν) και ο ποιητής Χριστιανόπουλος καταδίκασε την απόφαση της κριτικής επιτροπής να του απονείμει το βραβείο Κρατικής Λογοτεχνίας.
Αντίστοιχα λοιπόν έπραξε και ο Joseph Andras¨“Η αντιπαλότητα, ο ανταγωνισμός και η εχθρότητα φαντάζουν στα μάτια μου έννοιες ξένες στη γραφή και τη δημιουργία. Η λογοτεχνία, όπως εγώ την αντιλαμβάνομαι ως αναγνώστης και πλέον ως συγγραφέας, μεριμνά, όσο μπορεί, για την ανεξαρτησία της και οφείλει να κρατάει αποστάσεις από τα βάθρα, τις τιμές και τα φώτα”. Οι σπουδαίοι συγγραφείς άλλωστε ελάχιστα αγάπησαν τα βραβεία: ο Μούζιλ στον “Άνθρωπο χωρίς ιδιότητες” περιλάμβανε τίτλους όπως “Η Κλαρίσσε γράφει στην Εκλαμπρότητά Του και προτείνει ένα Έτος Νίτσε” γνωρίζοντας από πρώτο χέρι τον φαρισαϊσμό των κλειστών αυτών κύκλων. Επέμενε δε ότι οι λογοτέχνες δεν είναι άλογα κούρσας για να θέλουν βραβεία. Αντίστοιχα είχε γράψει και ο Ελία Κανέττι στη “Μάζα και εξουσία” υποστηρίζοντας “με αυτόν τον τρόπο δίνουμε στον εαυτό μας την εξουσία του δικαστή. Γιατί φαινομενικά μόνον ο δικαστής βρίσκεται στο όριο ανάμεσα στα δυο στρατόπεδα, στο όριο που χωρίζει το καλό από το κακό. Εκείνος οπωσδήποτε λογαριάζει τον εαυτό του από την πλευρά του καλού. Η νομιμότητα του αξιώματος του βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στο γεγονός ότι ο ίδιος ανήκει απαρρέκκλιτα στα βασίλειο του καλού, σαν να είχε γεννηθεί εκεί”. Όπως και να 'χει καλό ή κακό, το προνομιακό σημείο του κριτή έχει αναδείξει ως νικητές μια σειρά από αξιομνημόνευτες περιπτώσεις αλλά έχει παραγάγει και τέρατα.
Ένα από αυτά είναι η παραγωγή “επικών”, “υπέροχων” και “εναλλακτικών” έργων που δεσπόζουν στις λίστες με τις υποψηφιότητες, αναπαράγονται από τις ιστοσελίδες έγκυρων εφημερίδων αλλά ουσιαστικά συνιστούν το αποτέλεσμα μιας καλά οργανωμένης βιομηχανίας. Παράγουμε ονόματα, εξώφυλλα, τα ντύνουμε με ένα περιτύλιγμα όπως ο “νέος Μπολάνιο ή Πίντσον” και έχουμε σίγουρο άλλον ένα κύκλο βραβείων και καλών κριτικών. Κατ' ουσίαν όμως ελάχιστοι αναδεικνύουν βιβλία με ουσιαστικό περιεχόμενο και αυτό είναι κάτι που διαπιστώνεται σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του φιλαναγνωστικού πλανήτη. Ειδικά στη χώρα μας παρατηρείται μια δυσανάλογα μεγάλη παραγωγή βραβείων που απλώνεται σε ένα τεράστιο βιβλιοφιλικό φάσμα: από τα βραβεία των “ειδικών” (Κρατικά Βραβεία, βραβεία Αναγνώστη) έως των “ανειδίκευτων” (βραβεία Αναγνωστών του ΕΚΕΒΙ, βραβεία Public). Κατ' ουσίαν όμως οι λίστες λίγο ή πολύ ανακυκλώνονται συμπαρασύροντας στην καθοδική ροή τους μια σειρά από περιττά υλικά για τα λαγαρά νερά του λογοτεχνικού ύδατος: βιβλιοπαρουσιάσεις, πάρτι, εναλλακτικές καμπάνιες και τις διάφορες διασημότητες που εμπλέκονται στο τμήμα της προώθησης. Ένας μικρός κύκλος από κριτικούς που χρίζονται λογοτέχνες, αρχισυντάκτες που γίνονται κριτικοί ή αναγνώστες που αποκαλούνται συγγραφείς διαμορφώνουν έναν κλειστό κύκλο που αποτελείται από “γνωστούς αγνώστους”. Εύλογα κανείς αναρωτιέται πότε όλοι αυτοί προλαβαίνουν να διαβάζουν αυτά τα βιβλία και ακόμα περισσότερο σε ποιο βαθμό οι καλοί λογοτέχνες πραγματικά επιθυμούν να είναι μέρος κάποιας λίστας. Ως γνωστόν οι καλύτεροι συγγραφείς δεν πήραν ποτέ το Νόμπελ και στην Ελλάδα ελάχιστοι από τους σπουδαίους πραγματικά αναγνωρίστηκαν από το σινάφι (πότε αλήθεια η γενιά του 30 αναγνώρισε τον Καβάφη;).
Ενίοτε σημειώνονται και παράδοξες αντιφάσεις: ενώ οι μικρές λίστες του Αναγνώστη που μόλις ανακοινώθηκαν παρουσιάζουν μια χορταστική πλειάδα κατηγοριών με ένα άνοιγμα σε διαφορετικά, σχεδόν ετερόκλητα είδη, την ίδια ακριβώς στιγμή η Εταιρεία Συγγραφέων αποφασίζει να αφήσει έξω από τους κόλπους της σημαίνοντα υποψήφια μέλη. Από τη μια, δηλαδή, αναδύεται στους διάφορους λογοτεχνικούς κύκλους μια επαρχιώτικη νομενκλατούρα με πασίδηλη τη διάθεση αποκλεισμού και από την άλλη προκύπτει η ανάγκη διαρκούς επέκτασης των βραβείων σε πιο “πιασάρικα” μονοπάτια. Το μόνο σίγουρο είναι ότι ακόμα και αν η λογοτεχνία έχει ανάγκη τα βραβεία για να επιβεβαιώσει την εξωτερική αυτονομία της και να διαμορφώσει έναν κόσμο συνενόχων, οι πραγματικοί ουσιαστικοί συγγραφείς δεν είχαν ποτέ τίποτα άλλο ανάγκη από ένα άδειο δωμάτιο και μια λευκή σελίδα. Ενίοτε μάλιστα προτιμούν να προχωρούν στα σκοτεινά: ο Ουελμπέκ μιλώντας σε συνέντευξή του για την “Υποταγή” δεν τόνισε τίποτα άλλο παρά μόνο μια σκηνή του βιβλίου: “όταν ο αφηγητής ρίχνει ένα τελευταίο βλέμμα στη Μαύρη Παναγία του Rocamadour, και νιώθει μια πνευματική δύναμη, σαν κύματα, όπου ξαφνικά ξεθωριάζει στο παρελθόν και επιστρέφει στο πάρκινγκ μόνος και απελπισμένος”. Αυτή είναι ακριβώς η σχέση του συγγραφέα με τη γραφή και την έμπνευση. Αυτή και τίποτα άλλο.
Οι πρώτες σελίδες του βιβλίου του Joseph Andras, στα γαλλικά
σχόλια