Ο Γιάννης Λειβαδάς (γενν. το 1969) είναι μία σημαντική σύγχρονη ποιητική και μεταφραστική προσωπικότητα, κάτι το οποίο μαρτυρά, περίτρανα, το έργο του στα συγκεκριμένα πεδία (την ποίηση και τη μετάφραση εννοώ). Περαιτέρω, και ως επέκταση των προηγουμένων, ο Λειβαδάς ασχολείται και με το δοκίμιο που περιστρέφεται γύρω από την beat generation, την beat poetry, την ιστορία της τζαζ και άλλα σχετικά. Αν και ο ίδιος δεν προβάλλεται ως πρόσωπο με ανούσια πάρε-δώσε, έχει βρει τον τρόπο να επικοινωνεί τακτικά με το αναγνωστικό κοινό, που έχει τα ίδια ενδιαφέροντα μ’ εκείνον, όχι μόνο μέσω των ήδη πολλών βιβλίων του, αλλά και με την ανάλογη αρθρογραφία σε επιλεγμένα περιοδικά κι εφημερίδες.
Ο Λειβαδάς τυπώνει με ιλιγγιώδεις ρυθμούς –θα πρέπει να το σημειώσουμε αυτό– είτε μέσω ελληνικών εκδοτικών οίκων, είτε οίκων του εξωτερικού (ΗΠΑ, Ινδία, Γαλλία, Σερβία…), όπως είναι οι περιώνυμες εκδόσεις Cold Turkey Press του Ολλανδού Gerard Bellaart και, γενικώς, διάγει ένα βίο, που ταυτίζεται με την ποιητική/λογοτεχνική περιπέτεια στην οποία έχει μπει… κι έχει «χαθεί». Τα ποιητικά βιβλία του είναι ήδη πάνω από είκοσι, ενώ διπλάσιες στον αριθμό είναι πια και οι μεταφράσεις του.
Οι επιρροές του Γιάννη Λειβαδά δεν είναι μόνο η καθημερινότητα, οι περιπλανήσεις, οι σκέψεις στα κλειστά δωμάτια, τα ποιήματα που αγαπάει, οι ζωές των ποιητών που μελετά, αλλά και η τζαζ. Μπορεί, μάλιστα, η τζαζ να βρίσκεται μέσα σε όλα ή και πάνω απ' όλα, καθώς ο ποιητής γράφει μέσω των ήχων της, αντιπαραβάλλοντας σ' ένα σόλο του Thelonious Monk τις δικές του εικόνες, λέξεις, φράσεις, σκέψεις ή εντυπώσεις...
Δεν είναι ένας τυπικός θιασώτης της beat ποίησης (ή όποιας άλλης) ο Γιάννης Λειβαδάς. Έχω την αίσθηση πως μέσω του τρόπου ζωής του (η βάση του, εσχάτως, είναι το Παρίσι) επιχειρεί ν’ ανασυνθέσει ψηφιδωτά από τη διαδρομή των ανθρώπων με το έργο των οποίων καταπιάνεται, κάτι που τον βοηθά, φρονώ, στη βαθύτερη κατανόηση των ποιητικών νοημάτων τους. Αυτή η «από τα μέσα» ενασχόληση προσθέτει στο μεταφραστικό έργο του (αλλά και στο προσωπικό του) την έννοια του καθαρού και απρόσκοπτου βιώματος. Ο Λειβαδάς δεν γράφει ωσεί παρών. Είναι παρών.
Ήρθα για πρώτη φορά σ’ επαφή με το μεταφραστικό έργο του Γιάννη Λειβαδά λίγο μετά τα μέσα της δεκαετίας του ’90, όταν είχε πέσει στα χέρια μου το πρώτο πιθανώς βιβλίο που εξέδωσε ποτέ, η Μπητ Ποίηση/Ανθολογία, Τόμος Α [Εκδόσεις της Λίμνης, 1995] με τα μεταφρασμένα ποιήματα των Jack Kerouac, Michael McClure, Gregory Corso, Gary Snyder, Allen Ginsberg, Sinclair Beiles κ.ά. Από ’κείνο το παλιό βιβλίο επιλέγω, για αρχή, τη μετάφραση ενός ποιήματος της Diane di Prima…
ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΓΙΑ ΤΟ ΑΓΕΝΝΗΤΟ ΜΩΡΟ ΜΟΥ
Μικρό μου
σαν έρθεις
θα βρεις
εδώ μια ποιήτρια
όχι ακριβώς αυτό που
θα μπορούσες να διαλέξεις.
Δεν υπόσχομαι
πως ποτέ δεν θα πεινάσεις
ή, πως δεν θα στενοχωρηθείς
σ’ αυτήν την ξεκοιλιασμένη
διαλυμένη
υδρόγειο
μα μπορώ να σου δείξω
μικρό μου
αρκετά πράγματα για ν’ αγαπήσεις
και να ραγίσει η καρδιά σου
για πάντα.
Από τότε και έως σήμερα το μεταφραστικό έργο του Γιάννη Λειβαδά διαρκώς μεγεθύνεται, αφού μία και μόνη απλή αναφορά των ονομάτων των ποιητών, που μεταφέρει στα ελληνικά, θα μπορούσε εύκολα να το αποδείξει. Lawrence Ferlinghetti, Ezra Pound, Denise Levertov, Gregory Corso, Allen Ginsberg, Philip Lamantia, Jack Kerouac, E. E. Cummings, Charles Bukowski, Harold Norse, William Blake, Kenneth Rexroth, Blaise Cendrars, Helen Weaver, Santōka Taneda κ.ά.
Τα βιβλία πάμπολλα, και ανάμεσά τους το επιβλητικό «Ανθολογία Μπιτ Ποίησης» [Ροές, 2003], όπου μέσα από τις 374 σελίδες του ο Λειβαδάς προτείνει ένα πλήρες beat «σώμα» (το πληρέστερο δυνατό), με μεταφράσεις ποιημάτων είκοσι τεσσάρων ποιητών. Επιλέγω ένα ποίημα, το τελευταίο του βιβλίου, γραμμένο από τον «Έλληνα» Sinclair Beiles…
ΤΙ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ;
Ο αστυνόμος που έχασε τη δουλειά του
κάθεται ικανοποιημένος
πάνω απ’ το άθλιο χωριό
κοιτώντας προς την Αμερική
και ανάμεσα στα σάπια ξύλινα σπίτια
τα φαντάσματα των καλοκαιρινών του ερωμένων
τριγυρίζουν
με ταξιδιωτικούς οδηγούς και φωτογραφικές μηχανές
θαυμάζοντας τους ανοιχτούς βόθρους
τις κότες
και τις φοβισμένες γάτες
τις μπουγάδες που κυματίζουν
στην ακρόπολη
ένα κολεγιοκόριτσο λιποθυμά
κάτω απ’ την πανσέληνο
ένας καθηγητής αγγλικών καμαρώνει
για τις ερωτικές του κατακτήσεις
και τα λευκά γάντια κάποιου μάγου
εισβάλλουν στα μεσημεριανά όνειρα
των χορευτριών του καμπαρέ
τα ρουθούνια γεμάτα απ’ τη μυρωδιά των λαμπών της παραφίνης
ο ποιητής προσηλωμένος στην κλοπή
σκιών ένας πωλητής μυδιών
πηγαίνει από μπαρ σε μπαρ
μ’ ένα καλάθι κάτω απ’ τον ώμο του
απένταρα κορίτσια απ’ το βορρά
που ψάχνουν για δουλειά
πολιορκούνται στις καφετέριες
από αργόσχολους υιούς πλουσίων
και κίτρινα λεωφορεία φίσκα στην ανία
τρέχουν μπροστά από έρημα μουσεία
εξόριστοι σχεδιάζουν χριστουγεννιάτικα πάρτι
μπήτνικς αναχωρώντας για την ανατολή
παρατούν τα κατοικίδιά τους
ερωτευμένοι ψάχνουν για έπιπλα
στην υπαίθρια αγορά
και μοναχικοί τουρίστες ξαπλωμένοι σε δωμάτια φτηνών
ξενοδοχείων
ακούνε τη μακρινή μουσική και τα καζανάκια
των αποχωρητηρίων
δακτυλογράφοι φτάνουν αναζητώντας φτηνές εκτρώσεις
ναυτικοί φτάνουν αναζητώντας φτηνές γούνες
αρχιτέκτονες σχεδιάζουν να κατεδαφίσουν τις γραφικές συνοικίες
γίνονται βαφτίσια
γάμοι
κηδείες
στο φως των κεριών
σε θαμπές εκκλησίες.
Ξεκίνησα να πληροφορούμαι για το προσωπικό ποιητικό έργο του Γιάννη Λειβαδά μέσω του γνωστού πιανίστα, τζαζ-αυτοσχεδιαστή και λογοτέχνη Σάκη Παπαδημητρίου, ο οποίος συχνά στο περιοδικό «Jazz & Τζαζ» αναφερόταν σε αυτό. Εκεί είχα πρωτοδιαβάσει, θυμάμαι, το «Παραμονή 35ων Γενεθλίων» από το βιβλίο «Οι Κρεμαστοί Στίχοι της Βαβυλώνας» [Μελάνι, 2007], ένα ποίημα του Λειβαδά που μου αρέσει ιδιαιτέρως…
ΠΑΡΑΜΟΝΗ 35ων ΓΕΝΕΘΛΙΩΝ
Τακτοποιώ στο χέρι το τσιγάρο
ερημιά λόγω βροχής
κάποιοι φαίνονται στεγνοί
και πρόθυμοι
κανένα απεριτίφ
κεφάλια στα παράθυρα
κάτι γίνεται στα σύννεφα
είμαι ευχάριστα μουντός πάνω
στο δρόμο που γυαλίζει
και θυμίζει κατάστρωμα
μια άνοιξη ερχόμενη με ιταλικό
αεράκι
τα δέντρα κοιμούνται τόσο ήσυχα
γράφω
απ’ το ξημέρωμα τόσο αργά
που οι λέξεις ολοκληρώνονται σαν
πίνακες.
Αναπνέω όπως η Τζαζ
υπόνομοι θησαυρίζουν
γυαλιστερές ανταύγειες
λέγαμε πολλά
λέμε περισσότερα
πλήρης ασυμφωνία
βροχή
φωτόνια
αμοίραστη ιδιωτική
καπνόσφαιρα.
Οι επιρροές του Γιάννη Λειβαδά δεν είναι μόνο η καθημερινότητα, οι περιπλανήσεις, οι σκέψεις στα κλειστά δωμάτια, τα ποιήματα που αγαπάει, οι ζωές των ποιητών που μελετά, αλλά και η τζαζ. Μπορεί, μάλιστα, η τζαζ να βρίσκεται μέσα σε όλα ή και πάνω απ’ όλα, καθώς ο ποιητής γράφει μέσω των ήχων της, αντιπαραβάλλοντας σ’ ένα break του John Coltrane, σ’ ένα σόλο του Thelonious Monk, ή σ’ ένα άρπισμα του Charles Mingus, τις δικές του εικόνες, λέξεις, φράσεις ή εντυπώσεις…
Πέρυσι ο Γιάννης Λειβαδάς κυκλοφόρησε ένα τζαζ-ποιητικό βιβλίο, που είχε τίτλο «Ηχούν Οστά/ 17 ποιήματα της τζαζ με 17 σχέδια του Gerard Bellaart» [Ιωλκός]. Σχεδόν όλα τα ποιήματα (τα 15 από τα 17) είχαν ως τίτλους μουσικούς της jazz, όπως… Cecil Taylor, Peter Brötzmann, Anthony Braxton, Bill Dixon, Steve Lacy, Butch Morris κ.ά. Αντιγράφω το ποίημα «Sonny Simmons» (από το όνομα του σημαντικού σαξοφωνίστα των sixties, που εξακολουθεί έως και σήμερα, στα 81 του, να ηχογραφεί…).
SONNYSIMMONS
Κατάλαβα στην αίθουσα αναμονής
έξω από τις τουαλέτες
πως είδα να έρχεται το μακρινό βασιλεμένο
παρελθόν που ακόμα χανόταν
σε λίκνο διερχόμενης
μετακόμισης στον ουρανό –
ο ουρανός όλος μια πίσω
πόρτα που περιδεώς έβγαζε
κι έμπαζε
Άνοιγα τις ρυτίδες των γυναικών μου
έως τις τρεις αρχές
που υποστηρίζει ο δρόμος μου
για την κύρια αρτηρία
και το καπνοπωλείο.
Από τον χαιρετισμό
ενός εξαμβλώματος
που σε χρόνο ρεκόρ εντόπισαν
οι σκιές των ποδιών της
λες και χόρευαν κλακέτες
πρόσταξαν
να στάξουν
το ερματικό
που
ήθελα.
Η ποίηση του Λειβαδά έχει βεβαίως το άγγιγμα της beat poetry, αλλά κατακρατεί και άλλα στοιχεία από παλαιότερους ποιητές (Αμερικανούς, Ευρωπαίους ή Ασιάτες). Η γραφή του συχνά μοιάζει αυτόματη, συνειρμική, ελίσσεται γλωσσικά, ενώ χρησιμοποιεί με την ίδιαν ευχέρεια τόσο τον επιγραμματικό λόγο, όσο και τις πιο εκτεταμένες φόρμες. Η στίξη είναι η απολύτως απαραίτητη, ενώ οι στίχοι του (και βεβαίως οι στροφές του – όπου υπάρχουν) ακολουθούν κάποιους εσωτερικούς ρυθμούς, που είναι προφανείς (συνήθως) στην απαγγελία. Φαίνεται, δηλαδή, η απόπειρά του να… συνθέσει λεκτικώς, έχοντας στ’ αυτιά του την (τζαζ) μουσική που αγαπάει. Νοιώθω, επίσης, πως το concept «τζαζ + ποίηση» θα πρέπει να τον ενδιαφέρει, δεν γνωρίζω όμως αν το έχει επιχειρήσει. Να απαγγείλει ο ίδιος την ποίησή του, εννοώ, με τη συνοδεία κάποιας… αναδυομένης τζαζ.
Το «Ηχούν Οστά» πλαισιώνεται από 17 (αντίστοιχα) σχέδια, που έχει φιλοτεχνήσει ο ολλανδός εκδότης και εικαστικός Gerard Bellaart. Ο Bellaart έχει μακριά ιστορία, με ιδιαίτερο ελληνικό ενδιαφέρον, αφού στα μέσα των sixties συγκαταλεγόταν κι αυτός στην… beat παρέα της Ύδρας.
Όπως διαβάζουμε στο νοτιοαφριακανικό blog «Who was Sinclair Beiles?», ο Bellaart είχε έρθει στην Αθήνα από το Ρότερνταμ με ωτοστόπ, μαγεμένος από την ελληνική μουσική, την οποία είχε ακούσει από έναν νταλικέρη που τον «κουβαλούσε», σ’ ένα προηγούμενο ταξίδι του από τη Φινλανδία. Στην Αθήνα και την Ύδρα ο Bellaart θα γνωρίσει διάφορους ποιητές, όπως τους Leonard Cohen, Gregory Corso, Sinclair Beiles κ.ά., με κάποιους εκ των οποίων αργότερα θα συνεργαστεί, όταν θα ξεκινήσει τις εκδόσεις Cold Turkey Press το 1970.
Όπως θυμάται και ο ίδιος, σε σχέση με την Ύδρα, αλλά και τον Bukowski (από την Wikipedia):
«Ήρθα για πρώτη φορά σ’ επαφή με τον Τσαρλς Μπουκόφσκι το 1965, στην Ύδρα, όταν κάποιος μου δάνεισε ένα τεύχος του περιοδικού “Outsider”. Το 1969 έκανα μιαν επιλογή από τα ποιήματά του, μεταφράζοντας στα ολλανδικά και τυπώνοντάς τα την επόμενη χρονιά υπό τον τίτλο “Drunk Miracles & Other Immolations” και μάλιστα με πρόλογο γραμμένο από τον ίδιο τον Μπουκόφσκι».
Και για να επανέλθουμε στον Γιάννη Λειβαδά… το πιο πρόσφατο βιβλίο του έχει τίτλο «Το Ξίγκι της Μύγας», κυκλοφόρησε πριν λίγο καιρό από τον Κέδρο και περιλαμβάνει νέα και παλαιότερα, ανέκδοτα, ποιήματά του γραμμένα στο διάστημα 1992-2014.
Οι τίτλοι πολλών ποιημάτων είναι τοπωνύμια (Patna, Agadir, Jaipur, El Qued, Benares, Πάτρα, Panaji, Kairouan, Toulon, Genoa, Gibraltar, Foggia, Tangier, Lisboa, Granada, Ρίο, Barcelona, Μετς, Alfama, Αθήνα…) που σχετίζονται, προφανώς, με επιχειρούμενα ταξίδια, έχοντας, άλλοτε, την «κοντή» εμφάνιση μιας τζαζ φράσης, ενώ άλλοτε «χάνονται» περισσότερο στους δαιδάλους της σκέψης (αυθόρμητης ή λιγότερο), προβάλλοντας στοχαστικές διαθέσεις.
Δύο δείγματα για το τέλος…
ΠΑΤΡΑ
Μοιάζαμε πολύ στη σήψη –
από το Σφαξ ως την Ταμπάρκα
μιλούσαμε την αγγλική
από τη Νάπολη στο Μπάρι
μιλούσαμε βουβοί
όταν κουνούσε η Αδριατική
το παίζαμε αδιάφοροι.
Κατεβήκαμε στο
ίδιο λιμάνι.
Τεράστιες προοπτικές
της ποίησης.
ΑΘΗΝΑ
Για να μιλάς χρειάζεται
να μην ανασαίνεις.
Για να γράφεις
να μην υπάρχεις.
σχόλια