Ο Μίλαν Κούντερα γράφει στην καρδιά του δυτικού μυθιστορήματος – ή, μάλλον, στα περιθώριά του. Ξεκίνησε να στήνει το περίτεχνο σύμπαν του συλλέγοντας τα πιο ποταπά αφηγηματικά κομμάτια –το ασήμαντο, το δευτερεύον, το ιλαρό και το γελοίο– ακριβώς για να αναδείξει την πρωτόφαντη δύναμη που κατέκτησε το ευρωπαϊκό μυθιστόρημα από τη στιγμή που εγκατέλειψε την εμμονή της σπουδαιότητάς του. Ήρωες που ταρακούνησαν την αφηγηματική συνθήκη ως δευτεραγωνιστές, ασήμαντες λεπτομέρειες μιας κατά τα άλλα λεπτεπίλεπτης αφήγησης, πάσης λογής εκφραστές της αβελτηρίας και ιλαρογενείς αναφορές, όλα λειτούργησαν στην εντέλεια για να συνθέσουν αυτό που αποτέλεσε τον κεντρική εμμονή του Τσέχου μυθιστοριογράφου: το ασήμαντο ή το γελοίο. Θέτοντας ως απαρχή τον Ραμπελαί και τον Θερβάντες, ο Κούντερα κατέφυγε στο ασήμαντο και το γελοίο ακριβώς για να καταδείξει τη νέα επαναστατική φάση στη δυτικοευρωπαϊκή αφήγηση, ειδικά μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Σάμπως η Ευρώπη να έπρεπε να καταστραφεί κυριολεκτικά και μεταφορικά για να ανακαλύψει τα πιο δημιουργικά της κομμάτια. «Η Ευρώπη που χτες ακόμα (εντελώς φυσικά, εντελώς αθώα) θεωρούσε την ιστορία της και την κουλτούρα της πρότυπο για ολόκληρο τον κόσμο συναισθάνθηκε τη μηδαμινότητά της» έγραφε ο ίδιος στη Συνάντηση. Από τη στιγμή που απενοχοποιημένα –κι αυτό έχει σημασία στον Κούντερα– έδωσε πλέον τον λόγο στο ασήμαντο, η δυτική λογοτεχνία ξαναέγινε αλλιώς μεγάλη. Ή, τουλάχιστον, μπόρεσε να το γιορτάσει επειδή δεν ήταν πλέον τέτοια.
Σε αυτό το πλαίσιο ακριβώς κινείται στην άρτι εκδοθείσα Γιορτή της Ασημαντότητας (πάντα σε μετάφραση Γιάννη Χάρη) ο Μίλαν Κούντερα, επαναφέροντας αριστοτεχνικά το γελοίο και το ασήμαντο στην καρδιά της αφηγηματικής του ατζέντας. Και όχι μόνο αυτό, αλλά στα 85 του μπορεί και το γιορτάζει ως την αποθέωση αυτού που εκλαμβάνει ως σκοπό –αν υπάρχει– της λογοτεχνίας: το τσακίρ κέφι της εκφραστικής της παρεκτροπής, την ώρα που μέσω της γελοιοποίησης και της ειρωνείας μπορεί και βλέπει τον κόσμο με άλλα μάτια, αποκαθηλώνοντας τους μεγάλους της ήρωες και δίνοντας πραγματική –και άρα αστεία– διάσταση στο δράμα. Η σέπια της μελαγχολίας επιτέλους απομακρύνεται στη Γιορτή της Ασημαντότητας, καθώς σημασία δεν έχουν πια οι δραματικοί ήρωες αλλά οι φίλοι που στοχάζονται κάθε λογής βλακεία: ο Αλαίν εκλαμβάνει τον αφαλό των γυναικών ως κέντρο του κόσμου, ο άλλος, που δεν λέγεται τυχαία Κάλιμπαν (δευτερεύων ήρωας στην Τρικυμία του Σαίξπηρ), περνάει την ώρα του επινοώντας ένα αλλόκοτο ιδίωμα της πακιστανικής γλώσσας, ενώ ο Σαρλ εμπνέεται από τις δραματικές ουτοπίες του περασμένου αιώνα για να γράψει ένα κουκλοθέατρο. Ταυτόχρονα, ο Ραμόν (αναγραμματισμός του Ρομάν; – ήτοι λογοτέχνημα στα γαλλικά) εξυφαίνει διάφορες αδιανόητες θεωρίες για το ασήμαντο, όπως «για τα παρατηρητήρια που είναι χτισμένα σε διάφορα σημεία της Ιστορίας απ' όπου κουβεντιάζουν οι άνθρωποι χωρίς να καταλαβαίνονται». Με άλλα λόγια, τέσσερις πρωταγωνιστές ή τέσσερις φίλοι περιφέρονται άσκοπα στους Κήπους του Λουξεμβούργου σαν αλλοτινοί επισκέπτες των Επικούρειων Κήπων, όπου η ειρωνεία και η αποστασιοποίηση θέτουν τις προτεραιότητες σε άλλες βάσεις. Εσκεμμένα δεν εκφράζουν κάποια βαθύτερη θεωρία, ούτε επιδιώκουν να επιδείξουν κάποια ιδιαίτερη κλίση – άλλωστε, η αναζήτηση του ασήμαντου δεν μπορεί παρά να συνοδεύεται από την ταυτόχρονη επικράτηση του τυχαίου. Όταν δεν υπάρχει βαθύτερη θεωρία, ηθική τάση ή συγκεκριμένος στόχος, τότε η λογοτεχνία και οι πρωταγωνιστές της απελευθερώνονται από τις καταπιεστικές επιταγές ή εκφραστικές νόρμες και κάνουν τη διαφορά. Γίνονται, με άλλα λόγια, ελεύθεροι. Όπως έγραφε κι ο ίδιος ο Κούντερα στις Προδομένες Διαθήκες του: «Απεχθανόμουν πάντοτε, βαθιά και βίαια, αυτούς που θέλουν να βρουν σε ένα έργο τέχνης κάποια στάση (πολιτική, φιλοσοφική, θρησκευτική κ.λπ.) αντί να αναζητήσουν κάποια πρόθεση για γνώση, για κατανόηση, για αποτύπωση μιας όψης της πραγματικότητας».
Κι αυτό ακριβώς κάνουν εδώ οι ήρωές του, αποκαλύπτουν ή, μάλλον, αποτυπώνουν μια όψη της πραγματικότητας που βρίσκεται ανάμεσα στο πραγματικό και στη φαντασία, ανάμεσα στην κυριολεξία και τη μεταφορά. Σε αντίθεση με τους δραματικούς ήρωες του παρελθόντος, έναν Οιδίποδα ή έναν Άμλετ, που το δράμα δεν τους επέτρεπε να εξομοιωθούν με τα μεγέθη της πραγματικής ζωής, οι «ασήμαντοι» ήρωες του Κούντερα μπορούν, μέσω του χιούμορ, να απολαμβάνουν, και άρα να γιορτάζουν, το πραγματικό: παίζουν, ακκίζονται, αστειεύονται, χαζεύουν. Χρησιμοποιούν την ειρωνεία και το χιούμορ ως μοναδικό και περιούσιο όπλο μιας ευφάνταστης ανατροπής που στόχο έχει να ακυρώσει οτιδήποτε προβλέψιμο – ακόμα και την ίδια τους τη μοίρα. Μόνο όταν η ειρωνεία παρεισφρέει στην πορεία του μυθιστορήματος –αλλά και του ίδιου του κόσμου– φαίνεται ότι μπορούν και αλλάζουν άρδην τα δεδομένα. «Αυτή ήταν, εξάλλου, η στρατηγική όλων μας. Καταλάβαμε από καιρό ότι δεν είναι πια δυνατόν να ανατρέψουμε τον κόσμο, ούτε να τον ξαναφτιάξουμε, ούτε να σταματήσουμε την ολέθρια πορεία του προς τα μπρος. Μόνο μια μορφή αντίστασης ήταν εφικτή: να μην τον παίρνουμε στα σοβαρά» ομολογούν οι πρωταγωνιστές στη Γιορτή της Ασημαντότητας.
Εξ ού και το ότι το ασήμαντο βρίσκεται εγγύτερα στην πραγματική ζωή – δεν πλάθεται από εξωραϊσμούς και αποκαλύπτει το αληθινό μέγεθος των πραγμάτων. Σε μια ιστορία που διαβάζει ο πρωταγωνιστής του Σαρλ ο ίδιος ο Στάλιν αποκαλύπτεται όχι ως σωτήρας ή αμετανόητος φονιάς αλλά ως ένας άνθρωπος που ειρωνεύεται τους μελλοντικούς ανταγωνιστές του. Οι σύντροφοί του εύλογα αμφισβητούν την ιστορία που τους αφηγείται ο ίδιος για το πώς κατάφερε να σκοτώσει σε δύο δόσεις 24 πέρδικες (12 στην αρχή και όταν ξέμεινε από φυσίγγια, επέστρεψε σπίτι του για να πάρει άλλα 12 και να εξοντώσει τις υπόλοιπες) και από εδώ ο Χρουστσόφ εκτιμά ότι άρχισε η λογική της αμφισβήτησης απέναντι στον Στάλιν – επειδή ακριβώς ο ηγέτης τους έλεγε αδιανόητα ψέματα. Πώς είναι δυνατόν οι πέρδικες να τον περίμεναν να επιστρέψει ακίνητες πάνω στο δέντρο; Κανείς δεν σκέφτηκε το ενδεχόμενο ο «πατερούλης» να έφερνε στα όρια την παντοδύναμη εικόνα του ακριβώς γιατί αυτός ήταν ο μόνος που είχε τη δύναμη να το κάνει. Μόνο ο ίδιος μπορούσε να αποδομήσει την πιο σοβαρή εκδοχή του εαυτού του, αφού αυτός ήταν η πηγή του νοήματος για όλους τους Σοβιετικούς – κι αυτό έκανε ίσως με την αδιανόητη υπερβολή του. Αντίστοιχα, πάλι, είναι η υπερβολή της υπερβολής –κι αυτό κάνει ο ίδιος ο Κούντερα με το μυθιστόρημα– που καταργεί το περιεχόμενο της αφήγησης και δείχνει τα πραγματικά μέτρα της λογοτεχνίας (όπως συμβαίνει με τις αδιανόητες περιγραφές στον Ραμπελαί, που κανείς δεν μπορεί να εκλάβει ως αληθοφανείς). Ο Στάλιν ήταν θνητός όχι μόνο επειδή δεν μπορούσε να σκοτώσει σερί 24 πέρδικες –πόσο μάλλον να τις κάνει να τον περιμένουν στο κλαδί– αλλά επειδή ήταν ο ίδιος το μέτρο βάσει του οποίου διαχωριζόταν το σημαντικό από το ασήμαντο. Σε ακριβή αντιστοιχία με τον ισχυρισμό του Κούντερα ότι η λογοτεχνία είναι η μόνη που μπορεί να επανεφεύρει το σπουδαίο ή τον εντελώς χθαμαλό εαυτό της, αρκεί να καταργήσει τα βαθυστόχαστα μηνύματα και να αφεθεί απόλυτα στην τυχαιότητά της. «Είχα πετύχει ως μυθιστοριογράφος γιατί είχα καταφέρει τη συντήρηση της ηθικής ασάφειας της περίστασης. Είχα μείνει πιστός στην ουσία. Και η ειρωνεία δεν δίνει δεκάρα για μηνύματα!» εξηγεί σχετικά ο Κούντερα στην Τέχνη του Μυθιστορήματος, αποδεικνύοντας γιατί το μυθιστόρημα μπορεί να ανιχνεύσει τη δύναμή του στα πιο ασήμαντα κομμάτια του. Σημασία έχει να δώσει προτεραιότητα στα ίδια τα εργαλεία της μυθοπλασίας, τη φόρμα, τη μουσική της σύνθεσης, τη γλώσσα, και όχι στην ανίχνευση ενός υποτιθέμενα βαθύτερου περιεχομένου που, σε τελική ανάλυση, είναι καταδικασμένο να χαθεί στην ανεξάντλητη ισχύ της γνώσης. Όπως έλεγε ο Κούντερα σε παλιότερο βιβλίο του, ένας λαϊκός και άρα εύχαρις λογοτέχνης, όπως ο ομοεθνής του Χράμπαλ, μπορεί να κάνει περισσότερη και αποτελεσματικότερη δουλειά από έναν υψιπετή μυθιστοριογράφο ή, αντίστοιχα, ένα πολιτικό μήνυμα μπορεί να έχει μεγαλύτερη επίδραση, αν ο φορέας του δεν είναι ένας ευειδής ήρωας αλλά μια αηδιαστική κατσαρίδα (όπως συμβαίνει στην αγαπημένη του Κούντερα κι εντελώς αστεία γι' αυτόν Μεταμόρφωση του Κάφκα). Γι' αυτό και η Γιορτή της Ασημαντότητας είναι η μεγαλύτερη γιορτή που μπορεί να επιφυλάσσει η λογοτεχνία για τον εαυτό της, στον βαθμό που «η ασημαντότητα που μας περιβάλλει είναι το κλειδί της σοφίας, είναι το κλειδί της ευδιαθεσίας».
Το παν, επομένως, είναι να μπορέσουμε να το απολαύσουμε, να αφεθούμε απενοχοποιημένα στο τυχαίο και το ποταπό για να βρει η λογοτεχνία το χαμένο της κέφι –να παρασυρθούμε μαζί της στην καρδιά ενός πάρκου, να χαρούμε την εικόνα της βροχής, τον βάρβαρο ήχο ενός γέλιου, την αυθόρμητη ριπή από κακαρίσματα– και όλα τα άμεσα πράγματα που συστήνουν τη μοναδική πηγή της ευτυχίας. Τίποτε, άλλωστε, στη ζωή δεν διαρκεί πολύ, τίποτα δεν είναι για πάντα, κι αυτό ο Κούντερα το ξέρει καλύτερα από τον καθένα.
σχόλια