Καθόταν με τις ώρες αφού είχε πάρει σύνταξη και τα παιδιά έλειπαν μακριά, ο ένας στην Αμερική, η άλλη στην Αθήνα.
Καθόταν ολομόναχος στο σπίτι γιατί τα χρόνια είχαν περάσει και άλλο δεν έκαναν κι αυτά τα άτιμα από το να φεύγουν, παρατώντας τους ναυαγισμένους στα νησάκια τους. Κάθε κορμί και ερημονήσι όπως έλεγε το τραγούδι.
Έριχνε ράθυμα ένα ξύλο στο τζάκι, λίγες ματιές στα διαφημιστικά του Lidl και σε μια βιογραφία του Βενιζέλου κι έπειτα πηγαινοερχόταν στον κήπο. Κάποτε του άρεσαν οι χειρωνακτικές δουλειές, το χώμα πάνω στα παγωμένα χέρια του που ξερίζωναν βολβούς ή άγγιζαν τον κορμό της λεμονιάς και τα κλαδιά της μανταρινιάς. Και όταν ένιωθε τον ιδρώτα κάτω από το γαλάζιο καρό πουκάμισο, χαιρόταν που θα έμπαινε στο ντους και θα γινόταν φρέσκος, με την ικανοποίηση πως έπραξε κάτι καλό και θεραπευτικό.
Είχε γίνει παράξενος. Το έβλεπε στα μάτια των άλλων που τον κοιτούσαν με προφανή δυσαρέσκεια, ιδίως οι πιο νέοι. Όταν έμπαινε στα μαγαζιά σταματούσαν οι κουβέντες και όλοι του παραχωρούσαν ευχαρίστως τη σειρά: όχι όμως από σεβασμό και αναγνώριση της σημασίας του μα επειδή ήθελαν να ξεμπερδεύουν με τη δυσοίωνη παρουσία του.
Το θυμόταν καλά αυτό το ωραίο συναίσθημα λύτρωσης. Το θυμόταν γιατί τον είχε εγκαταλείψει δίχως καλά-καλά να το καταλάβει. Κάποια στιγμή άρχισαν απλώς να μη σαλεύουν τα φύλλα στα δέντρα και οι μυρουδιές σαν να σφραγίστηκαν σε αεροστεγή κουτιά. Έπειτα οι γείτονες δεν του απευθυνόταν πια, αν και με κάποιους γνωριζόταν μισό αιώνα.
Είχε γίνει παράξενος. Το έβλεπε στα μάτια των άλλων που τον κοιτούσαν με προφανή δυσαρέσκεια, ιδίως οι πιο νέοι. Όταν έμπαινε στα μαγαζιά σταματούσαν οι κουβέντες και όλοι του παραχωρούσαν ευχαρίστως τη σειρά: όχι όμως από σεβασμό και αναγνώριση της σημασίας του μα επειδή ήθελαν να ξεμπερδεύουν με τη δυσοίωνη παρουσία του.
Κάποιοι μπορεί να τον λυπόνταν αλλά με κείνον τον μηχανικό τρόπο που κουνάμε το κεφάλι ακούοντας κάποιο πολύ μακρινό, δυσάρεστο νέο. Άλλοι σκεφτόταν πως στο κάτω-κάτω μεγάλωσε μόνος του κοτζάμ επιστήμονες, τον μεγάλο γιο στην Αμερική, την μικρότερη κόρη στην Αθήνα. Αλλά οι νεόφερτοι στη γειτονιά δεν είχαν ιδέα από τέτοιες λεπτομέρειες της ζωής του. Στον κήπο του αντίκριζαν κάμποσα αγριόχορτα και στην όψη του τις αναποδιές της ύπαρξης και κάτι ασυγχώρητα αγέλαστο.
Ναι, ίσως αυτό το αγέλαστο ήταν που τους στράβωνε τη διάθεση, το προσωπείο το τσιτωμένο, εγχάρακτο σε μαύρη πέτρα, που έδινε την εντύπωση πως οι ανθρώπινες συγκινήσεις δεν το αφορούσαν πλέον. Ποιος θέλει παρτίδες με περίκλειστους γέρους; Με σφηνωμένους στα δικά τους συμπτώματα; Με απλανείς αστέρες που διαβαίνουν άκεφα ανάμεσά μας, δίχως να συμμερίζονται τη σπουδή μας για κίνηση, φωνές και κατορθώματα; Ποιος γυρεύει πια κουβέντες με στόματα ραμμένα από τις θλίψεις;
Ήταν πέρσι τα Χριστούγεννα, για την ακρίβεια λίγες μέρες πριν την τελευταία μέρα των σχολείων. Πρωί στον φούρνο το αδιαχώρητο, παιδιά του δημοτικού και οι μανάδες με τα κρουασάν, τις τυρόπιτες κουρού και τα γλυκά κεράσματα. Τα γενέθλια κάποιας μικρής Αλεξάνδρας. Έξαφνα το πλήθος παραμέρισε για να περάσει εκείνος, φορώντας ένα γκρι παλτό και μπορντό κασκόλ.
«Δυο τσουρέκια παρακαλώ, το ένα το μεγάλο με την κάλυψη σοκολάτα. Και από εκείνα με το καρύδι, βάλε δεκαπέντε, όχι είκοσι»
Οι πελάτες κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και είδαν τη φουρνάρισσα να δυσκολεύεται να κρύψει την κατάπληξή της.
«Και από αυτά τα σαραγλάκια;» ρώτησε άτονα η κοπέλα.
«Ένα κιλό από όλα βάλτε μου, να μην τσιγκουνευόμαστε», ξανακούστηκε η φωνή του γέρου, ξεχειλίζοντας βεβαιότητα.
Έξω απ το φούρνο περίμεναν οι μαθητές, πρωτάκια και λίγο μεγαλύτεροι. Ο γέρος χαμογέλασε κι αφού έκανε μια παλιομοδίτικη υπόκλιση στις μαμάδες, ζύγωσε τα δυο παιδιά από τη Συρία που στέκονταν παραπέρα.
«Πως σε λένε εσένα παιδάκι μου...Your name please;»
Το αγοράκι κρύφτηκε ντροπαλά πίσω από τη μεγάλη αδελφή του.
«Αχ…ψόφος σήμερα, αυτά είναι για το κρύο, sweets for the nice children!»
Έσκυψε κι άφησε το κουτί με τα γλυκά μπροστά στο κορίτσι που δεν ήξερε τι να πει και πήρε να χαϊδεύει το στραβοκουρεμένο κεφαλάκι του αγοριού.
«Μαλέκ, His name Μαλέκ» είπε ξαφνικά το κορίτσι ξετυλίγοντας ένα γλυκό.
«Αυτόν τον δόλιο θα τον κουρεύει η αδερφή του» φώναξε εύθυμα ο γέρος στις μαμάδες που τώρα τον κοιτούσαν με τη δυσπιστία των λαϊκών ανθρώπων για κάποιον που πλούτισε απότομα και χαρίζει από δω κι από κει.
Ύστερα απομακρύνθηκε, γλιστρώντας θαρρείς έξω από την αγκαθωτή περίφραξη όπου τον είχαμε φυτέψει με τη μούρη στο χώμα και τα πόδια του πάνω, να παριστάνει τον αλλόκοτο σαν τους ιπτάμενους χωριάτες του Σαγκάλ.
Από πέρσι, τέτοιες μέρες, ο μικρός Μαλέκ περιμένει σταθερά τον κύριο με το αστείο πρόσωπο και το ωραίο κασκόλ. Και μόνο η αδερφή του τον κοροϊδεύει που το χαζό πιστεύει ακόμα στα φαντάσματα.
σχόλια