Η συζήτηση για τη Βαϊμάρη δεν φαίνεται να τελειώνει ποτέ, όχι μόνο γιατί σε περίοδο δημοκρατίας τρομάζει η παρατηρούμενη άνοδος αντιδραστικών σχηματισμών και κομμάτων αλλά και επειδή στην περίπτωση της Βαϊμάρης παρατηρείται το πιο ακραίο πολιτικό παράδοξο: το να διαδέχεται την πιο πετυχημένη δημοκρατική συνύπαρξη προοδευτικών σχηματισμών στην εξουσία, που συνοδεύτηκε από ταυτόχρονη άνθηση των γραμμάτων και των τεχνών, η ναζιστική λαίλαπα.
Η αντίθεση μεταξύ της πρώτης δημοκρατικής περιόδου στην ιστορία της Γερμανίας, με την παραίτηση του Κάιζερ Γουλιέλμου Β' από τους θρόνους της Πρωσίας και της Γερμανίας, και της ανόδου στην εξουσία της ναζιστικής Γερμανίας το 1933 είναι απόλυτη, αλλά όχι αδικαιολόγητη, τουλάχιστον για τους ιστορικούς, οι οποίοι έσπευσαν να ρίξουν φως στα ανεξάντλητα ερωτήματα.
Η υπάρχουσα βιβλιογραφία είναι ήδη πλούσια και εκτείνεται από τις προσωπικές καταγεγραμμένες εμπειρίες του Κρίστοφερ Ίσεργουντ στο Αντίο Βερολίνο (Μεταίχμιο), τα προσωπικά απομνημονεύματα των μελών του «Σπάρτακος» και το Ο κόσμος του χθες (Printa) του Στέφαν Τσβάιχ έως τις εμβριθείς ιστορικές προσεγγίσεις του Ίαν Κέρσοου με το δίτομο Χίτλερ (Μεταίχμιο) ή τα βιβλία του Ρίτσαρντ Έβανς για το Ράιχ (Αλεξάνδρεια) και το Βαϊμάρη: Η ανάπηρη δημοκρατία του Χάινριχ Βίνκλερ (Πόλις), για να αναφέρουμε μερικούς μόνο από τους τίτλους. Ωστόσο, ένα νέο βιβλίο με τίτλο Ο θάνατος της δημοκρατίας - Η πτώση της Βαϊμάρης και η άνοδος του ναζισμού ‒σε ωραία μετάφραση Φωτεινής Πίπη από τις εκδόσεις Διόπτρα‒, που έχει κερδίσει ήδη το αναγνωστικό κοινό και τους κριτικούς, γραμμένο από έναν ουσιαστικό γνώστη της περιόδου, τον Μπέντζαμιν Κάρτερ Χετ, έρχεται για να φωτίσει ολόπλευρα το ανοιχτό παράδοξο της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης.
Ο Χετ όχι μόνο επεξεργάζεται τα νέα αρχεία που ήρθαν στο φως τις τελευταίες δεκαετίες (αλληλογραφία, δημοσιεύματα στον Τύπο, μαρτυρίες, δημόσια έγγραφα, ακόμα και αφίσες) αλλά και συγκρίνει τα δεδομένα στο εσωτερικό της Γερμανίας με τον διεθνή χάρτη, έχοντας παράλληλα πλήρη εποπτεία των γεγονότων και των πηγών.
Ο συγγραφέας θεωρεί πως ως πρότυπό του ο Χίτλερ είχε, μεταξύ άλλων, τον Κεμάλ Ατατούρκ και ως εκ τούτου δεν είναι τυχαία η άρνησή του να αναγνωρίσει τη γενοκτονία των Αρμενίων.
Επιπλέον, ο Κάρτερ Χετ λαμβάνει εξίσου υπ' όψιν του τις κοινωνικοπολιτικές μεταλλάξεις του γερμανικού ιστού με τα δραματικά ιστορικά γεγονότα που μεσολάβησαν την περίοδο της εύθραυστης αυτής δημοκρατίας, χωρίς ωστόσο να καταλήγει σε μονοσήμαντα συμπεράσματα. Το σημαντικότερο, εξηγεί αναλυτικά, προσφεύγοντας μάλιστα στην αρχή κάθε κεφαλαίου σε λογοτεχνικού τύπου ανάγλυφες περιγραφές, ώστε να γίνει κατανοητός απ' όλους τους αναγνώστες.
Καταρχάς, ο Κάρτερ Χετ τάσσεται υπέρ της ευρέως διαδεδομένης άποψης ότι οι ατιμωτικοί όροι της Συνθήκης των Βερσαλλιών, η οποία σφράγισε το τέλος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, εξέθρεψαν ακραίες αντιδράσεις και τον περίφημο μύθο της «πισώπλατης μαχαιριάς», στην οποία αναφέρεται εκτενώς, αλλά υποστηρίζει ότι δεν είναι αρκετοί για να εξηγήσουν πώς κατάφερε, αμέσως μετά, να ευδοκιμήσει η Δημοκρατία, και μάλιστα για αρκετά χρόνια.
Συμφωνεί ότι ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος οφείλεται στο γεγονός ότι μεγάλο μέρος του πληθυσμού, και ειδικά οι στρατιωτικοί, ήταν εξοικειωμένο με τη βία και δεν μπορούσε να προσαρμοστεί εύκολα σε εκδημοκρατισμένα περιβάλλοντα, αλλά αυτός δεν είναι ούτε επαρκής ούτε αναγκαίος όρος που θα εξηγούσε την απότομη και απόλυτη μεταστροφή της εύρωστης φαινομενικά δημοκρατίας σε φασιστικό καθεστώς: «Η Δημοκρατία της Βαϊμάρης ήταν οικοδομημένη πάνω σε διόλου υποσχόμενα θεμέλια: μια καταστροφική ήττα στον πόλεμο και μια μισητή ειρηνευτική συμφωνία, που τη διαδέχτηκε μια τεράστια πολιτική και οικονομική αναταραχή. Παρ' όλα αυτά, ενάντια σε κάθε πρόβλεψη, η Δημοκρατία επιβίωσε και, την εποχή του Στρέζεμαν, γνώρισε και άνθηση. Η απίθανη επιβίωση της Βαϊμάρης και η ενσωμάτωσή της στη διεθνή κοινότητα αποτελούν ηχηρή υπενθύμιση ότι, σε αντίθεση με έναν μύθο που επιμένει, η Δημοκρατία δεν ήταν καταδικασμένη εξαρχής» γράφει χαρακτηριστικά ο συγγραφέας.
Τι οδήγησε, επομένως, στον στραγγαλισμό της; Ο συγγραφέας καταγράφει πολλαπλούς παράγοντες, καθώς και μία σειρά από τραγικά πολιτικά λάθη, εκτός από τη Συνθήκη των Βερσαλλιών, που γέννησε το κύμα ρεβανσιστικών χτυπημάτων και εθνικισμού: την πολιτική αστάθεια, τη σημαντική αντίθεση και σύγκρουση μεταξύ αγροτικών περιοχών και εκβιομηχανισμένης πρωτεύουσας, τη συμμαχία μεγάλων επιχειρήσεων και ένοπλων δυνάμεων κόντρα στην ευνοούμενη από τους εργαζόμενους σοσιαλδημοκρατία, την υποτίμηση του Χίτλερ απ' όλα τα κόμματα και την υπερσυγκέντρωση εξουσιών στο πρόσωπο του προέδρου του Ράιχσταγκ, το άρθρο 48 του πρόχειρα συνταγμένου από τον νομικό Πρόις Συντάγματος της Βαϊμάρης που κατέλυσε de jure τη Δημοκρατία, αφού ο ελεγχόμενος από τον στρατό καγκελάριος διοικούσε πλέον μετά το 1930 μέσω διαταγμάτων, τη λανθασμένη στρατηγική του Χάινριχ Μπρίνινγκ αλλά και τις ύπουλες διεργασίες του πανίσχυρου Σλάιχερ που έφεραν σχεδόν προγραμματικά τον Χίτλερ στην εξουσία.
Κατά κύριο λόγο, όμως, ο συγγραφέας θεωρεί ότι για την άνοδο του ναζισμού ευθύνεται η απόλυτη οικονομική παρακμή της Γερμανίας λόγω της παγκόσμιας ύφεσης που ακολούθησε το κραχ του '29, με τον τριπλασιασμό των δεικτών της ανεργίας, τη δυστοκία σε όλα τα επίπεδα, με τη χώρα να οδηγείται αναπόφευκτα στον διεθνή απομονωτισμό. Τότε ήταν που άρχισαν να επικρατούν οι ακραίες θέσεις και η ναζιστική λαϊκιστική ρητορική να επικεντρώνεται στην ανάγκη των εξαθλιωμένων στρωμάτων της επαρχίας για απόκτηση δύναμης με ρεβανσιστικές διαθέσεις.
Από τη Γερμανία, φυσικά, δεν εξέλιπαν, από τη δεκαετία του '20 και μετά, τα καθημερινά περιστατικά βίας, οι εμπρησμοί, οι δολοφονίες και τα χτυπήματα. Εκτός από το πραξικόπημα του «Καπ», γνωστό είναι και το «πραξικόπημα της μπιραρίας» που οδήγησε στην καταδίκη του Χίτλερ με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας αλλά και στην ολική επαναφορά του μετά την αποφυλάκισή του, κάτι που κανείς δεν κατάφερε να προβλέψει έγκαιρα. Επιπλέον, η σταδιακή καταστολή των εργαζομένων, ειδικά των εκπροσώπων των συνδικάτων και του Κομμουνιστικού Κόμματος, αλλά και οι διαρκείς συμπλοκές καλλιέργησαν μια εξοικείωση με τη βία.
Ας μην ξεχνάμε ότι με την ανοχή της σοσιαλδημοκρατίας δολοφονήθηκαν τα μέλη της οργάνωσης Σπάρτακος, μεταξύ των οποίων και η Ρόζα Λούξεμπουργκ. Δεδομένων όλων αυτών, ο Χίτλερ ήξερε ότι έπρεπε εξαρχής να έχει σύμμαχο του τον λαό, αφού μόνο μέσω αυτού θα μπορούσε να εφαρμόσει τα μεγαλόπνοα οράματά του όχι μόνο όσον αφορά τον γερμανικό επεκτατισμό αλλά και την εξόντωση των αλλοφρόνων και των Εβραίων. Ο συγγραφέας θεωρεί πως ως πρότυπό του ο Χίτλερ είχε, μεταξύ άλλων, τον Κεμάλ Ατατούρκ και ως εκ τούτου δεν είναι τυχαία η άρνησή του να αναγνωρίσει τη γενοκτονία των Αρμενίων.
Ωστόσο, το σημείο καμπής της Δημοκρατίας που άνοιξε τον δρόμο για τον Χίτλερ σημειώθηκε όταν οι συντηρητικοί σχηματισμοί και οι παντοδύναμοι ηγέτες τους, όπως ο Χούγκενμπεργκ, χρησιμοποίησαν τον γραφικό γι' αυτούς Χίτλερ για να εφαρμόσουν τα δικά τους σχέδια. Χαρακτηριστικό ήταν επίσης ότι ο στρατάρχης Χίντενμπουργκ, ο οποίος κατάφερνε από τη θέση του παντοδύναμου Προέδρου της Βαϊμάρης να ελέγχει τον διορισμό των καγκελαρίων και το σύστημα, προτίμησε τα ακραία σχέδια των ναζιστών και του ηγέτη τους από τους σοσιαλδημοκράτες. Πίστευε ότι όχι μόνο θα μπορούσε να ελέγξει τον αποτυχημένο στα μάτια του πρώην αξιωματικό Χίτλερ αλλά ότι ήταν προτιμότερος από τους σοσιαλδημοκράτες, εναντίον των οποίων αντιδρούσαν οι βιομήχανοι και οι επιχειρηματίες αλλά και ο ίδιος, καθώς δεν έδειχναν πρόθυμοι να ψηφίζουν τα γερά κονδύλια για τον αμυντικό εξοπλισμό της χώρας.
Ήταν και πάλι ο Χίντενμπουργκ που δεν συναίνεσε στην απαγόρευση των Ταγμάτων Εφόδου των ναζί ‒τότε Es-Α‒ και επιδίωξε την παραίτηση της κυβέρνησης του Μπρίνιγκ και την έλευση των ναζί στην εξουσία. Όλα τα άλλα είναι ιστορία γραμμένη με τα πιο μελανά και αιματοβαμμένα χρώματα στην Ιστορία της Γερμανίας και ολόκληρης της Ευρώπης.
Benjamin Carter Hett
Ο θάνατος της δημοκρατίας - Η πτώση της Βαϊμάρης και η άνοδος του ναζισμού
Μετάφραση: Φωτεινή Πίπη
Εκδόσεις Διόπτρα
Σελ.: 384
To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO
σχόλια