Επιχειρώντας ένα πρόχειρο και συνειρμικό απάνθισμα (μόνο από έργα πεθαμένων ποιητών και πεζογράφων, αφού από τους ζωντανούς ακόμα περιμένω τα καλύτερα), διαπιστώνω ότι οι βαθύτερα χαραγμένες μέσα μου σκηνές που έχουν γραφτεί στα ελληνικά διαδραματίζονται καλοκαίρι. Από το γύρο του θριάμβου του Αχιλλέα έξω από τα τείχη της Τροίας -δεμένος πίσω από το άρμα του ο νεκρός Έκτορας σέρνεται πάνω στις πυρωμένες πέτρες- μέχρι το μνημειώδες ποίημα του Αρχίλοχου, με το οποίο για πρώτη φορά υμνείται ο άνθρωπος όχι ως εξάρτημα πατρίδας ή στρατού αλλά ως αυταξία: «Άμα ρωτάς για εκείνη την ασπίδα που πέταξα δίπλα στους θάμνους» λέει ο Αρχίλοχος από τον 7ο κιόλας π.Χ. αιώνα, «μάλλον κανένας Σάμιος θα τη χαίρεται… Δεν πάει στο διάολο η ασπίδα; Αφού κατάφερα και γλύτωσα, θα αρπάξω αργότερα μιαν ίδια - γιατί όχι και καλύτερη;». Σίγουρα η ζωή είναι γλυκύτατη σε όλα τα πλάτη και τα μήκη. Δεν έχετε όμως έντονη την αίσθηση ότι ο τυχοδιώκτης Παριανός εμπνεύστηκε τους παραπάνω στίχους όχι στεγνώνοντας το κοκαλάκι του πλάι στη θερμάστρα μα πλατσουρίζοντας -απελευθερωμένος από όπλα κι άλλα βάρη περιττά- στα γαλανά νερά του Αιγαίου;
Οι λουόμενες και οι λουόμενοι είναι εξάλλου τα ορεκτικότερα θαλασσινά. Αυτό το ομολογεί -θου, Κύριε, φυλακήν τω στόματί του!- ακόμα και ο κοσμοκαλόγερος Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, στο Όνειρο στο κύμα. Εκεί, ένα έφηβο βοσκόπουλο παίρνει, «άθελά του», μάτι μια παρθένα πλην γυμνή κολυμβήτρια:
Εντοσούτω όσον αθώος και αν ήμην, η περιέργεια δεν μου έλειπε. Και ανερριχήθην πάλιν σιγά-σιγά προς τα επάνω και εις την κορυφήν του βράχου, καλυπτόμενος όπισθεν των θάμνων έκυψα να ίδω την κολυμβώσαν νεανίδα.
Ήτον απόλαυσις, όνειρον, θαύμα. Είχεν απομακρυνθή ως πέντε οργυιάς από το άντρον, και έπλεε, κ' έβλεπε τώρα προς ανατολάς, στρέφουσα τα νώτα προς το μέρος μου. Έβλεπα την αμαυράν και όμως χρυσίζουσαν αμυδρώς κόμην της, τον τράχηλόν της τον εύγραμμον, τας λεύκας ως γάλα ωμοπλάτας, τους βραχίονας τους τορνευτούς, όλα συγχεόμενα, μελιχρά και ονειρώδη εις το φέγγος της σελήνης. Διέβλεπα την οσφύν της την ευλύγιστον, τα ισχία της, τας κνήμας, τους πόδας της, μεταξύ σκιάς και φωτός, βαπτιζόμενα εις το κύμα. Εμάντευα το στέρνον της, τους κόλπους της, γλαφυρούς, προέχοντας, δεχομένους όλας της αύρας τας ριπάς και της θαλάσσης το θείον άρωμα. Ήτο πνοή, ίνδαλμα αφάνταστον, όνειρον επιπλέον εις το κύμα· ήτον νηρηίς, σειρήν, πλέουσα, ως πλέει ναυς μαγική, η ναυς των ονείρων..
Παρόμοια χρησιμοποιώντας καθαρεύουσα μάς μεταφέρει ο Ανδρέας Εμπειρίκος απ’ τα σκιαθίτικα ακρογιάλια στο κέντρο της Αθήνας:
Mια μέρα που κατέβαινα στην οδόν των Φιλελλήνων, μαλάκωνε η άσφαλτος κάτω απ' τα πόδια και από τα δένδρα της πλατείας ηκούοντο τζιτζίκια, μέσ' στην καρδιά των Aθηνών, μεσ' στην καρδιά του θέρους.
Παρά την υψηλήν θερμοκρασίαν, η κίνησις ήτο ζωηρά. Aίφνης μία κηδεία πέρασε. Oπίσω της ακολουθούσαν πέντε-έξη αυτοκίνητα με μελανειμονούσας, και ενώ στα αυτιά μου έφθαναν ριπαί πνιγμένων θρήνων, για μια στιγμή η κίνησις διεκόπη. Tότε, μερικοί από μας (άγνωστοι μεταξύ μας μέσ' στο πλήθος) με άγχος κοιταχθήκαμε στα μάτια, ο ένας του άλλου προσπαθώντας την σκέψι να μαντεύση. Έπειτα, διαμιάς, ως μία επέλασις πυκνών κυμάτων, η κίνησις εξηκολούθησε.
Ήτο Iούλιος. Eις την οδόν διήρχοντο τα λεωφορεία, κατάμεστα από ιδρωμένον κόσμο - από άνδρας λογής-λογής, κούρους λιγνούς και άρρενας βαρείς, μυστακοφόρους, από οικοκυράς χονδράς, ή σκελετώδεις, και από πολλάς νεάνιδας και μαθητρίας, εις των οποίων τους σφικτούς γλουτούς και τα σφύζοντα στήθη, πολλοί εκ των συνωθουμένων, ως ήτο φυσικόν, επάσχιζαν (όλοι φλεγόμενοι, όλοι στητοί ως Hρακλείς ροπαλοφόροι) να κάμουν με στόματα ανοικτά και μάτια ονειροπόλα, τας συνήθεις εις παρομοίους χώρους επαφάς, τας τόσον βαρυσημάντους και τελετουργικάς, άπαντες προσποιούμενοι ότι τυχαίως, ως εκ του συνωστισμού, εγίνοντο επί των σφαιρικών θελγήτρων των δεκτικών μαθητριών και κορασίδων αυταί αι σκόπιμοι και εκστατικοί μέσα εις τα οχήματα επαφαί- ψαύσεις, συνθλίψεις και προστρίψεις.
Nαι, ήτο Iούλιος και όχι μόνον η οδός των Φιλελλήνων, μα και η Nτάπια του Mεσολογγιού και ο Mαραθών και οι Φαλλοί της Δήλου επάλλοντο σφύζοντες στο φως, όπως στου Mεξικού τας αυχμηράς εκτάσεις πάλλονται ευθυτενείς οι κάκτοι της ερήμου, στην μυστηριακή σιγή που περιβάλλει τας πυραμίδας των Aζτέκων.
Tο θερμόμετρον ανήρχετο συνεχώς. Δεν ήτο θάλπος, αλλά ζέστη - η ζέστη που την γεννά το κάθετο λιοπύρι. Kαι όμως, παρά τον καύσωνα και την γοργήν αναπνοήν των πνευστιώντων, παρά την διέλευσιν της νεκρικής πομπής προ ολίγου, κανείς διαβάτης δεν ησθάνετο βαρύς, ούτε εγώ, παρ' όλον ότι εφλέγετο ο δρόμος. Kάτι σαν τέττιξ ζωηρός μεσ' στην ψυχή μου, με ηνάγκαζε να προχωρώ, με βήμα ελαφρόν υψίσυχνον. Tα πάντα ήσαν τριγύρω μου εναργή, απτά και διά της οράσεως ακόμη, και όμως, συγχρόνως, σχεδόν εξαϋλούντο μέσα στον καύσωνα τα πάντα -οι άνθρωποι και τα κτίσματα- τόσον πολύ, που και η λύπη ακόμη ενίων τεθλιμμένων, λες και εξητμίζετο σχεδόν ολοσχερώς, υπό το ίσον φως.
Tότε εγώ, με ισχυρόν παλμόν καρδίας, σταμάτησα για μια στιγμή, ακίνητος μέσα στο πλήθος, ως άνθρωπος που δέχεται αποκάλυψιν ακαριαίαν, ή ως κάποιος που βλέπει να γίνεται μπροστά του ένα θαύμα και ανέκραξα κάθιδρως:
"Θεέ! O καύσων αυτός χρειάζεται για να υπάρξη τέτοιο φως! Tο φως αυτό χρειάζεται, μια μέρα για να γίνη μια δόξα κοινή, μια δόξα πανανθρώπινη, η δόξα των Eλλήνων, που πρώτοι, θαρρώ, αυτοί, στον κόσμον εδώ κάτω, έκαμαν οίστρο της ζωής τον φόβο του θανάτου".
«Ο καύσων αυτός χρειάζεται!» συμφωνεί και ο Καβάφης στο ποίημα «Ιωνικόν», αναφερόμενος όμως όχι σε ανθρώπους αλλά σε Έλληνες θεούς:
Γιατί τα σπάσαμε τα αγάλματά των
γιατί τους διώξαμε από τους ναούς των
διόλου δεν πέθαναν για αυτό οι θεοί.
Ω γη της Ιωνίας, σένα αγαπούν ακόμη
σένα η ψυχές των ενθυμούνται ακόμη.
Σαν ξημερώνει επάνω σου πρωί αυγουστιάτικο
την ατμόσφαιρά σου περνά σφρίγος απ' την ζωήν των
και κάποτε αιθέρια εφηβική μορφή
αόριστη, με διάβα γρήγορο
επάνω από τους λόφους σου περνά.
Στο ίδιο, κατά βάθος, κλίμα κινείται ο Νίκος Γκάτσος στην Αμοργό, δίνοντας σάρκα θηλυκή στην αιθέρια εφηβική μορφή:
Έτσι σ' ένα πιθάρι βαθύ το σταφύλι ξεραίνεται και στο καμπαναριό μιας συκιάς κιτρινίζει το μήλο
Έτσι με μια γραβάτα φανταχτερή
Στην τέντα της κληματαριάς το καλοκαίρι ανασαίνει
Έτσι κοιμάται ολόγυμνη μέσα στις άσπρες κερασιές μια τρυφερή μου αγάπη
Ένα κορίτσι αμάραντο σα μυγδαλιάς κλωνάρι
Mε το κεφάλι στον αγκώνα της γερτό και την παλάμη πάνω στο φλουρί της
Πάνω στην πρωινή του θαλπωρή όταν σιγά-σιγά σαν τον κλέφτη
Aπό το παραθύρι τής άνοιξης μπαίνει ο αυγερινός να την ξυπνήσει!.
Ο φθόνος του γήρατος για τη νιότη το καλοκαίρι ιδίως φουντώνει και η Ζωή Καρέλλη δεν διστάζει να το ομολογήσει σ’ ένα ποίημα που θα μπορούσε να επιγράφεται «Άψογα και Προπάντων Ζωντανά»:
Άψογα και προπάντων ζωντανά, ωραία σώματα νεανικά
τούτη ζητώ τη βεβαιότητα: Μη μου θυμίσεις την αρετή.
Έχει γεράσει, φόρεσε γυαλιά με σκελετό χρυσό
φυλάγει από το φως τα άχροα μάτια της.
Έχει αραιά μαλλιά κοκκινωπά, ασπριδερή επιδερμίδα όλο φακίδες κιτρινωπές.
Πες αν μπορεί να καταλάβει μια τέτοια γυναίκα
την υπερηφάνεια που χαρίζει ο ήλιος στο λαμπρό σώμα, εφηβικό
εκείνου του εφήβου ακριβώς
που στάθηκε γυμνός και όρθιος
στην πλώρη της άσπρης βάρκας.
Περνούσε το βαποράκι της συγκοινωνίας για τα θαλάσσια λουτρά και οι παχιές γυναίκες με τα πολλά παιδιά
χειροκροτούσαν απ' το πλοίο έξαλλες.
Αρκούν λοιπόν το θέρος και τα νιάτα; Ο Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου διαφωνεί ρητά στην «Προσευχή» του:
Πρίγκηπα, χρειάζομαι χρήματα, κι άλλα χρήματα
Σ' έναν κόσμο που αλλάζει αδίστακτα χρειάζομαι χρήματα
Για να σε κερδίσω δε θα 'φταναν όλα τα τραγούδια της γης
Xρειάζομαι πολλά, πάρα πολλά μπορώ να σου πω
...
Το παιχνίδι μας δεν αλλάζει τα καθορισμένα βήματα
Xρειάζομαι χρήματα για να μεταμορφώσω ένα χερσότοπο
Σε πανδαιμόνιο μουσικής....
Και ο Καρυωτάκης («… το λέγω και θα το ξαναπώ πολλάκις: είναι μεγάλος ποιητής ο Κώστας Καρυωτάκης!» κραυγάζει ο Εμπειρίκος), βγάζει τη μελανιασμένη γλώσσα του στο καλοκαίρι:
Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα είδα το βράδυ αυτό
κάποια χρυσή, λευκότατη στους δρόμους ευωδιά.
Και στην καρδιά αιφνίδια καλοσύνη
Στα χέρια το παλτό
στ' ανεστραμμένο πρόσωπο η σελήνη.
Ηλεκτρισμένη από φιλήματα θα 'λεγες την ατμόσφαιρα.
Η σκέψις, τα ποιήματα βάρος περιττό.
Έχω κάτι σπασμένα φτερά.
Δεν ξέρω καν γιατί μας ήρθε το καλοκαίρι αυτό.
Για ποιάν ανέλπιστη χαρά, για ποιες αγάπες
για ποιο ταξίδι ονειρευτό...
Με τέτοια θανατηφόρα διαύγεια, η οποία οφείλεται και στο αδυσώπητο ελληνικό φώς («Κατά βάθος είμαι ζήτημα φωτός» ομολογεί ο Σεφέρης), το μόνο που μας σώζει είναι το σκώμμα. Από τους σκωπτικότερους και ιδιοφυέστερους Έλληνες του 20ού αιώνα υπήρξε ο Μποστ, ο οποίος περιγράφει παρακάτω μια λαϊκή τοιχογραφία:
Eις την αριστερήν πλευράν ο ζωγράφος εικόνισε ένα ζεύγος εις την ακροθαλασσιάν. Ένας νέος 18-53 ετών είχε στην αγκαλιά του μίαν νέαν 8-35 ετών, χωρίς πόδια, και την φιλούσε. H νέα εκοίταζε προς τον νέον. O νέος φορούσε ροζ κοστούμι με φαρδιές καφέ ρίγες, κάτι μεταξύ ενδυμασίας ανθρώπου που πάει να κοιμηθή και καταδίκου που εδραπέτευσε και πρώτη σκέψις του μετά την απόδρασιν ήτο να συναντήση την αγαπημένη του στην ακρογιαλιά. Tο αριστερό πόδι του καταδίκου ήτο πάσχον και ολίγον παραμορφωμένον. H νέα όμως, είτε τυφλωμένη από το πάθος, είτε διότι εξετέλει πιστώς την εντολήν "αγάπα τον φίλον σου και με τα ελαττώματά του", παραβλέπουσα το φυσικόν τούτο ελάττωμα, είχε παραδοθή πανευτυχής εις την αγκάλην του χωλού εραστού, αληθής φιλόσοφος της ζωής, γνωρίζουσα ότι τα πολυτελή ενδύματα δεν δίδουν την ευτυχίαν και ότι πολλάκις κάτω από μίαν ασήμαντον και άκομψον περιβολήν κρύπτονται αγνά και ειλικρινή αισθήματα. Tας αυτάς σκέψεις έκανε και ο νέος που την φιλούσε. Tο ότι η κοπέλλα του εστερείτο ποδών τον άφηνε αδιάφορον. Ίσως διότι έκανε και την σκέψιν ότι μια γυναίκα χωρίς πόδια είναι θησαυρός, καθ' όσον, όσο λιγώτερα πόδια έχει, τόσον είναι και πιο οικονομική, δεδομένου ότι και λιγώτερες κάλτσες και παπούτσια χρειάζεται. Kι έτσι χωλός αυτός και κουτσή εκείνη εφιλώντο παθητικά και η περίπτυξίς των ήτο μία κραυγή διαμαρτυρίας κατά της υγιούς κοινωνίας, που, έχοντας τα ποδάρια της σωστά, αποφεύγει να ερωτευθή. Γι' αυτό κι ο κάβουρας είχε ζωγραφισθή σκεπτικός στην ροζ ακτήν. Ήτο ως να εμονολόγει:
- Zηλεύω την ευτυχία αυτών των αναπήρων. Kι εγώ που έχω δέκα ποδάρια, μ' άφησε η καβουρίνα και πάει τσάρκα με το σπάρο στη Pαφίνα.
Kαι το παράπονό του το ήκουσε ο ροζ γλάρος και το είπεν εις ένα άλλον:
- O αδελφός μας ο κάβουρας πονεί.
- Nαι, πονεί, είπαν τότε και τα ροζ κύματα. Γι' αυτό, ας πάμε να το πούμε και στ' άλλα κύματα, να φέρουμε το μήνυμα δίπλα, στη Γη της Αιολίδας.
Στον διπλανό όμως τοίχο δεν ήταν η Γη της Αιολίδας, αλλά η συνέχεια της ακρογιαλιάς, όπου ένας ροζ τσέλιγκας έψηνε ένα ροζ αρνί σε μια ροζ φωτιά, ενώ δίπλα χόρευε ένας νέος με φουστανέλλα και μια νέα με τοπική ενδυμασία των Mεγάρων. Kι έτσι το μήνυμα φτερούγισε στον απέναντι τοίχο, όπου καθόταν μια αισθαντική βοσκοπούλα με τη ρόκα και τα προβατάκια της, που μελαγχόλησε μονομιάς. Γι' αυτό απέναντί της ακριβώς έκατσε ένας ροζ βοσκός με τρία ροζ πρόβατα, που έπαιζε με μια ροζ φλογέρα, ροζ μελωδίες.
O βοσκός ήταν ατίθασος και οπλοφόρος μικρών διαστάσεων, μικρογραφία του Λαζό, εφφέ και του Tσακιτζή, εφφέ του Αϊδινίου. Eπειδή τα κύματα εσκέφθησαν ότι πιθανόν να μην εύρισκαν κατανόησιν από τον σκληρόν αυτόν βοσκόν, το ανήγγειλαν εις την μεσαίαν κόρην της βρύσης, η οποία ακούσασα το φρικτό νέο έμεινε κοιτάζουσα τον ροζ αέρα ως απόπληκτος....
«Του θανάτου εφεστηκότος μηδέ το εύψυχον απώλεσεν μηδέ το παιγνιώδες…». Αυτή η φράση, που αδυνατώ να εντοπίσω ποιος την έγραψε, συνοψίζει -νομίζω- τα δώρα του ελληνικού καλοκαιριού. Κάτω απ’ τον ήλιο-θρίαμβο, τα αυστηρά περιγράμματα σπάνε, το δικό σου και το δικό μου μπερδεύονται. Ατενίζοντας μεσ’ απ’ τη θάλασσα ένα κάστρο, για μια στιγμή δεν ξέρεις εάν φτιάχτηκε από άμμο ή από γρανίτη. Γυρνάς από τη μία το κεφάλι κι αντικρίζεις τα άνυδρα δέντρα του Γιάννη Ρίτσου:
Αυτὰ τὰ δέντρα δὲ βολεύονται μὲ λιγότερο ουρανό
αυτὲς οι πέτρες δὲ βολεύονται κάτου απ᾿ τὰ ξένα βήματα
αυτὰ τὰ πρόσωπα δὲ βολεύονται παρὰ μόνο στὸν ήλιο
αυτὲς οι καρδιὲς δὲ βολεύονται παρὰ μόνο στὸ δίκιο.
Ετοῦτο τὸ τοπίο είναι σκληρὸ σὰν τὴ σιωπή
σφίγγει στὸν κόρφο του τὰ πυρωμένα του λιθάρια
σφίγγει στὸ φως τὶς ὀρφανὲς ελιές του καὶ τ᾿ αμπέλια του
σφίγγει τὰ δόντια. Δὲν υπάρχει νερό. Μονάχα φως...
Στρέφεις το κεφάλι απ’ την άλλη και χαζεύεις με την υπερρεαλιστική ανθρωπολογία του Μποστ. Τόσο απλό ώστε μοιάζει αυτονόητο.
Λάμπει τα' ασημί του σπάρου μες στο μάρμαρο της Πάρου
Στου μεσημεριού το φως το τραγούδι της Σαπφώς
Λάμπει λάμπει κι η χαρά μου μες στην άσπρη κάμαρά μου
Κωπηλάτες του θανάτου να 'χει Ελλάδες κι εκεί κάτου;
Να με πάτε να με πάτε σαν νησάκι που κοιμάται
Και βουές γεμίζει μόνον στους αιώνες των αιώνων...
καθώς το έθεσε ο Οδυσσέας Ελύτης.-